ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο θρύλος λέει ότι η μανία του Τεπελενλή για την
κατασκευή κάθε είδους έργων, οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιος ντερβίσης του είχε
πει ότι θα ζήσει τόσο, όσο θα συνεχίζει να χτίζει. Δεν είναι έτσι. Η διορατικότητά
του ήταν εκείνη που τον μετέτρεψε σε «μανιακό των έργων». Ο Αραβαντινός γράφει:
«Σε καμία άλλη προγενέστερη εποχή δεν έγιναν τόσα δημόσια έργα όσο στη δική
του, και μάλιστα στα πιο απομακρυσμένα σημεία της επικράτειάς του. Έτσι κατασκεύασε
-εκτός από δρόμους - και πανδοχεία και στρατιωτικούς σταθμούς και προκυμαίες
και υδραυλικά έργα, προς εξυπηρέτηση της γεωργίας και της υγιεινής της χώρας, κρήνες
και υδραγωγεία».
Σπουδαίο υδραυλικό έργο είναι εκείνο της Νεσσονίδας
στην Θεσσαλία, που υδροδότησε μεγάλο μέρος του κάμπου. Επίσης αποξήρανε ελώδεις
περιοχές στην Αμφιλοχία, τον Ξηρόβαλτο και το Δελβινάκι. Ο Holland αναφέρει ότι
«λογάριαζε να αποξηράνει ακόμη και την Παμβώτιδα για να απελευθερώσει καλλιεργήσιμη
γη, έργο τεράστιο για την εποχή του, που απαιτούσε μεγάλες δαπάνες και προηγμένη
τεχνολογία». Ο ίδιος γράφει ότι «ο κάμπος της Δρόπολης, που άλλοτε ήταν έλη,
αποστραγγίστηκε και δόθηκε στην γεωργία, ενώ στη Σελενίτσα, επισκέφτηκα ένα μεγάλο
ορυχείο στο οποίο γινόταν εξόρυξη ασφάλτου στην πιο καθαρή μορφή της».
Στην ίδια περιοχή ο περιηγητής συνάντησε πυκνό
δίκτυο δασικών δρόμων, για την εκμετάλλευση της ξυλείας των δασών της. Η δημιουργία
του χερσαίου οδικού δικτύου, συμπληρωνόταν από ένα πυκνό πλέγμα πανδοχείων
(χάνια), που ίδρυσε σε λειτουργικά σημεία των δρόμων. Στον χώρο της Ηπείρου
κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής του τα ήδη υπάρχοντα χάνια πολλαπλασιάστηκαν,
για να καλύψουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των ταξιδιωτών και των εμπόρων.
Τα κτίσματα αυτά δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο και, τις περισσότερες φορές, οι
συνθήκες τους ήταν πρωτόγονες. Ο Holland περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη διαμονή
του στο χάνι των Πέντε Πηγαδιών:
«Οδηγηθήκαμε σε μια μικρή καλύβα με γυμνούς λασπότοιχους, χωρίς παράθυρα, χωρίς φωτιά και με δάπεδο σκέτο χώμα έχοντας προμηθευτεί, με δυσκολία, μερικά καυσόξυλα και μια μικρή τροφή αρνίσιου κρέατος». Επίσης ο Leake, αναφερόμενος στο χάνι του Δρίσκου το παρουσιάζει σαν «ένα σχεδόν ετοιμόρροπο κτίριο που το καλύτερο δωμάτιό του στερείται του μισού ταβανιού και ενός παραθύρου του. Σχετικά με την παρεχόμενη τροφή, αυτή περιορίζεται σε ρακί, αυγά και καινούργιο κρασί. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι ταξιδιώτες σιτίζονται με δικά τους τρόφιμα».
«Οδηγηθήκαμε σε μια μικρή καλύβα με γυμνούς λασπότοιχους, χωρίς παράθυρα, χωρίς φωτιά και με δάπεδο σκέτο χώμα έχοντας προμηθευτεί, με δυσκολία, μερικά καυσόξυλα και μια μικρή τροφή αρνίσιου κρέατος». Επίσης ο Leake, αναφερόμενος στο χάνι του Δρίσκου το παρουσιάζει σαν «ένα σχεδόν ετοιμόρροπο κτίριο που το καλύτερο δωμάτιό του στερείται του μισού ταβανιού και ενός παραθύρου του. Σχετικά με την παρεχόμενη τροφή, αυτή περιορίζεται σε ρακί, αυγά και καινούργιο κρασί. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι ταξιδιώτες σιτίζονται με δικά τους τρόφιμα».
Τα Γιάννενα η Λαμπερή Πρωτεύουσα
Τα Γιάννενα μέχρι την περίοδο του Αλή είχαν περάσει
από πολλές περιπέτειες. Από την δεσποτική και καταπιεστική διακυβέρνηση του άπληστου
Σέρβου Θωμά Πρελούμποβιτς, εντάχθηκαν το 1430 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η παράδοσή
τους έγινε χωρίς αντίσταση, αλλά με την παραχώρηση πρωτοφανών προνομίων. Από
τότε άρχισε μια συνεχής ανοδική πορεία, η οποία διακόπηκε βίαια το 1611 από την
άτυχη εξέγερση του Διονυσίου Φιλοσόφου (του επιλεγόμενου Σκυλοσόφου). Μετά τη
συντριβή των επαναστατών η πόλη υπέστη ανυπολόγιστη καταστροφή. Οι Έλληνες
διώχτηκαν από το κάστρο, οι εκκλησίες κατεδαφίστηκαν, οι περιουσίες αρπάχτηκαν
και η πόλη ερήμωσε.
Πολλοί κάτοικοί της πήραν το δρόμο της αποδημίας. Όμως άρχισε να συνέρχεται και στα μέσα του 18ου αιώνα ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Τεπελενλής κατέλαβε τα Γιάννενα οι κάτοικοί τους ανέρχονταν κατά τον Pouqueville σε 23.200, από τους οποίους 17.000 ήταν Χριστιανοί, 5.000 Μουσουλμάνοι και 1.200 Εβραίοι. «Αν προστεθούν», συνεχίζει ο Γάλλος πρόξενος, «οι Αλβανοί της φρουράς, το προσωπικό των σεραγιών, οι κρατούμενοι από τις διάφορες περιοχές, οι μισθοφόροι και οι ξένοι, τότε ο πληθυσμός φτάνει τις 35.000 ψυχές».
Πολλοί κάτοικοί της πήραν το δρόμο της αποδημίας. Όμως άρχισε να συνέρχεται και στα μέσα του 18ου αιώνα ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Τεπελενλής κατέλαβε τα Γιάννενα οι κάτοικοί τους ανέρχονταν κατά τον Pouqueville σε 23.200, από τους οποίους 17.000 ήταν Χριστιανοί, 5.000 Μουσουλμάνοι και 1.200 Εβραίοι. «Αν προστεθούν», συνεχίζει ο Γάλλος πρόξενος, «οι Αλβανοί της φρουράς, το προσωπικό των σεραγιών, οι κρατούμενοι από τις διάφορες περιοχές, οι μισθοφόροι και οι ξένοι, τότε ο πληθυσμός φτάνει τις 35.000 ψυχές».
Την περίοδο του Αλή τα Γιάννενα γνώρισαν πρωτοφανή
ακμή. Πρώτα-πρώτα στην άλλοτε οχλοκρατούμενη πόλη υπήρχε απόλυτη τάξη και ασφάλεια,
σε τέτοιο βαθμό που ο Μπάιρον έγραφε στην μητέρα του: «Οι δρόμοι των Ιωαννίνων είναι
ασφαλέστεροι από εκείνους του Λονδίνου», ενώ ο βιογράφος του Αλή, Χατζή Σεχρέτης
τονίζει στο έμμετρο έργο του, σχετικά με την επικρατούσα τάξη στα Γιάννενα:
«Κοίτα πως το ‘φερ’ ο καιρός / πως το ‘φεραν
οι χρόνοι /
να παίζει ο λύκος με τ’ αρνί / κι ο γκιώνης με
τ’ αηδόνι».
Κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν φυσικό να ακολουθήσει ανάπτυξη σε κάθε τομέα. Γρήγορα τα Γιάννενα έγιναν η τρίτη πιο σημαντική πόλη της Βαλκανικής, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη, και μεγάλο οικονομικό, πνευματικό και πολιτικό κέντρο. Το εμπόριο, η βιομηχανία και η βιοτεχνία βρίσκονται σε συνεχή άνοδο. Η αγορά της δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τις αντίστοιχες της Ευρώπης, και ήταν η μόνη στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία που διέθετε ακόμη και βιβλιοπωλεία. Όμως τα λαμπερά Γιάννενα του Αλή θα σβήσουν μαζί του, όταν το 1820 έγιναν στάχτη στις συγκρούσεις του με το Χουρσίτ.
Η πόλη ερήμωσε, οι κάτοικοι έφυγαν, οι σχολές
έκλεισαν, οι βιβλιοθήκες κάηκαν, το εμπόριο μαράζωσε, τα μέγαρα κατέρρευσαν. Τα
Γιάννενα δεν θα φτάσουν ποτέ σε ακτινοβολία την πρωτεύουσα του Τεπελενλή, αυτή
που χαρακτήριζαν ως «Αθήνα της νέας Ελλάδας» και «Μητρόπολη του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού». Η πόλη που ήταν «πρώτη στ’ άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα»,
ουδέποτε απέκτησε ξανά την αίγλη της περιόδου του Αλή Πασά.
Δρόμοι - Γεφύρια - Πορθμεία - Υδραγωγεία
Κατά τη διάρκεια της μακράς ηγεμονίας του Αλή,
η αχανής επικράτειά του γνώρισε μια πραγματική κοσμογονία δημοσίων έργων. Ολόκληρο
το Πασαλίκι του ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο. Και δεν ήταν έργα βιτρίνας, αλλά
υποδομής, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην οικονομική άνθηση του κράτους. Ο John
Cam Hobhouse που επισκέφτηκε, με το Λόρδο Μπάιρον, την Ήπειρο το 1809, γράφει
στο ημερολόγιό του εντυπωσιασμένος:
«Είχε οικοδομήσει γέφυρες στα ποτάμια, υπερυψωμένους
δρόμους πάνω από βαλτώδεις περιοχές, καλλώπισε την ύπαιθρο και τις πόλεις με
καινούργια κτίρια, εξόπλισε τις αρτηρίες με χάνια και ταξιδιωτικούς σταθμούς, ενεργώντας
για το κοινό καλό σαν μεγάλος ηγεμόνας, δίχως ίσως άλλο κίνητρο παρά μόνο την ενίσχυση
του πλούτου, της φήμης και της δύναμής του».
Και ο Hobhouse δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Πρώτη
του φροντίδα το οδικό δίκτυο. Είχε πάθος με τους δρόμους, τους οποίους θεωρούσε
ως απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε διοικητική επιβολή, αλλά και ανάπτυξη.
Από την πρωτεύουσά του, τα Γιάννενα, ξεκινούσαν και τελείωναν ακτινωτά πολλές αμαξιτές
αρτηρίες, τις οποίες ο ίδιος θεωρούσε στρατηγικής σημασίας. Αυτές ήταν, σύμφωνα
με περιγραφή του Αθανασίου Ψαλίδα έντεκα, από, τις οποίες οι μεγαλύτερες, δηλαδή
ο δρόμος Σαλαώρας - Πέντε Πηγαδιών - Ιωαννίνων, ο δρόμος που ένωνε την πρωτεύουσα
της Ηπείρου με τη γενέτειρα του τοπάρχη, Τεπελένι, και ο δρόμος προς το Μέτσοβο
με πέρας τα Γρεβενά, κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από τον Αλή, ενώ είχε
αποκαταστήσει και τμήμα της Εγνατίας Οδού. Όπως γράφει ο Holland o δρόμος της
Σαλαώρας είχε πλάτος 15 μέτρα και «ήταν ενισχυμένος με εγκάρσια πέτρινα δοκάρια
σε κανονικά διαστήματα». Τμήμα του δρόμου, που ήταν λιθόστρωτος, διατηρείται,
και σήμερα, κοντά στα Πέντε Πηγάδια. Όπως αναφέρεται στη συνέχεια, στις γέφυρες
είχε ειδικότητα, όπου όμως η ζεύξη των ποταμών ήταν -τεχνικώς- αδύνατη εγκαθιστούσε
«κυβερνητικά πορθμεία», όπως στον Πηνειό, και το Δρίνο της Αλβανίας, ή άνοιγε
διώρυγες, όπως στο Λούρο της Φιλιππιάδας. Ιδιαίτερη σημασία έδινε στην ύδρευση,
γιατί ήθελε οι υπήκοοί του να έχουν πόσιμο νερό όχι από τα ποτάμια -την καθαρότητα
των οποίων δεν εμπιστευόταν- αλλά από ορεινές πηγές.
Έτσι κατασκεύασε μια σειρά από υδραγωγεία, δύο
από τα οποία, στο Αργυρόκαστρο και στο Τεπελένι, είναι αφ’ ενός μεν γιγαντιαία
(τμήματά τους διασώζονται σε εξαιρετική κατάσταση και σήμερα) αφ’ ετέρου δε,
υποδείγματα τεχνικής. Επί πλέον, και το τελευταίο χωριό είχε τις κρήνες του,
πολλές από τις οποίες γίνονταν με προσωπική του χορηγία. Το υδραγωγείο του Τεπελενίου
έφερνε νερό στο κάστρο της πόλης από απόσταση 20 χιλιομέτρων, μέσω ενός συνδυασμού
γεφυρών, υπογείων σηράγγων και καναλέτων και άλλων τεχνικών έργων.
Οι Γέφυρες του Αλή
Το υποδειγματικό οδικό δίκτυο που δημιούργησε
στο κράτος του ο Βεζίρης των Ιωαννίνων, περιλαμβάνει και πλήθος από μικρές ή μεγάλες
γέφυρες. Ο βιογράφος του Σπύρος Αραβαντινός γράφει το 1895: «Οδοί φέρουσι το
όνομα του Αλή Πασά είναι πολλαί, εξ ων άλλας μεν κατασκεύασεν, άλλας δ’ επεσκεύασεν
προ πάντων δε αποδίδεται εις αυτόν η κατασκευή πολλών γεφυρών, σωζομένων και μη.
Πανταχού απαντώσι νυν γέφυραι και λιθόστρωτα, άτινα αποδίδονται εις τον Αλήν
και εν Θεσσαλία».
Πόσα γεφύρια έχτισε ο Αλής και ποια είναι αυτά
δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν με ακρίβεια, είναι όμως γεγονός ότι υπάρχουν,
σε ολόκληρη την Ήπειρο, την νότια Αλβανία, την Θεσσαλία, την Δυτική Μακεδονία,
και την Ευρυτανία. Πολλά κατασκεύασε απ’ ευθείας ο ίδιος, κάνοντας βεβαίως χρήση
της περίφημης «αγγαρείας» του, δηλαδή της υποχρεωτικής εργασίας των ντόπιων.
Όπου πάλι έβλεπε ότι υπήρχαν ιδιαίτερα πλούσιοι κάτοικοι στην περιοχή, τους επιφόρτιζε
την δαπάνη, δίνοντάς τους συγχρόνως το δικαίωμα να φέρει η γέφυρα το όνομά
τους. Μερικές γέφυρες χάριζε σε ευνοουμένους του, ή τοπικούς άρχοντες, οι
οποίοι στη συνέχεια εισέπρατταν διόδια και πλούτιζαν.
Εκτός από τα δεκάδες «Αληπασάδικα» γεφύρια που
διασώθηκαν, υπάρχουν και άλλα που δεν άντεξαν στο χρόνο. Τέτοια είναι η πολύτοξη
γέφυρα του Λυκόστομου των Ιωαννίνων (ανακατασκευή), η πασίγνωστη Μεσογέφυρα
στον Αώο, κοντά στο Αηδονοχώρι, που καταστράφηκε το 1940, η γέφυρα του Ράικου
στον Καλαμά, από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες του Ηπειρωτικού χώρου και η
περιώνυμη γέφυρα του Τεπελενίου, που την έχτισε αρκετές φορές αλλά πάντοτε την
παρέσερναν τα ορμητικά νερά του Αώου και σήμερα διασώζονται μόνον τμήματα των βάθρων
της, ενώ η κρεμαστή ξύλινη πεζογέφυρα είναι μεταγενέστερη.
Τα γεφύρια που παρουσιάζονται στις εικόνες είναι
μόνο μερικά από εκείνα που κατασκεύασε αποκλειστικά ο ίδιος ο Αλής και όχι οι «χορηγοί»
τους οποίους επιστράτευε. Όσον αφορά τις γέφυρες που έχτισαν οι τοπικοί
πλούσιοι πρόκριτοι, μετά από «παράκληση» του Τεπελενλή, σαν «αγαθοεργήματα»
όπως τις αποκαλεί ο Λαμπρίδης, είναι πάρα πολλές. Έτσι χτίστηκαν τα γεφύρια του
Παπίγκου (Αλέξιος Νούτσος, 1817), του Δίλοφου (Σολομών Ματσίλης, 1806), των Φραγγάδων
(Θεόδωρος Πετσιώνης , 1818), της Παναγιάς στο Σκαμνέλι (Ακριβή Πράσινου, 1813),
της Καλουτάς ή Μύλου (Νικόλαος Χατζηιωάννου, 1812), του Μεσαίου Μαχαλά στη Βίτσα
(Χριστόδουλος Μαρίνος, 1816) της Μεζάνης στον Αχέροντα (1800), το Γεφύρι του
Πασά στο Κάστρο των Γρεβενών (1815) κ.ά.
Το Παλατάκι του Βεζίρη στο Τόσκεσι
Το έτος 1791, όταν ο Πασάς ξεκινούσε την
αποτυχημένη τελικά εκστρατεία του για την υποταγή του Σουλίου, έχτισε στο χωριό
Τόσκεσι (σημ. Αχλαδέα), 8 ώρες από τα Γιάννενα με τα πόδια, ένα σεράι-οχυρό,
από το οποίο κατηύθυνε τις πολεμικές του επιχειρήσεις. Το σεράι βρίσκεται σε μια
απόκρημνη πλαγιά, από όπου είχε, απ’ ευθείας, θέα προς τα απόκρημνα Σουλιώτικα βουνά,
στα οποία βρίσκονταν οι αιώνιοι αντίπαλοί του. Πρόκειται για ένα μεγάλο κτίριο,
του οποίου το δυτικό τμήμα προϋπήρχε. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και καλύπτεται
με ξυλοστέγη και μαυρόπλακα. Παράθυρα με πέτρινα τόξα, καταχύστρα πάνω από την
τοξωτή είσοδο, πολεμίστρες και λίθινα φορούσια κοσμούν τις εξωτερικές πλευρές. Μέχρι
πριν από λίγα χρόνια έμεναν στο κτίριο μέλη της οικογένειας Τζίμα. Το κτίσμα κηρύχτηκε
«ιστορικό διατηρητέο μνημείο» το 1980.
Το Σεράι του Τεπελενίου
Ο Αλής είναι ταυτισμένος με τη γενέτειρά του
το Τεπελένι, που στα Αλβανικά σημαίνει «λόφος της Ελένης». Το προσωνύμιο «Τεπελενλής»
ήταν ουσιαστικά το επίθετό του. Ο πατέρας του διατέλεσε υποδιοικητής του για
ένα διάστημα. Ο ίδιος ερχόταν συχνά και έκτισε το κάστρο και ένα μεγάλο σεράι,
το οποίο περιγράφει λεπτομερώς ο Sir Henry Holland, που το επισκέφτηκε το 1813.
Γράφει:
«Είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί,
ένα από τα πλέον ρομαντικά και ευχάριστα εξοχικά σπίτια». Χτίστηκε αμφιθεατρικά
σε μια μεγάλη πλαγιά από διαδοχικά πεζούλια. Είχε ένα πελώριο χολ με κολόνες
και πίδακες, κατασκευασμένους με άσπρο μάρμαρο, και ντιβάνια καλυμμένα με μετάξι,
ενώ καθώς ξεκουραζόσουν μπορούσες να ακούσεις το σούρσιμο των αλυσίδων των κρατούμενων
στις υπόγειες σκοτεινές φυλακές. Σε ένα τρίπατο πύργο υπήρχαν θωρακισμένες
αίθουσες όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί του Αλή, τα κλειδιά των οποίων κρατούσε ο
ίδιος. Τους κήπους περιποιούνταν δύο Ιταλοί, στους οποίους φρόντισε -για να μείνουν
στην υπηρεσία του- να τους βρει συζύγους και να τους παρέχει κατοικία και μισθό.
Στο ανάκτορο αυτό ο Βεζίρης είχε εγκαταστήσει την ευνοούμενη γεωργιανή (τσερκέζα)
παλακίδα του -μητέρα του τρίτου γιου του Σαλήχ- επικεφαλής ενός χαρεμιού 50
γυναικών. Το 1812 το σεράι κάηκε από άγνωστη αιτία, πιθανόν κεραυνό.
Ο Αλής βρισκόταν στα Γιάννενα. Έσπευσε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε στο Τεπελένι, όπου διαπίστωσε ότι τα υπόγεια που βρισκότανε
φυλαγμένο ένα μέρος των θησαυρών του ήταν άθικτα. Είχαν όμως καταστραφεί,
συλλογές από γούνες και ρουχισμό, ρολόγια τσέπης και τοίχου, κοσμήματα, έπιπλα,
όπλα κ.λπ. Για να ξαναχτίσει το παλάτι, χωρίς όμως να προβεί σε έξοδα, έβγαλε
διακήρυξη και ζήτησε από τους «αγαπητούς υπηκόους του» να συνεισφέρουν,
λέγοντας ότι «η εκδίκηση του ουρανού με άφησε χωρίς σπίτι στον τόπο των προγόνων
μου».
Αρχιτέκτονες και Μηχανικοί του
Αλή Πασά
Κατά τα 33 χρόνια της παντοδυναμίας του ο Αλή
Πασάς επιδόθηκε σε μια χωρίς προηγούμενο οχύρωση της περιοχής που διοικούσε, ειδικότερα
του πασαλικιού των Ιωαννίνων. Όσα παλιά οχυρωματικά έργα υπήρχαν, τα επισκεύασε
και τα επέκτεινε. Παράλληλα έχτισε καινούργια, πολλά από τα οποία αποτελούν
υποδείγματα της φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής του. Δαπάνησε τεράστια
ποσά για την κατασκευή τους, ενώ σημαντική ήταν και η υποχρεωτική συμμετοχή των
τοπικών πληθυσμών τόσο σε εργατικά χέρια, όσο και σε υλικά. Στη σχεδίαση των έργων
αυτών συμμετείχαν πολλοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί, κυρίως Ευρωπαίοι.
Πολύ γνωστός ήταν ο κυρ-Πέτρος, Έλληνας από τη Μοσχόπολη της Κορυτσάς (κατά τον
Pouqueville, ήταν Αλβανός από την Πρεμετή) ο οποίος υπέγραφε ως «αρχιτέκτων». Ο
Leake τον χαρακτηρίζει, ως «chief-architect and engineer» (αρχι - αρχιτέκτονα
και μηχανικό). Σε έγγραφο του αρχείου του Τεπελενλή αναφέρεται σαν «μάστορο Πέτρος
Μεημάρης του Βεζίρη» («Μεημάρης» από το «Mimar», που σημαίνει στην Τουρκική αρχιτέκτονας).
