ΩΡΑ...

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Η σφαγή του Κομμένου Άρτας από τους Ναζί (16 Αυγούστου 1943)

Στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανία επιτέθηκε στην Ελλάδα και μετά από σκληρό αγώνα την κυρίευσε. Η κατοχή άρχισε. Από τον Σεπτέμβριο του 1941 όμως άρχισαν να ιδρύονται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, που σταδιακά αυξήθηκαν πολύ που το 1942 και το 1943 ο απελευθερωτικός - αντιστασιακός αγώνας κορυφώθηκε με συνεχή διενέργεια σαμποτάζ, ένοπλες συγκρούσεις, θανάτους Γερμανών και γενικότερα ενέργειες που έκαναν δύσκολη τη ζωή των κατακτητών.
Για να αντιμετωπίσουν το κύμα αντίστασης, οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή το μέτρο της «αλληλέγγυας ευθύνης», σύμφωνα με το οποίο για κάθε σκοτωμένο Γερμανό στρατιώτη εκτελούσαν εκατό αμάχους. Το μένος τους στράφηκε εναντίον πόλεων και χωριών και διαπράχτηκαν ανομολόγητα εγκλήματα, επιδιώκοντας να κάμψουν το αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων.
Το Κομμένο, ένα μικρό χωριό του νομού Άρτας, στην άκρη του Αμβρακικού κόλπου, στις εκβολές του ποταμού Αράχθου, δεν ανέπτυξε κάποια αντιστασιακή δράση. Ωστόσο συμμετείχε με την εξασφάλιση τροφίμων για τους αντάρτες στην αντίσταση. Τον Αύγουστο του 1943 ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. πήγε στο Κομμένο και ζήτησε απ’ τις αρχές του τόπου μεγάλες ποσότητες τροφών, αίτημα που συνάντησε την άρνηση των κατοίκων, μιας και τα τρόφιμα δεν επαρκούσαν. Αυτό προκάλεσε αναστάτωση, διενέξεις και συνεχή παρουσία ανταρτών στο χωριό, καθώς πήρε μέρος στην διεκδίκηση τροφίμων και η άλλη μεγάλη ομάδα της αντίστασης, ο Ε.Δ.Ε.Σ.
Στις 12 Αυγούστου, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο έφτασε στο Κομμένο, για να ερευνήσει αν υπήρχαν στο χωριό αντάρτες, όπως ανέφεραν οι πληροφορίες που είχαν φτάσει στη γερμανική διοίκηση. Υπάρχει δε η πεποίθηση πως οι Γερμανοί γνώριζαν ότι στην περιοχή διεξάγονταν ένα ιδιότυπο λαθρεμπόριο στο οποίο συμμετείχαν έμποροι απ’ τη Λευκάδα που μετέφεραν με τις βάρκες τους αγροτικά προϊόντα και τα προωθούσαν στους πληθυσμούς των χωριών που γειτόνευαν με τον ποταμό Άραχθο, στις όχθες του οποίου αγκυροβολούσαν και διανυκτέρευαν. Ένα μέρος από τα προϊόντα αυτά κατέληγε στους αντάρτες, είτε με αμοιβή είτε με εξαναγκασμό.
Την ημέρα λοιπόν που το γερμανικό αυτοκίνητο έφτασε στο Κομμένο πλήθος ανταρτών υπήρχαν στην πλατεία και ήρθαν αντικριστά με τους Γερμανούς. Επειδή όμως οι τελευταίοι ήταν λίγοι έκαναν αμέσως στροφή και έφυγαν από το χωριό, έχοντας επιβεβαιώσει πια τις υποψίες τους. Παράλληλα μερικές γυναίκες, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς, ενώ κάποιος απ’ τους σκοπούς ετοιμάστηκε να πυροβολήσει εναντίον τους, αλλά εμποδίστηκε από κάποιον ανώτερό του, για να μην εκληφθεί η ενέργεια αυτή ως εχθρική πράξη και γίνουν αντίποινα σε βάρος του χωριού.
Ο αυτόπτης μάρτυρας Στέφανος Παππάς, κάτοικος του χωριού, μετέπειτα Γυμνασιάρχης και μάρτυρας κατηγορίας στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αφηγείται πως ένα γερμανικό τζιπ με δύο στρατιώτες διενεργούσε περιπολία στα χωριά του Αμβρακικού κόλπου. Κάποια στιγμή το τζιπ ανατράπηκε από λακκούβα στο χωματόδρομο. Για βοήθειά του προσέτρεξαν κάτοικοι του Κομμένου. Οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι «μέσα σε χωράφι είδαν ένα ένοπλο αντάρτη και τρόμαξαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τον έλεγχο του οχήματος». Το τζιπ με την βοήθεια των χωρικών επανήλθε στη θέση του και οι στρατιώτες ελαφρά τραυματισμένοι επέστρεψαν στη Φιλιππιάδα όπου έδωσαν αναφορά.
Όπως και να συνέβη, το κακό είχε γίνει πλέον! Καταλαβαίνοντας τι θα επακολουθήσει οι έντρομοι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα έκρυψαν στα χωράφια τους, έξω απ’ το χωριό. Στα χωράφια διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ ο πρόεδρος της κοινότητας Λάμπρος Ζορμπάς ζήτησε την άλλη κιόλας από τις Ιταλικές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές αρχές της Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές τον διαβεβαίωσαν πως το χωριό του δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Οι κάτοικοι ησύχασαν και ένα μεγάλο μέρος τους επέστρεψε στο χωριό.
Στις 15 Αυγούστου, το χωριό πανηγύριζε ανακουφισμένο. Η Παναγία, την Κοίμηση της οποίας τιμούσαν, φαινόταν να είχε βάλει το χέρι της.
Τα χαράματα, όμως, της 16ης Αυγούστου εκατό στρατιώτες, κατά τον Άγγλο ιστορικό  Mark Mazower, 400 κατά τον Στέφανο Παππά, περικύκλωσαν το Κομμένο. Ήταν άντρες του 12ου λόχου του 98ου γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας.
Αποστολή του λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών. Διοικητής του 98ου Συντάγματος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Josef Salminger, παλιός αγωνιστής του Γ΄ Ράιχ και συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ, που παινευόταν πως μετέτρεψε το 98ο Σύνταγμα Ορεινών Κυνηγών σε σύνταγμα για τον Χίτλερ. Ο Salminger την προηγούμενη μέρα συγκέντρωσε τους Γερμανούς στρατιώτες και τους ανακοίνωσε πως συστρατιώτες τους σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν επομένως να λάβουν σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά το χωριό στο οποίο κρυβόταν.
Διοικητής του λόχου ήταν ο υπολοχαγός Willibald ‘’Willy’’ Roser, πρώην στέλεχος της Χιτλερικής νεολαίας, ενώ οι στρατιώτες ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί.
Με την ανατολή του ήλιου, αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους, οι μονάδες εφόδου είδαν το σύνθημα που δόθηκε με δύο φωτοβολίδες κι άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Έστησαν πολυβόλα στις εισόδους του χωριού, εισέβαλαν στα σπίτια και σκότωσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και τα έκαψαν. Δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες, παιδιά, ακόμη και μωρά. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι είκοσι οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέχρις ενός.
Γέροι άνθρωποι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί, σκοτωθήκανε επιτόπου. Κορίτσια με την απειλή των όπλων σύρθηκαν στον έσχατο εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και βιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση από τους νεαρούς οπαδούς της χιτλερικής ιδεολογίας, οι οποίοι, αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους, έκοβαν τους μαστούς και τις έσφαζαν σαν ζώα!
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη εφάρμοζαν μια σατανική τακτική εξοντώσεως των μικρών παιδιών. Αφού έβρεχαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών που κοιμόντουσαν ακόμη στην κούνια τους και αφού το άναβαν, απολάμβαναν σαδιστικά γελώντας με το “πυροτέχνημα” τους.
Μια γυναίκα έγκυος, αφού της ανοίξανε την κοιλιά, βγάλανε από εκεί το έμβρυο που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο και το εναποθέσανε στα χέρια της. Έτσι βρέθηκε η γυναίκα. Νεκρή με ανοιγμένα σπλάχνα και το αγέννητο παραμορφωμένο νεκρό, στα χέρια της.
Άλλα από τα παιδιά τα εκτελούσαν στον κρόταφο με μια σφαίρα περιστρόφου, ενώ άλλα τα κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους παρ’ όλη την αθωότητα και τα κλάματα τους.
Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δυο ή διαλύθηκαν και δε βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως η διαταγή ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.
Ούτε και την εκκλησία της Παναγίας δεν σεβάστηκαν, αφού αφόδευσαν στην πύλη του Ιερού βήματος και πέταξαν στο πάτωμα του ναού τις εικόνες του τέμπλου και τα ιερά σκεύη.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να τους θάψει. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Όσοι σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.

Η οικογένεια Μάλλιου. Η Αλεξάνδρα εικονίζεται στην πάνω σειρά της φωτογραφίας στο κέντρο. Τα αδέλφια της που επέζησαν είναι τα δύο παιδιά που κρατάει από τους ώμους ο πατέρας.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα έως τριάντα πέντε άτομα. Από τα δώδεκα μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν τα ζώα στο χωράφι τους. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη, την Αλεξάνδρα και το γαμπρό, τον Θεοχάρη.
Ο διασωθείς μικρός γιος, ο Αλέξανδρος Μάλλιος, που έχασε όλη την οικογένεια του, θυμάται:
«Σαν φτάσαμε κοντά στο σπίτι, ακόμα κάπνιζε. Απ’ έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ τους σκοτωμένους. Δεν είχες πού να πατήσεις. Δρασκελίσαμε πάνω απ’ τα πτώματα κι αντίκρισα τον πατέρα μου μ’ ένα μικρό παιδί μέσα στα αίματα. Οι άλλοι μέσα ήταν όλοι καμένοι. Έσκυψα, τον αγκάλιασα και λιποθύμησα. Τα είχαμε χαμένα και ζούσαμε σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο, έτσι που δεν είχαμε τη δύναμη να κλάψουμε».
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεξαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεξε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι  και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν  είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Στο τέλος της σφαγής οι ναζί στρατιώτες κάθισαν στην πλατεία του χωριού όπου έφαγαν και ήπιαν μπύρες αφήνοντας εκεί άδειες κονσέρβες, δίπλα σε επτά πτώματα. Ο Στέφανος Παππάς, νεαρός τότε, επέζησε της σφαγής και θυμάται:
«Οι πρώτοι προστρέξαντες μετά την ανθρωποσφαγή Γρηγόρης Κολιοκώτσης και Ευστάθιος Κολιοκώτσης, ευρήκαν τις δύο ξαδέρφες των Αθηνά και Θεοδοσία νεκρές από σφαίρες πιστολιού και φανερότατα τα ίχνη του βιασμού. Άλλα παραδείγματα μακαβρίου εγκληματικότητας είναι τα δύο μωρά του μακαρίτη Ευστάθιου Κολιοκώτση ηλικίας 7 μηνών, που ευρέθηκαν νεκρά από ασφυξία, γιατί οι κακούργοι εγέμισαν τα στόματά των με βαμβάκι βρεγμένο με βενζίνη και κατόπιν το άναψαν για να απολαύσουν ένα σαδιστικό πυροτέχνημα. Ευρέθη επίσης ο δεύτερος παππάς του χωριού Ζώης Παππάς σκοτωμένος με μαχαίρι και με εξωρυγμένους τους οφθαλμούς. Ως επισφράγισμα της θηριωδίας των ανωτέρω αναφέρω ένα πρωτάκουστο κακούργημα. Η ετοιμογέννητη Παναγιώτα σύζυγος του Λεωνίδα Τσιμπούκη βρέθηκε νεκρή με την κοιλιά ξεσχισμένη και το έμβρυο νεκρό δίπλα της, όπως βεβαιώνει ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σταμάτης…».
Γύρω στο απόγευμα της 16ης Αυγούστου ο Δημήτρης Αποστόλου, ένας νεαρός άντρας από το Κομμένο, επέστρεψε στο χωριό του. Οι Γερμανοί είχαν φύγει μόλις πριν λίγη ώρα, μετά την καταστροφική επιδρομή τους. Στα απανθρακωμένα απομεινάρια των σπιτιών, δοκάρια καίγονταν ακόμη. Η κοιλιά μιας γυναίκας είχε σχισθεί και ένα κοτόπουλο είχε αρχίσει να σέρνει τα εντόσθια της κατά μήκος του δρόμου. Στο θέαμα αυτό ο νεαρός άντρας δεν άντεξε και λιποθύμησε.
Μετά από χρόνια ένας  Γερμανός ερευνητής ο Hermann Frank Meyer (1940 - 2009), γιος αξιωματικού της επιμελητείας της Wehrmacht που αιχμαλωτίσθηκε από τους αντάρτες και εκτελέσθηκε, ψάχνοντας τα ίχνη του πατέρα του, βρέθηκε μπροστά σε συγκλονιστικά στοιχεία για τη δολοφονική δράση των επίλεκτων μονάδων των ναζί στην Ελλάδα. Μετά από έρευνα δεκαετιών στα γερμανικά αρχεία έγραψε δύο  βιβλία. Το πρώτο, με τίτλο «Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα»,  αναφέρεται στη σφαγή στα Καλάβρυτα. Στο δεύτερο,  με  τίτλο «Αιματοβαμμένο εντελβάις - 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα 1943 - 1944» (σ.σ. το αλπικό λουλούδι ήταν το διακριτικό σήμα των ανδρών της Μεραρχίας στους σκούφους και τα μανίκια της στολής τους), ο συγγραφέας μίλησε με επιζώντες της Μεραρχίας οι οποίοι παρά τις προσπάθειές τους να συσκοτίσουν τα γεγονότα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί για την αγριότητα των δυνάμεων κατοχής και το βάρος του εγκλήματος στο Κομμένο.
Να τι είπαν στον Meyer οι βετεράνοι της Μεραρχίας:

«Ήδη από την έναρξη της επιχείρησης συζητούνταν σε ολόκληρο το στρατόπεδο ότι κάποιος αξιωματικός της μονάδας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, αλλά είχε καταφέρει να διαφύγει. Αμέσως αφότου κατεβήκαμε από το φορτηγό συγκεντρωθήκαμε και κάποιος αξιωματικός της μονάδας μας έδωσε τη διαταγή  πως σ αυτή την επιχείρηση αντιποίνων δεν έπρεπε κανένας Έλληνας να εγκαταλείψει το χωριό ζωντανός. Ο αξιωματικός μας είπε χαρακτηριστικά: “να θερίσουμε τους πάντες’’».
(Στρατιώτης Όττο Γκόλντμαν 18 χρονών τότε, από τη Βιέννη)

«Από την πλευρά των κατοίκων δεν υπήρξε καμία αντίσταση. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν έπεσε προς το μέρος μας και δεν είχαμε τραυματίες (…) Θυμάμαι ακόμη ακριβώς ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα παιδάκια περίπου 3 έως 5 ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω αν τελικά ανακαλύφθηκαν αργότερα και εκτελέστηκαν».
(Δεκανέας Καρλ Ντεφρέγκερ)

«Οι κάτοικοι του χωριού που προσπαθούσαν να διαφύγουν εκτελούνταν. Το ίδιο ίσχυε και για όσους κρύβονταν μέσα στα σπίτια. Ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και αυτόματα όπλα μέσα από κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Η επίθεση κράτησε αρκετές ώρες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η δυσοσμία ήταν αφόρητη».
(Στρατιώτης Γιόζεφ Ρήντλ)

«Στην πλατειούλα ο ανθυπολοχαγός διέταξε να εκτελεστεί αυτή η ομάδα ανθρώπων (σ.σ. μέλη, συγγενείς και φίλοι της οικογένειας Μάλλιου που βρέθηκαν στο χωριό για το γάμο, την προηγούμενη,  της κόρης της οικογένειας). Ο Τσίγκλερ έστησε το πολυβόλο σε απόσταση  10 - 15 μέτρων. Στο πολυβόλο υπήρχαν ήδη σφαίρες, έτσι ο Τσίγκλερ άνοιξε αμέσως πυρ, έριξε μια σειρά ριπών και θέρισε τον κόσμο. Κανένας δεν έμεινε ζωντανός. Τα πτώματα αφέθηκαν εκεί όπου έτυχε να πέσουν».
(Ότο Γκόλνμαν)

«Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμία κραυγή, καμία αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις (…) Βλέπω ακόμη και σήμερα τις γυναίκες και τα παιδιά που στήθηκαν μπροστά στον τοίχο πως άρχισαν να ουρλιάζουν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από τα τελάρα. Ήμουν τόσο ταραγμένος που θα αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα».
(Υποδεκανέας Άντον Τσίγκλερ απαντώντας σε ερώτηση πως αισθανόταν μετά τη σφαγή)

«Είδα τα πτώματα των πυροβολημένων να κείτονται στο χώμα. Ήταν όλοι νεκροί δεν χωράει καμία αμφιβολία. Κάτι που μ’ έκανε πραγματικά να αηδιάσω ήταν πως ορισμένοι ασελγούσαν πάνω στα πτώματα. Είδα ο ίδιος στρατιώτες να χώνουν μπουκάλια μπύρας στα αιδοία των νεκρών γυναικών. Νομίζω πως είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια».
(Άουγκουστ  Ζάιτνερ)

Ο ίδιος απαντώντας στην ερώτηση αν οι συνάδελφοί του τοποθετούσαν  στο στόμα βρεφών βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη και τα έκαιγαν είπε:
«Είδα πράγματι παιδιά νεκρά τα οποία έφεραν στο πρόσωπο γύρω από την περιοχή του στόματος φρικτά εγκαύματα. Δεν γνωρίζω όμως εάν αυτό συνέβη ενόσω τα παιδιά ζούσαν ακόμη  ή εάν κακοποιήθηκαν τα πτώματά τους».

«Είδα νεκρά μωρά καρφωμένα στις πόρτες αχυρώνων».
(Ούγκο Τούρρι, Ιταλός, τότε επιλοχίας στην ιταλική Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών της μεραρχίας «Μοδένα»,  που έδρευε στην Άρτα. Βρέθηκε στο Κομμένο μία μέρα μετά τη σφαγή).

«Μετά μας είπαν πως μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας λάφυρα. Οι στρατιώτες όμως ήταν τόσο εξαντλημένοι που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτα από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά λαφυραγωγημένα χαλιά και άλλα αντικείμενα αξίας».  
(Φραντς Τόμασιτς, Αυστριακός , 19 ετών τότε)

Μετά τη σφαγή ήρθε η ώρα  και του γλεντιού. Ο Άουγκουστ Ζάιτνερ κατέθεσε στις ανακρίσεις που έγιναν μεταπολεμικά:

«Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι ακόμα που ρίχνει ένα χαρακτηριστικό φως στην όλη υπόθεση. Μετά το τέλος της επιχείρησης έγινε μεθοκόπι στο στρατόπεδο. Στο χωριό είχαν λαφυραγωγηθεί τρόφιμα και κρασί. Αυτό το κρασί το ήπιανε μέχρι τον πάτο, και μερικοί συνάδελφοι ήρθαν στο κέφι».

Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση, σε επίσημα έγγραφά της, έκανε λόγο για ληστές και αντάρτες που δρούσαν στο Κομμένο και έδινε σαφείς οδηγίες προετοιμασίας για μια μεγάλη στρατιωτική αναμέτρηση μεταξύ των Γερμανών και των ανταρτών. Κι όμως, οι φονιάδες δεν βρήκαν την παραμικρή αντίσταση στο αποτρόπαιο έργο τους. Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες.
Η τραγική σελίδα της ιστορίας και η μνήμη των γεγονότων αυτών στοιχειώνουν ακόμη και σήμερα τους περίπου εκατό επιζώντες της σφαγής. Η σφαγή του Κομμένου Άρτας, ισοδύναμη μ’ αυτή των Καλαβρύτων και του Διστόμου, αποτελεί μια διαρκή καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας, έναν ασίγαστο πόνο και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού.