ΩΡΑ...

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Νικολάκης της Τσεβούλας το απόγευμα - Νίκος Χουλιαράς


Ο Νίκος Χουλιαράς υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα του καλλιτεχνικού στερεώματος· ζωγράφος, ποιητής, πεζογράφος, συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής.
Γεννήθηκε στα Γιάννενα τον Οκτώβριο του 1940. Σπούδασε γλυπτική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1967. Παράλληλα, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το τραγούδι και τη σύνθεση και συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα, δημοσιεύοντας πεζά και ποιήματα, καθώς και κείμενα γύρω από εικαστικά θέματα.
Ο Νίκος Χουλιαράς συνεργάσθηκε με πολλά περιοδικά από το 1962, όπως τα «Ενδοχώρα», «Δοκιμή», «Ζυγός», «Τραμ» ενώ εικονογράφησε μέσα από αυτά και το διήγημα του Σωτήρη Κακίση «Το μαύρο που με ξέρει». Από το 1969 άρχισε να παρουσιάζει εικαστικές του δημιουργίες σε ατομικές του εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ την ίδια χρονιά πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Επίσης, το 1969 τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο Παρθένη για τη ζωγραφική του, ενώ τιμήθηκε και με το Α’ και Γ’ Βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για τον καλύτερο σχεδιασμό βιβλίου στον κόσμο. Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση εντύπων και φιλοτέχνησε εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων.
Τα πρώιμα ζωγραφικά έργα του ήταν μάλλον αφαιρετικά, με ακαθόριστες φόρμες σαν αστρικά σώματα σε λευκό φόντο. Μέσα στη δεκαετία του ‘70, οι μνήμες από το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας του εισχωρούν στη ζωγραφική του. Στην επόμενη φάση, μετά το 1979, θα ολοκληρωθεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία αυτής της ζωγραφικής, με την απόλυτη κυριαρχία της εικονιστικής αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο. Οι πίνακες κατακλύζονται από φιγούρες που περιγράφουν ανθρώπινες ιστορίες, διηγούνται αναμνήσεις, παραμύθια και όνειρα ή εκφράζουν υπαρξιακές αγωνίες, άλλοτε με δραματικό τρόπο, άλλοτε με μια γκροτέσκα ποιητική διάθεση.
Το 1979 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ο Λούσιας», που απέσπασε θερμές κριτικές και διαβάστηκε πολύ. Ο ήρωάς του είναι ένα διανοητικά καθυστερημένο, αλλά κατά τα άλλα αγαθό και αγνό παιδί, που ξέρει να παρατηρεί τον κόσμο και να αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Ζωή την άλλη φορά» (1985), «Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα» (1990) και «Το εργαστήριο του ύπνου» (2000), οι συλλογές διηγημάτων «Το Μπακακόκ» (1981), «Το άλλο μισό» (1987), «Η μέσα βροχή» (1991), «Στο σπίτι του εχθρού μου» (1995), «Μια μέρα πριν δύο μέρες μετά» (1998) και «Νερό στο πρόσωπο» (2005), καθώς και οι ποιητικές συλλογές «Το χιόνι που ήξερα (1983), «Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του» (1989), «Οι λεπτομέρειες του μαύρου» (1993) και «Εικόνες στο ύψος της ζωής» (2000).
Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα σουηδικά και τα γερμανικά, ενώ έχουν εκδοθεί στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο «Χατιέ» η συλλογή διηγημάτων «Το Μπακακόκ» και τα μυθιστορήματα «Ο Λούσιας» και «Ζωή την άλλη φορά». Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Στο σπίτι του εχθρού μου». Διηγήματά του έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση, ενώ «Ο Λούσιας» έγινε τηλεοπτική σειρά που μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 το 1989.
Με τη μουσική ασχολήθηκε κυρίως την πενταετία 1965-1970, την εποχή του «Νέου Κύματος». Έγραψε πολλά τραγούδια - που τα τραγούδησε ο ίδιος, καθώς και άλλοι γνωστοί τραγουδιστές - με μεγάλη επιτυχία. Ήταν επίσης, ο πρώτος που έκανε διασκευές σε δημοτικά τραγούδια και παρουσίασε τα ηπειρώτικα στο κοινό της Αθήνας. Δικές του επιτυχίες είναι «Το τσιμεντένιο δάσος», «Θα σου το πω με Α», «Ο νοτιάς της ξενιτιάς» και η διασκευή του δημοτικού τραγουδιού «Γιάννη μου το μαντήλι σου».
Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει πολλοί καλλιτέχνες του «Νέου Κύματος», όπως η Αρλέτα («Η μέρα τελείωσε», «Τα πελαγίσια όνειρα», «Το πέτρινο χαμόγελο», η Πόπη Αστεριάδη μόνη της («Η μικρή Νανώ») ή σε ντουέτο με τον Χουλιαρά («Το σπαθί», «Χαλασιά μου», «Ζαλιάρικο»), η Μαρίζα Κωχ («Άναψα κλωνί δαδί») και άλλοι. Το 1993 κυκλοφόρησε το δίσκο «Η νύχτα που μας ξέρει», με τη συμμετοχή της Δήμητρας Γαλάνη και της Αφροδίτης Μάνου. Το 2006 εμφανίζεται ως στιχουργός στο «Τραγούδι», που περιλαμβάνεται στο δίσκο «...και με οδηγό μου ένα παιδί» του συγκροτήματος «Μικρές Περιπλανήσεις» και το 2008 κυκλοφορεί τον δίσκο «Τα νησιά τ' ουρανού» με ερμηνεύτρια την Αλίκη Καγιαλόγλου, στον οποίο τραγουδά και ο ίδιος το κομμάτι «Της τρέλλας η ζητιανιά».
Ο Νίκος Χουλιαράς πέθανε στις 20 Ιουλίου 2015, σε ηλικία 75 ετών.


Με ρούχο χνουδωτό: μαύρο με κίτρινες ρίγες ή το αντίθετο. Αεικίνητη και τριχωτή, από κοντά. Με έφεση προς τα γλυκά. Θηλύκια - στα σίγουρα - και επικίνδυνη. Με οπίσθια προτεταμένα και σε διαρκή κίνηση. Πάνω στο πράσινο του τραπεζίου και από πάνω της, όγκος μεγάλος, μαλακός, με άνοιγμα στα πλάγια, σαν φερμουάρ, απ’ όπου κρέμεται κομμάτι κρέας, επεξεργασμένο, σε μορφή γρήγορης τροφής, κι αυτός ο όγκος να χτυπάει. Να κατεβαίνει με δύναμη και να χτυπάει δίπλα της. Μια στα δεξιά και μια στ’ αριστερά. έτοιμος να τη λιώσει αλλά να μην τα καταφέρνει. Και μια φωνή από πάνω τους: φωνή βραχνή όλο ραγίσματα: «Πουτάνα είναι! Ξέρεις τι πουτάνα είν’ αυτή! Χα!… Τώρα… Θα δεις τι θα της κάνω εγώ! Τώρα, θα δεις… Χα!.. Ξέρεις τι γαμήσι θέλει αυτή;… Σ’ το λέω,.. Τη βλέπεις; Δε φεύγει! Καθόλου δε φεύγει! Σ’ το λέω… Ξέρω ‘γώ!»

Οι λέξεις εκτοξεύονται από ψηλά. Απ’ το βουνό που δίνει τις αποτυχημένες κατευθύνσεις στο μοχλό: στο χέρι, με το μαλακό τον όγκο, που χτυπάει άτσαλα, μια από δω και μια από κει, χωρίς να πετυχαίνει το στόχο.
Και το θηλυκό χορεύει, συνέχεια, ζουζουνίζοντας εκεί γύρω. Κύκλους γράφει, στέκεται, πότε πότε, ακίνητο κι αμέσως ύστερα πηδάει. Ξεφεύγει συνέχεια και το βουνό, που ξεκινάει απ’ τα χοντρά τα δάχτυλα που σφίγγουν το ξεκοιλιασμένο σάντουιτς κι όλο το σφεντονίζουν, άτσαλα, πάνω στο τσίγκινο τραπέζι, φτάνει ως πάνω -αφού πρώτα περάσει από έναν όγκο σάρκας ακατέργαστης - και καταλήγει στον εγκέφαλο που δίνει και τις εντολές. Σε κείνο το κεφάλι, φτάνει, το παιδικό - το γερασμένο πρόωρα - που στέκεται για δυο δεκαετίες πάνω στο κορμί, μα το δωμάτιο των συσκέψεων, μέσα του, έχει αμπαρώσει τις πόρτες του μετά τα τρία πρώτα χρόνια κι άφησε μόνο τα παράθυρ’ ανοιχτά και κει είναι που ανεβαίνει το μωρό και κοιτάει προς τα έξω κι ύστερα κατεβαίνει πάλι στο κλειστό δωμάτιο του νου, δίνει τις πληροφορίες του σε κάτι γέρους νυσταγμένους που καμώνονται πως σκέφτονται κι αυτοί βγάζουν τις αποφάσεις και δίνουν εντολές με την ταχύτητα που εκτυλίσσεται η δράση στις κουλτουριάρικες ελληνικές ταινίες.

Μ’ αυτό τον τρόπο λειτουργεί ο μηχανισμός της σκέψης στο βουνό που λέγεται ο Νικολάκης της Τσεβούλας γι’ αυτό κι οι λέξεις εκτοξεύονται - από ένα στόμα βρεφικό με σαπισμένα δόντια, κατά ομάδες. Λέξεις σπασμένες μονοσήμαντες: στοιχεία υγρά, γεμάτα σάλια, που όλο κυκλώνουν κάποιο νόημα μα γρήγορα τ’ αφήνουμε και ξεστρατίζουν πάντοτε γι’ άλλου.
Απ’ το μεγάλο χέρι, που κρατάει το σάντουιτς, λοιπόν, αρχίζει ο Νικολάκης της Τσεβούλας και καταλήγει πάλι εκεί: σε κείνο τον αδέξιο μοχλό, που παίρνει εντολή να σημαδέψει - πάνω στο πράσινο τραπέζι του παραλιακού κέντρου αναψυχής ο Τενεκές το θηλυκό το έντομο: τη σφήκα που στριφογυρίζει, εκεί μπροστά του, από ώρα, ζουζουνίζοντας.
Και το μωρό που ‘ναι κλεισμένο μέσα στο βουνό της σάρκας που το λένε Νικολάκη, βλέπει τη σφήκα, καθώς φαίνεται, στις διαστάσεις που έχει αποφασίσει αυτό. Σαν να ‘ταν θηλυκό στα μέτρα του, τη βλέπει και παρτίδες έχει ανοίξει μαζί της. Παιχνίδια, καθώς φαίνεται, νομίζει πως του κάνει: παιχνίδια ερωτικά και τσαλίμια, γι’ αυτό κι η διαμάχη. Μια μάχη με απώλειες σοβαρές, μιας και το σάντουιτς εκείνο που κρατάει στο χέρι, έγινε πια μια μάζα άμορφη, απ’ το πολύ το χτύπημα, κι έτσι όπως πάει, θα χάσει ο Νικολάκης της Τσεβούλας, καθώς φαίνεται, ένα από τα σπάνια γεύματα - που του ‘χουν τύχει - με συγκεκριμένη μορφή.
Το φως του απογεύματος γράφει, με κρύο ροζ, στην επιφάνεια των νερών που φτάνουν ως τ’ αντικρινό βουνό, ενώ ένας αέρας ήσυχος κουνάει τα φύλλα από τα δέντρα και κατευθύνεται προς τη μεριά που είναι τα παλιά μπορντέλα.
Πέφτει δροσιά και, λίγο λίγο, ο τόπος εκεί γύρω ερημώνει. Οι άνθρωποι εγκαταλείπουνε το μόλο κι ο Νικολάκης της Τσεβούλας έχει μείνει χωρίς θεατές. Μόνος του έχει μείνει πια, μα συνεχίζει: να χτυπάει, με το ξεκοιλιασμένο σάντουιτς, το αδειανό τραπέζι και να φωνάζει λέξεις, να φτύνει, σπασμένες κι αδιέξοδες μέχρι που να νυχτώσει: «Χα!… Μάνα, σου λέει! Τί μάνα! Κοίτα κουνήματα που κάνει;… Σφήκα, ε, σφήκα! Τσεβούλα! ε, Τσεβούλα… Θα σε μάθω εγώ! Χα!… Δε με ξέρεις εμένα!» Κι αμέσως ύστερα, γυρίζοντας το κεφάλι στο διπλανό τραπέζι, με τους ανύπαρκτους θεατές, τους απευθύνεται τάχα, εμπιστευτικά: «Ξέρεις τί γαμήσι θέλει αυτή! Εμένα. Θα μου πει εμένα! Χα!… Θα τα βάλει, νομίζει, μ’ εμένα! Χα!… Την πουτάνα! Ξέρεις τι πουτάνα είν’ αυτή;… Κοίτα… Να! Κοίτα. Θα την πετύχω… που θα πάει;… Θα την πετύχω! Γιατί, ξέρεις… Δε μ’ αφήνει να ‘χω το σκυλί. Δε θέλει, λέει… Καθόλου δε μ’ αφήνει να το ‘χω… Δε θέλει να ‘χω εγώ το σκυλί… Χα!… Δε θέλει… Δε θέλει να ‘χω το σκυλί… Χα!… Δε θέλει… Δε θέλει να ‘χω τίποτα εγώ! Χα, τίποτα! Άμα με θέλεις μοναχό μου, εγώ δε θέλω… Εγώ θέλω και το σκυλί… Ξέρεις τι σου ‘ναι αυτή που τη βλέπεις έτσι;… Μπαπ! Χα… Σφήκα! Να! μου κουνιέται κιόλας! Μη μου κουνιέσαι έμενα! Έτσι;… Σε ξέρω… Σε ξέρω εγώ καλά… Χα!… Θα σου γαμήσω, εγώ, τη μάνα! Μάνα, λέει… Τι μάνα;… Δε μ’ αφήνει… Δεν τον θέλει το σκύλο… Με θέλει μοναχό μου… Ξέρεις τι σφήκα είν’ αυτή;… Τη βλέπεις;… Μου κουνιέται κιόλας! Μπαπ! Χα! Ούι, τη γλίτωσε πάλι! Που θα πάει όμως… Να, τώρα δεν μπορεί, λέει… Καθόλου δεν μπορεί… Απ’ τα ποδάρια της είναι, που δεν μπορεί! Τώρα θα δεις… Θα την κανονίσω εγώ! Σφήκα… Ξέρεις τι σφήκα είν’ αυτή;… Μου κουνιέται κιόλας… Αλλά εγώ… Τώρα θα δεις εγώ! Θέλει και βόλτες, λέει… Τώρα θα δεις! Τώρα που πήρε και το καρότσι… Με τις ρόδες πηγαίνει τώρα… Χα!… με τις ρόδες… Θέλει και βόλτες, λέει… Χα!… Στο Δώδεκα… Και στην πλατεία, θέλει, να την πηγαίνω… Χα!… Αμ’ δε… Το σκύλο όμως τον έδιωξε! Δεν τον θέλει, λέει, γιατ’ είναι μοναχά δικός μου! Χα!… Ξέρεις πως μ’ ήθελε εμένα το σκυλί! Το ξέρεις πως μ’ ήθελε! Όλο βόλτες πηγαίναμε οι δυο! Όλο βόλτες! και κοιμόμασταν και μαζί! άλλα το ‘διωξε! Και μου ‘παν έμενα… Μετά μου το ‘παν. Εκεί μου το ‘παν, στα Ναυτάκια. Του ‘ριξε τη φόλα, μου ‘παν! Η μάνα σου, ρε μαλάκα, μου ‘παν! Αυτή το σκότωσε το σκυλί… Αυτή το σκότωσε, αλλά πού θα πάει… Θα την κανονίσω εγώ! Ξέρεις τι σφήκα είν’ αυτή! Μου κουνιέται κιόλας… Τώρα που δεν μπορεί χωρίς το καρότσι… Τώρα, θα δεις… Θα την κανονίσω εγώ! Θα την πάω εγώ… Τι νομίζεις… Απάνω στην πλατεία, θα την πάω… Δε με ξέρεις εμένα! Ξέρεις τι γρήγορος είμ’ εγώ;… Να! Αυτό το σάντουιτς, που βλέπεις, πήγα και τ’ άρπαξα! Φράπ!, τ’ άρπαξα και το ‘βαλα στα πόδια! Αμ’ τι νομίζεις… Κανένας δε με πιάνει έμενα, άμα θέλω! Κανένας δε με πιάνει… Και, δεν το τρώω! Όχι! δεν το τρώω! Θα μείνω νηστικός, αλλά κι αυτή, θα την κανονίσω εγώ… Τη βλέπεις;… Μου κάνει και κόλπα από πάνω! Τη βλέπεις;… Φεύγεις ε;… Πουτάνα, Όλο φεύγεις! Θα σε λιώσω, Όμως… Που θα πας;… Μπαπ! θα σε λιώσω… Ξέρω ‘γώ… Θα σε πετύχω… που θα πας;… Τώρα θα δεις… Τώρα που δεν μπορείς χωρίς το καροτσάκι! Ρόδες ήθελες, πουτάνα! Χα!… Μάνα σου λέει… Όλο, Νικολάκη πουτσαρά και Νικολάκη πουτσαρά! Όχι! Δεν έχει άλλο! Να τ’ αφήσεις αυτά που ξέρεις… Χα! Δεν έχει άλλο! Ξέρω εγώ, τι θέλεις… Μάνα, σου λέει! Σφήκα, έ, σφήκα! Ξέρεις τι σφήκα είν’ αυτή! Κοίτα κώλο! Όχι, κοίτα κώλο που πετάει! Χα! το νου της όλο σ’ αυτά τον έχει! Χα! Όλο σ’ αυτά! άλλα μου το ‘παν, έμενα… Χα! Κάτω, στη Σιαράβα, μου το ‘παν… Όταν ήμουν με το σκυλί. Που είναι ο πατέρας σου, ρε, μου ‘παν… Ο πατέρας είναι μάνα, είπα εγώ… Ποιος πατέρας; Δεν έχει πατέρα. Η Τσεβούλα… Χα!… Δεν έχει - ούτε κι εγώ έχω όμως… Γι’ αυτό, με θέλει… όλο από πάνω της με θέλει! Σφήκα… Ξέρεις τι σφήκα είν’ αυτή! Όλο από πάνω της με θέλει εμένα, αλλά το σκυλί όμως δεν το θέλει! Καθόλου δε θέλει να το ‘χω… Χα! Ξέρεις πώς μ’ ήθελε εμένα το σκυλί! Πολύ, μ’ ήθελε! Όλο παρέα μ’ έκανε εμένα! Καλή παρέα είχαμε με το σκυλί, αλλά αυτή δεν το ‘θελε, λέει! Μ’ ήθελε μοναχό μου… Χα!… Ήθελε να ‘μαι μοναχός μου η σφήκα! Χα!… γι’ αυτό πήγε και το σκότωσε! Αμ’ τι νομίζεις… Το ‘μαθα εγώ! Πήγε και το σκότωσε! Με τη φόλα, μου ‘παν, το σκότωσε! Γιατί το είδαν κιόλας! Η γαμημένη! Κι εγώ το είδα! Με τις μύγες στο στόμα, το ‘δα, κάτω, στα Ταμπάκικα! Χα!… Τι νομίζεις… Το ‘δα εγώ! Κι ούτε με πήρε από πίσω όπως τις άλλες τις φορές! Καθόλου δε με πήρε, εμένα, από πίσω! Εκεί! Έμειν’ εκεί… με το στόμα όλο μύγες! Ούτε και ξανάρθε από τότε! Χα!… Τι νομίζεις… Ούτε που ξανάρθε να με βρει! Θα δεις, όμως, τώρα! Τώρα, θα δεις, που δεν μπορεί χωρίς καρότσι… Θα την πάω, εγώ, απάνω στην πλατεία… Στην Όαση θα την πάω, που είναι η κατηφόρα… Σφήκα, ε, σφήκα! Κοίτα, όλο κουνήματα κάνει! Μπαπ! Όλο κουνήματα η πουτάνα! Θα δεις, όμως, που θα την πάω… Με το καροτσάκι, θα την πάω, επάνω στην πλατεία… Αμ, τι νομίζεις… Δεν μπορεί χωρίς το καροτσάκι, τώρα! Μπαπ! Χα!… Κοίτα την, δε φεύγει! Τα θέλει ο κώλος της! Μπαπ! Χα!… Θα την κανονίσω εγώ. Δε με ξέρεις καλά εμένα! Νικολάκη, θα μου πει… Άιντε να με πας μια βόλτα… Έτσι, θα πει, γιατί δεν μπορεί μοναχιά της… Έχει τα ποδάρια… και δεν μπορεί - Και ‘γώ, θα πω… Θα σε πάω, θα πω… Χα!… και θα την πάω! Στην πλατεία θα την πάω, στην κατηφόρα τη μεγάλη… Χα!… Δε με ξέρεις καλά έμενα… Μάνα, σου λέει! Όλο από πάνω της με θέλει, κι ούτ’ ένα μήλο… Χα!… Ούτ’ ένα μήλο δε μου παίρνει! Χα!… Ούτε το σκύλο… γιατί με θέλει… Μοναχό μου με θέλει η πουτάνα! Χα! Σφήκα, με θέλεις, ε;… Ξέρεις τι σφήκα είν’ αυτή;… Κι εγώ, να δεις που θα την πάω! Όχι, θα την αφήσω, νομίζεις! Απάνω, θα την πάω, με το καρότσι… Κι ύστερα… Θα της δώσω μια και θα φύγει! Χα!… Τι νομίζεις… Από ψηλά, θα φύγει, με φόρα! Χα! Και θα φωνάζει! Πολύ θα φωνάζει! Χα!… Φώναξε τώρα όσο θέλεις… Δε με ξέρεις καλά εμένα! Πουτάνα σφήκα, θα σε λιώσω! Μου κάνεις και κουνήματα έ;… Χα!… Θα σε σπρώξω από πάνω… Από ψηλά θα σε σπρώξω και θα φωνάζεις! Χα!… Τι νομίζεις; Θα σου δώσω μια… στο καροτσάκι, θα τη δώσω και θα φύγει! Θα πάρει την κατηφόρα και θα φωνάζει… Νικολάκη! θα φωνάζει… Τι κάνεις εκεί! θα λέει! άλλα εγώ δεν θ’ ακούω… Καθόλου δε θα την ακούω… Χα!… γιατί θα φεύγει, με φόρα, προς τα κάτω και θα φωνάζει… Νικολάκη, θα φωνάζει! Χα! Σφήκα, ε, σφήκα! Μπαπ! Στο μεγάλο τον γκρεμό θα πηγαίνει… κι εγώ… Χα!… Εγώ θα τη βλέπω… Χα!… Να γκρεμίζεται, θα τη βλέπω! Να φεύγει, με φόρα, και να τσακίζεται! Χα!… Μέχρι κάτω, στα σφαγεία, θα φτάσει! Μέχρι τα σφαγεία και θα φωνάζει. Θα κουνάει και τα χέρια, γιατί μπορεί να σκοτωθεί κιόλας… Χα!… Γι’ αυτό και θα φωνάζει! Νικολάκη, θα φωνάζει! Αλλά εγώ θα μείνω απάνω! Χα! Δε με ξέρεις έμενα! Θα μείνω, απάνω, μοναχός μου και δε θ’ ακούω… Σφήκα, ε, σφήκα, σε βλέπω, τι νομίζεις;… Θα μείνω μοναχός μου! Εκεί, απάνω θα μείνω και τίποτα δεν θ’ ακούω… Τίποτα δεν θα βλέπω, πια, από σένα! Χα! Τίποτα, σφήκα… τίποτα.


Νίκος Χουλιαράς, «Η μέσα βροχή» - Δεκαέξι ιστορίες της αθέατης πλευράς.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Παροιμίες (Γράμματα)


Γράμματα
Άλλα είν’ τα γράμματα κι άλλη είναι η γνώση.
Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο. 
Ας ήξερα δυο γράμματα κι ας ήμουν μ’ ένα μάτι.
Εξεσκάλισε και τα ψιλά γράμματα.
Θα τα φορτώσει στον κόκορα τα γράμματα.
Καλά είναι τα γράμματα, μα να ‘χει νου και γνώση.
Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις. 
Μαζεύει γράμματα για τους αποθαμένους.
Μάθε νέος γράμματα, να ’χεις καλά γεράματα.
Όποιος ξέρει γράμματα έχει τρία μάτια κι όποιος δεν ξέρει έχει ένα κι εκείνο στραβό.
Ορνιθοσκαλίσματα… Γράμματα σαν της κότας τα ποδάρια.
Συ, Παναγιά, τα ξέρεις τα γράμματα, εγώ τα ξέρω, τι τα θέλουμε να τα λέμε.
Τα γεράματα, στην πλάτη έχουν γράμματα.
Τα γράμματα είναι δεύτερα μάτια.
Τα γραμμένα άγραφα δε γίνονται.
Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Η αξία καθενός ανθρώπου


Κάποτε, ένας νεαρός πήγε σε έναν σοφό άντρα και του είπε:
«Έχω έρθει να ζητήσω την συμβουλή σου, γιατί βασανίζομαι από αισθήματα κατωτερότητας και δεν επιθυμώ να ζήσω άλλο. Όλοι μου λένε, ότι είμαι αποτυχημένος και ανόητος. Σε παρακαλώ, Δάσκαλε, βοήθησέ με».
Ο σοφός κοίταξε τον νεαρό και του απάντησε βιαστικά:
«Συγχώρεσέ με, αλλά είμαι πολύ απασχολημένος τώρα και δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Υπάρχει ένα πολύ επείγον θέμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθώ…» Εδώ, σταμάτησε για ένα λεπτό για να σκεφτεί και πρόσθεσε:
«Αλλά, αν θέλεις να με βοηθήσεις, θα χαρώ να σου ανταποδώσω την χάρη».
«Μα φυσικά», απάντησε ο νεαρός, ξεχνώντας για μια ακόμα φορά, ότι οι ανησυχίες του είχαν εκληφθεί ως ασήμαντες.
«Ωραία», απάντησε ο σοφός και έβγαλε από το χέρι του ένα όμορφο δαχτυλίδι με πολύτιμους λίθους.
«Πάρε το άλογο μου και πήγαινε αμέσως στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αμέσως αυτό το δαχτυλίδι για να ξεπληρώσω ένα χρέος. Προσπάθησε να το πουλήσεις σε καλή τιμή και μην συμβιβαστείς με τίποτα λιγότερα από ένα χρυσό νόμισμα. Πήγαινε τώρα και έλα πίσω όσο πιο γρήγορα μπορείς».
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι και έφυγε. Όταν έφτασε στην αγορά, έδειξε το δαχτυλίδι σε διάφορους εμπόρους, οι οποίο εξέφρασαν έντονο ενδιαφέρον. Όταν, όμως, άκουσαν, ότι δεν το πουλούσε για λιγότερο από ένα χρυσό νόμισμα, έχασαν το ενδιαφέρον τους. Κάποιοι από τους εμπόρους γέλασαν με τον νεαρό και κάποιοι άλλοι απλά αδιαφόρησαν. Μόνο ένας ηλικιωμένος έμπορος ήταν αρκετά αξιοπρεπής, ώστε να εξηγήσει στον νεαρό, ότι το ένα χρυσό νόμισμα ήταν πολύ μεγάλο αντίτιμο για ένα τέτοιο δαχτυλίδι και ότι στην καλύτερη περίπτωση θα του πρόσφεραν χαλκό ή ασήμι.
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο νεαρός αναστατώθηκε πάρα πολύ και θυμήθηκε τα λόγια του σοφού να μην δεχτεί τίποτα λιγότερο από ένα χρυσό νόμισμα. Αφού είχε γυρίσει όλη την αγορά, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να πουλήσει το δαχτυλίδι, ανέβηκε πάνω στο άλογο και γύρισε πίσω.
«Δάσκαλε, δεν μπόρεσα να εκτελέσω το αίτημά σου», είπε. «Στην καλύτερη περίπτωση μου έδιναν ένα ζευγάρι ασημένια νομίσματα, αλλά μου είπες να μην συμβιβαστώ με τίποτα λιγότερο από ένα χρυσό νόμισμα. Αλλά, μου είπαν, ότι το δαχτυλίδι δεν άξιζε τόσο».
«Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο, αγόρι μου», είπε ο σοφός. «Πριν προσπαθήσεις να πουλήσεις το δαχτυλίδι δεν θα ήταν κακή ιδέα να διαπιστώσεις ποια είναι η πραγματική του αξία. Και ποιος είναι καταλληλότερος για αυτό από έναν κοσμηματοπώλη; Πήγαινε σε αυτόν και μάθε την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού. Μην του το πουλήσεις, όσα και αν σου προσφέρει. Έλα αμέσως πίσω σε μένα».
Ο νεαρός για μια ακόμη φορά ανέβηκε στο άλογο και κατευθύνθηκε στον κοσμηματοπώλη. Ο κοσμηματοπώλης πήρε το δαχτυλίδι στα χέρια του, το εξέτασε με μεγεθυντικό φακό για αρκετή ώρα και το ζύγισε. Ύστερα, γύρισε και είπε στον νεαρό:
«Πες στον Δάσκαλό σου, ότι αυτή την στιγμή δεν μπορώ να του δώσω περισσότερο από 58 χρυσά νομίσματα για το δαχτυλίδι. Αλλά, αν μου δώσει λίγο χρόνο θα το αγοράσω για 70 χρυσά νομίσματα».
«70 χρυσά νομίσματα;» είπε έκπληκτος ο νεαρός. Γέλασε, πήρε το δαχτυλίδι και γύρισε πίσω στον σοφό.
Όταν ο τελευταίος άκουσε αυτά που του είπε ο νεαρός του απάντησε:
«Να θυμάσαι, αγόρι μου, ότι είσαι σαν αυτό το δαχτυλίδι. Πολύτιμο και μοναδικό. Και μόνο ένας πραγματικός ειδικός μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική σου αξία. Γιατί, λοιπόν, χάνεις στην χρόνο σου περιπλανώμενος στην αγορά και ακούγοντας την γνώμη του κάθε ανόητου;»


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Ο άνθρωπος που κατάφερε να πουλήσει μια χώρα που δεν υπήρξε ποτέ!


Η μοναδική ιστορία της θρασύτερης απάτης όλων των εποχών από τον «βασιλιά» του είδους
Μια φορά και έναν καιρό, στην καρδιά της Κεντρικής Αμερικής, υπήρχε μια χώρα που την έλεγαν Poyais, η οποία ήταν απίστευτα πλούσια σε φυσικούς πόρους. Ηγέτης της ήταν ένας γενναίος και φωτισμένος σκοτσέζος στρατιώτης, ο Sir Gregor MacGregor, που ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά τα ηρωικά του κατορθώματα στη μάχη για την ανεξαρτησία της Νότιας Αμερικής. Ένα κρύο πρωινό του Ιανουαρίου του 1823, μια ομάδα σκοτσέζων μεταναστών που αναζητούσε μια καινούργια ζωή σάλπαρε για την τροπική αυτή Εδέμ.
Το μοναδικό πρόβλημα στην όλη ιστορία ήταν πως η Poyais δεν υπήρχε! Δύο μήνες αργότερα, το πλοίο έφτασε σε έναν μολυσμένο βάλτο, αποκαλούμενο ως Ακτή των Κουνουπιών (Mosquito Coast), και οι έποικοι συνειδητοποίησαν πως είχαν πέσει θύματα μιας περίτεχνης απάτης. Η γη που είχαν αγοράσει δεν υπήρχε, τα τραπεζογραμμάτια και οι οδηγοί που κουβαλούσαν μαζί τους ήταν πλαστοί, τα έγγραφά τους παντελώς άχρηστα.
Η Poyais ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας. Και ο υπεύθυνος για όλη αυτή την ιστορία ήταν ο Sir Gregor MacGregor, ο αποκαλούμενος και ως «βασιλιάς» των απατεώνων.

Μια επιδέξια απάτη

Ο Gregor MacGregor

Τον Οκτώβριο του 1822, ο σκοτσέζος Gregor MacGregor παρουσιάστηκε στους συντοπίτες του, όχι απλώς ως ο γιος ενός τραπεζίτη, αλλά ως ο πρίγκιπας της χώρας Poyais στην Κεντρική Αμερική. Λίγο μεγαλύτερη από την Ουαλία, η χώρα ήταν τόσο γόνιμη, που θα μπορούσε να αποφέρει τρεις σοδειές καλαμποκιού τον χρόνο. Το νερό τόσο καθαρό και δροσιστικό που μπορούσε να ικανοποιήσει κάθε δίψα. Τα δέντρα ήταν γεμάτα φρούτα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κομμάτια χρυσού βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού της. Ζωγραφίζοντας μια εξωτική, ιδανική εικόνα της ζωής στη μικρή χώρα, η πρότασή του ήταν τουλάχιστον δελεαστική σε σχέση με εκείνη στη βροχερή και μουντή Σκοτία.
Αυτό που έλειπε μόνο, όπως υποστήριξε ενώπιον των υποψήφιων θυμάτων του, ήταν οι πρόθυμοι επενδυτές και έποικοι για τη μέγιστη ανάπτυξη και αξιοποίηση του πλούτου της Poyais. Την περίοδο εκείνη, οι επενδύσεις την Κεντρική και Νότια Αμερική γίνονταν δημοφιλείς και η Poyais έμοιαζε ως μια εξαιρετικά έξυπνη επιλογή.
Άλλωστε η Σκοτία δεν είχε δικές της αποικίες και η γωνιά αυτή της Γης θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει δική της.

Η τέχνη της πειθούς

Η Poyais, όπως παρουσιαζόταν στα φυλλάδια του MacGregor

Ο MacGregor ήταν εξαιρετικός σε αυτό που αποφάσισε να πετύχει και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι έπεσαν στην παγίδα του. Το 2003, δύο ψυχολόγοι, ο Eric Knowles του πανεπιστημίου του Αρκάνσας και ο Jay Linn του πανεπιστημίου Widener, όρισαν δύο τύπους αναφορικά με τις τακτικές της πειθούς.
Η πρώτη, η «άλφα», ήταν πολύ πιο συχνή: η αύξηση της έλξης σε κάτι. Η δεύτερη, η «ωμέγα», η μείωση της αντίστασης αναφορικά με κάτι. Στην πρώτη, κάνεις ό,τι μπορείς για να κάνεις την πρότασή σου, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, περισσότερο ελκυστική (Γιατί είναι μια τόσο τέλεια ευκαιρία, γιατί είσαι εσύ το κατάλληλο άτομο για να υλοποιήσει την ιδέα, πόσο θα κερδίσουν όλοι από αυτή την ιστορία κ.ά. τέτοια. Στη δεύτερη περίπτωση, παρουσιάζεις την υλοποίηση της πρότασης ως κάτι τόσο απλό που αξίζει τον κόπο. (Τι έχω να χάσω;).
Αποκάλεσαν την αντιπαράθεση αυτή ως το μοντέλο «προσέγγισης-αποφυγής»: μπορείς να με πείσεις για κάτι, κάνοντάς με να θέλω να το προσεγγίσω και περιορίζοντας κάθε αντιρρήσεις που μπορεί να έχω για να το αποφύγω. Σύμφωνα με την ψυχολόγο του πανεπιστημίου Κολούμπια, Tory Higgins, οι άνθρωποι συνήθως πείθονται από τον έναν από τους δύο τρόπους: ορισμένοι εστιάζουν στην προώθηση (σκέφτονται τα πιθανά κέρδη) και ορισμένοι στην αποτροπή (εστιάζουν στις απώλειες και την αποφυγή λαθών).


Μια προσέγγιση που συνδυάζει τη μέθοδο «άλφα» με τη μέθοδο «ωμέγα» έχει απήχηση και στους δύο τύπους ανθρώπων και στην πρόταση του MacGregor αυτός ο συνδυασμός υπάρχει. Ο «πρίγκιπας» έδωσε συνεντεύξεις σε εφημερίδες, διαλαλώντας τα προτερήματα μια επένδυσης ή εποίκισης στη Poyais. Υπογράμμισε τη γενναιότητα και το σθένος μιας τέτοιας απόφασης: δεν θα ήσουν απλώς έξυπνος, θα ήσουν ένας πραγματικός άντρας. Οι Σκοτσέζοι είναι γνωστοί για την αντοχή τους και το περιπετειώδες πνεύμα τους, έγραφε. Η Poyais αποτελούσε μια πρόκληση και ένα δώρο ταυτόχρονα. Παρέπεμψε, μάλιστα, όσους χρειάζονταν περισσότερα επιχειρήματα για να πειστούν, σε ένα βιβλίο που αποθέωνε τη μικρή χώρα, γραμμένο από ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Thomas Strangeways (στην πραγματικότητα ο ίδιος είχε γράψει το βιβλίο). Τα φυλλάδιά του «ξελόγιασαν» την κοινή γνώμη με τις επιδέξιες υποσχέσεις τους, το δόλωμα της μεγάλης ευκαιρίας, τις παραινέσεις να μην αφήσουν αυτή την τέλεια ευκαιρία να χαθεί.
Η επιδέξια προσέγγισή του, όμως, δεν περιορίστηκε εκεί. Την εμπλούτισε με επιπλέον τακτικές για να την κάνει ακόμη περισσότερο δελεαστική. Ο ψυχολόγος Robert Cialdini, ειδικός σε ζητήματα πειθούς, υποστηρίζει πως υπάρχουν έξι καθοριστικές αρχές: η αμοιβαιότητα (σου προσφέρω κάτι, μου προσφέρεις κι εσύ), η συνέπεια (πιστεύω σήμερα το ίδιο που πίστευα και χθες), η κοινωνική επικύρωση (κάνοντας αυτό θα με κάνει να ανήκω κάπου), η φιλία ή η αρέσκεια, η σπανιότητα ή έλλειψη (γρήγορα, να προλάβουμε!) και το κύρος (φαίνεται να ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάς).
Πολλές από αυτές τις αρχές χρησιμοποιήθηκαν ενστικτωδώς από τον MacGregor. Αμοιβαιότητα: Επενδύεις μαζί μου και σου προσφέρω την ευκαιρία της ζωής σου, την οποία κανείς άλλο δεν μπορεί να σου προσφέρει. Κοινωνική επικύρωση: Θα είσαι ο πιο Σκοτσέζος από όλους τους Σκοτσέζους, ο πιο σεβαστός, πρωτοπόρος και πρότυπο. Αν η Σκοτία δεν εξασφαλίσει την Poyais, κάποιος άλλος θα το κάνει και έτσι… πάει η ευκαιρία του έθνους για μεγαλείο. Κύρος: Ο Dr. Strangeways σίγουρα ξέρει τι λέει. Αν δεν εμπιστεύεσαι εμένα, τουλάχιστον εμπιστεύσου εκείνον. Αν και γιατί να μην με εμπιστευτείς; Έχω κάνει δημοσιεύσεις και έχω δώσει συνεντεύξεις στα μεγαλύτερα Μέσα της εποχής!

Η προσγείωση στην πραγματικότητα

Τα νομίσματα που σχεδίασε ο MacGregor και υποτίθεται ότι χρησιμοποιούνταν στην Poyais

Οι τακτικές αυτές λειτούργησαν ακριβώς όπως ανέμενε ο MacGregor. Ήταν παραπάνω από επιτυχημένες, αφού όχι μόνο ο ίδιος συγκέντρωσε 200.000 λίρες Αγγλίας μεμιάς, αλλά έπεισε και επτά πλοία γεμάτα πρόθυμους εποίκους να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Τον Σεπτέμβριο του 1822 και τον Ιανουάριο του 1823, τα πρώτα δύο πλοία, ξεκίνησαν το ταξίδι τους για τη μυθική χώρα, μεταφέροντας 250 επιβάτες. Όταν όμως μετά από δύο μήνες έφτασαν, διαπίστωσαν ότι η πραγματικότητα απείχε μακράν από τα φυλλάδια του MacGregor. Στην περιοχή δεν υπήρχε κανένα λιμάνι, καμία ανάπτυξη, τίποτα… Ήταν μια ερημιά. Γιατί το Poyais ουδέποτε υπήρξε. Ήταν ένα δημιούργημα του μυαλού του MacGregor.
Είχε πείσει τους επενδυτές και τους εποίκους να μεταβούν σε ένα απομονωμένο μέρος της Ονδούρας. Σύντομα, οι σκληραγωγημένοι Σκοτσέζοι άρχισαν να πεθαίνουν. Όσοι απέμειναν –μόλις το ένα τρίτο επιβίωσε- διασώθηκαν από ένα πλοίο που περνούσε από το σημείο και μεταφέρθηκαν στη Μπελίζ. Το Βρετανικό Ναυτικό ειδοποίησε τα υπόλοιπα πέντε πλοία πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Ο MacGregor διέφυγε στη Γαλλία.

Ξανά από την αρχή


Λίγο μετά την άφιξή του στη Γαλλία, ξεκίνησε πάλι από την αρχή. Σε λίγους μήνες, συγκέντρωσε μια νέα ομάδα εποίκων και επενδυτών έτοιμη για αναχώρηση. Η Γαλλία, όμως, ήταν πιο αυστηρή σε σχέση με την Αγγλία όσον αφορά τους όρους έκδοσης διαβατηρίων. Όταν ο τεράστιος αριθμός αιτήσεων για μια χώρα που κανείς δεν είχε ξανακούσει υπέπεσε στην αντίληψη της κυβέρνησης, συστήθηκε μια επιτροπή με σκοπό να ερευνήσει το θέμα. Ο MacGregor βρέθηκε πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Όταν θα επιστρέψει αργότερα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο Εδιμβούργο, θα αναγκαστεί να διαφύγει και πάλι, κυνηγημένος από την οργή των πρώτων του θυμάτων. Πέθανε τελικά στο Καράκας το 1845.
Μέχρι σήμερα, η περιοχή που είχε αποκληθεί τότε Poyais παραμένει ένας έρημος, μη ανεπτυγμένος τόπος.


Πηγή: Newsbeast.gr

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Το Μπακακόκ - Νίκος Χουλιαράς


Ο Νίκος Χουλιαράς υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα του καλλιτεχνικού στερεώματος· ζωγράφος, ποιητής, πεζογράφος, συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής.
Γεννήθηκε στα Γιάννενα τον Οκτώβριο του 1940. Σπούδασε γλυπτική και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1967. Παράλληλα, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το τραγούδι και τη σύνθεση και συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα, δημοσιεύοντας πεζά και ποιήματα, καθώς και κείμενα γύρω από εικαστικά θέματα.
Ο Νίκος Χουλιαράς συνεργάσθηκε με πολλά περιοδικά από το 1962, όπως τα «Ενδοχώρα», «Δοκιμή», «Ζυγός», «Τραμ» ενώ εικονογράφησε μέσα από αυτά και το διήγημα του Σωτήρη Κακίση «Το μαύρο που με ξέρει». Από το 1969 άρχισε να παρουσιάζει εικαστικές του δημιουργίες σε ατομικές του εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ την ίδια χρονιά πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας. Επίσης, το 1969 τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο Παρθένη για τη ζωγραφική του, ενώ τιμήθηκε και με το Α’ και Γ’ Βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για τον καλύτερο σχεδιασμό βιβλίου στον κόσμο. Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση εντύπων και φιλοτέχνησε εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων.
Τα πρώιμα ζωγραφικά έργα του ήταν μάλλον αφαιρετικά, με ακαθόριστες φόρμες σαν αστρικά σώματα σε λευκό φόντο. Μέσα στη δεκαετία του ‘70, οι μνήμες από το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας του εισχωρούν στη ζωγραφική του. Στην επόμενη φάση, μετά το 1979, θα ολοκληρωθεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία αυτής της ζωγραφικής, με την απόλυτη κυριαρχία της εικονιστικής αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο. Οι πίνακες κατακλύζονται από φιγούρες που περιγράφουν ανθρώπινες ιστορίες, διηγούνται αναμνήσεις, παραμύθια και όνειρα ή εκφράζουν υπαρξιακές αγωνίες, άλλοτε με δραματικό τρόπο, άλλοτε με μια γκροτέσκα ποιητική διάθεση.
Το 1979 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ο Λούσιας», που απέσπασε θερμές κριτικές και διαβάστηκε πολύ. Ο ήρωάς του είναι ένα διανοητικά καθυστερημένο, αλλά κατά τα άλλα αγαθό και αγνό παιδί, που ξέρει να παρατηρεί τον κόσμο και να αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Ζωή την άλλη φορά» (1985), «Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα» (1990) και «Το εργαστήριο του ύπνου» (2000), οι συλλογές διηγημάτων «Το Μπακακόκ» (1981), «Το άλλο μισό» (1987), «Η μέσα βροχή» (1991), «Στο σπίτι του εχθρού μου» (1995), «Μια μέρα πριν δύο μέρες μετά» (1998) και «Νερό στο πρόσωπο» (2005), καθώς και οι ποιητικές συλλογές «Το χιόνι που ήξερα (1983), «Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του» (1989), «Οι λεπτομέρειες του μαύρου» (1993) και «Εικόνες στο ύψος της ζωής» (2000).
Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα σουηδικά και τα γερμανικά, ενώ έχουν εκδοθεί στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο «Χατιέ» η συλλογή διηγημάτων «Το Μπακακόκ» και τα μυθιστορήματα «Ο Λούσιας» και «Ζωή την άλλη φορά». Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του «Στο σπίτι του εχθρού μου». Διηγήματά του έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση, ενώ «Ο Λούσιας» έγινε τηλεοπτική σειρά που μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 το 1989.
Με τη μουσική ασχολήθηκε κυρίως την πενταετία 1965-1970, την εποχή του «Νέου Κύματος». Έγραψε πολλά τραγούδια - που τα τραγούδησε ο ίδιος, καθώς και άλλοι γνωστοί τραγουδιστές - με μεγάλη επιτυχία. Ήταν επίσης, ο πρώτος που έκανε διασκευές σε δημοτικά τραγούδια και παρουσίασε τα ηπειρώτικα στο κοινό της Αθήνας. Δικές του επιτυχίες είναι «Το τσιμεντένιο δάσος», «Θα σου το πω με Α», «Ο νοτιάς της ξενιτιάς» και η διασκευή του δημοτικού τραγουδιού «Γιάννη μου το μαντήλι σου».
Τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει πολλοί καλλιτέχνες του «Νέου Κύματος», όπως η Αρλέτα («Η μέρα τελείωσε», «Τα πελαγίσια όνειρα», «Το πέτρινο χαμόγελο», η Πόπη Αστεριάδη μόνη της («Η μικρή Νανώ») ή σε ντουέτο με τον Χουλιαρά («Το σπαθί», «Χαλασιά μου», «Ζαλιάρικο»), η Μαρίζα Κωχ («Άναψα κλωνί δαδί») και άλλοι. Το 1993 κυκλοφόρησε το δίσκο «Η νύχτα που μας ξέρει», με τη συμμετοχή της Δήμητρας Γαλάνη και της Αφροδίτης Μάνου. Το 2006 εμφανίζεται ως στιχουργός στο «Τραγούδι», που περιλαμβάνεται στο δίσκο «...και με οδηγό μου ένα παιδί» του συγκροτήματος «Μικρές Περιπλανήσεις» και το 2008 κυκλοφορεί τον δίσκο «Τα νησιά τ' ουρανού» με ερμηνεύτρια την Αλίκη Καγιαλόγλου, στον οποίο τραγουδά και ο ίδιος το κομμάτι «Της τρέλλας η ζητιανιά».
Ο Νίκος Χουλιαράς πέθανε στις 20 Ιουλίου 2015, σε ηλικία 75 ετών.


Παύλο Σάγια με λεν. Παύλος το βαφτιστικό μου. Εσύ τώρα για δε με ξέρεις, άλλα εγώ από μικρός, τέτοιος ήμουν. Πήγαινε ρώτα άμα θέλεις. Τράβα κάτω στη Σιαράβα και ρώτα, όλοι με ξέρουν. «Ποιον μωρέ, το Βατσίνια;» θα σου πουν. Ας είναι. Έτσι με ξέρουν. Όλος ο κόσμος έτσι με φωνάζει εμένα. Το πραγματικό μου όμως είναι... Παύλος. Παύλο Σάγια με λεν, για να ξέρεις, κι έμενα πού με βλέπεις, μ’ αρέσει το ωραίο. Πολύ μ’ αρέσει, κι όπου το βρίσκω, πάω. Μέχρι τα μπάνια της Πάργας έχω φτάσει εγώ για το ωραίο, κι έχεις τώρα τους άλλους που σου λεν, να βγει ο Βατσίνιας απ’ το σύλλογο, λεν, γιατί μας βάζει σε κίνδυνο! Τι να πεις!… Δε με θέλουν, λέει, γιατί δεν έχω μέτρο. Δεν είμαι συμμαζεμένος και θα τους βάλω σε μπελάδες. Δε πα να λεν ότι θέλουν!… Αφού τους ξέρω! Δεν ξέρω νομίζεις τι ψοφίμια είναι;… Όλο κάτω απ’ τις καπαρτίνες κρύβονται, κι αυτό που κάνουν, με φόβο το κάνουν και στα μουλωχτά, γιατί αυτοί, βλέπεις, νοιάζονται και για την υπόληψη.
Και που ‘σαι…, γι’ αυτό δε με θέλουν! Δε με χωνεύουν γιατί εμένα δε μου καίγεται καρφί για την υπόληψη. Εγώ δεν έχω πρόσωπο στην κοινωνία, ούτε και καμία δουλεία, για να με κοφτεί. Γι’ αυτό δε με χωνεύουν. Τους κάθομαι εδώγια, στο στομάχι, γιατί εγώ είμαι λεύτερος από τέτοια, και τα καταφέρνω καλύτερα. Είμαι, βλέπεις, και ξεκρέμαστος εγώ. Ντιπ στον αέρα είμαι, και δεν περιμένω από κανέναν τίποτα. Γι’ αυτό, δε με πειράζουν εμένα οι προσβολές. Έχω μεγάλη τρέμουλα εγώ για το ωραίο, και δε με πιάνει τίποτα. Να,… για να σου δώκω να καταλάβεις τι θέλω να πω. Τις προάλλες… Το μήνα που μας πέρασε ήταν. Όχι, θα σ’ το πω για να δεις σε τι γκρεμό κρεμιέμαι άμα λάχει… Να δεις τι πάει να πει μπακακόκ, Όχι αστεία!
Θα ‘ταν οχτώ η ώρα, που λες. Έπαιρνε να νυχτώσει, και λέω. Δε βγαίνω, λέω, να πάω καμιά βόλτα;… Εν τω μεταξύ, ήξερα ότι αυτή την ώρα, τα πόστα θα ‘ταν πιασμένα. Στα αστικά δε θα ‘χε τίποτα. Ότι είχε, θα ‘ταν απάνω στην πλατεία, στη φιλαρμονική που μαζεύει κόσμο, θα ‘χε και κάτι λίγο κάτω στο παζάρι, άλλα εκεί όσο να ‘ναι η κίνηση θα ‘ταν αραιή. Αν τα κατάφερνες να σταμπάρεις κανά καλό πράμα, θα το ‘χανες αμέσως, γιατί δεν είχε και τόσο κόσμο, να πεις, που να στέκεται στην ουρά. Γι’ αυτό και λέω. Ας τους, λέω. Αυτοί θα ‘χουν ξαμοληθεί τώρα. Το κάλο το πράμα, αν έχει, θα το ‘χουν κελάρει. Έτσι κι αλλιώς - στο λέω για να το ξέρεις, δεν έχει σημασία που δε με θέλουν στο σύλλογο - εμείς, μεταξύ μας, χαλάστρες δεν κάνουμε. Άσ’ το, λέω, ας πάω έτσι, για βόλτα.
Βγαίνω, που λες, και τραβάω κατά το μόλο. Κοιτάω από μακριά, ψυχή. Ήταν περασμένος, βλέπεις, ο καιρός, κι ο κόσμος δεν κατέβαινε στο μόλο. Εδώ που τα λέμε, είχε ρίξει και μια βροχή από τα πριν, κι όσο να ‘-ναι ο άλλος το σκέφτονταν. Τέλος πάντων… Κοιτάω, που λες, ψυχή στο μόλο! Δε γαμιέται, λέω, ας πάω έτσι, για βόλτα. Γιατί έμενα, ξέρεις, μ’ αρέσει να περπατάω κιόλας! Να βγαίνω όξω κι ας μην έχει ψωμί. Μ’ αρέσει να την κάνω πότε - πότε αυτή τη βόλτα. Όχι μακριά. Μέχρι τα παλιά τα μπορντέλα, να πούμε. Καμία φορά, άμα είμαι στεναχωρεμένος, φτάνω και μέχρι τα πριονιστήρια. Μέχρι πέρα στα μποστάνια πάω, γιατί εδώ που τα λέμε, κάτι με πιάνει σ’ αυτό το δρόμο. Πιο πολύ άμα σκολνάει το καλοκαίρι, με πιάνει αυτό το πράμα. Γιατί, μη νομίζεις, εγώ από μικρός έτσι ήμουν. Στριμμένο άντερο. Κι άμα δεν το πιστεύεις, ρώτα να σου πουν πως την έχω κάνει εγώ τη ζωή μου. Σμπαράλια την έκανα! Δουλειές και γράμματα εγώ τα βρόντηξα κάτω. Γυναίκα δεν έχω. Ούτε και παιδιά. Την αδερφή μου καθόλου δεν τη βλέπω κι η μάνα μου είναι πεθαμένη. Με τον πατέρα μου δε μιλιέμαι, ούτε και με τη γυναίκα του.
Φίλους εγώ δεν έκανα. Όχι πως δεν τους ήθελα, άλλα να… οι φίλοι πάνε μαζί με τις δουλειές και με τα συμφέροντα. Κι από μένα κανένας δεν είχε συμφέρον. Τι να με κάνουν έμενα; Εγώ πουθενά δεν στέριωσα. Σε καμιά δουλειά δεν είμαι μέσα. Τι να τις κάνω; Οι δουλειές είναι γι’ αυτούς που το ‘χουν βάλει αμετ - μουχαμέτ να προκόψουν, γιατί νιώθουν ότι τους κοιτάνε απ’ όλες τις μπάντες. Δε βαριέσαι… Άνθρωποι χωρίς πρασινάδα, στεγνοί. Εκεί, όλη μέρα σαν τα σκυλιά, στα ίδια και στα ίδια. Εγώ δεν τα μπορώ αυτά. Έμενα το μυαλό μου τρέχει στα όμορφα. Έχω λαχτάρα, πως να σ’ το πω. Τρέμουλα με πιάνει!… Λίγο ακουμπάω κι ανάβουν τα λαμπάκια. Είναι το φυσικό μου τέτοιο. Από μικρός έτσι ήμουν, άλλα που να την έβρισκες τότε τη γυναίκα. Μοναχά με την παντρειά την έβρισκες. Έμενα όμως δε μ’ άρεσε αυτό. Τι να την κάνω μια γυναίκα δικιά μου για χρόνια. Εγώ μετ’ από λίγο δε θα τη γούσταρα, θα ‘πιανα τον κώλο της και θα ‘ταν σα να ‘πιανα τον δικό μου. Δεν είμαι, βλέπεις, και κάνας μεροκαματιάρης στον έρωτα εγώ, για να τ’ αντέχω αυτά. Έμενα μ’ αρέσει το ωραίο, κι ωραίο είναι αυτό που δε σε θέλει! Εγώ λέω, ότι αυτό είναι το ωραίο! Αυτό που σε κάνει να τρέμεις από μέσα σου και να το λαχταράς γιατ’ είναι άγνωστο, και γιατί δε σε θέλει κιόλας.
Γι’ αυτό, που λες, δεν παντρεύτηκα εγώ. Δεν πέφτω στη λούμπα!… Έμεινα έτσι, ξεκρέμαστος, χωρίς κανέναν δίπλα μου, κι είναι καλύτερα έτσι. Γιατί, να ξέρεις, εγώ δε θέλω τίποτα που να ‘ναι μόνιμο. Ούτε και τίποτα δικό μου, θέλω. Μου φτάνει που τα ‘χουν οι άλλοι. Εγώ είμαι κλέφτης. Κλέφτης και γρήγορος. Κι ότι πάρω, το πήρα στ’ αρπαχτά και δρόμο. Για τον πολύ τον κόσμο αυτό είναι κουσούρι. Το ξέρω. Τί να κάνω… Ο καθένας όπως μπορεί πορεύεται. Εγώ έτσι την πήρα τη ζωή μου απ’ την αρχή, κι έτσι θα την πάω. Άλλα μη νομίζεις…, δε νιώθω και χαμένος. Τι έχουν κερδίσει αυτοί που ‘ναι σε μια σειρά και περιμένουν το εφάπαξ; Όξω απ’ τη ζωή είναι. Μεγαλωμένοι με τα γηρατειά στο νου τους είν’ αυτοί! Εγώ όμως… Με βλέπεις; Εδώ!… Έχω περάσει τα σαράντα κι ακόμα νιώθω την ιδία την τρέμουλα που ένιωθα και τότε που ήμουν δεκαοχτώ! Γι’ αυτό σου λέω… Εγώ είμ’ ο κερδισμένος. Να μη με λεν Βατσίνια αν δεν είναι έτσι όπως στα λέω… Και μη νομίζεις πως είμαι κανά ρεμάλι. Μέχρι και στην Αγία Αικατερίνη πηγαίνω εγώ και ψέλνω. Παίρνω από πίσω τον επιτάφιο, και δε θα το πιστέψεις, με πιάνουν τα κλάματα αύτη τη νύχτα. Δεν το θέλω. Μου ‘ρχεται έτσι από μοναχό του, γιατί σκέφτομαι τα κορμιά που μαραζώνουν. Που τραβάν τη ζωή τους, έτσι, απείραχτα. Σκέφτομαι κι αυτά τα κόλπα που μας κάνει η ζωή κάθε τόσο, με τις μυρουδιές και με τα τέτοια, και με πιάνουν τα κλάματα.
Δε λέω…, κι οι άλλοι που ‘ναι στο σύλλογο, κι αυτοί μπορεί να σκέφτονται τα ίδια, αλλά δεν τους είδα να γίνονται έτσι, ρεζίλι, θα τα σκέφτονται με ρέγουλα φαίνεται, γιατί είναι στη μέση κι η υπόληψη. Αυτοί κρατάνε θέσεις, έχουν μαγαζιά, κι όσο να ‘ναι τους κόφτει άμα γίνονται ρεζίλι. Έμενα όμως μου κάνει το ίδιο. Αφού να φανταστείς την άλλη τη φορά που ‘χα μπει στο λεωφορείο για την Ανατολή κι είχα κολλήσει πίσω από ‘να πασιόπουλο με ποδιά, με τσάκωσαν στα πράσα! Έβαλε τις φωνές το μικρό, κι εκείνος ο κοκκινοτρίχης ο εισπράκτορας απ’ τη Μπάφρα μου τράβηξε δυο σφαλιάρες μπροστά στον κόσμο. Δε βαριέσαι… Μη νομίζεις πως μ’ ένοιαζε και πολύ που μ’ έβγαλαν καροτσάκι απ’ το λεωφορείο. Όλα μες στο πρόγραμμα είναι. Έμενα μου ‘φτανε η τρέμουλα. Εκείνη η ανατσίρια που ‘χα σ’ όλο το κορμί και με μούδιαζε!
Της την είχα κάνει την ποδιά… Χάρτη της Ελλάδας της την έκανα!… και τους άφησα, που λες, ταραγμένους όλους εκεί μέσα. Να φεύγουν με το λεωφορείο για τα σπίτια τους αναψοκοκκινισμένοι, και να με σκέφτονται. Γιατί μη νομίζεις… εμένα δε με νοιάζει για την υπόληψη. Τη ζωή μου εγώ, την αποφάσισα. Αλλά αιδώ που τα λέμε, σάματι την πάμε τη ζωή μας και για μάς; Για τους άλλους την πάμε. Στο τι θα πουν οι άλλοι κρεμιόμαστε. Δε βαριέσαι… Αυτό έμενα δε με κόφτει. Το ξέρω ότι στον κόσμο ετούτο μοναχοί μας είμαστε, και στον Άγιο Νικόλαο, μοναχοί μας πάλι. Ξέρεις τι μούλιασμα κάνουν τωραγια τα κορμιά κάτω απ’ τις πρασινάδες; - Χιλιάδες κορμιά μουλιάζουν, καώ το καθένα μοναχό του… Και πηγαίνουν, που λες, οι καθωσπρέπει, από πάνω, και κάνουν τρισάγια!… Και χαίρονται κιόλας, τάχα ότι αυτοί είναι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κι έχουν μπροστά τους κορμιά πολλά και κρεβατοκάμαρες.
Δεν τα χάφτω εγώ αυτά! Όχι, δεν τα χάφτω. Το ξέρω ότι με περιμένει και μένα στη στροφή. Ποιος τη γλύτωσε για να τη γλυτώσω κι εγώ;… Γι’ αυτό σου λέω… Όσο μπορώ και το ‘χω τούτο δώγια το ανατρίχιασμα ακόμα, δεν το χαλαλίζω για τη μετρημένη ζωή και για τη γνώμη των άλλων. Γι’ αυτό και ρίχνομαι καταπάνω. Δε νοιάζομαι για τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, το ‘χω πάρει απόφαση. Το πολύ - πολύ να μου ρίχνουν που και πού καμιά σφαλιάρα. Άιντε, να τρώω και καμία τσάντα στο κεφάλι. Δουλειές που σκολάν σε δυο λεφτά. Χαρά στο πράμα!… Εδώ οι άλλοι, ζωή ολόκληρη, τρώνε στη μάπα τ’ αφεντικά τους και τις γυναίκες τους. Γι’ αυτό σου λέω. Τα παίζω όλα για όλα, κι όπου με βγάλει. Τι σου ‘λεγα… Α, ναι! Με πήρε η φόρα και το ξέχασα. Απ’ άλλου αρχινίσαμε κι άλλου το πάμε. Τέλος πάντων… Να μη τα πολυλογούμε. «Ήθελα να σου πω για κείνο το απόγεμα. Ήταν που λες, οχτώ ή ώρα… Έπαιρνε να νυχτώσει… Το μήνα που μας πέρασε ήταν. Όχι, θα στο πω, για να δεις τι πάει να πει μπακακόκ!
Βγήκα που λες όξω και τράβηξα για το μόλο. Κάτω στο Μαβίλη, εκεί πο ‘χει τ’ αλογάκια. Κοιτάω από μακριά, που λες, ψυχή. Δε γαμιέται, λέω, ας πάω έτσι για βόλτα. Εκεί συνήθως, ξέρεις, ήταν καλό πόστο γιατί μαζεύονταν κόσμος πολύς, στα κρικάκια και στους καθρέφτες. Είχε κι ένα γύρο του θανάτου στις αρχές του καλοκαιριού άλλα τον ξήλωσαν και τράβηξαν γι’ άλλου. Τέλος πάντων… Πήγαινα πολλές φορές εκεί γιατί είχε ψωμί. Ούτε και μπόραγε κανένας να σου πει τίποτα… «Τι συμβαίνει κύριος… με σπρώχνουν από πίσω!» Γίνονταν τέτοιο στριμωξίδι που ‘χανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τέλος πάντων. Παρασέρνομαι απ’ αυτά που λέω και φεύγουμε απ’ το θέμα…

Ας είναι. Εκείνο τ’ απόγευμα, που λες, δεν είχε τίποτα. Ψυχή στο μόλο. Δυο τρεις άνθρωποι περπάταγαν όλο κι όλο στο δρόμο, κι οι πανηγυρτζήδες ήταν άφαντοι. Τ’ αλογάκια ήταν σταματημένα μπροστ’ απ’ τα νερά και γυάλιζαν. Τραβάω κατά κει και μόλις φτάνω, βλέπω μια γυναίκα. Ντιπ μοναχιά της, σου λέω! Ακούμπαγε στα κάγκελα και κοίταγε κατά πέρα σα χαμένη. Περνάω δίπλα της, τίποτ’ αυτή. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει. Είχε μεγάλη ερημιά. Φύσαγε κι ένα αεράκι να σου πιάνεται η ψυχή. Βατσίνια, λέω, τότε. Τι κάνουμε τώρα; Τι γυρεύει αυτή εδώ, μοναχιά της τέτοια ώρα! Σταματάω λίγο παρακάτω και κάνω τάχα ότι χαζεύω τα νερά. Εν τω μεταξύ αρχίνισε να με πιάνει η τρεμούλα! Η καρδιά μου βάραγε δυνατά και μου κόβονταν ή ανάσα. Γυρίζω και την κοιτάω. Ήταν μεγαλούτσικη στα χρόνια, θα ‘ταν καμιά σαρανταριά σαρανταπέντε. Είχε μπρέκνες στα μούτρα αλλά ήταν καλοφκιαγμένη. Ψηλή, με κάτι καπούλια σα φοράδα. Φόραγε ένα φουστάνι φεγγερό κι ακούμπαγε με τους αγκώνες στα κάγκελα. Σα να ‘ταν από τόπο ξένο έμοιαζε. Γύρισε για μια στιγμή, με κοίταξε με κάτι μάτια φευγάτα, κι ύστερα, πάλι τα ίδια. Εκεί ξανά! Τα μάτια της στηλωμένα στ’ αλογάκια και στα νερά.
Εμένα, εν τω μεταξύ, μου ‘χαν λυθεί τα γόνατα. Κοιτάω ένα γύρο να δε τι γίνεται… Ερημιά! Βατσίνια, λέω, τότε από μέσα μου. Εδώ σε θέλω. Αν είσαι μάγκας, τώρα σε θέλω!… Τράβα! Ούτε κατάλαβα πως πήγα. Τα ποδάρια μου έτρεμαν, κι η καρδιά μου βάραγε σα ζουρλή. Την πέφτω, που λες, δίπλα της, κι έκανα τάχα ότι χαζεύω κι εγώ τ’ αλογάκια. Εν τω μεταξύ, έτρεμα μη σηκωθεί και φύγει. Δεν έφυγε όμως! Έμεινε εκεί όπως ήταν. Καθόλου δε σάλεψε. Μ’ έπιακε τότε ένα λαχάνιασμα γιατ’ ήμουν ντιπ κολλητά κι έβλεπα τα ρουθούνια της ν’ ανοιγοκλείνουν.
Της έπαιρνε ο αέρας τα μαλλιά, κι απ’ τις μασχάλες της έρχονταν μια μυρουδιά που με ζούρλανε. Δεν κρατήθηκα άλλο. Έκανα μια έτσι, και πήγα από πίσω της. Στην αρχή την ακούμπαγα λίγο, γιατί έτρεμα μη φύγει, κι όλο έκανα τάχα ότι κοιτάω απάνω απ’ τον ώμο της τ’ αλογάκια. Μου ‘χε μείνει, βλέπεις, η συνήθεια απ’ τις άλλες τις φορές, κι έκανα σα να ‘μουν σε παρέλαση πού ‘χει κόσμο πολύ, και με μπόδαγε τάχα να βλέπω. Μετά όμως σκέφτηκα, και λέω. Τι κάνεις ρε Βατσίνια;… λέω. Εδώ δεν υπάρχει ψυχή. Ούτε η γκάτζιω σπαράζει απ’ τη θέση της! Μόλις το σκέφτηκα αυτό, τότε ήταν που μ’ έπιακε η μεγάλη η τρεμούλα… Και λέω: Εδώ αυτή τώραγια, το νοιώθει τι γίνεται, άλλα κάθεται! Το θέλει και κάθεται!… Για σένα κάθεται και για πάρτη της!… Της αρέσει, λέω, Βατσίνια. Δε βλέπεις πως τούρλωσε τον τάχα της και τρέμει ολόκληρη; Της αρέσει! Τώρα είν’ η ώρα, Βατσίνια. Μην τη χάσεις. Τώρα, γρήγορα!
Κολλάω, που λες, ολόκληρος απάνω της και χώνω το κεφάλι μου, πίσω, στο δικό της. Πήραν και φύσαγαν τα μαλλιά της στα μούτρα μου και μύριζαν χορτάρι βρεμένο. Γυρίζω και κοιτάω κατά πίσω στα γρήγορα. Ήταν κανά δυο - τρεις πέρα στο δρόμο και περπάταγαν. Κάνω τότε, μια έτσι, και ξεκουμπώνομαι. Τον βγάζω απ’ όξω. Τον βγάζω και της τον ακουμπάω στα μπούτια. Η γκάζιω αμέσως ανατρίχιασε κι έβγαλε ζέστα! Και λέω τότε. Τι κάνεις, ρε Βατσίνια, λέω… Προχώρα! Εδώ η δουλειά είναι σκολασμένη! Τι στέκεσαι απόξω! Αρπάζω, που λες, το φουστάνι της στα γρήγορα και το σηκώνω. Κάνω μια έτσι, και της τραβάω το βρακί. Το κατεβάζω ως κάτω στα γόνατα, πέφτω απάνω της, και της τον χώνω. Δεν ξέρεις πως μου ‘ρθε!… Πρώτη φορά που έμπαινα εγώ έτσι, σε κάτι ζεστό που μ’ ήθελε! Μόλις τον έβαλα, αυτή η γυναίκα η ξένη, έκανε άι!…, κι υστέρα άπλωσε τα χέρια της κατά πίσω και με κράταγε. Ακούς;… Με κράταγε! Πρώτη φορά που με κράταγαν εμένα, και μ’ έπιακε τότε ένα λίγωμα που δεν κρατήθηκα. Σα θανατικό ήταν, και τινάχτηκα! Τινάχτηκα μέσα της και σκόλασα. Αυτή όμως μ’ είχε σφιγμένο ακόμα. Δε μ’ άφηνε. «Έκανε μια δυο φορές σα να σπαρτάραγε κι ύστερα χαλάρωσε. Τίναξε λίγο το κεφάλι κατά πίσω κι έβαλε τα κλάματα. Σιγανά έκλαιγε και κοίταγε κατά πέρα.
Έμενα τότε μ’ έπιακε ένα ξάφνιασμα. Ξάφνιασμα άγριο και πόνος μου ‘ρθε, κι είπα από τα μέσα μου: Τι διάολο κάθομαι τώρα εδώγια κολλημένος απάνω της;… Ποια είν’ ετούτη η ψυχή που με κρατάει έμενα ακόμα μέσα της και δε με διώχνει!… Και δε μπορείς να φανταστείς πως μου ‘ρθε… Ήταν σα να ‘βλεπα από πάνω. Απ’ τα ψηλά. Έμενα κι αυτήν, έτσι, κολλημένους, μες στην ερημιά. Σα να κρυώναμε ήταν! Τότε δεν ξέρω τί μ’ έπιακε… Κάτι σα φόβος ήταν κι είπα από μέσα μου… Φεύγα, Βατσίνια! Ξεκόλλα γρήγορα και φεύγα!… Μη ξεγελιέσαι… Δεν είσ’ εσύ για τέτοια. Φεύγα! Κάνω μια έτσι, που λες, και ξεκολλάω. Κουμπώνω τα πανταλόνια μου στα γρήγορα και πάω πίσω, πίσω μέχρι που έφτακα στο δρόμο. Εκεί σταμάτησα λίγο και την κοίταξα. Την είδα να κάθεται ακόμα έτσι όπως ήταν, με το βρακί πεσμένο, και να κοιτάει τα νερά. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει κατά το μέρος μου.
Ο τόπος όλος είχε σκοτεινιάσει. Πέρα στα πριονιστήρια είχαν ανάψει τα φώτα, κι εγώ είπα να τραβήξω για τη Σιαράβα. Να πάω να βρω τους άλλους, να τους το πω. Έτσι, για να δουν τι πάει να πει Βατσίνιας, άλλα το σκέφτηκα καλύτερα και δεν πήγα γιατί θα με κορόιδευαν. Κανένας δε θα πίστευε πως ήταν μια που μ’ ήθελε. Πως μ’ έβαλε μέσα της και με κράταγε! Ότι είχε στην κοιλία της τα υγρά μου και περπάταγε! Γιατί εμάς, στο λέω για να το ξέρεις, κανένας δε μας θέλει. Εμείς πάμε και πέφτουμε απάνω στους άλλους, κι ακόμα πιο πολύ εγώ, που ‘μαι έτσι ξεκρέμαστος χωρίς κανέναν δίπλα μου, και φέρνω γύρα, μ’ αυτή την τρεμούλα, σαν το σκυλί από τόπο σε τόπο. Γι’ αυτό σου λέω, δεν πήγα. Δεν το ‘πα σε κανέναν. Έκατσα εκεί στο μόλο, μέχρι αργά, γιατί ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν το πίστευα. Κι όμως, έγινε έτσι όπως σ’ τα είπα. Να μη με λεν Βατσίνια αν δεν έγινε έτσι!… Κι άμα δε με πιστεύεις, πάμε να σου δείξω και το μέρος! Εκεί είν’ ακόμα τ’ αλογάκια.

Αναδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων «Το Μπακακόκ»