ΩΡΑ...

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Υπερασπίζοντας το λύκο από τα πρόβατα - Hans Magnus Enzensberger


Ο Hans Magnus Enzensberger είναι Γερμανός ποιητής, δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μεταπολεμικής γερμανικής σκέψης.
Γεννήθηκε στο Kaufbrauen της Βαυαρίας, στη Γερμανία, στις 11 του Νοεμβρίου του 1929.  Ο πατέρας του ήταν ταχυδρομικός υπάλληλος.  Σπούδασε Φιλολογία και Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια του Erlangen, Freiburg και Αμβούργου στη Γερμανία και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι. Πήρε το διδακτορικό του το 1955 με μια διατριβή για την ποίηση του Clemens Brentano. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο της Στουτγάρδης, ενώ το 1965 ίδρυσε το περιοδικό «Kursbuch» κι αργότερα τη λογοτεχνική συλλογή «Die Andere Bibliothek» (Η Άλλη Βιβλιοθήκη).
Έζησε στη Νορβηγία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, το Μεξικό, την Κούβα, συν, φυσικά, τη Γερμανία. Ο Enzensberger άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του το 1957 με τη δημοσίευση της ποιητικής του συλλογής «Άμυνας Λύκοι».  Στη συνέχεια, έγραψε πολλά κείμενα κοινωνιολογικά, πολιτικά, αμφιλεγόμενα μυθιστορήματα και δοκίμια. Το 1963 έλαβε το βραβείο λογοτεχνίας «Georg Büchner».
Μεταξύ του 1965 και του 1975 ανήκε στην Ομάδα 47, μια ένωση συγγραφέων με σκοπό την αναβίωση της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας, μετά την τραγική παρένθεση της ναζιστικής περιόδου και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και τη διάδοση μιας νέας δημοκρατικής γερμανικής κουλτούρας.
Το ενδιαφέρον του για την ισπανική κουλτούρα ήταν μια σταθερά της ζωής του, η οποία σε συνδυασμό με τη μαεστρία του στην ισπανική γλώσσα τον οδήγησε να προωθήσει τα έργα ισπανόφωνων συγγραφέων στη χώρα του, μεταξύ άλλων και μέσω της μετάφρασης των ποιητών Cesar Vallejo και Rafael Alberti. Το μυθιστόρημα «Η ζωή και ο θάνατος του Buenaventura Durruti» αντικατοπτρίζει εύγλωττα τις γνώσεις του για τον ισπανικό Εμφύλιο, ενώ πολυάριθμα άρθρα του που έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί σε πολλά ισπανικά μέσα ενημέρωσης. Σχεδόν όλο το έργο του έχει μεταφραστεί στα καστιλιάνικα, από τον εκδοτικό οίκο «Anagram». Το 2002 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της ισπανικής διεπιστημονικής οργάνωσης «Circulo de Bellas Artes» και της επίσης ισπανικής οργάνωσης «Fundación Príncipe de Asturias» για την Επικοινωνία και τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Στο 2009 έλαβε το μετάλλιο του «Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων».


Μήπως θα φάει το γεράκι μη με λησμόνει;
Τι ζητάτε απ’ το τσακάλι, ν’ αλλάξει δέρμα;
Κι απ’ το λύκο; Μήπως να ξεριζώσει μονάχος τα δόντια του;
Τι δε σας πάει με τις πολιτικές δονήσεις και τους πάπες;
Και τι κοιτάτε έτσι χαζά στην ψευδολόγα οθόνη;
Λοιπόν ποιος ράβει του στρατηγού το παντελόνι, το αιμάτινο σιρίτι;
Ποιος μπρος στον τοκογλύφο ανοίγει το πουγκί του;
Ποιος κρεμάει περήφανα το τσίγκινο παράσημο
πάνω απ’ τον αφαλό που γουργουρίζει;
Ποιος παίρνει φιλοδώρημα, αργύρια, χρήμα για να λουφάξει;
Ποιος τους χειροκροτεί λοιπόν;
Ποιος τους απονέμει τα παράσημα, ποιος χαίρεται το ψέμα;
Σταθείτε μπρος στον καθρέφτη:
Δειλοί, τρέμετε στην προσπάθεια της αλήθειας
Τη μάθηση απωθείτε, τη σκέψη εμπιστευόμενοι στους λύκους,
Της μύτης ο χαλκάς, το πιο ακριβό σας κόσμημα,
Καμία πλάνη αρκετά χαζή, καμιά κατηγορία αρκετά φτηνή,
Κανείς εκβιασμός δεν είναι αρκετά σκληρός για σας.
Πρόβατα εσείς, είναι, συγκρίνοντας με σας, αδέλφια σας οι κόρακες:
Βγάζει ο ένας το μάτι του αλλουνού.
Αδελφοσύνη επικρατεί ανάμεσα στους λύκους: πηγαίνουν σε κοπάδι.
Ας είναι δοξασμένοι οι ληστές: εσείς που προκαλείτε το βιασμό
ρίχνεστε στο τεμπέλικο κρεβάτι της υποταγής,
ακόμη κι όταν κλαψουρίζετε είσαστε ψεύτες. Θέλετε να ξεσκιστείτε.

Εσείς δεν πρόκειται ν’ αλλάξετε τον κόσμο.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

H Παρηγορίτισσα (Λαϊκή παράδοση από την Άρτα)


Την εκκλησία την Παρηγορίτισσα την είχε σχεδιάσει ένας μεγάλος τεχνίτης του καιρού εκείνου, εδώ και χίλια χρόνια σάς λέω τώρα. Το λοιπόν αυτός ο μηχανικός, αφού έδωκε το σχέδιο, τον προσκάλεσαν σ’ άλλο μέρος να φκιάσει κάτι άλλο, παλάτι, εκκλησία, σπίτι, φυλακή, ας είναι δεν μας μέλει. Eπήγε λοιπόν, και άφησε στο ποδάρι του το μαθητή του, τον πρώτο ψυχογιό του. Αυτός ο ψυχογιός του ήτανε ένα έξυπνο παιδί και καλό. Eπήρε το σχέδιο του μάστορά του, μα έβαλε επιμέλεια πολλή, και με την εξυπνάδα του κατόρθωσε να φκιάσει την εκκλησία καλύτερη από το σχέδιο του μάστορά του.
Έρχεται λοιπόν ο μάστορας, σαν εσκόλασε εκείνη την άλλη δουλειά, και τον βρίσκει.
«Τη σκόλασες, γιε μου, την Παρηγορίτισσα;»
«Τη σκόλασα, μάστορα, και την έφκιασα καλύτερη από το σχέδιο της αφεντιάς σου» καυχήθηκε το παιδί, «και πάμε να την ιδείς».
«Πάμε» λέει κι ο μάστορας.
Έρχονται, τη βλέπουν. Αλήθεια, ήτανε καλύτερη από το σχέδιο. Τότε ο Παγκάκιστος, που βάνει τα σκάνδαλα στον κόσμο και τις αμαρτίες, εφτόνησε και βάνει ζήλια στην ψυχή του μάστορα.
«Μπα» είπε μέσα του, «πώς; Αυτό το παιδί από τώρα με περνάει εμένα! Τότες εγώ το λοιπόν δεν είμαι τίποτε - κατάλαβες;»
Και μια σατανική ιδέα μπήκε στο μυαλό του μάστορα.
«Αλήθεια» του λέει, «παιδί μου, την έφκιασες καλύτερη από μένα την εκκλησία, και αν ζήσεις, θα γίνεις ένας μεγάλος τεχνίτης. Μα τούτη εδώ την κόχη μού φαίνεται πως δεν την έχεις τόσο ίσια· σαν να στραβοφέρνει ψίχα».
«Ποια;» λέει το παιδί, «πώς στραβοφέρνει;»
«Για έλα δω απάνω να την ιδείς καλύτερα».
Ανεβαίνουν και οι δυο ψηλά σε μια κόχη.
«Σκύψε» του λέει ο μάστορας, «σκύψε να ιδείς πώς στραβοφέρνει!»
Σκύφτει το παιδί. Μια το ’χει ο μάστορας, το ρίχνει. Μα κοίταξε ο Θεός, μεγάλη η χάρη του, πώς ήθελε να δώσει ένα παράδειγμα στον άνθρωπο: καθώς γλίστρησε το παιδί, αρπάχτηκε από το μάστορα στη στιγμή, και στη στιγμή τον σέρνει μαζί του· και πέφτουν μαζί και οι δυο και σπαρταρούν και σκοτώνουνται, και γίνονται εκείνα τα δυο λιθάρια που φαίνονται κάτω σαν καμπούρες· εκείνο το μεγάλο είν’ ο μάστορας και το μικρό είν’ ο κάλφας του.

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

Ο κλέφτης των πορτοκαλιών


Ένας κλέφτης μπαίνει σε ένα χωράφι και κλέβει ένα πανέρι με πορτοκάλια. Στον δρόμο τον βλέπει ένας χωρικός και του λέει πως για να μην τον καρφώσει θα πρέπει να του δώσει τα μισά από τα πορτοκάλια που έχει στο πανέρι του και μισό πορτοκάλι ακόμα. Ο κλέφτης συμβιβάζεται και φεύγει. Παρακάτω τον σταματάει κι άλλος χωρικός και του λέει το ίδιο πράγμα: θέλει τα μισά από τα πορτοκάλια που του έχουν απομείνει και μισό πορτοκάλι ακόμα. Ο κλέφτης τα δίνει και αυτά, αλλά παρακάτω πέφτει και σε τρίτο χωρικό ο οποίος του λέει πάλι το ίδιο. Όταν ο κλέφτης δίνει και σ’ αυτόν τα μισά από τα πορτοκάλια του και μισό ακόμα, κοιτάζει μέσα στο πανέρι και βλέπει πως του έχει απομείνει ένα πορτοκάλι. Πόσα είχε κλέψει αρχικά;

(Αν προσπάθησες αρκετά και δεν τα κατάφερες, μπορείς να δεις την απάντηση στα σχόλια) 

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Τα πειράματα συμμόρφωσης του Asch (1953)




Τα «πειράματα συμμόρφωσης του Asch», ήταν μία σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία του ‘50, επιδεικνύοντας την δύναμη της συμμόρφωσης στις ομάδες. Τα πειράματα είναι επίσης γνωστά και ως το «Παράδειγμα του Asch». Στα πειράματα υπό τον Solomon Eliot Asch, ζητήθηκε από μία ομάδα να πάρει μέρος σε ένα δήθεν «οπτικό τεστ». Στην πραγματικότητα όμως, όλοι οι συμμετέχοντες, εκτός από έναν, ήταν συνεργάτες του ερευνητή, και το αντικείμενο της μελέτης ήταν το πώς αυτός ο ένας θα αντιδρούσε στην συμπεριφορά των «συνεννοημένων» συμμετεχόντων.
Με τα πειράματά του ο Asch θέλησε να εξετάσει:
α. Σε ποιο βαθμό οι κοινωνικές δυνάμεις μεταβάλλουν τις απόψεις των ανθρώπων;
β. Ποια πτυχή της επιρροής της ομάδας είναι πιο σημαντική; Το μέγεθος της πλειοψηφίας ή η ομοφωνία;
Στα «Πειράματα συμμόρφωσης Asch» έλαβαν μέρος 123 άνδρες, στους οποίους είχαν πει ότι θα είναι μέρος ενός πειράματος που θα αφορά στην οπτική κρίση. Κάθε άτομο τέθηκε σε μια ομάδα με 5 έως 7 «συμμάχους», ανθρώπους δηλαδή που γνώριζαν πραγματικά τους στόχους του πειράματος, αλλά εμφανίζονταν ως συμμετέχοντες μαζί με τον πραγματικό συμμετέχοντα. 

Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις του τύπου:
Ποια από τις γραμμές δεξιά, είναι ίδια με τη γραμμή στα αριστερά;




Στις δυο πρώτες απαντήσεις και προκειμένου το πραγματικό υποκείμενο να αισθανθεί άνετα στο πείραμα, έδωσαν όλοι οι συμμετέχοντες την προφανή σωστή απάντηση. Μετά την τέταρτη δοκιμή όμως, όλοι οι «σύμμαχοι» απάντησαν με τη λάθος απάντηση. Τότε το πραγματικό υποκείμενο, θα μπορούσε είτε να αγνοήσει την πλειοψηφία και να ακολουθήσει τις αισθήσεις του ή θα μπορούσε να πάει μαζί με την πλειοψηφία και να αγνοήσει το προφανές.
Ο Asch διαπίστωσε ότι ένα σημαντικό ποσοστό ακολούθησε την πλειοψηφία. Ο Asch πίστευε πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε δημιούργησε μια αμφιβολία στο μυαλό των συμμετεχόντων σχετικά με την φαινομενικά προφανή απάντηση. Προσπάθησε ακόμη να διαπιστώσει αν μειώνεται η αποτελεσματικότητα της πίεσης του ομίλου όταν αυξήθηκαν οι σωστές απαντήσεις, με την υποστήριξη κι άλλων ατόμων που έδιναν τη σωστή απάντηση. Στην περίπτωση αυτή η εξουσία της πλειοψηφίας μειώθηκε σημαντικά. 
Ο Asch ανέφερε στους συναδέλφους του ότι η ιδέα του για τη μελέτη της συμμόρφωσης προκλήθηκε από τις παιδικές του εμπειρίες στην Πολωνία, όταν ήταν επτά χρονών. Την παραμονή του Πάσχα θυμήθηκε ότι είχε δει τη γιαγιά του να τοποθετεί ένα επιπλέον ποτήρι κρασί στο τραπέζι. Όταν ο μικρός ρώτησε για ποιον ήταν το επιπλέον ποτήρι, ο θείος του απάντησε πως ήταν για τον προφήτη Ηλία. Τότε ο μικρός ρώτησε αν πραγματικά ο προφήτης θα πήγαινε σπίτι τους να πιει το κρασί ο θείος του τον διαβεβαίωσε ότι θα πήγαινε και του πρότεινε να παρακολουθήσουν εκ του σύνεγγυς το γεγονός όταν έρθει η ώρα. Πλημμυρισμένος απ’ την προσδοκία ο Asch νόμισε ότι είδε το επίπεδο του κρασιού να μειώνεται στο ποτήρι, σαν να είχε έρθει πράγματι ο προφήτης Ηλίας και να ήπιε.


Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Γελοιογραφίες του 19ου αιώνα για τις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές της

Η δημοσίευση ενός σκίτσου του Τάσου Αναστασίου στην εφημερίδα "Αυγή" που παρουσίαζε τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανκ Σόιμπλε σαν αξιωματικό της Βέρμαχτ προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις από εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους αφετηρίες. Φυσικά το συγκεκριμένο σκίτσο δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο που δημοσιεύεται στα ελληνικά ΜΜΕ συνδέοντας πρόσωπα της γερμανικής πολιτικής σκηνής με το σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας (τη μερίδα του λέοντος σε αυτές τις αναγωγές κατέχει η καγκελάριος Μέρκελ). Από την άλλη, πλεονάζει κατά τα τελευταία χρόνια η κάθε λογής αναπαραγωγή στερεοτύπων κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων από μερίδα του κίτρινου γερμανικού τύπου, που ορισμένες φορές παίρνει τον χαρακτήρα ανοιχτής ανθελληνικής προπαγάνδας. Οι γελοιογραφίες έχουν πρωταγωνιστήσει στην καλλιέργεια αυτών των εκατέρωθεν στερεοτύπων, διαδραματίζοντας έναν «επιθετικό έως ύπουλο ρόλο» (σύμφωνα με τον Γερμανό ελληνιστή καθηγητή κ. Hans Eideneier) [1]. Όμως οι γελοιογραφίες που στηλιτεύουν, έστω με υπερβολικό τρόπο, τη γερμανική πολιτική στην Ελλάδα, δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Είναι σχεδόν τόσο παλιές όσο οι ελληνογερμανικές σχέσεις! Στη δεκαετία του 1890, δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, οι αφορμές για τέτοιου είδους πικρή σάτιρα από τον ελληνικό σατιρικό τύπο ήταν πολλές. Το ίδιο και οι αφορμές για την όξυνση των σχέσεων του ελληνικού κράτους με το τότε γερμανικό Ράιχ. Μέσα από ορισμένες επιλεγμένες γελοιογραφίες εκείνης της περιόδου θα επιχειρήσουμε να περιηγηθούμε σε μια δύσκολη εποχή για το ελληνικό κράτος, η οποία κατά πολλούς παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το σήμερα.
Η πτώχευση και οι "Γερμανοεβραίοι τραπεζίτες"
Η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας το 1893 αποτέλεσε μια τέτοια αφορμή που επιδείνωσε ραγδαία τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία. Ο λόγος είναι απλός: η γερμανική κεφαλαιαγορά είχε καλύψει κατά την προηγούμενη δεκαετία τα 3/5 του ελληνικού εξωτερικού χρέους. Επομένως κατά την κήρυξη πτώχευσης, η Γερμανία αποτελούσε τον μεγαλύτερο δανειστή της Ελλάδας. Ήταν ένα σαφές πλήγμα για τους Γερμανούς κατόχους ελληνικών κρατικών χρεογράφων, αξίας περίπου 200 εκατομμυρίων μάρκων, αλλά και για τα γερμανικά συμφέροντα στην Ελλάδα γενικότερα. Μετά την πτώχευση η κυβέρνηση Τρικούπη ανέλαβε τη διαπραγμάτευση των όρων του πτωχευτικού συμβιβασμού με τους δανειστές, λαμβάνοντας σχετική εξουσιοδότηση από τη Βουλή. Στα τέλη Μαΐου του 1894 έφτασαν στην Αθήνα τρεις πληρεξούσιοι των επιτροπών των ομολογιούχων της Αγγλίας (M. E. Grant Duff), της Γαλλίας (J. Ornstein) και της Γερμανίας (Max Staevie). Οι διαπραγματεύσεις αποδείχτηκαν δύσκολες, καθώς οι ξένοι πληρεξούσιοι έθεταν όρους τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε απαράδεκτους. [2] Οι γελοιογραφίες που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Σκριπ [3] σχολιάζουν με ιδιαίτερα σκωπτικό τρόπο την άφιξη των αντιπροσώπων. Ένα σκίτσο του φύλλου της 29/5/1893 παρομοιάζει τις σκληρές διαπραγματεύσεις για τον συμβιβασμό με μια διελκυστίνδα μεταξύ Τρικούπη και αντιπροσώπων, επισημαίνοντας τον κίνδυνο στο τέλος “το σκοινί να κοπή”. (Εικ. 1)


Σε διαφορετικό μήκος κύματος, η θρυλική εφημερίδα Νέος Αριστοφάνης [4] καυτηριάζει τους χειρισμούς Τρικούπη θεωρώντας τους δουλοπρεπείς. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει τον Τρικούπη σε δύο καρέ, καταρχήν να ζητάει και άλλα δάνεια από τους αντιπροσώπους, ενώ στη συνέχεια να τους υποκλίνεται. (Εικ. 2)


Η πληγωμένη εθνική αξιοπρέπεια είναι η πραγματική διάσταση που προβάλλεται στις γελοιογραφίες του Νέου Αριστοφάνη. [5] Σε προηγούμενο φύλλο του παρομοιάζει τον οικονομικό έλεγχο με ένα σφαγείο, στο οποίο είναι κρεμασμένο το γυμνό σώμα της Ελλάδας και οι τρεις πληρεξούσιοι (ο Γερμανός πρώτος από αριστερά) ακονίζουν τα χασαπομάχαιρά τους. (Εικ. 3)

Η αφαίμαξη του ανθρώπινου σώματος ως κυριολεκτική απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων και περιορισμών που επιβλήθηκαν για την ανόρθωση της χρεοκοπημένης ελληνικής οικονομίας είναι ένα μοτίβο που συναντάται συχνά στις γελοιογραφίες. Στις αρχές του 1895 ο Νέος Αριστοφάνης [6] δημοσιεύει μια λιθογραφία που παρουσιάζει τρία ζώα με τα εθνικά χαρακτηριστικά των Ευρωπαίων αντιπροσώπων (ο Γερμανός ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό πρωσικό κράνος) να πίνουν το αίμα που αναβλύζει από τα σωθικά ενός Έλληνα με τη φυσιογνωμία του Τρικούπη. Πίσω του στέκεται μια καμηλοπάρδαλη που φέρει το στέμμα και το μουστάκι του βασιλιά Γεωργίου. Η απεικόνισή του μάλλον υπαινίσσεται τις ευθύνες του ανώτατου άρχοντα για την τότε κατάσταση της χώρας. (Εικ. 4)


Ένα άλλο μοτίβο που συναντάται συχνά στις γελοιογραφίες είναι οι περίφημοι «Γερμανοεβραίοι (ή “Εβραιογερμανοί”) τραπεζίτες». Πρόκειται βέβαια για τους εβραϊκού θρησκεύματος Οθωμανούς τραπεζίτες της Κωνσταντινούπολης που είχαν συμμετάσχει στις χορηγήσεις δανείων προς την Ελλάδα. Οι τραπεζίτες που ζητούν την αποπληρωμή των δανείων τους από το χρεοκοπημένο βασίλειο ταυτίζονται με τη Γερμανία, αποκτώντας το προσωνύμιο των «Γερμανοεβραίων». Σε μια γελοιογραφία του Νέου Αριστοφάνη [7] οι «Γερμανοεβραίοι», διατηρώντας όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακής αντισημιτικής εικονογραφίας και ενδεδυμένοι την περιβολή των Εβραίων Οθωμανών, παρουσιάζονται να ζητούν από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο να τους «βοηθήση να πάρουν από το ψοφήμι και ό,τι δεν τους ανήκει ακόμη». (Εικ. 5) Το «ψοφήμι» δεν είναι άλλο από ένα γαϊδούρι (που συμβολίζει τον ελληνικό λαό) εξαντλημένο από τα πολυάριθμα, ογκώδη φορτία με τα δάνεια και τους τόκους που του έχουν φορτώσει.


Εξίσου μελαγχολικό είναι και το θέμα της λιθογραφίας [8] που απεικονίζει τη βίαιη μοιρασιά του ελληνικού λαού (με τη μορφή ενός φουστανελοφόρου αδύνατου άνδρα) ανάμεσα στους πληρεξουσίους των τριών πιστωτριών χωρών: Αγγλία, Γερμανία και Γαλλία. (Εικ. 6) Τη σκηνή παρακολουθεί από μακριά η Ελλάδα, ενώ ο ήλιος στο βάθος φέρει τη φράση «Το πρότυπον της Ανατολής», κάνοντας μια ειρωνική αναφορά σε σχετική δήλωση του βασιλιά Γεωργίου. Εδώ βέβαια η φράση λειτουργει ως οξύμωρο σχήμα καταδεικνύοντας την αντίφαση με την πραγματικότητα. Η οικονομική πολιτική του Τρικούπη προκάλεσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ενώ οι εφημερίδες της εποχής του επέρριπταν την αποκλειστική ευθύνη για την πτώχευση. Τελικά στις 10 Ιανουαριου 1895 η κυβέρνησή του παραιτήθηκε, παρότι διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην εικ. 7 ο Τρικούπης παρουσιάζεται ως «δανειοχαύτης» που, έχοντας καταναλώσει δεκάδες φιάλες κρασιού, εξεμεί το περιεχόμενό τους υπό μορφή... δανείων. Είναι ενδιαφέρον ότι στο κεφάλι του φοράει ένα είδος καπέλου που αποτελεί συνδυασμό του βρετανικού γούνινου κράνους, του γαλλικού σκούφου και του γερμανικού κράνους (με το χαρακτηριστικό κεντρί να προεξέχει), παραπέμποντας στις τρεις πιστώτριες χώρες. [9] 


Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης υπήρξε ο νικητής των εκλογών της 16ης Απριλίου 1895. Πρώτο μέλημα της κυβέρνησής του ήταν να εισάγει το νομοσχέδιο «Περί υπηρεσίας του δημοσίου χρέους» και να καταθέσει κάποιες προτάσεις ως βάση για εκ νέου διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα. Ο Νέος Αριστοφάνης [10] τον απεικονίζει με στολή αρλεκίνου να προσπαθεί να υπερπηδήσει τα παλούκια που αντιπροσωπεύουν τις τρεις χώρες προέλευσης των ομολογιούχων, υπό τα ειρωνικά βλέμματα των ξένων (Εικ. 8). Μεγαλύτερο παλούκι είναι αυτό των «εβραιογερμανών πιστωτών».


Σε άλλο σκίτσο [11], που δημοσιεύεται ενώ εξελίσσονται οι συνομιλίες ανάμεσα στους ομολογιούχους και την κυβέρνηση, παρωδείται ο μύθος του Πάρη και του μήλου της Έριδας (Eικ. 9). Σύμφωνα με αυτό, ο Δηλιγιάννης προσφέρει σε τρεις ημίγυμνες κοπέλες (που αντιπροσωπεύουν τις τράπεζες των Γάλλων, των Άγγλων και των Εβραιο-γερμανών πιστωτών) ένα χρυσό μήλο με τη φράση «Δέχεσθε 10 τοις εκατό;». Πρόκειται για το ποσοστό του τόκου των δανείων -πολύ μικρότερο βέβαια σε σχέση με αυτό που διεκδικούσαν οι πληρεξούσιοι. Κωμικοτραγική λεπτομέρεια: στα κλαδιά του δέντρου “Ελλάς” κάτω από το οποίο κάθεται ο Δηλιγιάννης, κρέμεται ένα άδειο πορτοφόλι που γράφει “Χρεοκοπία”. 


Εμπνευσμένη από την περίοδο των διαπραγματεύσεων είναι και η γελοιογραφία της... «φιλικής συνεννοήσεως περί του συμβιβασμού» [12] που απεικονίζει τον Έλληνα πρωθυπουργό σαν γάτα περικυκλωμένη από άγριους σκύλους που θέλουν να την κατασπαράξουν (Εικ. 10). Ανάμεσα στους τέσσερεις σκύλους-πιστωτές του πρώτου πλάνου, διακρίνονται στα αριστερά ένας «Εβραιογερμανός», αλλά και ένας σκέτος «Εβραίος».


Ίσως μια από τις πιο ενδεικτικές αναπαραστάσεις για τις αντιλήψεις μη ευκαταφρόνητου μέρους της ελληνικής κοινωνίας για το πώς εννοούν τον συμβιβασμό οι δανειστές, είναι και αυτή στην εικ. 11: η αγγλο-γαλλο-γερμανική «τρόικα» συζητάει για το πώς η Ελλάδα (ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι) θα αποπληρώσει τα χρέη της. Ο Άγγλος σκέφτεται να την αφαιμάξει με μια σύριγγα, ο Γερμανός να την ακρωτηριάσει αποσπώντας τον μέγιστο τόκο του 32 τοις εκατό, ενώ ο Γάλλος προτείνει να της τοποθετήσει βδέλλες που θα της ρουφήξουν το αίμα, βγάζοντάς τις από ένα δοχείο με την ετικέτα «Έλεγχος». [13]

Ο οικονομικός παράγοντας θα επανέλθει στις γελοιογραφίες του Νέου Αριστοφάνη λίγο αργότερα. Μετά τη σύντομη ευφορία των πρώτων, αναβιωμένων Ολυμπιακών αγώνων που διεξήχθησαν στην Αθήνα και υπό τη βαριά σκιά του επονομαζόμενου «ατυχούς» Ελληνοτουρκικού πολέμου...

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ [1] Hans Eideneier, «Ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα στη Γερμανία και την Ευρώπη», Ορόσημα ελληνογερμανικών σχέσεων, Πρακτικά ελληνογερμανικού συνεδρίου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2010, σ. 19.
[2] Λίνα Λούβη, Η ελληνική οικονομία του 19ου αιώνα με τη γραφίδα των γελοιογράφων, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος - Προγραμμα Ερευνών Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 2011, σ. 177.
[3] Εφημ. Σκριπ, 29 Μαΐου 1894.
[4] Νέος Αριστοφάνης, 2 Σεπτεμβρίου 1894.
[5] Νέος Αριστοφάνης, 19 Αυγούστου 1894.
[6] Νέος Αριστοφάνης, 1 Ιανουαρίου 1895.
[7] Νέος Αριστοφάνης, 26 Νοεμβρίου 1894.
[8] Νέος Αριστοφάνης, 19 Δεκεμβρίου 1894.
[9] Νέος Αριστοφάνης, 5 Δεκεμβρίου 1894.
[10] Νέος Αριστοφάνης, 6 Οκτωβρίου 1895.
[11] Νέος Αριστοφάνης, 15 Δεκεμβρίου 1895.
[12] Νέος Αριστοφάνης, 27 Απριλίου 1896.
[13] Νέος Αριστοφάνης, 1 Ιανουαρίου 1896.
* Ο Γιάννης Αντωνόπουλος είναι ιστορικός και σκιτσογράφος

ΠΗΓΗ: tvxs.gr 

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Το Αρνίτσι - μπίτσι


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και δεν είχε παιδιά. Είχε λοιπόν ένα αρνάκι και το είχε σαν παιδάκι της. Το τάιζε, το πότιζε, το έλουζε κάθε μέρα, και το έστελνε στο σχολείο να μάθει γράμματα.
Πήγαινε κάθε μέρα η γριά στο βουνό και μάζευε χορταράκι για να φάει τ’ αρνάκι της.
Σαν έφτανε έξω από το σπίτι της, έλεγε:

«Αρνίτσι - μπίτσι, έλ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ‘φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»

Την άνοιγε τ’ αρνάκι κι έμπαινε η γριά μέσα.
Έμαθε ο κυρ Νικόλας ο λύκος πως είχε η γριά ένα αρνίτσι - μπίτσι και το λιμπίστηκε να το φάει. Μια μέρα λοιπόν, όταν την είδε που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμόνεψε ώσπου να γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:

«Αρνίτσι - μπίτσι, έλ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ‘φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»

«Α, είπε μέσα του ο λύκος. Αυτά τα λόγια του λέει και της ανοίγει».
Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:
- Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!
- Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.
«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι - μπίτσι».
Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά - γλυκιά μπορούσε:

«Αρνίτσι - μπίτσι, έλ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»

Το αρνάκι όμως φώναξε από μέσα:
- Δεν είσαι εσύ η μανούλα μου! Η μανουλίτσα μου έχει γλυκιά και ψιλή φωνή και η δική σου είναι τραχιά και χοντρή.
Πάει τότε ο λύκος στον τροχιστή και του λέει:
- Σε παρακαλώ, τρόχισέ μου τη γλώσσα μου να γίνει ψιλή - ψιλή!
Τρόχισε ο τροχιστής τη γλώσσα του λύκου και την έκανε όσο πιο ψιλή μπορούσε. Τρέχει πάλι εκείνος στο αρνάκι και του λέει γλυκά - γλυκά απέξω από την πόρτα:

«Αρνίτσι - μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»


Τότε είπε το αρνάκι:
- Εσύ είσαι η μανουλίτσα μου!
Και του άνοιξε.
Μπαίνει ο λύκος μέσα και του δίνει μία «χλαπ!» του αρνιού, και το καταπίνει ολόκληρο!
Ύστερα πάει και χώνεται κάτω από τον καναπέ.
Έρχεται σε λίγο η γριά και φωνάζει:
- Αρνίτσι - μπίτσι!
Μα που τ’ αρνίτσι - μπίτσι, που βρίσκονταν μέσα στη κοιλιά του λύκου!
- Γειτόνισσα, μήπως είδες τ’ αρνίτσι - μπίτσι μου;
- Όχι, δεν το είδα! λέει η γειτόνισσα.
- Δώσε μου σε παρακαλώ το τσεκουράκι σου, ν’ ανοίξω την πόρτα μου, γιατί είναι κλειδωμένη.
Της δίνει η γειτόνισσα το τσεκούρι, ανοίγει η γριά την πόρτα και μπαίνει μέσα.
Κοιτάζει από δω, κοιτάζει από κει, πουθενά το αρνάκι της. Άρχισε τότε να κλαίει και να λέει:
- Πού είσαι, αρνάκι μου, πού είσαι, παιδάκι μου, να φας το χλωρό χορταράκι που σου έφερα!
Στο τέλος πήρε τη ρόκα της και κάθισε στον καναπέ της κι έγνεθε κι έκλαιγε.
Ο λύκος λοιπόν αναδευόταν κάτω από τον καναπέ και καμιά φορά τον πήρε είδηση η γριά. «Τ’ είναι τούτο;» λέει. Σκύβει και βλέπει το λύκο κάτω από το καναπέ.
- Α, εσύ είσαι, κυρ Νικόλα; του λέει. Τι κάθεσαι από κει κάτω και δε βγαίνεις να φάμε και να πιούμε και να παίξουμε το σάκου - σάκου;
Βγήκε λοιπόν ο λύκος, φάγανε, ήπιανε, και ύστερα πήρε η γριά ένα μεγάλο σακούλι και μπήκε μέσα και του λέει του λύκου:
- Πάρε τούτο το σκοινί και δέσε το σακούλι και πάρε και τούτη τη βέργα να με χτυπάς μαλακά-μαλακά. Αυτό είναι το σάκου - σάκου!
Την έδεσε ο λύκος, πήρε και τη βέργα και της έδωσε πέντ’ έξι.
- Φτάνει, γριά;
- Φτάνει!
Βγήκε η γριά, λέει στο λύκο:
- Η σειρά σου τώρα, κυρ Νικόλα!
Έβαλε λοιπόν το λύκο μέσα στο σακί, δένει το σακί και τον αρχίζει, που σε πονεί και που σε σφάζει!
- Ωχ, γριά, το κεφάλι μου! φώναζε ο λύκος.
- Θα τρως τ’ αρνίτσι - μπίτσι μου;
- Ωχ, γριά, η πλατίτσα μου!
- Θα τρως τ’ αρνίτσι - μπίτσι μου;
- Ωχ, γριά, τα πλευρά μου!
- Θα τρως τ’ αρνίτσι - μπίτσι μου;
- Ωχ, γριά, η κοιλίτσα μου!
Με το χτύπημα όμως που έδωσε η γριά στην κοιλιά του λύκου, πετάγεται τ’ αρνίτσι - μπίτσι έξω!

Του δίνει τότε άλλη μια η γριά του λύκου και τον σκοτώνει ολότελα, και πάει στο παζάρι και παίρνει ένα κάρο και δυο στρατιώτες και τον πήγαν στο ποτάμι και τον έκαναν μπλουμ!

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Το όνομα της αγάπης


Ένας ηλικιωμένος πηγαίνει στο σπίτι ενός συνομήλικου φίλου του που τον έχει καλέσει για φαγητό. Μετά από λίγο εμφανίζεται η γυναίκα του ηλικιωμένου οικοδεσπότη και ρωτάει:
«Κώστα, να φέρω το φαγητό;»
«Ναι, καρδιά μου, να το φέρεις» λέει ο άντρας της.
Παραξενεύεται ο φίλος από τη γλυκιά προσφώνηση. Η γιαγιά φέρνει το φαγητό, σερβίρει κι ο σύζυγός της λέει γλυκά:
«Ευχαριστώ πολύ, αγάπη μου».
Χαμογελά η γιαγιά και ξαναπηγαίνει στην κουζίνα για να φέρει νερό. Βρίσκει, λοιπόν, την ευκαιρία ο ηλικιωμένος φίλος του να ρωτήσει:
«Καλά, ρε Κώστα, πενήντα τρία χρόνια παντρεμένοι και τη γυναίκα σου την αποκαλείς ακόμα έτσι;»
Ο Κώστας γέρνει συνωμοτικά στο πλευρό του και ψιθυρίζει:
«Άσε ρε φίλε, εδώ και είκοσι χρόνια έχω ξεχάσει το όνομά της, αλλά πώς να τη ρωτήσω;»