ΩΡΑ...

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

«Μην υπογράψεις κερατά, μην υπογράψεις»


Ο  σπουδαίος ηθοποιός Μάνος Κατράκης ήταν στενά δεμένος με τη μάνα του. Την εποχή που βρισκόταν εξόριστος για τις ιδέες του, θέλησε να ελέγξει την πίστη και την αντοχή της μάνας του μπροστά στο μαρτύριο που βίωνε ο γιος της.
Στη βιογραφία του μεγάλου Κρητικού ηθοποιού είναι καταγεγραμμένος ο εξής διάλογος με την της κυρα-Ειρήνη, τη μάνα του:
«Τι είναι Μανόλη;»
«Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;»
«Πώς θα ‘ρθεις;»
«Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω».
«Ίντα να υπογράψεις;»
«Δήλωση».
«Ίντα δήλωση;»
«Ότι δεν είμαι αυτό που είμαι…»
«Και δεν είσαι;»
«Είμαι».
«Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…»

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Δεν είστε μόνοι! Έλεγξέ το, διέγραψέ το!

​Ένα νέο μήνυμα έρχεται από την άλλη άκρη της Ευρώπης, την Ισπανία. Ένα μήνυμα με τη μορφή βίντεο, στο οποίο Ισπανοί πολίτες μιλούν και κρατούν κάρτες στα ελληνικά, προκειμένου να μιλήσουν για το χρέος της χώρας μας.
Η οργάνωση «Auditamos Grecia» θέλησε με αυτόν τον τρόπο να περάσει ένα μήνυμα συμπαράστασης στη χώρα μας και τον ελληνικό λαό για όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό.
Το βίντεο έχει τίτλο «¡Todos somos Grecia» δηλαδή «είμαστε όλοι Ελλάδα» και αναφέρεται μεταξύ άλλων στο ζήτημα του ελληνικού χρέους, το πώς δημιουργήθηκε και το τι πρέπει να γίνει μ’ αυτό.
Η Ευρώπη της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης σε ένα βίντεο.


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Paul Emond (1944 - ) - Η Μύγα

Ο Βέλγος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Paul Emond παρουσίασε έναν εξαιρετικό μονόλογο με τίτλο «Η Μύγα», ο οποίος είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικός για το τι παθαίνουν οι άνθρωποι όταν βρίσκονται κάτω από το σιδερένιο χέρι της εξουσίας και σταδιακά φοβούνται να είναι ελεύθεροι.


«Λίγα δεύτερα πριν, αυτή η μύγα πετούσε ελεύθερη. Όμως απαλά, σχεδόν φιλικά, ορίστε να, το χέρι που την αιχμαλώτισε.
Αν ήσασταν εσείς, κυρίες μου και κύριοι, στη θέση της μύγας κλεισμένοι σε κάποιο χέρι τι θα νιώθατε;
Ασφυξία; Περιορισμό; Ανελευθερία; Ό,τι και να διαλέξετε, σωστό θα είναι.
Αρκεί να σφίξω τα δάχτυλά μου, κι η μύγα θα λιώσει.
Όσο περιμένω όμως, στο χέρι μου βασιλεύει μια ζέστη από τις πιο ευχάριστες.
Είναι τόσο ευχάριστη που ακόμα κι η μύγα η κατεργάρα, αργά, χαζά, ηδονικά σχεδόν αρχίζει να γουργουρίζει.
Είναι φορές, σπάνιες δε λέω, που ανοίγω το χέρι μου. Για μια στιγμή, μια τόσο δα στιγμή. Έτσι, για να γλιστρήσω μέσα λίγη ζάχαρη.
Αυτό θα πει μεγαλοψυχία, κυρίες μου και κύριοι, ξέρω ξέρω.

Καμιά φορά η μύγα ονειρεύεται ότι πετά ακόμα. Ότι δεν υπάρχει χέρι παρά μόνο αέρας και ελευθερία. Ονειρεύεται χαρούμενα ότι πετά χαρούμενα.
Άλλοτε πάλι, στο λόγο μου, ανοίγω το χέρι μου και της ξεκολλάω κι από ένα ποδαράκι. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, η μύγα πονάει πολύ. Και τότε η μύγα κλαίει.
Όμως τα πόδια της, το ξέρετε άλλωστε όπως κι εγώ, πάντα ξαναβγαίνουν.
Και ο χρόνος περνά. Και με τον καιρό η μύγα ξεχνά τα πόδια που της ξεκόλλησαν.
Με τον καιρό, ξεχνά μέχρι και τον χρόνο που θέλουν για να ξαναβγούν.

Η μύγα δεν ξέρει καν ότι θα έρθει η ώρα που τα πόδια της θα ατροφήσουν.
Άλλο είναι όμως το φοβερό, το μεγάλο, το τελευταίο νέο! Το χέρι ανοίγει. Ορθάνοιχτο. Πιστέψτε με, το χέρι είναι πια τελείως ανοιχτό.
Και η μύγα, υπνοβατεί στην παλάμη μου ζαρωμένη κι αδύναμη.
Η μύγα, δεν έχει καμία επιθυμία να φύγει.
Η μύγα, ορίστε κυρίες και κύριοι, τώρα… τουρτουρίζει».

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Τα τζιτζίκια (1972) – Οδυσσέας Ελύτης, Μιχάλης Βιολάρης


Τα τζιτζίκια - 1972
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Βιολάρης


Η Παναγιά τα πέλαγα
κρατούσε στην ποδιά της.
Την Σίκινο, την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της.

Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει και ζει και ζει .....
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες.

Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει και ζει και ζει .....
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε, σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή.
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
Κι όλ’ αποκρίνονται μαζί.

Ζει και ζει και ζει .....
ο βασιλιάς ο ήλιος ζει.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Παροιμίες (Γλύκα)


Γλύκα
O άνθρωπος είναι γλυκός σαν μέλι και βαρύς σαν αλάτι.
Κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα.
Αυλάκωσε τα αμπέλια σου, να φας γλυκιά σταφίδα.
Γλυκά τα τρως; Ξινά τα ξερνάς.
Γλυκά τρως, πικρά κλάνεις.
Γλυκά, γλυκά φουσκώνει η κοιλιά.
Γλυκάθη η γριά στα σύκα κι ολοένα τ’ αναζήτα.
Γλυκάθη η γριά στα σύκα, τρώει και τα συκόφυλλα.
Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι και θα φάει και το κουβέλι.
Γλυκό κρασί σε σκύλινο τομάρι. 
Γλυκός ο ύπνος την αυγή, ζάρκος ο κώλος τη Λαμπρή.
Γλυκός ο ύπνος το ταχύ, παλιά φορέματα τη Λαμπρή.
Γλυκοφάγωμα, πικροχέσιμο.
Εγλυκάθη η γριά στα σύκα, κι εμπαινόβγαινε και ‘ζήτα.
Η γλύκα φέρνει πίκρα.
Ή με το γλυκό στο στόμα ή με το πουγκί στο χέρι.
Η γλύκα φέρνει πίκρα.
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι.
Και τα δεντρόφυλλα είναι γλυκά με το ροΐ το λάδι.
Κάνει τα πικρά γλυκά και τ’ άγρια ήμερα.
Μπετιχαβά ξίδι, γλυκό σα ζάχαρη.
Ξίδι χάρισμα, γλυκό σα μέλι.
Πικρός οπού ‘ναι ο θάνατος, γλυκός ο πάνω κόσμος.
Στον καθένα η μύξα του φαίνεται γλυκιά.
Τα σοκολατάκια και τα γλυκά φουσκώνουν σαν σακιά.
Τα σταφύλια τα ψηλά είναι και τα πιο γλυκά.
Της γειτόνισσας το ψωμί είναι γλυκό.
Το είδε ο θειος μου το γάλα που ‘τρωγε ένας άλλος κι ήτανε γλυκό.
Το μέλι είναι γλυκό κι η μέλισσα κεντά.
Το νεράντζι είναι πικρό, μα κάνει καλό γλυκό.
Το ξένο είναι πιο γλυκό.
Τρώω γλυκό ψωμί.
Τσάμπα ξύδι γλυκό σα μέλι.
Ύστερα από ένα μακρινό δρόμο έρχεται γλυκός ύπνος.
Αναγούλα δυο γλυκά.

Η γλυκιά γλώσσα βυζαίνει δυο βυζιά, η πικριά ένα κι εκείνο φαρμακωμένο.
Η γλυκιά γλώσσα βυζαίνει σαρανταδύο βυζιά και πάλι λίγα είναι.

Ψωμοτύρι και γλυκιά ζωή.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Δύο μικρά αστυνομικά


Με σταματάει αστυνομικός:
«Χαρτιά», λέει.
«Ψαλίδια» απαντώ. «Νίκησα!»



Αστυνομικός της τροχαίας σταματά ένα αυτοκίνητο. Ρίχνει μια ματιά στον οδηγό και λέει:
«Πρώτη ερώτηση για τα 350 ευρώ. Ζώνη φοράτε;»

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Η Νέα Παιδαγωγική - Νίκος Καζαντζάκης

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου 1883, και εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Η επανάσταση του 1897 τον ανάγκασε για δύο χρόνια ν’ ακολουθήσει μαθήματα στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού, ένα σχολείο Φραγκισκανών μοναχών στη Νάξο. Το 1899 επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Από το 1902-1906 σπούδασε νομικά στην Αθήνα, ενώ το 1906 πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή), για να ακολουθήσουν την ίδια χρονιά το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και έπειτα το θεατρικό έργο «Ξημερώνει». Το 1907 έγραψε το δεύτερο μυθιστόρημά του, τις «Σπασμένες Ψυχές» και ακολούθησαν δύο ακόμη θεατρικά έργα, η «Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη» και «Η Θυσία», η οποία βραβεύτηκε στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε εφημερίδες και περιοδικά με τα ψευδώνυμα «Ακρίτας», «Κάρμα Νιρβαμή» και «Πέτρος Ψηλορείτης».
Κατά τα έτη 1907-1909 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου δέχτηκε επιδράσεις από τη διδασκαλία του Γάλλου φιλοσόφου Henri-Louis Bergson. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του επί υφηγεσία «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, ενώ εργάστηκε μεταφράζοντας φιλοσοφικά βιβλία.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχθηκε εθελοντής, αλλά τελικά διορίστηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το 1910 ήταν ένας από τους ιδρυτές του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, μια σχέση ζωής. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Η αποτυχημένη του εμπειρία, το 1915, να κατεβάσει ξυλεία από το Άγιο Όρος, μαζί με μία άλλη παρόμοια, το 1917, όπου με τον Γιώργη Ζορμπά απέτυχαν να εκμεταλλευθούν ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης, μεταμορφώθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα «Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά».
Το 1919 ο Βενιζέλος τον διόρισε ως Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες του έδωσαν το πλαίσιο του μυθιστορήματος «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του Βενιζέλου, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια.
Στα τέλη του 1924 ξεκίνησε να γράφει το έπος της ζωής του, την Οδύσεια, ένα μνημειώδες έργο αποτελούμενο από 33.333 17σύλλαβους στίχους, χωρισμένους σε 24 ραψωδίες. Το έργο εμπεριέχει περίπου 7.500 αθησαύριστες λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Η πρώτη έκδοση της Οδύσειας γίνεται το 1938 και αφιερώνεται στην Αμερικανίδα Joe MacLeod, χορηγό της έκδοσης.
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στη ζωή του, ως ιδιώτης και ως δημοσιογράφος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.
Το 1924 γνωρίστηκε με την Ελένη Σαμίου, το 1924 (το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926), με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Τελικά παντρεύτηκαν το 1945.  
Το 1927 ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του «Ταξιδεύοντας», ενώ το περιοδικό «Αναγέννηση», του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε την «Aσκητική», το φιλοσοφικό του έργο. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης πήγε στη Μόσχα προσκεκλημένος της Σοβιετικής Ένωσης, για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνώρισε τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψαν στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, οι δυο τους μίλησαν εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ενώ με το τέλος της ομιλίας ακολούθησε διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ.
Το 1930 νέα δίκη, αυτή τη φορά κατηγορούμενος για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.
Τα έργα του διαδέχονταν το ένα το άλλο δίνοντάς του μεγάλη αναγνώριση. Μετά την κατοχή δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης Σοφούλη. Το Μάρτιο του 1945 προσπάθησε να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά απέτυχε για δύο ψήφους.
Δυο φορές, τουλάχιστον, προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Για πρώτη φορά προτάθηκε το 1947, από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Βέη, ο οποίος είχε προτείνει, την ίδια χρονιά, για βράβευση και τον Άγγελο Σικελιανό, με διαφορετική πρόταση. Μαζί με τον Σικελιανό προτάθηκαν επίσης και το 1950, σε μια κοινή πρόταση, από τον Hjalmar Gullberg της Σουηδικής Ακαδημίας.
Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα η Ορθόδοξη Εκκλησία τον κατηγόρησε ως ιερόσυλο, εξαιτίας κάποιων αποσπασμάτων από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του «Τελευταίου Πειρασμού» (1953), έργου το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζήτησε απ’ την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας ότι θα τον αφορίσει, έγραψε σε επιστολή του:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».    
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Αν και τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον κατέκρινε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό της εκκλησίας. Επίσης, ο «Τελευταίος Πειρασμός» καταγράφτηκε στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Ο «Ζορμπάς» του , εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της «Ιλιάδας», ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα «ο Τελευταίος Πειρασμός». Τον επόμενο χρόνο ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους «Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄» και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί, τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ’ το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.
Η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και η γυναίκα του ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Κ. Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:
«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».    
Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε πολυγραφότατος. Ασχολήθηκε σχεδόν με κάθε είδος λόγου: Ποίηση (δραματική, επική, λυρική), δοκίμιο, μυθιστόρημα (στα Ελληνικά και στα Γαλλικά), ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αλληλογραφία, παιδικό μυθιστόρημα, μετάφραση (από τα Αρχαία Ελληνικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Γερμανικά και Ισπανικά), κινηματογραφικά σενάρια, ιστορία, σχολικά βιβλία, παιδικά βιβλία (διασκευή και μετάφραση), λεξικά (γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά), δημοσιογραφία, κριτική, αρθρογραφία.

Από τα έργα του ξεχωρίζουν τα μυθιστορήματα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», «Ο Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο φτωχούλης του Θεού», «Οι Αδερφοφάδες», τα αφηγήματα: «Όφις και κρίνο», «Ασκητική», «Αναφορά στον Γκρέκο», τα ταξιδιωτικά του έργα που συγκεντρώθηκαν κάτω από το γενικό τίτλο «Ταξιδεύοντας» και με περιγραφές για την Αγγλία, την Ισπανία, την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ιταλία, την Αίγυπτο, το Σινά κ.α., τα ποιητικά «Τερτσίνες» και «Οδύσεια», τα θεατρικά «Πρωτομάστορας», «Νικηφόρος Φωκάς», «Βούδας», «Χριστός», «Οδυσσέας», «Καποδίστριας», «Σόδομα και Γόμορρα», «Χριστόφορος Κολόμβος» και «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», οι μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας (μαζί με τον Ι.Θ. Κακριδή), της Θείας Κωμωδίας του Δάντη και του Φάουστ του Γκαίτε.


Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο του πεζογραφήματος Αναφορά στον Γκρέκο (1961), που δημοσιεύτηκε ύστερα από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Στην πραγματικότητα είναι η αυτοβιογραφία του συγγραφέα, πολύ χρήσιμη για να κατανοήσουμε την προσωπικότητα και το λογοτεχνικό έργο του. Ολόκληρο το πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεται στις συχνά επώδυνες εμπειρίες του νεαρού Ν. Καζαντζάκη από το δημοτικό σχολείο, σε εποχές (τέλη του 19ου αιώνα) που οι εφαρμοζόμενες παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα αυταρχικές. Ειδικότερα, στο απόσπασμα παρακολουθούμε την πρώτη του μέρα στο δημοτικό σχολείο αλλά και τις αναμνήσεις του από το δάσκαλο της τετάρτης τάξης, που τότε ήταν και η τελευταία, αφού το δημοτικό ήταν τετρατάξιο.

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
«Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…», μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησία του Άι Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
«Εδώ θα μάθεις γράμματα», είπε, «να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου».
O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
«Ετούτος είναι ο γιος μου», του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
«Το κρέας δικό σου», του ‘πε, «τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο».
«Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους», είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία· τα πιο πολλά θα ‘χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερις δασκάλοι.
[...]
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ’ ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης.
«Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; Και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός».
Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι.
«Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!»
Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ’ αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
«Πού είναι, κυρ δάσκαλε», ρώτησα, «η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;»
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
«Έλα εδώ, αυθάδη», φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
«Να, να, να», άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
«Να η Νέα Παιδαγωγική», είπε, «κι άλλη φορά σκασμός!»
Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει:
«Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό· όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!».
Είχε και μια κόρη της παντρειάς, την έλεγαν Τερψιχόρη. Κοντή, μα πολύ νόστιμη, πολλοί τη ζητούσαν, μα δεν ήθελε να την παντρέψει.
«Τέτοιες ατιμίες έλεγε δε θέλω εγώ στο σπίτι μου!»
Κι όταν το Γενάρη οι γάτες έβγαιναν στα κεραμίδια και νιαούριζαν, έπαιρνε μια σκάλα, ανέβαινε στη στέγη και τις κυνηγούσε.
«Ανάθεμα τη φύση» μουρμούριζε «ανάθεμά τη. Δεν έχει ηθική!»
Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας εξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση.
Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού.
Άρχισε λοιπόν ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πως ο θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά-καλά δεν καταλάβαμε. Μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.
«Κι ήταν ο Ιούδας σαν ποιον; σαν ποιον;»
Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, ένα ένα.
«Κι ήταν ο Ιούδας σα τον… σαν τον…»
Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλό του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό που ‘χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί».
«Να, σαν το Νικολιό!» φώναξε ο δάσκαλος. «Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος, κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!»
Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο, κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό. Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε, κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι όταν βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε. Πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγήσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα! Ιούδα!» ωσότου έφτασε σπίτι του και τον τρύπωξε μέσα.
Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια. Έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που ‘χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για την Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
«Δε με γνωρίζεις;» έκαμε «δε με θυμάσαι;»
Κι ως να μου πει τον γνώρισα.
«Το Νικολιό!» φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.

«Ο Ιούδας…» έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.

Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη




*αλαφιασμένος: ταραγμένος, τρομαγμένος
*σφαγάρι: ζώο που προορίζεται για σφαγή, σφάγιο
*αντρειευόμουν: έκανα τον γενναίο
*εκκλησιά του Αϊ-Μηνά: η εκκλησία του Αγίου Μηνά στο Ηράκλειο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ν. Καζαντζάκης
*χτίρι: κτίριο
*σφηνωτό: τριγωνικό, μυτερό
*θωράς: βλέπεις
*τυλιγαδίζουν: τυλίγονται σαν νήμα, στραβώνουν

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Πόσα είναι τα μήλα;


Ένας δάσκαλος μαθηματικών ρώτησε τον επτάχρονο μαθητή:
«Αν σου δώσω ένα μήλο και ένα μήλο και ένα μήλο, πόσα μήλα θα έχεις;»
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο μαθητής απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό:
«Τέσσερα!»
Ο δάσκαλος απογοητεύτηκε από την απάντηση του μαθητή. Η ερώτηση ήταν εύκολη και στεναχωρήθηκε που ο μαθητής του δεν μπόρεσε να απαντήσει σωστά.
«Ίσως το παιδί δεν ακούει καλά», σκέφτηκε.
Επανέλαβε την ερώτηση:
«Άκουσε προσεκτικά την ερώτηση. Αν σου δώσω ένα μήλο και ένα μήλο και ένα μήλο, πόσα μήλα θα έχεις;»
Ο μαθητής είδε ζωγραφισμένη την απογοήτευση στο πρόσωπο του δασκάλου του. Θα ήθελε να τον ξαναδεί χαρούμενο, οπότε αυτή τη φορά υπολόγισε προσεκτικά χρησιμοποιώντας  και τα δάχτυλά του.
«Τέσσερα», απάντησε διστακτικά.
Η απογοήτευση αποτυπώθηκε πιο έντονα στο πρόσωπο του δασκάλου. Θυμήθηκε ότι στον μαθητή αρέσουν οι φράουλες. Σκέφτηκε ότι ίσως δεν του αρέσουν τα μήλα οπότε  δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο ερώτημα.
Ρώτησε ξανά με μεγάλη δόση ενθουσιασμού:
«Αν σου δώσω μια φράουλα και μια φράουλα και μια φράουλα, τότε πόσες φράουλες θα έχεις;»
Ο μαθητής έκανε πάλι τους υπολογισμούς χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά του. Ο δάσκαλος είχε μεγάλη αγωνία αφού έλπιζε ότι η νέα διατύπωση του ερωτήματος θα βοηθούσε τον μαθητή.
Ο μαθητής αυτή την φορά ρώτησε με δισταγμό:
«Τρεις;»
Ο δάσκαλος αναφώνησε με ενθουσιασμό:
«Μπράβο!»
Η νέα του προσέγγιση είχε πετύχει. Ήταν σίγουρος ότι ο μαθητής θα απαντούσε πια σωστά και στο αρχικό ερώτημα. Για άλλη μια φορά τον ρώτησε:
«Τώρα, αν σου δώσω ένα μήλο και ένα μήλο και ένα μήλο, πόσα μήλα θα έχεις;»
Αμέσως ο μαθητής απάντησε:
«Τέσσερα!»
Ο δάσκαλος κατσούφιασε. Ήταν πια βέβαιος ότι το παιδί υστερεί στα μαθηματικά. Θα έπρεπε να μιλήσει στους γονείς του.
«Γιατί; Γιατί τέσσερα;» ρώτησε όλο απορία και απογοήτευση.
Ο μαθητής απάντησε χαμηλόφωνα:
«Επειδή έχω ήδη ένα μήλο στην τσάντα μου».


Πηγή: antikleidi.com

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Πάνος Θασίτης - Ναι

Ο Πάνος Θασίτης γεννήθηκε στη Μήθυμνα της Λέσβου το 1923. Από το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε νομική στο ΑΠΘ. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του φοιτητικού περιοδικού «Ξεκίνημα», όπου το 1944 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ποίημά του, το «Έτσι είναι πάντα». Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης «Λεύτερα Νιάτα». Εξορίστηκε στον Αϊ-Στράτη και τη Μακρόνησο την περίοδο 1947-1950. Όταν επέστρεψε, εργάστηκε ως δικηγόρος και ασχολήθηκε με την ποίηση καθώς και τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη την 21η Αυγούστου του 2008.


Θεός να μας φυλάει - και τα παιδιά μας και τ’ αγγόνια μας -
Θεός να δίνει γνώση και στους άλλους. Είμαστε καλά, καλούτσικα,
πολλά δε γυρεύουμε - το φαγί μας, το σπιτάκι μας,
και κάτι στην άκρη, για την κακιά την ώρα.

Σα μας χτυπούν την πόρτα, δε ρωτούμε «δίκαιος ή άνομος»
δίνουμε σ’ όλους αυτό που μπορούμε.
Τα παιδιά μας στο έθνος, τα κορίτσια στους όμοιούς μας.
Πουλάμε στο συνηθισμένο κέρδος, πάμε πάντα με το νόμο.

- Έτσι η γαλήνη στέκεται στο σπιτικό μας.

Λέμε πάντα ναι - και στη φωτιά και στο νερό
στο μυλωνά και στον ξωμάχο.
Ναι στον άγιο, ναι στο διάβολο.

Ναι κι όταν ναι δεν υπάρχει,
είν’ η φωτιά που πέφτει πια
και μας εξολοθρεύει.


Πάνος Θασίτης, Από τη συλλογή «Ελεεινόν θέατρον», 1980