ΩΡΑ...

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Πατέρας και γιος (Dick και Rick Hoyt) - Η δύναμη της αγάπης

Ο Dick Hoyt είναι μάλλον άγνωστος στο ευρύ κοινό. Άγνωστος σε όσους γνωρίζουν τους λαμπερούς σταρ της τηλεόρασης, άγνωστος στους ίδιους τους διάσημους, άγνωστος στους πολιτικούς. Τον ξέρει όμως αυτός που πρέπει, ο γιος του. Και αυτό του αρκεί. Η απίστευτη ιστορία των Hoyt θα μπορούσε να είναι η περιγραφή του χρονικού της θέλησης. Θα μπορούσε να είναι ο ορισμός της αγάπης και της αφοσίωσης ενός γονιού στο παιδί του. Θα μπορούσε να είναι ένα παράδειγμα για όσους άκουσαν κοντά τους το κλάμα ενός μωρού. Ακόμα και αν δεν είναι το δικό τους. Θα μπορούσε ακόμα να είναι και ένα ξυπνητήρι συνείδησης για αυτούς που παρκάρουν τα πολυτελή αυτοκίνητά τους στις ελάχιστες ράμπες που υπάρχουν στα πεζοδρόμια για να βοηθούν τη μετακίνηση σε όσους είναι καθηλωμένοι σε αναπηρικά καροτσάκια.
Ο γιός του Dick Hoyt, Rick, γεννήθηκε με τον ομφάλιο λώρο δεμένο στο λαιμό του. Γεννήθηκε σχεδόν σε κατάσταση πνιγμού και η για καιρό έλλειψη οξυγόνου του δημιούργησε μόνιμα προβλήματα. Οι γιατροί πρότειναν στην οικογένεια να βάλει το παιδί σε ένα ίδρυμα (μιλάμε για 46 χρόνια πριν, μη σας κάνει εντύπωση, ήταν αλλιώς τα πράγματα και στην ιατρική αλλά και στην κοινωνία). Οι συγγενείς προέτρεπαν τους γονείς να ακούσουν τους γιατρούς. Ο πατέρας δεν τους άκουσε. Είχε άλλα σχέδια. Κοίταξε στα μάτια το παιδί του και αποφάσισε. Από τότε, 46 χρόνια τώρα, τρέχει κάθε πρωί μαζί με το παιδί του στους δρόμους της αγάπης. Έχουν ταξιδέψει μαζί όλο τον κόσμο, έχουν τρέξει σε όλους τους μαραθώνιους.
Ο Dick Ηοyt και η σύζυγός του Judie αποφάσισαν να πολεμήσουν για να μη μεγαλώσει το παιδί τους σε ιδρύματα. Και ας έλεγαν οι γιατροί ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να μιλήσει ή να περπατήσει. Όταν ο μικρός Rick ήταν 11 χρονών τον πήγαν στο Tufts της Βοστώνης για εξετάσεις. Οι καθηγητές ήταν κάθετοι: «Δεν υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσει». Στην συνέχεια, όταν κατάλαβαν ότι τα μάτια του Rick αντιλαμβάνονται κάθε κίνηση σαν υψηλής συχνότητας σόναρ και χαμογελάει στα αστεία σαν φυσιολογικό παιδί, συγκινήθηκαν. Λίγους μήνες μετά οι επιστήμονες του Tufts έφτιαξαν ένα σύστημα με το οποίο ο Rick μπορούσε να γράφει με κινήσεις του κεφαλιού του σε έναν υπολογιστή, άρα και να επικοινωνεί. Η πρώτη του φράση ήταν «Go Bruins». Σε ελεύθερη μετάφραση «Πάμε Bruins» ένα σύνθημα που λένε οι οπαδοί της ομάδας χόκεϊ της Βοστώνης.
Στη συνέχεια πήγε στο σχολείο. Στα 15 του, ένας συμμαθητής του τραυματίστηκε σε τροχαίο και ο Rick λυπήθηκε πολύ. Ζήτησε από τον πατέρα του να τρέξουν μαζί σε έναν αγώνα δρόμου οχτώ χιλιομέτρων που διοργάνωναν προς τιμήν του. Ο Dick δίστασε αφού παρά το στρατιωτικό του παρελθόν δεν ήταν φανατικός του αθλητισμού. Όμως το τόλμησε. Και το κατάφεραν. Ο Dick δεν μπορούσε να κουνηθεί για μια εβδομάδα. Αλλά το ότι έσπρωξε το καροτσάκι του γιου του για οχτώ χιλιόμετρα τον έκανε τόσο μα τόσο περήφανο.
«Μπαμπά, ήταν σαν να μην ήμουν πια στο καροτσάκι. Έτρεχα και ήμουν ελεύθερος» ήταν το μήνυμα του μικρού στον πατέρα. Και από τότε έγιναν «ένα» και άρχισαν να τρέχουν διαρκώς. Και ο Rick από εκείνη τη μέρα νικούσε καθημερινά Μπήκε στο Πανεπιστήμιο, όπου εργάζεται και σήμερα και συνεχίζει να ζει ανυπομονώντας να ξεκινήσει το τρέξιμο. Ξανά και ξανά…
Τα επιτεύγματα των Iron Men
Από τους δρόμους της θέλησης μέχρι το να τρέξουν στο Iron Man είναι μια απόσταση τεράστια. Όχι όμως ανίκητη όταν υπάρχει τόση αγάπη και τόσο μεγαλείο ψυχής Οι Ηοyt έτρεχαν όσο πιο συχνά μπορούσαν. Άρχισαν να προπονούνται εντατικά και να προσαρμόζουν το καρότσι του μικρού για να πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις. Το δεύτερο μεγάλο τους θαύμα ήρθε το 1979. Στον μαραθώνιο της Βοστώνης. Μπορεί οι διοργανωτές να μην τους έδωσαν το δικαίωμα της επίσημης συμμετοχής, όμως έτρεξαν και τερμάτισαν! Τα επόμενα χρόνια πήραν και επίσημη συμμετοχή! Όταν νίκησαν στο μαραθώνιο, ήρθε η ώρα του τριάθλου. Ένα αγώνισμα που αποτελεί συνδυασμό από τρέξιμο, ποδηλασία και κολύμπι. Οι ολυμπιακές αποστάσεις για το αγώνισμα του τρίαθλου είναι: τρέξιμο 10 χιλιόμετρα., ποδηλασία 40 χιλιόμετρα και κολύμπι 1,5 χιλιόμετρο! Τα κατάφεραν και εκεί. Και όταν ο Rick ρώτησε τον πατέρα του αν θα μπορούσαν να τα καταφέρουν και στην πιο σκληρή δοκιμασία του κόσμου, το Ιron Man (που διεξάγεται στη Χαβάη και συμπεριλαμβάνει 3,8 χιλιόμετρα κολύμπι, έναν μαραθώνιο δρόμο 42.195 μέτρων τρέξιμο και 180 χιλιόμετρα ποδηλασία) δεν απάντησε. Βλέπετε, είχαν αρχίσει να τρέχουν.
Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά δεν μπορώ να σας περιγράψω με τις λέξεις αυτού του κειμένου το μεγαλείο της στιγμής. Δείτε το βίντεο και προσπαθήστε να κρατήσετε τα δάκρυά σας Έξι φορές έχουν τερματίσει μέχρι τώρα πατέρας και γιος σε μια δοκιμασία που πολλοί επαγγελματίες αθλητές δεν καταφέρνουν μόνοι 958 αθλητικές δοκιμασίες! 224 αγωνίσματα τριάθλου! 6 Ιron Man! 65 μαραθώνιοι! Το 1992 τερμάτισαν στο μαραθώνιο με επίδοση μόλις 35 λεπτά πάνω από το παγκόσμιο ρεκόρ! Ο Rick λέει αστειευόμενος: «Είμαστε Iron Men, αλλά, αλήθεια, θα ήθελα μια φορά να είναι ο πατέρας μου στο καροτσάκι και να τον σπρώξω εγώ για όλα αυτά τα χιλιόμετρα»…




Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Καλότυχα είναι τα βουνά




Καλότυχα είναι τα βουνά, καλότυχοι είν’ οι κάμποι,
που Χάρο δεν ακαρτερούν, φονιά δεν περιμένουν,
μόν’ περιμένουν άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να πρασινίσουν τα βουνά, να λουλουδούν οι κάμποι.

Για πες μου, τι του ζήλεψες




Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Αυτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
αυτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κι οι νιοι ξαρμάτωτοι, κι οι νιες ξεστολισμένες,
και των μανάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.

Νικηφόρος Αεράκης - Ο Χάρος


Ο Χάρος
Στίχοι: Παραδοσιακό Ριζίτικο
Μουσική: Παραδοσιακό Ριζίτικο
Εκτελέσεις: Νικηφόρος Αεράκης


Οψές αργά επέρνουνα από τς αυλές του Χάρου
κι άκουσα τη Χαρόντισσα και μάλωνε το Χάρο.
Χάρε και δε σου το ‘λεγα, Χάρε και δε σου το ‘πα, ναι σου το ‘πα
όπου ‘ναι πέντε παίρνε δυο κι όπου ‘ναι τρεις τον ένα,
κι όπου ‘ναι δυο καλοί αδερφοί μη τσι ξεζευγαρώνεις,
κι όπου ‘ναι γεις κι αμοναχός να μην τονε σιμώνεις.

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

‘Κει που θα πας καρδούλα μου


‘Κει που θα πας καρδούλα μου, στη σκάλα που θ’ ανέβεις,
θα βγουν οι νιοι, θα βγουν οι νιες, θα βγουν τα παλικάρια
να σε δεχτούν και να σε ιδούν, να πιάκουν τ’ άλογό σου.
Κι ο μαύρος καμαρώνοντας θα σειέται, θα λυγιέται.
Κι αν σε ρωτήσουν, γιόκα μου, κι αν θα σου ειπούν, παιδί μου:
«Σαν τι μαντάτα ήφερες απ’ τον Απάνω κόσμο;»
Πες τους οι μάνες φλίβονται για τα καψοπαίδια τους,
που τάφαγεν η μαύρη γης και τ’ άραχνο το χώμα.

Τραγούδι του Κάτω Κόσμου από τα «ΚΟΝΙΤΣΙΩΤΙΚΑ» του ΡΕΜΠΕΛΗ

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Σκέψου... συ να λείπεις - Γιάννης Ρίτσος



Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό, πολλές σημαίες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
και συ να λείπεις,
κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει - η κάμαρα να 'ναι σκοτεινή,
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ' το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν' αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ' το χώμα κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου
να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα 'χει λιώσει.


Να λείπεις... δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο.
Γιάννης Ρίτσος

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Πατέρας και γιος



Tα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δε διασώθηκαν.
Όταν ήρθε η ώρα ο γιος να μεταφέρει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του στο βουνό, τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να εισχωρεί στη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο πατέρας, γεμάτος έγνοια για το παιδί του, κάθε τόσο έσπαζε ένα κλαδάκι και το άφηνε χάμω στο μονοπάτι για να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής ο γιος. Όταν έφτασαν ψηλά μέσα σ' ένα φαράγγι κι ο γιος κατέβασε τον γέροντα απ' την πλάτη του, εκείνος του είπε να ακολουθήσει τα κλαδιά: έτσι ούτε το δρόμο θα έχανε ούτε θα καθυστερούσε. Συγκινημένος από τη φροντίδα του πατέρα ο γιος τον ξανάβαλε στην πλάτη του κι επέστρεψαν στο σπίτι τους. Αν τους ανακάλυπταν οι άνθρωποι του άρχοντα, θα τους τιμωρούσαν και τους δύο πολύ αυστηρά. Αλλά ο γιος, αποφασισμένος για όλα, έσκαψε μια υπόγεια σπηλιά στην πίσω αυλή κι έκρυψε το γέροντα εκεί, φροντίζοντας για την τροφή και τις άλλες ανάγκες του.
Μια μέρα ήρθε μήνυμα στο χωριό τους πως ο βασιλιάς ζητούσε σκοινί από στάχτες. Το είχε δει σε όνειρο κι έπρεπε να το έχει. Κανένας από τους χωρικούς δεν ήξερε πώς να φτιάξει κάτι τέτοιο. Κανένας σε ολόκληρη την επικράτεια δεν μπόρεσε να το φτιάξει. Μόνο ο γέροντας στην υπόγεια σπηλιά είπε στο γιο του: «Στερέωσε σ' ένα μακρύ, φαρδύ σανίδι ένα κομμάτι σκοινί ζιγκ-ζαγκ και κάψε το.
Ο γιος το παρουσίασε στον άρχοντα κι αυτός, ευχαριστημένος, τον επαίνεσε για την εξυπνάδα του και τον αντάμειψε. Λίγο αργότερα, ο άρχοντας του έστειλε ένα ομοιόμορφο κοντάρι από μπαμπού και του ζήτησε να βρει σε ποια άκρη ήταν αρχικά η ρίζα. Ο γιος το έδειξε στον πατέρα του και ζήτησε τη γνώμη του.
«Ω, μα είναι απλό», είπε ο γέροντας. «Βάλτο αργά στο νερό και η άκρη που τείνει προς τα κάτω είναι η ρίζα. Η άλλη που τείνει να βγει πάνω από το νερό είναι η κορυφή».
Ο γιος το έκανε και, πηγαίνοντας στο παλάτι, έδωσε στον άρχοντα το αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε πάλι.
Αμέσως όμως παρουσίασε ένα τρίτο πρόβλημα. Ζήτησε από το νεαρό να του φτιάξει ένα ταμπούρλο που να ηχεί δίχως να χρειάζεται να το χτυπά κανείς. Ο γιος συμβουλεύτηκε πάλι τον πατέρα του.
«Πήγαινε να αγοράσεις δέρμα» είπε εκείνος. «Μετά φέρε από το βουνό ένα μελίσσι».
Όταν ο γιος εκτέλεσε τις παραγγελίες, ο γέρος έφτιαξε ένα τύμπανο με το μελίσσι από μέσα και είπε στο γιο του να το πάει στον άρχοντα.
Όταν ο άρχοντας πίεσε το ταμπούρλο λίγο, οι μέλισσες μέσα κουνήθηκαν και ξαφνιασμένες πέταξαν στα τυφλά χτυπώντας στο δερμάτινο τοίχωμα που, φυσικά, βούιξε!  Έτσι το ταμπούρλο ηχούσε χωρίς να το χτυπά κανείς. Κι ο άρχοντας ομολόγησε τη μεγάλη του έκπληξη στο πώς μόνος αυτός ο νεαρός σε όλη την επικράτειά του μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα.
«Άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο χωρικός, «εγώ είμαι πολύ νέος για να έχω την πείρα και τη σοφία να λύσω τέτοια προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους κατοίκους της περιοχής μας. Μόνο κάποιος πολύ γηραιότερος θα μπορούσε να το κάνει. Η αλήθεια είναι πως εγώ βρήκα όλες τις λύσεις χάρη στη βοήθεια του πατέρα μου, που είναι μεγάλος σε ηλικία κι έχει την απαραίτητη πείρα και σοφία.»
Μετά, με τη σκέψη της πιθανής τιμωρίας, συνέχισε δακρύζοντας: «Δεν άντεξα να αφήσω το γέροντα πατέρα μου στο βουνό να πεθάνει μόνος κι αφρόντιστος. Τον έκρυψα στο σπίτι μας. Εκείνος βρήκε αυτές τις λύσεις».
Ο άρχοντας εντυπωσιάστηκε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πόσο πολύτιμοι για τη χώρα θα ήταν οι γέροντες με την πείρα και τη σοφία τους, αντέστρεψε το νόμο. Από τότε κι έπειτα απαγορεύτηκε στους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τους γέροντες πατέρες τους στην άγρια ερημιά των βουνών.