Ένας ηλικιωμένος πηγαίνει στο
σπίτι ενός συνομήλικου φίλου του που τον έχει καλέσει για φαγητό. Μετά από λίγο
εμφανίζεται η γυναίκα του ηλικιωμένου οικοδεσπότη και ρωτάει:
«Κώστα, να φέρω το φαγητό;»
«Ναι, καρδιά μου, να το φέρεις»
λέει ο άντρας της.
Παραξενεύεται ο φίλος από τη
γλυκιά προσφώνηση. Η γιαγιά φέρνει το φαγητό, σερβίρει κι ο σύζυγός της λέει
γλυκά:
«Ευχαριστώ πολύ, αγάπη μου».
Χαμογελά η γιαγιά και
ξαναπηγαίνει στην κουζίνα για να φέρει νερό. Βρίσκει, λοιπόν, την ευκαιρία ο
ηλικιωμένος φίλος του να ρωτήσει:
«Καλά, ρε Κώστα, πενήντα τρία
χρόνια παντρεμένοι και τη γυναίκα σου την αποκαλείς ακόμα έτσι;»
Ο Κώστας γέρνει συνωμοτικά στο
πλευρό του και ψιθυρίζει:
«Άσε ρε φίλε, εδώ και είκοσι χρόνια
έχω ξεχάσει το όνομά της, αλλά πώς να τη ρωτήσω;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου