Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το
1884. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε με
κρατική υποτροφία στη Σορβόννη του Παρισιού. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα,
κριτική και μεταφράσεις. Γνωστά του έργα οι «Κηρήθρες», «Το φως που καίει»,
«Σκλάβοι πολιορκημένοι», «Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», «Το Ημερολόγιο της
Πηνελόπης», «Δικτάτορες», «Ελεύθερος κόσμος», «Φιλολογικά απομνημονεύματα», ενώ
μετάφρασε τη «Λυσιστράτη», τους «Βάτραχους», τις «Εκκλησιάζουσες», τους
«Ιππείς», και τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, και τον «Ιππόλυτο» και
«Τρωαδίτισσες» του Ευριπίδη. Ο Κώστας Βάρναλης Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην
εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ και
μετά τη χιτλερική κατοχή ήταν ο κριτικός της εφημερίδας «Ριζοσπάστης»
και αργότερα χρονογράφος της εφημερίδας «Αυγή». Το 1956 τιμήθηκε από την
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Το έργο
του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε το 1974.
Τσίχλα την
παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κι έζησε και πέθανε τσίχλα. Ήτανε
μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν
περπατούσε - πήδαγε κι έτρεχε.
Αλλά για ποιο
χωριό μιλάμε;
Για έν’ από
κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουνε στην πλαγιά του βουνού κι είναι όλα τα
ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι
ανθρώπους.
Μια ρεματιά
στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες
από το δάσος των πεύκων στην κορφή του βουνού. Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό,
που σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομά του.
Δεν του
χρειαζότανε, λες και του ‘πεφτε βάρος.
Αλλ’ όσο τους
λείπουνε των μικρών αυτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα και χορτασιά, τόσο τους
περισσεύ’ η ψυχή. Ψυχή του λαού.
Είμαστε στον
τελευταίο χρόνο της Κατοχής.
Το χωριό, που
λέμε, βρισκότανε στα σύνορα των δυο Ελλάδων: της λεύτερης και της
συνεργαζόμενης. Αλλά προς τα εδώ.
Ένα γερμανικό
φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους
«δικούς μας» να μποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς
τα κάτου - στον κάμπο. Γιατί κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι
αγωνιστές του έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.
Με την
απελευθερωτικήν επιτροπή του χωριού είχανε συχνήν επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της
Τσίχλας. Ήτανε κόρη μιας φτωχιάς χηρευάμενης του χωριού, που ο άντρας της
σκοτώθηκε στην Αλβανία. Οχτώ με δέκα χρονών η Τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα
και μίσος εναντίον των εχθρών. Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή - σαν ώριμο
πλάσμα - κι αδείλιαστη.
Καλός καιρός
στα τέλη του Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη - μα και κρύο τσουχτερό.
Η Τσίχλα μαζί
μ’ άλλα παιδιά (τα σκολειά κλεισμένα!) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα
προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών και των τσολιάδων.
Παίζανε τόπι.
Η Τσίχλα,
πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε μακρύτερα προς
το ρέμα κι ύστερις έτρεχε, όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.
Το τόπι κυλούσε
κάτου στη ρεματιά κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή.
Όχι πολύ ψηλά,
μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά το μεσημέρι, κάθε μέρα δυο αντάρτες. Τους
έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της Επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσου
λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!
Αλλ’ αυτό το
ταχτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και
δικούς.
«Πρέπει να
ιδούμε τι τρέχει, με τρόπο - γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό...»
Αλλά δε
χρειάστηκε τρόπος. Ο πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των Ναζήδων, έκανε την
τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.
Όταν την άλλη
μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε
πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι τη σταματήσανε κι
αυτήνε. Και την ψάξανε.
Βρήκανε χωμένο
μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι.
«Έλα δω,
πουλάκι μου», τη ρώτησε o πρόεδρος. «Ποιος σου το ‘δωσε τούτο;»
«Μόνη μου το ’γραψα».
«Μόνη μου το ’γραψα».
«Και τι ξέρεις
εσύ από τέτοια πράματα;»
«Όλοι μας
ξέρουμε».
«Και τι άλλο
‘’παιχνίδι’’ ξέρεις;»
«Όλα. Και να
τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και
να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους».
«Για
σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε;»
Η Τσίχλα
βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.
«Ξέρεις,
είπες, να τραγουδάς. Για πες μας κανένα ‘’σκοπό’’ ν’ ακούσουμε; Ό,τι σου αρέσει».
Κι η Τσίχλα με
λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.
«Μαύρ’ είν’ η
νύχτα στα βουνά...» (Αυτό το τραγούδι ήτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι
των σκλαβωμένων Ελλήνων).
Μπαμ!, μπαμ!,
μπαμ!...
Οι
Γερμαναράδες κι οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί.
Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας φούχτας σώμα κι απέραντη ψυχή. Η ψυχή όλης
της Ελλάδας.
Περασμένα
μεσάνυχτα, την ώρα που οι καμπάνες διαλαλούσανε τη γέννηση του «Σωτήρος»,
πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι αντάρτες - και ναζήδες και «δικοί» κι ο πρόεδρος
πλήρωσαν με τη ζωή τους το άναντρό τους έγκλημα.
Κι ύστερα;
Ύστερα από ένα
χρόνο η «Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ’ όλην την Ελλάδα. Αλλά
κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν
μπορούν να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της
Πατρίδας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου