ΩΡΑ...

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Το κελάδημα της τσίχλας - Κώστας Βάρναλης


Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε με κρατική υποτροφία στη Σορβόννη του Παρισιού. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Γνωστά του έργα οι «Κηρήθρες», «Το φως που καίει», «Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», «Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης», «Δικτάτορες», «Ελεύθερος κόσμος», «Φιλολογικά απομνημονεύματα», ενώ μετάφρασε τη «Λυσιστράτη», τους «Βάτραχους», τις «Εκκλησιάζουσες», τους «Ιππείς», και τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, και τον «Ιππόλυτο» και «Τρωαδίτισσες» του Ευριπίδη. Ο Κώστας Βάρναλης Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ και  μετά τη χιτλερική κατοχή ήταν ο κριτικός της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» και αργότερα χρονογράφος της εφημερίδας «Αυγή». Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε το 1974.


Τσίχλα την παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κι έζησε και πέθανε τσίχλα.  Ήτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε - πήδαγε κι έτρεχε.
Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;
Για έν’ από κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.
Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες από το δάσος των πεύκων στην κορφή του βουνού. Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, που σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομά του.
Δεν του χρειαζότανε, λες και του ‘πεφτε βάρος.
Αλλ’ όσο τους λείπουνε των μικρών αυτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους περισσεύ’ η ψυχή. Ψυχή του λαού.
Είμαστε στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής.
Το χωριό, που λέμε, βρισκότανε στα σύνορα των δυο Ελλάδων: της λεύτερης και της συνεργαζόμενης. Αλλά προς τα εδώ.
Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς μας» να μποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς τα κάτου - στον κάμπο. Γιατί κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.
Με την απελευθερωτικήν επιτροπή του χωριού είχανε συχνήν επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της Τσίχλας. Ήτανε κόρη μιας φτωχιάς χηρευάμενης του χωριού, που ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία. Οχτώ με δέκα χρονών η Τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών. Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή - σαν ώριμο πλάσμα - κι αδείλιαστη.
Καλός καιρός στα τέλη του Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη - μα και κρύο τσουχτερό.
Η Τσίχλα μαζί μ’ άλλα παιδιά (τα σκολειά κλεισμένα!) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων.
Παίζανε τόπι.
Η Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς το ρέμα κι ύστερις έτρεχε, όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.
Το τόπι κυλούσε κάτου στη ρεματιά κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή.
Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δυο αντάρτες. Τους έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσου λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!
Αλλ’ αυτό το ταχτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.
«Πρέπει να ιδούμε τι τρέχει, με τρόπο - γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό...»
Αλλά δε χρειάστηκε τρόπος. Ο πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζήδων, έκανε την τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.
Όταν την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι τη σταματήσανε κι αυτήνε. Και την ψάξανε.
Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι.
«Έλα δω, πουλάκι μου», τη ρώτησε o πρόεδρος. «Ποιος σου το ‘δωσε τούτο;»
«Μόνη μου το ’γραψα».
«Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράματα;»
«Όλοι μας ξέρουμε».
«Και τι άλλο ‘’παιχνίδι’’ ξέρεις;»
«Όλα. Και να τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους».
«Για σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε;»
Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.
«Ξέρεις, είπες, να τραγουδάς. Για πες μας κανένα ‘’σκοπό’’ ν’ ακούσουμε; Ό,τι σου αρέσει».
Κι η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.
«Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά...» (Αυτό το τραγούδι ήτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων).
Μπαμ!, μπαμ!, μπαμ!...
Οι Γερμαναράδες κι οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί. Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή. Η ψυχή όλης της Ελλάδας.
Περασμένα μεσάνυχτα, την ώρα που οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι αντάρτες - και ναζήδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το άναντρό τους έγκλημα.
Κι ύστερα;

Ύστερα από ένα χρόνο η «Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ’ όλην την Ελλάδα. Αλλά κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούν να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της Πατρίδας... 

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Το ολοκαύτωμα του Lidice



Στις 2 Ιουλίου 1942, τα περισσότερα από τα παιδιά του Lidice, ένα μικρό χωριό στην Τσεχοσλοβακία, παραδόθηκαν στο γραφείο Lodz Gestapo. Τα 82 παιδιά στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης στο Chełmno, 70 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί δηλητηριάστηκαν με αέρια και πέθαναν. 



Τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατό τους ήταν περίπλοκη, αλλά η καθοριστική στιγμή ήταν η δολοφονία του Reinhard Heydrich, διοικητή του ναζιστικού προτεκτοράτου της Βοημίας και της Μοραβίας. Η Τσεχοσλοβακία είχε καταληφθεί από τη ναζιστική Γερμανία από τον Απρίλιο του 1939 και o Reinhard Heydrich ασκούσε μια πολύ καταπιεστική εξουσία. Η επίθεση που οδήγησε στο θάνατό του έγινε από κοινή ομάδα παρτιζάνων, Τσέχων και Σλοβάκων, σε συνεργασία με Βρετανούς καταδρομείς. Απ' τη στιγμή του θανάτου του Heydrich από σηψαιμία που προκλήθηκε απ' τους τραυματισμούς του, μια εβδομάδα αργότερα, στις 4 Ιουνίου 1942, ολόκληρη η χώρα γνώριζε ότι θα υπάρξουν αντίποινα. Τίποτα, όμως, θα μπορούσε να τους προετοιμάσει για τη φρίκη που ήταν να έρθει.
 

Η χώρα είχε κηρυχτεί σε κατάσταση έκτακτης και είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία στην Πράγα, πρωτεύουσα της Τσεχοσλοβακίας. Η τεράστια επιχείρηση αναζήτησης των παρτιζάνων στην πόλη δεν απέδωσε τίποτε. Οι δολοφόνοι είχαν εξαφανιστεί. Μέχρι τη στιγμή που ο Heydrich ξεψύχησε, ωστόσο, 157 άτομα είχαν ήδη εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτό που θα ακολουθούσε όμως θα ήταν πολύ χειρότερο.


Μετά την κηδεία του Heydrich στο Βερολίνο, ο ίδιος ο Adolf Hitler, διέταξε να ληφθεί μέριμνα τεσσάρων σημείων, που θα αφορούσε στους κατοίκους κάθε χωριού που διαπιστωμένα θα περιέθαλπε τους παρτιζάνους:
α. Όλοι οι ενήλικες άνδρες θα εκτελούνταν.
β. Οι ντόπιες γυναίκες θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
γ. Τα παιδιά θα υποβάλλονταν σε εξέταση, η οποία θα έδειχνε πόσο κατάλληλα ήταν για να γερμανοποιηθούν (έχοντας "Άρια" χαρακτηριστικά). Όσα απ' αυτά κρινόταν ως κατάλληλα θα τοποθετούνταν σε οικογένειες των SS, προκειμένου να ανατραφούν ως καλοί Ναζί. Τα υπόλοιπα παιδιά θα ανατρέφονταν με «άλλους τρόπους».
δ. Τέλος, το χωριό θα καταστρεφόταν ολοκληρωτικά, θα αφανιζόταν κάθε ίχνος του για πάντα.
 

Οι εντολές του Hitler εκτελέστηκαν αμέσως. Το χωριό Lidice περικυκλώθηκε, παρά την απουσία αποδείξεων ότι είχαν βρει εκεί καταφύγιο οι παρτιζάνοι. Οι άνδρες μεταφέρθηκαν σε ένα αγρόκτημα στην άκρη του χωριού και πυροβολήθηκαν, πρώτα σε ομάδες των πέντε και μετά των δέκα ατόμων, όταν ο ηθικός αυτουργός αυτού του τρόμου, Horst Böhme, παραπονέθηκε ότι έπαιρνε πάρα πολύ καιρό. Μέχρι το απόγευμα, 173 άνδρες είχαν πυροβοληθεί.
Οι 203 γυναίκες και τα 105 παιδιά του Lidice συνελήφθησαν και κλείστηκαν αρχικά στο σχολείο του χωριού. Από εκεί οδηγήθηκαν κρατούμενοι σε άλλο σχολείο στην κοντινή πόλη του Kladno. Τέσσερις από τις γυναίκες ήταν έγκυες. Οδηγήθηκαν στο ίδιο νοσοκομείο, όπου είχε πεθάνει ο Heydrich και τις εξανάγκασαν σε βίαιες αποβολές. Οι περισσότερες από τις γυναίκες οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück. Εκεί οι περισσότερες έχασαν τη ζωή τους από μια σειρά ασθενειών.


Τα παιδιά του Lidice κρατήθηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στο Łódź, κάτω από συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και προφανούς έλλειψης υγιεινής, καταστάσεις που επέτειναν τον πόνο και το φόβο που τους προκλήθηκε από το βίαιο διαχωρισμό από την οικογένειά τους. Μετά από μία εβδομάδα Ναζί αξιωματούχοι πήραν πολλά από τα παιδιά προκειμένου να τα οδηγήσουν σε οικογένειες των SS, για να τα αναθρέψουν ως γερμανόπουλα.
Για τα υπόλοιπα παιδιά υπήρξε κάποια διστακτικότητα αρχικά για την τελική τύχη τους. Ωστόσο, στο τέλος του Ιουνίου, ο Adolf Eichmann, προκειμένου να διευκολυνθεί η αιφνιδιαστική μαζική απέλαση των Εβραίων σε γκέτο και στρατόπεδα εξόντωσης στην κατεχόμενη Ανατολική Ευρώπη, διέταξε τη σφαγή τους.


Στις 2 Ιουλίου 1942 τα υπόλοιπα 82 παιδιά παραδόθηκαν στην Gestapo. Από εκεί μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης της πόλης Chelmno όπου δηλητηριάστηκαν με αέρια. Από τα 105 παιδιά του Lidice, μόνο 17 παιδιά γλίτωσαν και επέστρεψαν μετά τον πόλεμο στο χωριό τους. 153 γυναίκες, πρώην σύζυγοι και μητέρες, τώρα, κυρίως, χήρες χωρίς παιδιά, επέζησαν και επέστρεψαν στο Lidice μετά τον πόλεμο.


Τα 82 χάλκινα αγάλματα, 40 αγόρια και 42 κορίτσια, που φιλοτέχνησε η γλύπτης Marie Uchytilová στέκονται όρθια στο μνημείο που στήθηκε στο Lidice, ως αιώνια υπενθύμιση της σφαγής και του τρόμου του Ναζισμού και μιας διαρκούς υπενθύμισης ότι δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψουμε να επαναληφθεί κάτι ανάλογο.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Betty Pack - Η φλογερή γητεύτρα κατάσκοπος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου


Κανένας άνδρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στη Betty Pack και δεν υπήρχε μυστικό που να μην μπορούσε να τους αποσπάσει ενώ σπαρταρούσαν αβοήθητοι στην αγκαλιά της.
Γεννημένη στην Αμερική, έθεσε τα μοναδικά ταλέντα της στην υπηρεσία της Βρετανίας και χαρακτηρίστηκε μια από τις πιο επιτυχημένες κατασκόπους στην ιστορία.
Ήταν η απάντηση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μάτα Χάρι και έδωσε τον δικό της ανελέητο πόλεμο κατά των Ναζί και των συμμάχων τους. Στο αφιέρωμά του στο θάνατο της το 1963, το περιοδικό Time έγραφε πως «χρησιμοποιούσε το υπνοδωμάτιό της όπως ο James Bond μια Beretta».
Η επιδέξια κατάσκοπος είναι τώρα «πρωταγωνίστρια» σε μια αποκαλυπτική νέα βιογραφία με τίτλο «The Last Goodnight», του Howard Blum, η οποία αποκαλύπτει εμπιστευτικές έως σήμερα πληροφορίες και η ιστορία έχει ήδη τραβήξει την προσοχή και του Χόλιγουντ.


Πράκτορας της MI6 περιέγραψε το πώς η μάγισσα της σαγήνης «κλείδωνε» σε έναν άνδρα με το «ακτινοβόλο χαμόγελό της και τα σμαραγδένια μάτια της».
«Το τρικ του να κάνει μια γυναίκα έναν άνδρα να νιώθει πως είναι όλος ο κόσμος γι’ αυτήν είναι παλιό αλλά εκείνη το ανέβαζε σε άλλο επίπεδο», είπε χαρακτηριστικά.
Η Amy Elizabeth Thorpe, όπως ήταν το κανονικό όνομά της, είχε γεννηθεί στη Μινεσότα από πατέρα παρασημοφορημένο στρατιωτικό  και μεγάλωσε στην καλή κοινωνία της Ουάσινγκτον.
Καλοαναθρεμμένη, πανέξυπνη και ισορροπημένη, συνδύαζε τα εσωτερικά χαρίσματά της με το ψιλόλιγνο κορμί της και την εκθαμβωτική πυρόξανθη ομορφιά της.
Όταν το 1930 έμεινε έγκυος στα 19 της, δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού της. Γλίτωσε το σκάνδαλο με το γάμο της με τον Arthur Pack, Βρετανό διπλωμάτη με τα διπλά της χρόνια. Ο γάμος τους ήταν καταδικασμένος από την αρχή, ειδικά όταν εκείνος την έπεισε να δώσει τον γιο της, Tony, σε ανάδοχη οικογένεια ενώ βρίσκονταν στο Λονδίνο.
Εκείνη πήρε τη βρετανική υπηκοότητα και ως σύζυγος διπλωμάτη βρήκε νέους δρόμους για να ικανοποιήσει τη λαχτάρα της για περιπέτεια, τόσο στον σεξουαλικό τομέα όσο και στην πολίτική.
Ο κατάλογος των εραστών της περιλάμβανε έναν αριστοκράτη Βρετανό δημοσιογράφο που τη σύστησε στο αφεντικό του, τον βαρόνο του Τύπου Lord Beaverbrook. Εκείνος με τη σειρά του ανέφερε την περίπτωσή της στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Ήταν προφανές πως η Betty διέθετε τον τέλειο συνδυασμό ομορφιάς, εξυπνάδας και «ρευστής» ηθικής για να γίνει μία πολύ χρήσιμη κατάσκοπος.
Οι Pack μετακόμισαν στη βρετανική πρεσβεία στη Μαδρίτη στο ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου και η ευρηματική και γενναία Betty συντόνισε την απομάκρυνση του προσωπικού της πρεσβείας από το λιμάνι του San Sebastian.
Οι επικεφαλής της MI6 εντυπωσιάστηκαν πολύ όταν, αναζητώντας έναν Ισπανό εραστή της που είχε φυλακιστεί στη Μαδρίτη, η Betty κατάφερε με τη γοητεία της να μπει στην εμπόλεμη πόλη και να πείσει τον Ισπανό γραμματέα Εξωτερικών υποθέσεων να τη δεχτεί. Το 1938 οι Ρack μεταφέρθηκαν στην Πολωνία ακριβώς την εποχή που γινόταν στόχος του Χίτλερ. Το πόστο τους εκεί είχε μυστικά μεθοδευτεί από την MI6 ώστε να δοθεί στη Betty η ευκαιρία να ασκήσει τη μαγεία της στους άνδρες της Βαρσοβίας.
Και εκείνη δεν τους απογοήτευσε. Έκανε σύντομα τις γνωριμίες της με πλήθος νεαρών Πολωνών διανοούμενων. Ένας από αυτούς, αξιωματούχος του τοπικού υπουργείου εξωτερικών, ήταν σύντομα εραστής της και στο κρεβάτι, όπου ως γνωστόν γίνονται οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις, μίλησε για τη συνεργασία της Πολωνίας με τους Ναζί σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας.
Η Betty πέρασε την πληροφορία σε μέλος της MI6 ενώ έπαιζαν γκολφ.
Με προϋπολογισμό «ψυχαγωγίας» 20 λιρών το μήνα, κλήθηκε να ξανακοιμηθεί με τον Πολωνό για να αποσπάσει περισσότερες πληροφορίες. Καθώς έμπαινε η άνοιξη, απολάμβαναν ο ένας τη συντροφιά του άλλου πάνω σε μια κουβέρτα στις όχθες του Βιστούλα ενώ η βότκα κρύωνε μέσα στο νερό του ποταμού.
«Οι συναντήσεις μας ήταν πολύ παραγωγικές και τον άφηνα να μου κάνει έρωτα όσο συχνά ήθελε, αφού αυτό εξασφάλιζε τη ροή των πολιτικών πληροφοριών που χρειαζόμουν», είχε πει.
Με τον σύζυγό της να αναρρώνει στη Βρετανία, ύστερα από εγκεφαλικό, η «βασίλισσα μέλισσα», όπως την αναφέρει η Daily Mail, είχε μεγάλη άνεση να στήσει τις παγίδες της.
Της δόθηκε η εντολή να απλώσει τα πλοκάμια της στον Κόμη Michael Lubienski, συνεργάτη του Πολωνού υπουργού Εξωτερικών Jozef Beck.
Η Betty έπεισε τον Αμερικανό πρεσβευτή να βάλει τον κόμη να καθίσει δίπλα της σε ένα dinner party και τα αποτελέσματα ήταν άμεσα, ήδη την επόμενη ημέρα της έστειλε ένα μπουκέτο ροζ τριαντάφυλλα.
Ο γοητευτικός - παντρεμένος - άνδρας της τα έλεγε όλα κατά τη διάρκεια των νυχτερινών συναντήσεών τους, μεταξύ άλλων και για τις μυστικές διαπραγματεύσεις του προϊσταμένου του με τον Χίτλερ για να αποφύγει τον πόλεμο.
Μόλις εκείνος έφευγε, η γυναίκα - αράχνη έτρεχε να γράψει όλα όσα της είχε πει όπως τα θυμόταν. Οι αναφορές της ταξίδευαν στο Λονδίνο με διπλωματικό σάκο δύο φορές την εβδομάδα.
Σύμφωνα με τον William Stephenson, τον επικεφαλής κατάσκοπο του Τσώρτσιλ την εποχή του πολέμου και τον άνδρα που ο Ian Fleming είπε πως ενέπνευσε τον James Bond, της αναγνώρισε πως είχε προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τον περίφημο κωδικό «Αίνιγμα» των Γερμανών. Είχε ανακαλύψει Πολωνούς μαθηματικούς που εργάζονταν σε μυστική υπόγεια βάση με την ονομασία Black Chamber και έσπαγαν τον κωδικό πολύ πριν τον πόλεμο. Είχε περάσει πολύτιμες πληροφορίες και σχετικά με τη χρήση του.
Ο Πολωνός κόμης ήταν τόσο γοητευμένος από τη νεαρή γυναίκα που εκείνη κατάφερε να τον συνοδεύσει ακόμα και μέχρι το Βερολίνο όταν τον έστειλαν εκεί να εκπροσωπήσει την Πολωνία το 1938.
Ο Lubienski ήταν αρχικά απρόθυμος - άλλωστε ήταν ακόμα παντρεμένη με Βρετανό διπλωμάτη - αλλά αρκούσε η ερωμένη του να του υπενθυμίσει πώς θα περνούσαν τις νύχτες τους και η φαντασία του συμπλήρωσε τα κενά.
Στη συνέχεια η MI6 την έστειλε στην Πράγα όπου μαζί με έναν άλλο πράκτορα κατάφεραν να μπουν στα γραφεία του φιλοναζιστή ηγέτη και να αφαιρέσουν έγγραφα που αποδείκνυαν τα γερμανικά σχέδια για κατάληψη ολόκληρης της Ευρώπης. Η Betty πέρασε τα έγγραφα στη Βαρσοβία κρυμμένα μέσα στα νεγκλιζέ της.
Με το ξέσπασμα του πολέμου οι Pack είχαν φύγει από τη Βαρσοβία διωγμένοι από τους συναδέλφους τους στην πρεσβεία και τις συζύγους τους που είχαν εξοργιστεί με τις ακολασίες της Betty, αγνοώντας πως δρούσε ως κατάσκοπος.
Φοβούμενη πως ο βολικός γάμος της είχε εξαντλήσει τα όριά του και δεν θα μπορούσε πια να κρύβεται πίσω από την  ιδιότητα της συζύγου διπλωμάτη, η MI6 έδωσε στον άνδρα της πόστο στη Χιλή αναζητώντας νέα ταυτότητα για εκείνη. Δεν άργησε όμως κι εκεί αν έρθει ο εξοστρακισμός όταν η σύζυγος ενός άλλου διπλωμάτη, με την οποία είχαν πάει για ψώνια, έριξε μια ματιά στο δοκιμαστήριο και διαπίστωσε πως η ελεύθερη κι ανέμελη Betty ήταν εξίσου ελεύθερη κι ανέμελη και στο ζήτημα των εσωρούχων: απλώς δεν φορούσε.
Ενώ βρισκόταν στη Νότια Αμερική, η οργιάζουσα φήμη της Betty κυκλοφόρησε με σχεδόν τραγικά αποτελέσματα.  Στη διάρκεια κρουαζιέρας - όπου είχε στόχο να ανακαλύψει συμπαθούντες των ναζί σε ομάδα Χιλιανών πολιτικών - δέχθηκε έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη στην καμπίνα της όταν το πλοίο έδεσε στο Περού.
Ο Courtenay Forbes, Βρετανός πρεσβευτής στο Περού, τη βρήκε να φορά μόνο το νυχτικό της. Θεωρώντας πως θα τον δεχτεί, την πέταξε στο κρεβάτι χωρίς κουβέντα και θα την είχε βιάσει αν δεν είχε απειλήσει πως θα φώναζε το πλήρωμα να βοηθήσει.
Η νέα αποστολή της MI6 για την Betty ήταν στην Ουάσινγκτον, όπου έφτασε στα τέλη του 1940 χωρίς τον σύζυγό της αλλά με νέα κάλυψη, αυτή τη φορά δημοσιογραφική.
Χρησιμοποιώντας το κωδικό όνομα «Cynthia», η υπόγεια δράση της συνεχίστηκε. Έγινε ερωμένη πολλών ξένων διπλωματών- όλοι παντρεμένοι. Όσο πιο κοντά ήταν στους εχθρούς της Βρετανίας, τόσο το καλύτερο.
Μετά τη γνωριμία του με τη Betty σε ένα cocktail party, ένας ισχυρός ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής άλλαξε θέση και ενώ αρχικά ήταν αντίθετος στην παροχή βοήθειας προς τη Βρετανία τελικά έγινε ενθουσιώδης υποστηρικτής της.
Ο επόμενος στόχος της Betty ήταν ένας άνδρας που ήταν θαυμαστής της στην εφηβεία της: ο Alberto Lais, Ιταλός πρώην μυστικός πράκτορας και τότε ναύαρχος και ναυτικός ακόλουθος στην πρεσβεία της Ιταλίας.


Έτυχε μάλιστα να έχει κι ένα αντίγραφο των κρυπτογραφημένων ναυτικών κωδικών, που η Βρετανία ήθελε απελπισμένα. Παρότι ήταν και ο ίδιος κατάσκοπος, δεν άργησε να ξεγελαστεί και να μπλεχτεί στον ιστό της Betty.
Πρακτικά η σχέση τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ καθώς εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώνουν γυμνοί στο κρεβάτι και να τη χαϊδεύει για ώρες. Ύστερα από ένα ρομαντικό βράδυ, εκείνη του ζήτησε ευθέως τους κωδικούς, λέγοντας πως είναι για έναν φίλο στις μυστικές υπηρεσίες του Αμερικανικού Ναυτικού. Ο Lais δεν της τους έδωσε, της αποκάλυψε όμως το όνομα του υπαλλήλου στο τμήμα κρυπτογράφησης.
Η Betty διαπίστωσε πως εκείνος δεν θα ήταν εύκολο να πέσει θύμα της γοητείας της κι έτσι του προσέφερε λεφτά, βάζοντας έτσι χέρι στους κωδικούς.
Η δράση της επεκτάθηκε όταν με εντολή του Τσώρτσιλ να διεισδύσει στη γαλλική πρεσβεία - της κυβέρνησης του Vichy - στην Ουάσιγκτον- κατάφερε να γνωρίσει τον ακόλουθο Τύπου Charles Brousse, εμφανιζόμενη ως δημοσιογράφος. Η πρώτη τους συνάντηση κατέληξε στο κρεβάτι.
Όπως φαίνεται ο Brousse ήταν μοναδικός ανάμεσα στα πολλά θύματά της καθώς η Betty τον ερωτεύτηκε πραγματικά. Σύντομα κατάφερε να τον πείσει να της αποκαλύψει πλήθος μυστικών του Vichy, όπως πως αναζητούσε λεπτομέρειες για βρετανικά πολεμικά πλοία σε αμερικανικά λιμάνια. Τον Μάρτιο του 1942, το Λονδίνο ήθελε να «βάλει χέρι» σε περισσότερους κρυπτογραφημένους ναυτικούς κωδικούς- αυτή τη φορά του Vichy. Ο Brousse την προειδοποίησε πως φυλάσσονταν αυστηρά στην πρεσβεία κι έτσι σκέφτηκαν ένα σχέδιο για να τα αποκτήσουν. Ο Brousse έπεισε τον νυχτοφύλακα της πρεσβείας να τον αφήσει να χρησιμοποιήσει το γραφείο του τη νύχτα γιατί αναζητούσε ένα μέρος να βρεθεί με την ερωμένη του - τη Betty φυσικά.
Ύστερα από πολλές νύχτες θορυβώδους σεξ, το ζευγάρι κατάφερε να τον ναρκώσει με άφθονη σαμπάνια και να επιτρέψει την είσοδο σε έναν επαγγελματία κλέφτη με το ψευδώνυμο Georgia Cracker. Αλλά μέχρι να καταφέρει εκείνος να παραβιάσει το χρηματοκιβώτιο όπου φυλάσσονταν οι κωδικοί, ήταν πολύ αργά για να προλάβει ο συνεργός τους της MI6 που κρυβόταν απ’ έξω να προλάβει να φωτογραφίσει τις πολλές σελίδες τους και να τις επιστρέψουν στη θέση τους.


Έτσι χρειάστηκε να το ξαναεπιχειρήσουν ένα άλλο βράδυ, δεν τολμούσαν όμως να ξαναναρκώσουν το φρουρό κι έτσι περίμεναν να  τον πάρει ο ύπνος. Διαισθανόμενη πως είναι πιθανό εκείνος να τους έχει υποψιαστεί, η Betty πέταξε όλα τα ρούχα της ενώ κάθονταν χαλαροί με τον εραστή της στον καναπέ του γραφείου του. Τη στιγμή που ο φύλακας μπήκε να δει τι γίνεται, ο φακός του φώτισε το ολόγυμνο σώμα της. Δεν φορούσε τίποτα άλλο εκτός από το μαργαριταρένιο κολιέ της.
Αποσβολωμένος ο φρουρός ζήτησε χίλιες φορές συγγνώμη και δεν τους ξαναενόχλησε. Έτσι οι κωδικοί κλάπηκαν με επιτυχία και χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά όταν οι Σύμμαχοι έφτασαν στη Βόρειο Αφρική, αργότερα τον ίδιο χρόνο.
Η Betty πήγε στο Λονδίνο και ζήτησε να σταλεί ως εκτελεστής στην κατειλημμένη από τους Ναζί Ευρώπη- μια ιδέα που εξετάστηκε μέχρι τη στιγμή που έγινε εμφανές πως η κάλυψή της είχε πλήρως αποκαλυφθεί στην Ουάσιγκτον. Όταν ο εν διαστάσει σύζυγός της πέθανε το 1945, η Betty παντρεύτηκε τον Brousse και εγκαταστάθηκαν σε ένα μεσαιωνικό κάστρο στη Γαλλία.
Δεν σταμάτησε να παραπονιέται στους φίλους της για το πόσο βαριόταν την ήσυχη ζωή και πέθανε από καρκίνο το 1963.
«Να ντρεπόμουν; Καθόλου, οι προϊστάμενοί μου μου έλεγαν πως με τη δουλειά μου σώθηκαν χιλιάδες ζωές Βρετανών και Αμερικάνων», είχε πει πολλά χρόνια αργότερα σε εκείνους που επέκριναν τις μεθόδους της. «Εμπλεκόμουν σε καταστάσεις από τις οποίος οι “αξιοσέβαστες” γυναίκες θα έκαναν πίσω, αλλά εγώ είχα αφοσιωθεί πλήρως. Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με αξιοσέβαστες μεθόδους», είχε πει.


Πηγή: Newsbeast.gr

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

«Η γη άνοιξε και κατάπιε σπίτια, ο Άραχθος έγινε πορτοκαλί, τα βουνά έπεφταν»: Κάτοικοι των Ιωαννίνων θυμούνται τον καταστροφικό σεισμό του 1967


Ο μεγάλος σεισμός των 5,3 Ρίχτερ που ταρακούνησε τα Γιάννενα και οι εκατοντάδες δονήσεις ξυπνούν σε πολλούς που ζουν στην συνοικία των Ιωαννίνων που φέρει την ονομασία Σεισμόπληκτα τις μνήμες από την Πρωτομαγιά του 1967, τότε που ένας καταστροφικός εγκέλαδος χτύπησε τα χωριά του Περιστερίου, Μικρή και Μεγάλη Γότιστα, Κράψη και Ανατολική.
«Ήταν δεύτερη μέρα του Πάσχα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Ετοιμαζόμαστε να πάμε στην εκκλησία. Σε κάποια στιγμή, πριν βγούμε από το σπίτι, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Λες και περνούσαν στρατιωτικά αεροπλάνα σε χαμηλή πτήση. Αναρωτήθηκαν οι γονείς μου τι συμβαίνει, τι αεροπλάνα είναι αυτά που πετάνε χαμηλά. Δεν προλάβαμε να το πούμε. Άρχισε να σείεται όλο το σπίτι». Ένας εφιάλτης από τα παιδικά χρόνια για την Ελπίδα Βεδιάβα, γιατρό μικροβιολόγο, ξύπνησε. Μιλώντας στο ΑΠΕ αφηγείται πώς βίωσε το σεισμό των 6,4 βαθμών, ο οποίος την 1η Μαΐου του 1967 έπληξε το χωριό της, τη Μεγάλη Γότιστα.
«Η πόρτα γύρισε και δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε. Τελικά, προλάβαμε να ανοίξουμε και να βγούμε. Τότε άρχισε να πέφτει το μπουχαρί και οι τοίχοι... Η γιαγιά μου και η θεία μου τραυματίστηκαν, τη μαμά μου την τραβάγαμε μέσα από τα χαλάσματα, ήταν τραυματισμένη. Επικρατούσε πανικός. Χαοτική κατάσταση. Ο κόσμος στο δρόμο έλεγε πως από το απέναντι βουνό στο χωριό, τη Μικρή Γότιστα, έβγαιναν φωτιές. Ανάμεσα από τη Γότιστα και την Κράψη άνοιξε η γη. Μία μεγάλη καθίζηση 2 χιλιομέτρων, κατάπιε σπίτια. Στο δρόμο υπέφεραν άνθρωποι με ανοιγμένα τα κεφάλια. Ένας με πολλά τραύματα στο σώμα πέθανε στην πλατεία. Ο ποταμός Άραχθος, όπως τον αντικρίζαμε, είχε πάρει πορτοκαλί χρώμα. Στη Μικρή Γότιστα πήγαιναν οι τραυματίες. Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος ήρθε με ελικόπτερο και έδωσε εντολή να φέρει σκηνές ο στρατός και να μεταφερθούν οι τραυματίες σε νοσοκομείο. Μείναμε άστεγοι».
Οι μετασεισμικές δονήσεις , όπως θυμάται, διήρκησαν πολύ καιρό. Μετά τον σεισμό ακολούθησαν νεροποντές με πολλές αστραπές, αφηγείται και κάποιοι έκαναν παραπήγματα με ξύλα και τσίγκο γύρω-γύρω για να προστατέψουν τις οικογένειες, ενώ άρχισαν να στήνονται και σκηνές.
Ο Κωνσταντίνος Καραγιώργος, που επίσης ήταν παιδί και ζούσε με την οικογένεια του στο χωριό Κράψη θυμάται: Ήταν μέρα του Αγίου Γεωργίου. Ο παπάς λειτουργούσε. Άρχισε να βουίζει ο τόπος, τα βουνά έπεφταν. Ο τόπος βούλιαξε στην Ανατολική, έναν τον σκότωσαν οι πέτρες. Προλάβαμε και εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας γιατί χάθηκαν, τα πήρε η γη. Ήμασταν μικρά παιδιά και ζήσαμε στη σκηνή με 80 πόντους χιόνι εκείνη την χρονιά».
Με ενέργειες των προέδρων από τις κοινότητες, μήνες αργότερα δόθηκαν σπίτια προκατασκευασμένα στην περιοχή που οι ίδιοι ονόμασαν Σεισμόπληκτα.
Στα αρχείο του ΟΑΣΠ αναφέρεται: «Στη 1 Μαΐου του 1967 ισχυρός σεισμός (Μ=6,4) έπληξε τους νομούς Άρτας και Ιωαννίνων. Εννέα άνθρωποι σκοτώθηκαν και 56 τραυματίστηκαν. 10.790 κτίρια υπέστησαν βλάβες (τα 940 καταστράφηκαν). Οι μεγαλύτερες εντάσεις στον νομό Άρτας παρατηρήθηκαν στα χωριά: Δροσοπηγή (ΙΧ), Μελισσουργούς (VIII+), Θεοδώριανα, Αθαμάνιο και Τετράκωμο (VIII), ενώ στο νομό Ιωαννίνων στα χωριά: Περιστέρι (VIII), Μέτσοβο, Βαθύπεδο (VII+). Προσεισμός (Μ=4,0) εκδηλώθηκε στις 25 Μαρτίου. Μετά τον κύριο σεισμό ακολούθησαν πολλοί μετασεισμοί ο μεγαλύτερος των οποίων (Μ=5,3) έγινε την ίδια ημέρα με τον κύριο σεισμό».


Δείτε δημοσιεύματα της εφημερίδας «Μακεδονία» από τις 3 και 4 Μαΐου του 1967.




Πηγή: Newsbeast.gr