Έργα του είναι: Το παλαιό σεράι στο Ιτς Καλέ (1795), η περιτείχιση της Πρέβεζας
(1807), οι πύργοι και τα φρούρια που οικοδόμησε ο Αλής στο Σούλι (1800 και μετά),
το σεράι και η γέφυρα του Τεπελενίου, τα σεράγια του Μουχτάρ και Βελή στα Λιθαρίτσια
(1812) κ.ά.
Ο μεγάλος αριθμός οχυρών που οικοδόμησε ο Πέτρος,
έκανε τον Pouqueville να τον αποκαλέσει «Βομπάν του Αλή», από το όνομα του διάσημου
Γάλλου στρατιωτικού μηχανικού Sébastien de Vauban (1772 - 1845), ο οποίος αναμόρφωσε
το αμυντικό οχυρωματικό Γαλλικό σύστημα. Ο πλέον σημαντικός από τους ξένους τεχνικούς
που πέρασαν από τα Γιάννενα του Πασά θεωρείται ο Γάλλος συνταγματάρχης του μηχανικού
Guillaume de Vaudoncourt (1772 - 1845), τον οποίο έστειλαν -μετά από αίτηση του
Αλή- οι Βοναπαρτικοί για να τον βοηθήσει στην οχύρωση του Πασαλικιού του. Σε
αυτόν οφείλονται, το Φρούριο της Λιθαρίτσας στα Γιάννενα, τα οχυρωματικά στα
δυτικά της πόλης, το κάστρο του Παντοκράτορα στην Πρέβεζα, κ.ά.
Βοηθό του είχε τον αξιόλογο λοχαγό του μηχανικού
Gaetan Palma, ο οποίος σχεδίαζε τα τοπογραφικά των έργων. Στα 1805 αναφέρεται η
παρουσία στα Γιάννενα του Γερμανού αρχιτέκτονα Freywald, ο οποίος έχτισε το νέο
σεράι στα Λιθαρίτσια. Στις 14 Ιουνίου του 1816 την Διεύθυνση Μηχανικού του Βεζίρη
ανέλαβε ο περιβόητος Ιbrahim Manzour Εfendi, ο ευγενικής (Εβραϊκής) καταγωγής -εξισλαμισμένος
Γερμανός- Gerfberr de Medelsheim (1777 - 1828) υπολοχαγός του Γαλλικού στρατού,
με ασυνήθιστη περιπετειώδη ζωή, και αργότερα αξιωματικός των Τούρκων. Ο Αλής
τον έστειλε στη Ναύπακτο, για να κάνει προτάσεις ενίσχυσης του κάστρου της, οι
οποίες όμως απορρίφτηκαν από το Βεζίρη.
Εγκατέλειψε τρομοκρατημένος κρυφά τα Γιάννενα
στις 30 Ιουλίου 1819, γιατί έπεσε στη δυσμένεια του Αλή. Ο Μanzour κατέλειπε
ένα ενδιαφέρον χρονικό. Στα 1814 εμφανίζεται στα Γιάννενα ένας άλλος αρχιμηχανικός
του Αλή Πασά, ο Ιταλός από το Παλέρμο Don Santo di Montoleone, ο οποίος κατασκεύασε
το φρούριο της Αγιάς, κοντά στην Πάργα, το οποίο όμως, λόγω κακοτεχνιών, κινδύνευσε
δύο χρόνια αργότερα να καταρρεύσει. Σχεδόν συγχρόνως αναλαμβάνει σαν προϊστάμενος
Τεχνικών Υπηρεσιών του Αλή, ο περιβόητος Ναπολιτάνος μηχανικός Careto, που ήταν
και άριστος γνώστης της πυροβολικής. Ήταν καλός και αποδοτικός, δημιούργησε όμως
ερωτικές σχέσεις με τη νεαρή Οθωμανίδα Γκιουλσούμ, η οποία λιθοβολήθηκε μέχρι
θανάτου, ο δε Careto σώθηκε με ποινή φυλάκισης στο Αργυρόκαστρο. Ο Αλής στα
1818 τον απελευθέρωσε -γιατί τον χρειαζόταν ως πυροβολητή, αυτός όμως τον πρόδωσε
και το 1821 πήδησε από το κάστρο και προσχώρησε στο αντίπαλο στρατόπεδο, του
Χουρσίτ-Πασά. Συνεργάτη του είχε έναν αξιωματικό, Ιταλό από το Πεδεμόντιο, τον
Cobernati. Ακόμη πρέπει να αναφερθούν ο Casimir Poitevin (1777 - 1829), ταξίαρχος
του μηχανικού, που αιχμαλωτίστηκε στο Βουθρωτό, στα 1798, από τον Αλή, και έμεινε
στα Γιάννενα μέχρι το 1801, ο οποίος χάραξε πολλά σχέδια οχυρώσεων.
Ο συγκρατούμενός του -συνταγματάρχης μηχανικού-
Joseph - Claude - Marguerite Charbonnel (1776 - 1846), που εκπόνησε το 1800
σχέδια για το στρατόπεδο της Μπουνίλας, ο Mollah Suleiman, εξισλαμισμένος
καθολικός Ιταλός αξιωματικός που έχτισε στα 1806 το φρούριο της Πρεμετής και ο
Έλληνας συνταγματάρχης του Γαλλικού στρατού Χατζή - Νικόλας Παπάζογλου- Τσεσμελής,
που είχε σταλεί στον Αλή από τους Γάλλους. Αναφέρεται επίσης ο Βρετανός γεφυροποιός
συνταγματάρχης Bailley, εξισλαμισμένος ως Σελήμ Αγάς και παντρεμένος με μια Οθωμανίδα,
από τον οποίο ο Αλής ζήτησε το 1809 να ανακατασκευάσει την γέφυρα του Τεπελενίου,
έργο του Πέτρου που είχε καταστραφεί.
Αυτός αποφάνθηκε για το ανέφικτο της κατασκευής,
με αποτέλεσμα να χάσει σύντομα τη ζωή του. Τοπογραφικές εργασίες στην περιοχή
των Ιωαννίνων έκανε το 1809 ο Κεφαλλονίτης, μετέπειτα αρχιτέκτονας και
σπουδαίος γλύπτης και ζωγράφος -τότε λοχαγός μηχανικού του Ρωσικού στρατού- Γεράσιμος
Πιτζαμάνος (1787 - 1825), ενώ την ίδια περίπου εποχή έρχεται στα Γιάννενα για
συλλογή πληροφοριών ως προς τις οχυρώσεις του Τεπελενλή, ο λοχαγός μηχανικού
του Γαλλικού στρατού Σταμάτης Βούλγαρης (1777 - 1842), o αργότερα διάσημος πολεοδόμος
της ελεύθερης Ελλάδας.
Κοντά στις αρχές της δεκαετίας του 1810 εργάστηκε
στην περιοχή της Άρτας ο Ιταλός μηχανικός και μετέπειτα υποπρόξενος της Αυστρίας
στην Πρέβεζα Luigi Ιnchiostro, ο οποίος εξυγίανε και το έλος της Στρεβίνας, ένα
πολλαπλής σημασίας έργο. Τέλος όταν πλέον η σύγκρουση του Αλή με τον Σουλτάνο
πλησίαζε, οι Άγγλοι, μεταξύ 1819 - 1820 έστειλαν τρεις φορές στα Γιάννενα το
συνταγματάρχη, μετέπειτα διοικητή της Κεφαλλονιάς και θερμό φιλέλληνα Sir
Charles James Νapier (1782 - 1852) για να βοηθήσει τον Αλή να αποκρούσει την επερχόμενη
επίθεση των Τούρκων. Αυτός του πρότεινε ένα πλήρες πρόγραμμα νέων οχυρωματικών
έργων, και ενίσχυσης των ήδη υπαρχόντων, το οποίο όμως εκείνος απέρριψε λόγω
του μεγάλου κόστους του. Όταν λίγο αργότερα ο Τεπελενλής ήταν πολιορκημένος στο
Ιτς Καλέ, συνειδητοποιώντας σε ποια δεινή θέση είχε περιέλθει, αποδέχτηκε το
σύνολο, σχεδόν, των προτάσεων του Νapier και τον κάλεσε να τις εφαρμόσει «ανεπιφυλάκτως».
Του έστειλε μάλιστα αμέσως στην Κέρκυρα 600 λίρες για τον ίδιο και έθεσε στην
διάθεσή του 2.000.000 λίρες για τα έργα.
Ο sir Νapier βλέποντας το ανέφικτο της υλοποίησης
των σχεδίων του, αρνήθηκε κάθε συνεργασία και επέστρεψε το ποσό στον εγκλωβισμένο
Βεζίρη, προδιαγράφοντας έτσι το τέλος του. Ο σύγχρονος του Αλή, Ψαλίδας
αναφέρει: «Εδιόρθωσεν το κάστρο της Άρτας, έκτισεν κάστρον στη Σαγιάδα, στο
Παλέρμο, Πρεμετή, διόρθωσε και δυνάμωσε Μπεράτι. Έκτισε Αργυρόκαστρο δυνατό, με
σεράγια θαυμαστά και νερά φερτά από μακριά τρεις ώρες».
Οι Πύλες του Κάστρου των
Ιωαννίνων
Το Κάστρο των Ιωαννίνων έχει 13, συνολικά, πόρτες.
Άλλες είναι απλές, ενώ άλλες περίτεχνες και διακοσμημένες με λιθανάγλυφα ζώων
και επιγραφές (από τις πιο διακοσμημένες είναι η βόρεια πυλίδα). Ορισμένες -δυο
ή τρεις- ανοίχτηκαν μεταγενέστερα του Αλή Πασά. Οι περισσότερες από τις πύλες είναι
ανοιχτές και σήμερα, αφού η «καστροπολιτεία» των Ιωαννίνων είναι από τις ελάχιστες
ελληνικές που κατοικούνται. Στην εποχή του Πασά υπήρχαν μόνον δυο γέφυρες πάνω
από την περιμετρική τάφρο, μια στην κεντρική πύλη και μια στην πύλη της σημερινής
οδού Κ. Καραμανλή.
Το Σεράι του Αλή στο Σούλι
Αμέσως μετά την κατάληψη του Σουλίου ο Αλής
έκτισε μεγαλόπρεπο παλάτι στην καρδιά του Τετραχωρίου (σε σχέδια Γερμανού αρχιτέκτονα,
το όνομά του οποίου δεν διασώθηκε), και το οποίο επισκεπτόταν συχνά. Ογδόντα χρόνια
αργότερα, το 1882, το ιστορικό Ελληνικό εικονογραφημένο περιοδικό «Έσπερος» της
Λειψίας (πρωτοεκδόθηκε το 1801 και έκλεισε το 1889), δημοσίευσε το παρατιθέμενο
χαρακτικό το οποίο συνοδευόταν και από ένα ενδιαφέρον κείμενο: «Ογδοήκοντα σχεδόν
παρήλθον έτη αφ’ ότου ο μικρός μεν αλλά ηρωικός του Σουλίου λαός, διερεθίσας την
οργήν του πανισχύρου και εκδικητικού των Ιωαννίνων σατράπου, την δεινοτάτην
υπέστη των καταστροφών.
Ογδοήκοντα παρήλθον έτη, αφ’ ότου οι ανδρείοι
προμάχοι των ορεινών του Σουλίου φρουρίων είδον την χώραν αυτών έρμαιον εχθρού
αμειλίκτου και αιμοβόρου, την χώραν εκείνη την προσφιλή, ην δια του αίματος
αυτών επότισαν. Οι χρόνοι εκείνοι των υπερανθρώπων άθλων παρήλθον, και οι ήρωες,
ων τα αθάνατα ονόματα λάμπουσιν ως αστέρες τηλαυγείς, οι Τσαβέλλαι, οι Μποτσάρεις,
οι Δράκοι και άλλοι, κοιμώνται προ πολλού τον ύπνον της αιωνιότητος, κομίσαντες
εις τον τάφον την γλυκείαν συναίσθησιν ότι εξετέλεσαν ευόρκως το προς την πατρίδα
αυτών ιερόν καθήκον.
Εκ της εποχής εκείνης της μεγάλης και πολυκυμάντου δεν διατηρείται σήμερον ή η ανάμνησις και η προς τους προμάχους της ελευθερίας ευγνωμοσύνη των μεταγενέστερων, δεν σώζονται ή ερείπια τινά, διεσπαρμένα ανά την χώραν τήδε κακείσεν. Εν των ερειπίων τούτων -το περιεργότερον- είναι και το μέγαρον του Αλή Πασά, ου την εικόναν σήμερον παραθέτομεν, μέγαρον, το οποίον ανήγειρεν ο μεγαλοπρεπής σατράπης της Ηπείρου εν ταις ημέραις της ακμής και της λαμπρότητός του. Σήμερον ο οδοιπόρος επισκεπτόμενος τα ερείπια εκείνα εν τω μέσω αγρίας ερημίας, έχει ενώπιόν του τοίχους γυμνούς και ημικεκαυμένους, έχει λίθους παραστάντας μάρτυρας μεγάλων συμβάντων.
Εκ της εποχής εκείνης της μεγάλης και πολυκυμάντου δεν διατηρείται σήμερον ή η ανάμνησις και η προς τους προμάχους της ελευθερίας ευγνωμοσύνη των μεταγενέστερων, δεν σώζονται ή ερείπια τινά, διεσπαρμένα ανά την χώραν τήδε κακείσεν. Εν των ερειπίων τούτων -το περιεργότερον- είναι και το μέγαρον του Αλή Πασά, ου την εικόναν σήμερον παραθέτομεν, μέγαρον, το οποίον ανήγειρεν ο μεγαλοπρεπής σατράπης της Ηπείρου εν ταις ημέραις της ακμής και της λαμπρότητός του. Σήμερον ο οδοιπόρος επισκεπτόμενος τα ερείπια εκείνα εν τω μέσω αγρίας ερημίας, έχει ενώπιόν του τοίχους γυμνούς και ημικεκαυμένους, έχει λίθους παραστάντας μάρτυρας μεγάλων συμβάντων.
Υπήρξεν εποχή, καθ’ ην το ηρειπωμένον τούτον μέγαρο
έζη, και έζη βίον λαμπρόν. Αι αυλαί του, όπου σήμερον φύονται άγρια χόρτα ήσαν
πλήρεις προθύμων οπαδών ως και σωματοφυλάκων του ισχυρού ηγεμόνος, αναμενόντων
τα νεύματα αυτού. Αι κλίμακες, αι καταρρεύσασσαι σήμερον, εκαλύπτοντο υπό των
παχέων περσικών ταπήτων, προσφορών μεγαλοδώρων πασάδων, οίτινες εκράτουν εστραμμένα
τα βλέμματά των προς τον απαστράπτοντα της δόξης ήλιον. Αι αίθουσαι, αι καταπεσούσαι
σήμερον, εκοσμούντο δια πολυτελών εξ Ευρώπης και Ασίας σκευών, δι’ ολοχρύσων ενετικών
κατόπτρων ως και δια παντοίων πανοπλιών.
Εν ταις αιθούσαις εκείναις εκάθητο και περιεφέρετο
ο Βεζίρης, το φόβητρον των εχθρών του «ο Λέων της Τεπελένης». Αλλά η φιλοδοξία
και ο ακράτητος εγωισμός, τα δυο ταύτα ελαττώματα, τα οποία πλείστους όσους ανθρώπους
κατέστρεψαν, ήγαγον και αυτόν εις τον όλεθρον. Η δόξα, τα πλούτη, τα πάντα εξηφανίσθησαν.
Δεν μένουσιν παρά γυμνοί τοίχοι, οίτινες μακρόθεν ανακράζουσι: «Ματαιότης ματαιοτήτων!
Τα πάντα ματαιότης!».
Το Αρχείο του Αλή
Η αλληλογραφία την οποία τόσο επιμελώς κρατούσε
ο Τεπελενλής, παραδόξως, διασώθηκε -ή τουλάχιστον μέρος αυτής- από την καταστροφή
της πόλης το 1822 από τους σουλτανικούς. Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι οι υπηρεσίες
του κράτους στεγάζονταν στο παλαιό του σεράι, στο Ιτς Καλέ, που δεν καταστράφηκε,
και όχι στα ανάκτορα των Λιθαριτσίων που πυρπολήθηκαν. Φαίνεται ότι ο Χουρσίτ θεώρησε
άχρηστα τα έγγραφα του Αλή και δεν τα πείραξε. Το αρχείο, άγνωστο πως, περιήλθε
αρχικά στα χέρια του Κωνσταντινοπουλίτη λόγιου Ιωάννη Χώτζη και κατόπιν στον
Αιγυπτιώτη Δαμιανό Κυριαζή (1890 - 1948), ο οποίος την δεκαετία του 1930 το δώρισε
στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη των Αθηνών.
Περιλαμβάνει, συνολικά, 1.469 έγγραφα γραμμένα
όλα στα Ελληνικά. Μέσα σε αυτά καθρεφτίζονται η καθημερινότητά του, οι επαφές
του με τους αντιπροσώπους του στην Πόλη, οι σχέσεις του με τους γιους του, ο τρόπος
με τον οποίο ασκούσε την εξουσία κλπ. Οι γραπτές εντολές προς τους υπηκόους του
και γενικώς τους εξαρτώμενους από τον ίδιο άρχιζαν με τις προσφωνήσεις «Αγαπητέ
μου σε χαιρετώ. Εδικοί μου φίλοι. Παμπόθητοι και τιμημένοι υιοί μου πατρικώς
και ασπαζόμενός σας φανερώνω». Οι υποτελείς του, ακόμη και τα παιδιά του, τον προσφωνούσαν
με τρόπο πέρα για πέρα δουλικό:
«Υψηλώτατε, μεγαλοπρεπέστατε, την υψηλώτητά
σου σκλαβικός εγό προσκυνό, τον μεγαλοδίναμον Θεόν παρακαλώ να σε χαρίση ζωήν
πολλήν, φιλώ τα ίχνη των εκλάμπρων σας ποδών, ηπέρτατε και πολυχρονιμένε».
Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος και οι συνεργάτες του, μετέγραψαν, σχολίασαν και εξέδωσαν το πολύτιμο αυτό υλικό σε μια τετράτομη μνημειώδη έκδοση το 2007. Να σημειωθεί ότι έχει διασωθεί και πλήθος άλλων εγγράφων του Αλή, που ευρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων και πολλά ιδιωτικά και εκκλησιαστικά αρχεία.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος και οι συνεργάτες του, μετέγραψαν, σχολίασαν και εξέδωσαν το πολύτιμο αυτό υλικό σε μια τετράτομη μνημειώδη έκδοση το 2007. Να σημειωθεί ότι έχει διασωθεί και πλήθος άλλων εγγράφων του Αλή, που ευρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων και πολλά ιδιωτικά και εκκλησιαστικά αρχεία.
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
O ΧAΛΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ
Με την συνθήκη του Καμπο-Φόρμιο, το 1797, όλες
οι κτήσεις των Ενετών στην Ήπειρο πέρασαν στην κατοχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Αυτές ήταν το Βουθρωτό στη Βόρειο Ήπειρο, η Βόνιτσα, η Πάργα και η Πρέβεζα.
Όταν τον ίδιο χρόνο ξέσπασε ο Γαλλοτουρκικός πόλεμος, την Πρέβεζα ανέλαβαν να
υπερασπιστούν -με κάθε τρόπο- ο μηχανικός Richemont και ο στρατηγός La
Salcette. Ο Αλής στην αρχή ήταν επιφυλακτικός, όμως κάποιος αποκλεισμός ενός καραβιού
του στον Αμβρακικό κόλπο από τους Γάλλους του έδωσε το πρόσχημα να επιτεθεί
στους πρώην συμμάχους του στην Πρέβεζα.
Ο πανούργος Αλή Πασάς είχε προετοιμάσει με μεθοδικότητα την κατάκτηση του επίζηλου
λιμανιού, που τόσο ήθελε σαν βάση του στόλου που διατηρούσε στο Ιόνιο. Τα κυριότερα
«όργανά» του, στις υπόγειες δολοπλοκίες του, ήταν ο μητροπολίτης Άρτας
Ιγνάτιος, ο οποίος έσπειρε τη διχόνοια στους Πρεβεζάνους, τους οποίους και έπεισε
να μην αμυνθούν, αφού στόχος του Αλή ήταν μόνον οι Γάλλοι, και -αλίμονο- ο θρυλικός
Σουλιώτης Γιώργης Μπότσαρης, που κράτησε μακριά τους συμπατριώτες του και υπέδειξε
στα στρατεύματα του Αλή τα περάσματα που οδηγούσαν στην περίμετρο της Πρέβεζας.
Οι Γάλλοι κατάλαβαν ότι επίκειται η επίθεση,
όταν πληροφορήθηκαν ότι ο στρατηγός Roze, που βρισκόταν στην Παραμυθιά για διαπραγματεύσεις,
συνελήφθη και φυλακίστηκε από τον Τεπελενλή. Έτσι προετοιμάστηκαν για την άμυνά
τους, οργάνωσαν την Δημοτική Φρουρά της πόλης, έκαναν περιμετρικά ένα πρόχειρο
οχύρωμα και έστειλαν όπλα στους Σουλιώτες, που ευρίσκονταν σε πόλεμο με τον Βεζίρη
των Ιωαννίνων. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου 1798 ο Αλής και οι δυο γιοι του Μουχτάρ
και Βελής, με 10.000 πεζικάριους και ιππείς, φάνηκαν στα βουνά που βρίσκονται
ακριβώς επάνω από τους λόφους της Νικόπολης. Ο σατράπης της Ηπείρου ανέθεσε την
αρχηγία των δυνάμεών του στο Μουχτάρ.
Ενώ ο ίδιος έστησε την σκηνή του σε ένα
κοντινό λόφο, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τις κινήσεις των στρατευμάτων του,
όπως ο Οκταβιανός Αύγουστος στη ναυμαχία του Ακτίου. Οι Γάλλοι αντί να μείνουν
και να αμυνθούν στις οχυρώσεις της Πρέβεζας, παρατάχθηκαν ανάμεσα στα ερείπια της
Νικόπολης, μόλις 400 άντρες, ενώ ήταν μαζί τους 200 Πρεβεζάνοι υπό τον παππού
του Ανδρούτσου, Παναγιώτη Τσαρλαμπά και 60 Σουλιώτες, με αρχηγό τον οπλαρχηγό της
Λάμαρης Χρηστάκη Καλόγερο. Την άλλη ημέρα, τα χαράματα, οι δερβίσηδες των Αλβανών
άρχισαν να εμψυχώνουν τους πολεμιστές τους, και να τους προετοιμάζουν για την τελική
έφοδο.
Έτσι, όταν ο Μουχτάρ έδωσε την διαταγή «επίθεση
με τα σπαθιά σας», οι καβαλάρηδες και πεζικάριοι του Αλή έπεσαν επάνω στους
αντιπάλους τους -των οποίων το πυροβολικό αποδείχτηκε ανίσχυρο- με πρωτοφανή
σφοδρότητα. Οι Πρεβεζιάνοι πολιτοφύλακες λιποτακτήσανε και πήγαν με το μέρος
του Πασά, ενώ οι Σουλιώτες έριξαν μερικές βολές, στον αέρα, και εξαφανίστηκαν προς
τα βουνά, χωρίς να πολεμήσουν. Σε ελάχιστο χρόνο οι υπερασπιστές της Πρέβεζας τράπηκαν
σε άτακτη υποχώρηση και κινήθηκαν τρομοκρατημένοι προς την πόλη, ακολουθούμενοι
από τους αφιονισμένους και έξαλλους διώκτες τους.
Οι σκηνές που ακολούθησαν προκαλούν φρίκη. Θηριωδίες,
βιασμοί και φόνοι. Οι μισοί από τους Γάλλους εσφαγιάστηκαν επί τόπου, ενώ οι
υπόλοιποι -μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός τους La Salcette- αιχμαλωτίστηκαν
και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στα Γιάννενα, όπου και ρίχτηκαν στα μπουντρούμια
του Κάστρου. Ο κάμπος της Νικόπολης ήταν πνιγμένος στο αίμα και διάσπαρτος με
ακέφαλα σώματα. Όμως την ίδια τύχη είχαν και οι άτυχοι Πρεβεζάνοι. Όσοι τους δεν
εκτελέστηκαν επί τόπου, κατέφυγαν έντρομοι και ρακένδυτοι στο Άκτιο και στη γειτονική
Βόνιτσα, κρυβόμενοι ανάμεσα στα δέντρα.
Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος τους παγίδεψε -μάλλον
άθελά του- και τους έπεισε να γυρίσουν στην πόλη τους, γιατί -δήθεν- ο Βεζίρης
θα έδειχνε μεγαλοψυχία. Αυτοί πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις του και επέστρεψαν στην
Πρέβεζα, όπου όμως, μαζί με άλλους διακόσιους συμπολίτες τους -που δεν είχαν προλάβει
να φύγουν- την επόμενη μέρα μεταφέρθηκαν στη Σαλαώρα, όπου σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ,
παρουσία του ίδιου του Αλή. Ο χαλασμός της Πρέβεζας ολοκληρώθηκε. Εκείνη την περίοδο,
ο Άγγλος ναύαρχος Νέλσον, που βρισκόταν στην Μεσόγειο, έστειλε έναν αξιωματικό
του να συγχαρεί τον Αλή για τη νίκη και να ζητήσει συγνώμη που δεν επισκέφτηκε
ο ίδιος τον «Ήρωα της Ηπείρου», όπως τον είπε.
Στις 24 του Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτη, ο Αλής μπήκε
θριαμβευτής στην Πρέβεζα. Η αλήθεια είναι ότι διέκοψε αμέσως τις λεηλασίες, όμως
η καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί. Φόνοι, αρπαγές των παιδιών για πώληση, βιασμοί,
κοπέλες για χαρέμια, συνέθεταν το ανατριχιαστικό σκηνικό. Η φωτιά, που κράτησε
δυο ημέρες, είχε κάνει στάχτη τα περισσότερα σπίτια. Τότε κάηκαν και οι τρεις
κυριότερες εκκλησίες της Πρέβεζας. Δυο χρόνια μετά, το 1800, με την Ρωσοτουρκική
συμφωνία, ο Αλής αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του, όμως το έτος 1807 επανήλθε
-δριμύτερος- καταλαμβάνοντας για δεύτερη φορά την πόλη, στέλνοντας το γιο του Βελή
με 10.000 πεζούς και ιππείς.
Τότε εγκαταστάθηκε για τα καλά. Έχτισε κάστρα,
προμαχώνες, σεράγια, χαρέμια και περνούσε πολλές εβδομάδες το χρόνο στην
πολύπαθη πόλη, την οποία έκανε επίνειο των Ιωαννίνων και εξαγωγικό κέντρο του κράτους
του. Αμέσως μετά την κατάληψη της Πρέβεζας ο Αλή Πασάς έστειλε ένα μήνυμα στην
Υψηλή Πύλη, ότι ποτέ δεν θα πρέπει η Οθωμανική Αυτοκρατορία να παραχωρεί εδάφη
της, σε αλλόθρησκες δυνάμεις για «προστασία». Ο σουλτάνος ευχαριστήθηκε από την
δράση του τοπάρχη του και του απένειμε τον βαθμό του «πασά των τριών ιππουρίδων»,
που ήταν ανώτερη στρατιωτική διάκριση, καθώς και το πολυπόθητο αξίωμα του «Βεζίρη
των Ιωαννίνων».
Ο βιογράφος του Αλή, Σπύρος Αραβαντινός αναφέρει
ότι πριν την καταστροφή ο πληθυσμός της Πρέβεζας ήταν 16.000, ενώ κατά τον περιηγητή
Henry Holland που την επισκέφτηκε το 1812 -δεκατέσσερα χρόνια μετά το χαλασμό-
τότε ήταν μόλις 4.000 ψυχές. Το άκρο άωτο της αναλγησίας του Πασά είναι το ότι
-με σουλτανικό φιρμάνι που ο ίδιος προκάλεσε- δήμευσε τα κτήματα πολλών εξορισθέντων
Πρεβεζάνων και εγκατέστησε σε αυτά τα περισωθέντα «λείψανα» των θυμάτων του,
από το Χόρμοβο και την Λέκλη, τα δυο χωριά που είχε κυριολεκτικά ισοπεδώσει προηγουμένως.
Ο ίδιος κράτησε ως λάφυρο ένα «ασημένιο
δισκοπότηρο», από το Ναό του Αγίου Χαραλάμπους, στο οποίο του άρεσε να πίνει το
αγαπημένο του ρακί, αν και ήταν Μωαμεθανός. Η ακόρεστη δίψα όμως του Τεπελενλή
για κατακτήσεις, δεν είχε τέλος. Αμέσως μετά την κατάκτηση της Πρέβεζας στράφηκε
προς την γειτονική Βόνιτσα, που ήταν και αυτή υπό Γαλλική κατοχή. Η ολιγάριθμη
φρουρά που είχε ήδη μάθει για την τύχη της Πρέβεζας συνθηκολόγησε αμέσως, και
διεκπεραιώθηκε με ασφάλεια στη Λευκάδα.
Έτσι ο Αλής κατέλαβε την πόλη αναίμακτα και -απερίσπαστος πλέον- στράφηκε εναντίον
της άλλης Γαλλικής κτήσης στο Ιόνιο, τη Λευκάδα. Ισχυρό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής
τον έμπιστό του Γιουσούφ Αράπη στρατοπέδευσε ακριβώς απέναντι από την πόλη και ετοιμαζόταν
να εισβάλλει μέσω του στενού πορθμού στο νησί. Τις ημέρες όμως εκείνες βρισκόταν
κοντά ο ενωμένος Ρωσοτουρκικός στόλος, αποτέλεσμα μιας παράξενης συμμαχίας της
περιόδου αυτής. Η «Υψηλή Πύλη», για πολιτικούς προφανώς λόγους, ήθελε η Λευκάδα
να περάσει από την Γαλλική «προστασία» στην αντίστοιχη Ρωσική.
Οι κάτοικοί της προκειμένου να αποφύγουν τις
-αναμενόμενες- θηριωδίες του Αλή, κατέβασαν μόνοι τους τη Γαλλική σημαία και
κάλεσαν τους ναυάρχους Fyodor Usakov και Καδήρ - Μπέη για να βοηθήσουν. Ο
Γάλλος φρούραρχος όμως αρνιόταν την παράδοση. Τότε ο F. Usakov του έστειλε
ένα τελεσίγραφο και του διεμήνυσε ότι εάν δεν απομακρυνθεί θα αφήσει ελεύθερα
τα στίφη του Βεζίρη των Ιωαννίνων να καταλάβουν την πόλη. Μπροστά στον κίνδυνο
αυτό οι Γάλλοι δέχτηκαν να αποχωρήσουν και βγήκαν από το φρούριο στις 4 Νοεμβρίου
1798, με όλες τις τιμές. Εννοείται βέβαια ότι η έκβαση αυτή κάθε άλλο παρά
ικανοποίησε τον Πασά που ανέμενε, όπως η αλεπού του μύθου, να καταβροχθίσει τη
λεία του.
Όμως αναγκάστηκε να αποσύρει τον στρατό του
και να στραφεί σε άλλους στόχους στη Θεσπρωτία. Μετά από μερικά χρόνια προσπάθησε
εκ νέου, και αφού κατέλαβε πάλι την Πρέβεζα -η οποία είχε αποκτήσει εν τω μεταξύ
την ανεξαρτησία- επιχείρησε, επίσης, να καταλάβει τη Λευκάδα, χωρίς όμως να το επιτύχει.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ
Ο Αλής ουδέποτε, παραιτήθηκε από τα σχέδιά του
να προσαρτήσει την Λευκάδα, μετά την πρώτη του αποτυχία το 1798. Έτσι το 1807
δοκίμασε πάλι. Τότε η Λευκάδα ανήκε στην Ιόνιο Πολιτεία, που είχε συσταθεί με Ρωσοτουρκική
συμφωνία και βρισκόταν υπό Ρωσική προστασία. Μετά όμως την έκρηξη του πολέμου μεταξύ
Γαλλίας - Τουρκίας αφενός και των Συμμάχων (Ρωσία, Αγγλία, Αυστρία) αφετέρου, ο
Τεπελενλής άρπαξε την ευκαιρία και πολιόρκησε πάλι τη Λευκάδα με 8.000 άντρες.
Σε μηδενικό χρόνο έκτισε στην είσοδο του πορθμού το οχυρό «Τεκές» (σώζεται και
σήμερα), ενώ συγχρόνως ο αδερφός του Ναπολέοντα, Ιωσήφ, του έστειλε από τη
Νάπολη μια ολόκληρη αξιόμαχη πυροβολαρχία για ενίσχυση.
Τότε συνέβη ένα σημαντικό γεγονός. Η Ιόνιος Γερουσία
και ο Ρώσος αρμοστής της Κέρκυρας έστειλαν τον Ιωάννη Καποδίστρια -γραμματέα της
Ιόνιας Βουλής- να οργανώσει την άμυνα της Λευκάδας. Ο μετέπειτα εθνικός κυβερνήτης,
βοηθούμενος από τον άλλοτε συνεργάτη του Αλή μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο και τον
Περραιβό κινήθηκε ταχύτατα και δραστήρια. Κατασκεύασε αμέσως σημαντικά οχυρωματικά
έργα, αναπτέρωσε το ηθικό των κατοίκων και -κυρίως- κάλεσε από τη Στερεά Ελλάδα
και τα νησιά τους Έλληνες οπλαρχηγούς να συμμετάσχουν στην άμυνα της.
Και συνέρευσε η αφρόκρεμα της «κλεφτουριάς»,
οι Κίτσος Μπότσαρης, Κατσαντώνης, Τσόγκας, Τζαβέλλας, Νικηταράς, Σκυλοδήμος,
Κουμπάρης, Δημήτριος Καραΐσκος (πατέρας του Γεωργίου Καραϊσκάκη), Βαρνακιώτης
και ο Κολοκοτρώνης, επικεφαλής Ρωσικής ναυτικής μοίρας. Μετά από τη σύναξη αυτή
ο Αλής μπήκε σε σκέψεις. Επί τέσσερις μήνες ο στρατός του δεν έπαιρνε διαταγή επίθεσης,
ενώ ο ίδιος καθόταν στην Πρέβεζα διστακτικός και αναποφάσιστος. Αλλά ένα άλλο γεγονός
ακύρωσε εντελώς το σχεδιασμό του. Στις 10 Ιουνίου 1807 με τη συνθήκη του
Τιλσίτ, η Γαλλία και η Ρωσία έπαψαν πια να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση.
Ο Ρώσος διοικητής της Λευκάδας ανήγγειλε αμέσως
περιχαρής στο Βεζίρη την ανακωχή, ο οποίος όμως του απάντησε ότι αυτός δεν έχει
καμία επίσημη πληροφόρηση και δεν προτίθεται να λύσει την πολιορκία. Όταν όμως
έμαθε ότι οι Γάλλοι ξαναπήραν την Κέρκυρα σε εφαρμογή της συμφωνίας, τότε κατάλαβε
ότι όχι μόνο δεν έχει πλέον τη στήριξη του Ναπολέοντα -από τον οποίο περίμενε βοήθεια-
αλλά φοβήθηκε και για αιφνιδιαστική επίθεση των Γάλλων εναντίον του, αφού πλέον
και η Λευκάδα περνούσε στην κατοχή τους. Έτσι -για δεύτερη φορά- έλυσε απογοητευμένος
την πολιορκία της Λευκάδας, που τόσο λαχταρούσε να προσαρτήσει.
Ο μεγάλος στόχος του Αλή, από την αρχή κιόλας
της εγκατάστασής του στην εξουσία, ήταν να απαλλάξει την επικράτειά του από την
μάστιγα των «κλεφτών». Αυτοί δεν ταυτίζονται με τον όρο «κλέφτες και αρματολοί»,
που παραπέμπει στους αγωνιστές του ΄21. Ήταν όπως το λέει η λέξη, δηλαδή λήσταρχοι,
οι οποίοι λεηλατούσαν την ύπαιθρο, μη κάνοντας διάκριση Χριστιανικών και Μουσουλμανικών
πληθυσμών. Όταν η θέση τους δυσκόλευε από τη συνεχή καταδίωξή τους, από τις
δυνάμεις του Τεπελενλή, κατέφευγαν στην ξενοκρατούμενη Λευκάδα, όπου εύρισκαν
ασφαλές καταφύγιο. Αυτός ήταν ο λόγος -μεταξύ των άλλων- που ο Βεζίρης των
Ιωαννίνων ήθελε να καταλάβει το νησί αυτό του Ιονίου.
Στην αρχή προσπάθησε να το επιτύχει με ήπιο
και διπλωματικό τρόπο, στέλνοντας στις 27 Απριλίου 1800, από το Μιχαλίτσι (χωριό
της Πρέβεζας), μια ευγενική επιστολή, προς τους προκρίτους της Λευκάδας, τους
οποίους προσφωνεί «Ευγενέστατοι άρχοντες Αγιομαύρας μετά τον μετά πόθου χαιρετισμόν
σας φανερώνω». Η επιστολή είναι γραμμένη σε ωραιότατα Ελληνικά (οξείες, δασείες,
περισπωμένες κλπ), από κάποιον από τους πολυάριθμους λόγιους γραμματικούς του.
Ο ίδιος έβαλε την υπογραφή του στην κορυφή της πρώτης σελίδας της δισέλιδης επιστολής.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΠΤΑΝΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Η επιστολή του Βεζίρη των Ιωαννίνων προς τους
«νοικοκυραίους» της Λευκάδας με την οποία τους ζητούσε να σταματήσουν να παρέχουν
άσυλο στις ληστρικές συμμορίες της Ηπείρου και Στερεάς δεν είχε αποτέλεσμα.
Έτσι μερικά χρόνια αργότερα, το 1803, απευθύνθηκε -επισήμως αυτή τη φορά- στην
Ιόνια Πολιτεία, που βρισκόταν τότε υπό Ρωσική προστασία.
Μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις, που έκανε
ο Ψαλίδας, υπογράφτηκε στις 9 Νοεμβρίου 1803, στην Κέρκυρα η περίφημη συνθήκη μεταξύ
του πληρεξούσιου και αντιπροσώπου του Αλή, μητροπολίτη Άρτας και Ναυπάκτου,
Ιγνάτιου και του κόμη Antonio Maria Capo d΄ Istria (Αντώνιος - Μαρία Καποδίστριας,
1741 - 1819), πατέρα του μετέπειτα εθνικού κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια. Η συμφωνία
γράφτηκε τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Ιταλικά. Ο Αλή Πασάς ζήτησε -δια του
Ιγνάτιου- «οι κάμνοντες λεηλασίας, φόνους και άλλα πολλά κακά να μην ήθελεν ειμπορούν
να έχουν τας φαμιλίας των εις κανένα από τα νησία της Γαληνοτάτης πολιτείας,
αλλά ούτε αυτοί οι ίδιοι να καταφεύγουν και να φυλάττωνται, ωσάν οπού τούτο είναι
εναντίον του δικαίου».
Τα ανταλλάγματα, που προσέφερε ο Τεπελενλής στους Επτανήσιους, ήταν πρωτοφανή:
«να μην πληρώνει (τέλη λιμενισμού) η παντιέρα (σημαία) της Γαληνοτάτης Επτανήσου
πολιτείας εις κανένα σκάλωμα (λιμάνι). Οι αγωγιάται να πληρώνουν κουμέρκι (φόρο)
μόνον προς τέσσαρας παράδες το φόρτωμα, αντί οκτώ παράδες οπού επλήρωναν, οι δε
νησιώται να μένουν ελεύθεροι. Το δόσιμον (φόρος) να πληρώνεται μεν πλην όχι από
τους νησιώτας αλλ΄ από τους Τουρκομερίτας, αγοραστάς ή πωλητάς. Το δόσιμον οπού
επλήρωναν οι βάρκες εις την δουγάναν (τελωνείο) όταν εφόρτωναν δια τα νησιά εις
το εξής να μην το πληρώνουν.
Οι υπήκοοι της Επτανήσου πολιτείας, οπού θελήσουν
να καθίσουν εις τα μέρη της διοικήσεως της υψηλότητός του (του Αλή Πασά) δια πραγματείαν
τους ή άλλα τους επιχειρήματα, και όσοι ακόμη έρχονται δια υποθέσεις τους και
στέκουν προς καιρόν, όλοι αυτοί θέλουν έχει από μέρους της υψηλότητός του και
των ανθρώπων του κάθε λογής φύλαξιν και υπεράσπισιν και βοήθειαν και δεν θέλει είναι
υποκείμενοι εις αγγαρείες τοπικαίς και εις καμμίαν άλλην ενόχλησιν. Οι υπήκοοι
της Επτανήσου πολιτείας δεν θέλει ενοχλούνται δια χαράτζι παντελώς.
Ο κόνσολας (πρόξενος) της Άρτας θέλει απολαμβάνει
όλην την αγάπην και προστασίαν της υψηλότητός του (του Αλή Πασά) δια να ενεργή
ακωλύτως τα του επαγγέλματός του και θέλει έχει την συνδρομήν του βογβόδα (βοεβόδα)
της Άρτης δια να πιάνη κάθε κακοποιόν και άτακτον υπήκοον της Επτανήσου πολιτείας
και να τον παιδεύει κατά τους νόμους της ιδίας του διοικήσεως καθώς διαλαμβάνει
το περάτι (θέληση) του. 1803 Νοεμβρίου 9 Κορφούς Τ.Σ.+ Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου
και Άρτης Ιγνάτιος, πληρεξούσιος του υψηλοτάτου Βεζήρη Αλή Πασσά βεβαιοί».
Γυρνώντας στα Γιάννενα ο Ιγνάτιος έφερε τη
συνθήκη, την οποία ο Αλής επικύρωσε -περιέργως- στα Τουρκικά. Συγχρόνως απέστειλε
«προς τους υπεραγαπητούς ημίν προέδρους των Κορυφών» επιστολή στην οποία γράφει
ότι «τα τέσσερα νησιά Ζάκυνθο, Κεφαλληνία, Ιθάκη και Αγία Μαύρα έγιναν φωλιά
και μεντένι (ορμητήριο) των κλεπτών» και ζητά να εκδώσει ο Καποδίστριας
διαταγές υλοποίησης της συνθήκης, όπως και έγινε:
«Η κοινότης κάθε χωρίου των άνωθεν νήσων, εις
κάθε παραμικράν είδησιν ότι οι ειρημένοι κλέπται ή η φαμελίαις τους ησέβησαν εις
τινά μέρος της περιοχής του (του Αλή) θέλει συντρέξει (η κοινότητα) ευθύς δια
να τους πιάση ζωντανούς ή αποθαμένους, και ομοίως τας φαμελίας τους, η αν δεν επιτύχει
ο πιασμός τους να ταις καταδιώξει από την επικράτειάν μας. Αντονιο Μαρία κόμης
Καποδίστρια, γαληνότατος πρίγκηψ και πρόεδρος της εξοχωτάτης γερουσίας της Επτανήσου
ρεπούμπλικας».
Αλλά και ο Βεζίρης των Ιωαννίνων έκανε το ίδιο
στέλνοντας στους διοικητές του Βεληγκέκα, Ισούφ αγά, Χαμζέ Λιατίφη, Ντεβιντάρη,
Κοντομπεκίρη κ.ά., μπουγιουρντιά (διαταγές) με τα οποία τους έδινε την εντολή
«να ακολουθήσουν, και να μην πειράξουν τελείως από αυταίς ταις συμφωνίαις». Όμως
ο Αλής είχε παραλείψει να περιλάβει στη συνθήκη ρητή δέσμευση για την μη παροχή
ασύλου στους αιώνιους εχθρούς του, τους Σουλιώτες, (σε ένα περίπου μήνα από την
υπογραφή της συμφωνίας το Σούλι θα παραδοθεί). Όμως οι Επτανήσιοι έκαναν το εντελώς
αντίθετο. Μετά την πτώση του Σουλίου οι Σουλιώτες βρήκαν άσυλο -κυρίως- στην Κέρκυρα.
Το κείμενο της συνθήκης είναι διατυπωμένο στα
Οθωμανικά, με Αραβικούς χαρακτήρες, γραμμένο από κάποιον γραμματικό του. Στην αρχή
γίνεται επίκληση στο Θεό - τυπικό εισαγωγικό στερεότυπο τέτοιων χειρογράφων. Ο
Θεός αναφέρεται στη συνέχεια ως κριτής, τιμωρός και ευεργέτης. Το κείμενο γράφτηκε
με απλά λόγια ώστε να είναι προσιτό σε οποιονδήποτε. Αναφέρει ότι οι κλέφτες παρανόμησαν
και αφού κατέστρεψαν τις περιουσίες των υπηκόων του, βρήκαν καταφύγιο στα όρια
της Επτανήσου.
Αφού απονέμει εύσημα στο μητροπολίτη Ιγνάτιο,
κλείνει στο τέλος με την ημερομηνία που το υπέγραψε. Στην αρχή του υπάρχουν
υπογραφή και σφραγίδα, που είναι η επίσημη του Τουρκικού κράτους και όχι η προσωπική
του Αλή.
H ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ
Δεκαπέντε Χρόνια Πόλεμοι
Μετά από την εδραίωσή του στο Πασαλίκι των
Ιωαννίνων ο Αλής στρέφει το ενδιαφέρον του στην κατάληψη του Σουλίου και την
υποταγή των Σουλιωτών. Οι ανυπότακτοι αυτοί πληθυσμοί, ήταν Χριστιανοί Τσάμηδες
και αποτελούσαν απειλή κατά της κυριαρχίας του στην Ήπειρο. Οι Σουλιώτες ζούσαν
-στην απρόσιτη περιοχή τους- ανεξάρτητοι, κάτω από ένα καθεστώς ιδιότυπης και πρωτόγονης
«δημοκρατίας». Το άγονο έδαφος τους έστρεψε προς τις ένοπλες επιδρομές, που πλησίαζαν
σε απόσταση αναπνοής ακόμη και από αυτά τα Γιάννενα και αποτελούσαν άμεση τροχοπέδη
στην εμπέδωση μιας ενιαίας τάξης πραγμάτων, την οποία επεδίωκε ο Αλής.
Σε 11 αριθμούνταν τα Σουλιώτικα χωριά, που τα
κατοικούσαν συνολικά 47 οικογένειες (φάρες). Πρώτο στην τάξη ήταν το λεγόμενο «Τετραχώρι»,
δηλαδή η Κιάφα, ο Αβαρίκος, το Σούλι και η Σαμονίβα. Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία
ήταν ένα «κράτος εν κράτει» και είχε σαν ανώτατο άρχοντά της τον «πολέμαρχο»,
που πάντοτε ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλλας. Κορυφαίο όργανο η Γερουσία
(το Κριτήριο), με έναν εκπρόσωπο από κάθε φάρα. Στα 1790, ο Αλής έλαβε ενεργό μέρος
στον πόλεμο της Τουρκίας εναντίον της Ρωσίας και εκστράτευσε στο Δούναβη, όπου
και διακρίθηκε σε πολλές μάχες.
Κατά το διάστημα αυτό, οι Σουλιώτες βρήκαν την ευκαιρία -παρακινούμενοι και από τους Ρώσους- να εξεγερθούν και να απειλήσουν τα Γιάννενα, αφού προηγουμένως λεηλάτησαν την περιοχή της Τσαμουριάς. Ο Αλής το 1791 παίρνει την άδεια από την Υψηλή Πύλη να επιστρέψει επειγόντως στην Ήπειρο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Πηγαίνει αμέσως με 3.000 στρατιώτες να καταλάβει το Σούλι. Η αιφνιδιαστική επίθεση αποκρούεται και ο Αλής γυρίζει στα Γιάννενα, με βαριές όμως απώλειες, σε νεκρούς και τραυματίες. Τον επόμενο χρόνο επιχειρεί να επιτύχει τον στόχο του. Τη φορά αυτή διέδωσε ότι όλες οι προετοιμασίες είχαν σαν σκοπό να πολεμήσει τους εχθρούς του στο Αργυρόκαστρο.
Κατά το διάστημα αυτό, οι Σουλιώτες βρήκαν την ευκαιρία -παρακινούμενοι και από τους Ρώσους- να εξεγερθούν και να απειλήσουν τα Γιάννενα, αφού προηγουμένως λεηλάτησαν την περιοχή της Τσαμουριάς. Ο Αλής το 1791 παίρνει την άδεια από την Υψηλή Πύλη να επιστρέψει επειγόντως στην Ήπειρο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Πηγαίνει αμέσως με 3.000 στρατιώτες να καταλάβει το Σούλι. Η αιφνιδιαστική επίθεση αποκρούεται και ο Αλής γυρίζει στα Γιάννενα, με βαριές όμως απώλειες, σε νεκρούς και τραυματίες. Τον επόμενο χρόνο επιχειρεί να επιτύχει τον στόχο του. Τη φορά αυτή διέδωσε ότι όλες οι προετοιμασίες είχαν σαν σκοπό να πολεμήσει τους εχθρούς του στο Αργυρόκαστρο.
Για να θολώσει τα νερά έστειλε επιστολή στους αρχηγούς των Σουλιωτών Μπότσαρη
και Τζαβέλλα με την οποία ζητούσε τη βοήθειά τους. (το γράμμα ήταν στα Ελληνικά):
«Φίλοι μου καπετάν Βότσιαρη και καπετάν Τζιαβέλλα, εγώ ο Αλή Βεζίρης σας χαιρετώ
και σας φιλώ τα μάτια. Τούτη είναι η ώρα και ο καιρός, όπου έχω χρείαν από
λόγου σας και μένω να ιδώ την φιλίαν σας και την αγάπη που έχετε δια ελόγου μου.
Λοιπόν, εγώ δεν πηγαίνω να πολεμήσω πριν να έρθετε και σας καρτερώ ογλήγορα να
έλθετε. Ταύτα και σας χαιρετώ». Οι Σουλιώτες κατάλαβαν ότι επρόκειτο για
παγίδα, έστειλαν όμως -για να δείξουν καλή θέληση- στα Γιάννενα 70 πολεμιστές με
επικεφαλή τους τον οπλαρχηγό Λάμπρο Τζαβέλλα.
Ο Αλής τους συνέλαβε όλους, τους φυλάκισε και ξεκίνησε
αμέσως για να επιτεθεί στο Σούλι. Όμως ο αιφνιδιασμός του και πάλι απέτυχε,
γιατί ένας Σουλιώτης δραπέτευσε και ειδοποίησε τους συμπατριώτες του, οι οποίοι
απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση. Τότε, ο Πασάς ζήτησε να του φέρουν τον Τζαβέλλα,
τον ελευθέρωσε και τον έστειλε στο Σούλι, για να πείσει τους υπερασπιστές του,
να παραδοθούν, γιατί, διαφορετικά, ο γιος του ο Φώτος, τον οποίο είχε ήδη συλλάβει,
και οι υπόλοιποι όμηροι, θα εκτελούνταν. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός πήγε στα μέρη
του, αλλά όχι μόνο δε ζήτησε την παράδοση του Σουλίου, αλλά τους παρότρυνε
όλους για άμυνα.
Ο σατράπης εξαγριώθηκε, αλλά όμως δεν σκότωσε
τον Φώτο και τους αιχμαλώτους, εντυπωσιασμένος από την περήφανη στάση του μικρού
Σουλιώτη, τον οποίο, απλώς, φυλάκισε. Τότε διέταξε γενική επίθεση τάζοντας 500
πουγκιά σε εκείνον που θα πατούσε πρώτος το Σούλι. Στην αρχική φάση της μάχης ο
στρατός του Αλή κατατρόπωσε τους Σουλιώτες και ήταν βέβαιο ότι θα τους νικούσε,
εάν δεν επενέβαινε η Μόσχω Τζαβέλλα, που συγκέντρωσε τις γυναίκες, συγκράτησε
τους άντρες και κατέλαβε τα στενά από όπου θα περνούσαν τα τμήματα του Πασά. Πράγματι
όταν μπήκαν στη χαράδρα οι υπερασπιστές του Σουλίου κυριολεκτικά εξόντωσαν τους
εισβολείς, που ήταν περισσότεροι από 10.000.
Ο ίδιος ο Αλής κατηύθυνε τη μάχη παρακολουθώντας
την με κιάλια. Στις 20 Ιουλίου 1792, ο Αλής υποχωρεί αφήνοντας όμως στο πεδίο
των συγκρούσεων πολλούς νεκρούς. Οι Σουλιώτες πήραν λάφυρα 200 άλογα και ημιόνους,
50 πιστόλια, επάνω από 500 σπάθες, 60 σημαίες, ακόμη και αυτή την σκηνή του Βεζίρη.
Τους επιζήσαντες, οι οποίοι βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση, τους μετέφερε στα
Γιάννενα, και τους έβαλε στο Κάστρο νύχτα, ώστε να μην γίνει γνωστή στους
κατοίκους η έκταση της καταστροφής. Μετά την ήττα ο Αλής αποδέχτηκε να συνθηκολογήσει
- αφήνοντας ελεύθερους το Φώτο και τους άλλους αιχμαλώτους.
Οι Σουλιώτες θα διατηρούσαν την αυτονομία
τους, αλλά δεσμεύτηκαν εγγράφως ότι δεν θα έκαναν πλέον ληστρικές επιδρομές στις
περιοχές του. Όμως ο Βεζίρης δεν παραιτήθηκε μετά και την δεύτερη αποτυχία του
από την επιδίωξή του να υποτάξει τους υπερήφανους Σουλιώτες. Αντίθετα μάλιστα,
συνεχώς επαναλάμβανε προς τον έμπιστό του Θανάση Βάγια τα λόγια: «Το Σούλι θέλω
ορέ». Τούτη τη φορά ακολούθησε άλλη μέθοδο. Έζωσε τα Σουλιώτικα χωριά με στρατιωτικά
φυλάκια και πολλά μικρά κάστρα, έτσι ώστε να κόψει κάθε επικοινωνία και να
αναγκάσει τους υπερασπιστές να υποταχθούν, στερούμενοι τροφίμων και πολεμοφοδίων.
Όμως αυτοί, καθώς ήταν έμπειροι στον ανορθόδοξο
πόλεμο, με συνεχείς νυχτερινές επιδρομές κατέστρεψαν τους σταθμούς του Αλή Πασά
και κράτησαν τις διόδους ανοιχτές. Όταν, τον Απρίλιο του 1802, το Γαλλικό πολεμικό
«Urb» έφτασε στην Πάργα, φέρνοντας -στους Σουλιώτες- εφόδια και πυρομαχικά, ο
Αλής αποφάσισε να κινηθεί, αφού προηγουμένως οι Σουλιώτες απέρριψαν την πρότασή
του για παράδοση, που τους μετέφερε ο Χρύσανθος, ένας παπάς του ναού της Αγίας
Αικατερίνης των Ιωαννίνων, τον οποίο λίγο έλειψε να λιντσάρουν. Έτσι ο τρίτος
πόλεμος του Αλή εναντίον του Σουλίου αρχίζει τον Ιούνιο του 1802.
Αφού επιθεώρησε ο ίδιος τους 10.000 άντρες
του, στο στρατόπεδο της Μπονίλας (σημερινή Ανατολή), τους έστειλε στα αφιλόξενα
Σουλιώτικα βουνά, με επικεφαλής τον γιο του Βελή. Αυτή τη φορά ο αποκλεισμός
πέτυχε και σε 4 μήνες οι Σουλιώτες τρέφονταν μόνο με χόρτα, ενώ οι αρρώστιες
τους θέριζαν. Παρόλα αυτά άντεξαν έναν ακόμη χρόνο, όμως τον Δεκέμβριο του
1803, αναγκάστηκαν να δεχτούν, να παραδώσουν τα όπλα. Έτσι υπέγραψαν την συνθήκη
ειρήνης με το Βελή, σύμφωνα με την οποία οι Σουλιώτες ήταν μεν υποχρεωμένοι να
αφήσουν τις εστίες τους, αλλά εντελώς ελεύθεροι να εγκατασταθούν όπου ήθελαν, μαζί
και με την κινητή περιουσία τους.
Ο Βελής θα τους διέθετε και τα απαραίτητα άλογα για την μεταφορά. Η συμφωνία όμως τηρήθηκε, μόνον για 2.000 Σουλιώτες που έφτασαν σώοι στην Πάργα. Το γεγονός ότι είχαν μαζί τους σαν εγγύηση το δεκατετράχρονο ανεψιό του Αλή (γιο της αδερφής του Χαϊνίτσας) ίσως ήταν η αιτία. Όμως, 1.000 άλλοι Σουλιώτες, που κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο περικυκλώθηκαν από τους στρατιώτες του Αλή και δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση. Εξήντα -περίπου- γυναίκες όταν είδαν την εξόντωση των αντρών τους, αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο γκρεμό κρατώντας τα μικρά παιδιά τους στην αγκαλιά.
Ο Βελής θα τους διέθετε και τα απαραίτητα άλογα για την μεταφορά. Η συμφωνία όμως τηρήθηκε, μόνον για 2.000 Σουλιώτες που έφτασαν σώοι στην Πάργα. Το γεγονός ότι είχαν μαζί τους σαν εγγύηση το δεκατετράχρονο ανεψιό του Αλή (γιο της αδερφής του Χαϊνίτσας) ίσως ήταν η αιτία. Όμως, 1.000 άλλοι Σουλιώτες, που κατευθύνθηκαν προς το Ζάλογγο περικυκλώθηκαν από τους στρατιώτες του Αλή και δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση. Εξήντα -περίπου- γυναίκες όταν είδαν την εξόντωση των αντρών τους, αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στο γκρεμό κρατώντας τα μικρά παιδιά τους στην αγκαλιά.
Από την καταστροφή ξέφυγαν 78 Σουλιώτες, που, μαζί
με άλλες 28 οικογένειες, οχυρώθηκαν στον Πύργο του Δημουλά, στο χωριό Ρηνιάσα, με
επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση - Σέχου, η οποία -για να μην παραδοθούν- έβαλε φωτιά
στο μπαρούτι, και τινάχτηκαν στον αέρα. Παράλληλα, ο τελευταίος που έμεινε στο
Σούλι, ο καλόγερος Σαμουήλ, ανατινάζεται, και αυτός, στην Αγία Παρασκευή στο
Κούγκι. Ο Κίτσος Γ. Μπότσαρης, με 1.148 άτομα, καταφέρνει να φτάσει στα Άγραφα
και να οχυρωθούν στο μοναστήρι του Σέλτσου. Όμως -μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών-
οι Αρβανίτες εκπόρθησαν την μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι διέφυγαν
στα βουνά και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν ως αιχμάλωτοι στα Γιάννενα, όπου φυλακίστηκαν,
ή εξορίστηκαν στα διάφορα φρούρια, ή αναγκάστηκαν να εργαστούν στα κτήματα του
Αλή. Οι γυναίκες στάλθηκαν στην Μονή των Φιλανθρωπινών, στη Νήσο των Ιωαννίνων,
ώστε να γίνουν καλόγριες. Τους Σουλιώτες που είχαν καταφύγει στην Πάργα ο Τεπελενλής
τους ανάγκασε να την εγκαταλείψουν, και να εγκατασταθούν στην Κέρκυρα και στους
Παξούς, γιατί φοβόταν ότι θα ξαναγύριζαν στο Σούλι. Έτσι έληξε ένας πόλεμος που
κράτησε, σχεδόν, 15 ολόκληρα χρόνια. Ο Αλής επέτυχε τον αντικειμενικό του
σκοπό. Το Σούλι δεν υπήρχε πλέον.
Στα έρημα χωριά του εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες έποικοι. Και έπρεπε να περάσουν
άλλα 17 χρόνια, όταν το 1820, πάλι ο Αλής τους επέτρεψε να γυρίσουν στις εστίες
τους στο Σούλι, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική τους στήριξη στον αγώνα του εναντίον
των Τούρκων κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων, το 1820 - 1822. Δεν υπάρχει ένας
Σουλιώτης οπλαρχηγός που να μην βρέθηκε, έστω κάποια στιγμή, στην φρουρά του,
ως αιχμάλωτος ή ως όμηρος. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι κανέναν τους δεν πείραξε,
ακόμη και τους δεδηλωμένους εχθρούς του. Αυτό αποδεικνύει περίτρανα την περίεργη
και ιδιότυπη σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στον
Αλή και τους Σουλιώτες.
Μετά την κατάληψη του Σουλίου το 1803 ο Αλής
έκτισε στην Κιάφα ένα φρούριο, ερείπια του οποίου σώζονται και σήμερα.
Πιθανολογείται ότι στη θέση του υπήρχε ένα παλιότερο Ενετικό. Αρχιτέκτονας του
έργου ήταν ο κυρ-Πέτρος από την Κορυτσά. Στο κέντρο του έκτισε ένα ανάκτορο, το
Σεράι, το οποίο και εξόπλισε σαν αυτόνομο φρούριο, έτσι ώστε να μπορέσει να αμυνθεί
και μετά ενδεχόμενη κατάληψη των υπολοίπων οχυρώσεών του. Στο τμήμα αυτό ενσωματώνεται
και ένας μεγάλος πολυγωνικός προμαχώνας. Εντύπωση προκαλεί το δυτικό τείχος, το
οποίο είναι διπλό παρά την απότομη κλίση του εδάφους, που καθιστά την πλευρά
αυτή απόρθητη.
Το κάστρο αποδόθηκε από τον Αλή στους Σουλιώτες
το 1820, μετά την συμμαχία τους εναντίον των Τούρκων.
Ο Χαλασμός στη Μονή Σέλτσου
Μετά τις τραγωδίες του Ζαλόγγου και του Πύργου
του Δημουλά, οι διασωθέντες Σουλιώτες κατέληξαν στο Βουλγαρέλι της Άρτας, που είχε
παραχωρηθεί από τον Αλή στο Γιώργη Μπότσαρη, σαν ανταμοιβή του «προσκυνήματός»
του. Οι έμπειροι πολεμιστές οχυρώθηκαν στο μοναστήρι του Σέλτσου, στα Άγραφα.
Συγχρόνως έστειλαν στα Γιάννενα τον οπλαρχηγό Τριαντάφυλλο Παλάσκα για να ζητήσει
ειρήνη από τον Αλή, υποσχόμενοι «αιώνιον υποταγήν και παντοτεινοί υπηρέται της
Υψηλότητάς του».
Ο Παλάσκας, που ήταν όργανο του Τεπελενλή, ξαναγύρισε
στη Μονή με την πρόταση να «συνοδεύσει προς την Υψηλότητά του όλους τους
Σουλιώτες αρχηγούς, στους οποίους υπόσχεται βαθμούς, τόπους καρποφόρους και
κατοικίες ορεινές προς ανταμοιβή των εκδουλεύσεών τους». Τελικά ο Παλάσκας αποκεφαλίστηκε
από τον Αλή. Τότε οι Σουλιώτες κατάλαβαν την προδοσία του Παλάσκα και
απoφάσισαν να αμυνθούν μέχρι θανάτου. Ο Αλής έστειλε εναντίον τους, στις αρχές
του Ιανουαρίου του 1804, επτά χιλιάδες Τουρκαλβανούς και δυο εμπειροπόλεμους
και ικανότατους στρατηγούς του, τον Άγο Μουχουρδάρη και τον Μπεκίρ Τζογαδόρο.
Όμως επί τρεις μήνες η αντίσταση των Σουλιωτών
δεν επέτρεψε ούτε καν να πλησιάσουν το μοναστήρι, το οποίο υπερασπίζονταν 450
άντρες και 150 γυναίκες, όλοι ένοπλοι. Επίσης εκεί βρίσκονταν άλλα 800 άτομα,
άοπλα γυναικόπαιδα. Έξαλλος ο Αλής για τη στασιμότητα απέστειλε στις 15 Απριλίου
1804, τελεσίγραφο στους στρατηγούς του, σύμφωνα με το οποίο αν μέσα σε δέκα μέρες
δεν κατάφερναν να καταστρέψουν τους Σουλιώτες θα τους αντικαθιστούσε. Οι
δυο στρατηγοί, ήξεραν ότι όταν ο Αλής λέει «αντικατάσταση» εννοεί «αποκεφαλισμό».
Έτσι η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν φοβερή.
Οι Σουλιώτες τελικά υπέκυψαν στους υπέρτερους
αριθμητικά αντιπάλους τους. Εκατόν εξήντα Σουλιώτισσες βλέποντας ότι θα έπεφταν
στα χέρια του εχθρού, κατάφεραν να φτάσουν στα απόκρημνα βράχια του παρακείμενου
ποταμού και να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στα αφρίζοντα νερά του, μαζί με τα
παιδιά τους, αφού πρώτα προσπάθησαν να αμυνθούν με μαχαίρια, ξύλα και πέτρες.
Από τους υπερασπιστές διασώθηκαν μόλις 48 άντρες και μια γυναίκα, η Μαρία Πανταζή.
Με την καθοδήγηση του Κίτσου Μπότσαρη μετά από επταήμερη πολύπαθη και επικίνδυνη
νυχτοπορεία κατάφεραν να φτάσουν στην Πάργα και από κει να περάσουν απέναντι στην
Κέρκυρα, την οποία κατείχαν οι Ρώσοι.
Μαζί τους και ο νεαρός γιος του Κίτσου, ο μετέπειτα
εθνικός ήρωας, ο περίφημος Μάρκος Μπότσαρης. Όμως δεν είχε την ίδια τύχη η 19χρονη
ετεροθαλής αδερφή του, η Λένω Μπότσαρη (1785 - 1804), η οποία αφού πολέμησε γενναία,
προσπάθησε να διαφύγει. Όταν περικυκλώθηκε από τους Τουρκαλβανούς ρίχτηκε και
πνίγηκε στα νερά του Αχελώου. Το σημείο από το οποίο έπεσε έμεινε γνωστό ως «το
πήδημα της καπετάνισσας». Η μάχη του Σέλτσου αφάνισε κυριολεκτικά τη φάρα των Μποτσαραίων.
Εκεί σκοτώθηκαν -εκτός από τη Λένω- και οι Γιώργος
Μπότσαρης (πρωτότοκος γιος του Κίτσου), Ιωάννης Μπότσαρης (αδερφός του προηγούμενου),
Ιωάννης Μπότσαρης (δευτερότοκος γιος του Νότη) και Αθανάσιος-Κίτσος Μπότσαρης
(αδερφός του προηγούμενου).
Η Συνθηκολόγηση
Η Συνθηκολόγηση
Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 στάλθηκε από τον Βελή
και τους επισημότερους από τους Αλβανούς στρατηγούς του, έγγραφο προς τους αρχηγούς
των Σουλιωτών που περιείχε τους συμφωνηθέντες, ήδη, όρους της αποχώρησης των δεύτερων
από την πατρίδα τους. Το ιστορικό αυτό ντοκουμέντο ήταν γραμμένο στα Ελληνικά
και αρχίζει ως εξής: «Εγώ Πασάς Δελβίνου ο Βελής, Μουχτάρ, Σαλήχ, εις το όνομα
του Αλή Πασά του Τεπελενλή, Γαζή, Ιωάννινα Βαλεσή, τοπάρχου Θεσσαλίας, Δερβεντζή
Πασά, δίδω προς τους Χριστιανούς του Σουλίου τη παρούσαν συνθήκην αιωνίας ειρήνης».
Στη συνέχεια αναγράφει ότι οι Σουλιώτες είναι ελεύθεροι
να εγκατασταθούν όπου θέλουν «είτε μέσα, είτε έξω της Αλβανίας» και ο Βελής
υπόσχεται να τους προμηθεύσει «ανεξόδως» τα αναγκαία ζώα για τη μεταφορά. Επίσης
«θα αφεθούν αμέσως ελεύθεροι όσοι Σουλιώτες κρατούνται ως όμηροι, ενώ όσοι θα μείνουν
στο πασαλίκι των Ιωαννίνων θα λάβουν χάρισμα υποστατικά και χωρία». Πιο κάτω ο Βελής
ορκίζεται τρεις φορές για την ιερότητα της συνθήκης και γράφει «αν εγώ ή άλλος
δικός μου καταπατήσει τα συμφωνηθέντα, οι γυναίκες μας να μας χωρίσουν και ο Θεός
να με κάψει με την φωτιά των αστραπών του, εάν δεν την φυλάξω».
Και καταλήγει: «Συμφωνηθέν, κυρωθέν και υπογραφέν
από εμένα και τους συμπολεμήσαντες συναδέλφους μου Μουσουλμάνους Σουνίτες.
Σούλι 12 Δεκεμβρίου 1812, Βελή Πασάς Αλή Ζαδές».
Την άλλη μέρα το Σούλι παραδίνεται. Η τελική
συμφωνία είναι ταυτόσημη με την ανωτέρω επιστολή. Στον Αλή Πασά κόστισε τρεις μεγάλες
εκστρατείες, πολλά θύματα και άφθονο χρήμα, επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Την επιστολή
υπογράφουν όλοι οι στρατηγοί του Βελή. (Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου