ΩΡΑ...

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Το ξεπεσμένο έθνος μας - Κωστής Παλαμάς


Η Κυρία σκοντάπτει καθ’ οδόν και πέφτει. Μα τι πέσιμο! Το καπέλο της εσφενδονίσθη μακράν, και ο ποδόγυρος της εσθήτος της κατέλαβε τη θέσιν του, μεταβληθείς εις κεφαλόδεσμον. Αποκαλυπτήρια. Η Κυρία προς παρερχόμενον διαβάτην: “Βοήθεια!” Ο διαβάτης: “Μωρέ τι λες! να χάσω τέτοιο θέαμα!” Δεν δυνάμεθα ωραία να παραβάλωμεν την πεσμένη με το ξεπεσμένο έθνος μας, και ο κυνικός διαβάτης δεν είναι οι πατέρες του έθνους, οι ρουσφετομανείς;
Κωστής Παλαμάς (εφημερίδα «Μη χάνεσαι», 15 Οκτωβρίου 1882), απ’ το βιβλίο «Κ. Παλαμά Άρθρα και χρονογραφήματα» Εκδόσεις Ίδρυμα Κ. Παλαμά

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

6 τύποι γονέων που «ευθύνονται» για το bullying – και δεν το ξέρουν


6 τύποι γονέων που «ευθύνονται» για το bullying – και δεν το ξέρουν
Μαργαρίτα Αλευρίδη
Θα σου εξομολογηθώ πως έχω βαρεθεί πια τις ομιλίες για το bullying. Να την πω την αμαρτία μου.
Όχι για κανέναν άλλον λόγο εκτός του ότι το αποτέλεσμα επιμένει δυσανάλογο με την τόση προσπάθεια παιδαγωγών και ψυχολόγων. Δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να το παίξω ειδικός, γιατί πολύ απλά δεν είμαι. Δεν μπορώ όμως, ως μαμά, μετά από τόσα πάρε δώσε με ενδοσχολικά και εξωσχολικά περιβάλλοντα, να μην αναρωτηθώ πως γίνεται, παρόλη την τεράστια παγκόσμια ευαισθητοποίηση απέναντι στο συγκεκριμένο φαινόμενο, αυτό να εξακολουθεί να παρελαύνει ανενόχλητο και να εξαπλώνεται με τρομερούς ρυθμούς στα σχολικά προαύλια. Κάτι πρέπει να γίνεται λάθος. Κάτι μοιάζει να μην λειτουργεί σωστά.
Αποφάσισα λοιπόν να αγνοήσω την τελευταία σχετική με το θέμα ομιλία και να αξιοποιήσω τον νεοαποκτηθέντα ελεύθερο χρόνο μου, μετά την δουλειά, στον καναπέ. Έτσι, χαζεύοντας τους σοβάδες στο ταβάνι και με σκοπό να καταφέρω επιτέλους να διαμορφώσω μια προσωπική άποψη για αυτό που λέγεται σχολικός εκφοβισμός, μου ήρθαν στο μυαλό έξι τύποι γονιών συμμαθητών της κόρης μου, που συναναστράφηκα θέλοντας και μη όλα αυτά τα χρόνια. Σου τους παρουσιάζω παρακάτω συνοπτικά μήπως ενώσεις και εσύ τα δικά σου κομμάτια του πάζλ.

Ο γονιός του παιδιού που ηγείται πάντα των πάντων. Είναι εκείνος που, στις ουρές για τις επιδόσεις των σχολικών ελέγχων, δεν χάνει την ευκαιρία να μιλάει στους άλλους γονείς για το παιδί του, που είναι το φαινόμενο της τάξης. Είναι ο γονιός που το μπερδεύει με άλογο κούρσας στο οποίο έχει ποντάρει πολλά και συνεπώς αδυνατεί να διαχειριστεί την οποιαδήποτε αποτυχία του οπουδήποτε. Συνήθως υπερχρεώνει τον πολύτιμο ελεύθερο παιδικό χρόνο με του κόσμου τις εξωσχολικές δραστηριότητες και προσπαθεί επιπλέον να διαμορφώσει με εκπαίδευση πεζοναύτη έναν παιδικό χαρακτήρα εξαιρετικά ανταγωνιστικό και ανθεκτικό που θα αντλεί χαρά μόνο από τις πρωτιές. Άλλωστε οι άνθρωποι χωρίζονται αποκλειστικά σε winners και losers.

Ο γονιός του παιδιού που αδυνατεί να κατανοήσει βασικές αξίες ηθικής. Είναι εκείνος που την ώρα που ετοιμάζεται να πάει στο γυμναστήριο με την πανάκριβη μηνιαία συνδρομή κάνει κήρυγμα στο παιδί του για τις οικογένειες που δεν βγάζουν τον μήνα λόγω κρίσης ενώ αυτό το αναίσθητο χτυπιέται νυχθημερόν απαιτώντας άλλο ένα πανάκριβο ηλεκτρονικό γκάτζετ, που τελικά αποκτά. Συνήθως ο ίδιος γονιός θα αφήσει το αυτοκίνητό του για «πέντε λεπτά, σιγά» στη θέση των αναπήρων στο parking του σούπερ μάρκετ προκειμένου να αγοράσει τρόφιμα για την αποστολή βοήθειας στους πρόσφυγες, που οργανώνει το σχολείο.

Ο γονιός του παιδιού που γνωρίζει πως χωρίς «δεκανίκια» θα αδικείται μόνιμα. Είναι εκείνος που ανακατεύεται με όλα τα σχολικά γίγνεσθαι, ανήκει σε ομάδες και συλλόγους, ξημεροβραδιάζεται στους σχολικούς διαδρόμους, παζαρεύει το κάτι παραπάνω στην βαθμολογία μέχρι τελικής πτώσεως και γνωρίζει τα πάντα για τους πάντες. Συνηθίζει να απαξιώνει ακόμα και μπροστά στο ίδιο του το παιδί τον προκατειλημμένο δάσκαλο, που τολμάει να το «αδικεί κατ’ εξακολούθηση» μην δίνοντάς του τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην σχολική παράσταση και κάνει τεράστιο θέμα όταν το τάδε παιδί έγραψε παραπάνω από το δικό του στο τεστ ιστορίας, επειδή γνώριζε τα sos.

Ο γονιός του παιδιού που νιώθει μειονεκτικά για την οικογένειά του. Είναι εκείνος που πασχίζει να εντάξει το παιδί του σε ανώτερη οικονομικά κοινωνική ομάδα από αυτήν που ανήκει ο ίδιος. Κάνει αιματηρές οικονομίες για να του εξασφαλίσει ρούχα και παπούτσια ακριβών brands, προκειμένου αυτό να ενσωματωθεί σε παρέες με συγκεκριμένο κοινωνικό στάτους. Το καθοδηγεί να ακολουθεί κατά πόδας ό,τι γυαλίζει στα δικά του μάτια, μαθαίνοντάς το έτσι να απαξιώνει την οικογένεια στην οποία μεγάλωσε, προφανώς για τους λάθος λόγους.

Ο γονιός του παιδιού που μαθαίνει να αναπτύσσει τα λάθος κριτήρια. Είναι εκείνος που φορτώνει, ελαφρά την καρδία, τις προσωπικές του αποτυχίες στις παιδικές πλάτες, φορτώνοντάς τες δια βίου με ένα παράτησα τα πάντα για εσένα. Είναι ο ίδιος που κοιτάζει με μισό μάτι τον γονιό που δεν μπορεί να θυμηθεί πόσες φορές έβηξε το παιδί του την περασμένη εβδομάδα ή σε ποιο κεφάλαιο της γεωμετρίας βρίσκεται η τάξη του. Είναι ο ίδιος που θα κρίνει ως ανεπαρκή εκείνον τον γονιό με την προσεγμένη εμφάνιση ή την επιτυχημένη καριέρα, καθόσον μητρότητα/πατρότητα ίσον εμμονική προσήλωση μόνο σε έναν στόχο. Αυτόν του παιδιού.

Ο γονιός του ηττοπαθούς παιδιού. Είναι εκείνος που επαναπαύεται στην ψευδαίσθηση πως το facebook ή η τηλεόραση κάνουν μεγαλύτερο κακό στο παιδί του από έναν γάμο γεμάτο συναισθηματικές άπνοιες και μια οικογένεια που βγαίνει από τις ναφθαλίνες στα κυριακάτικα τραπέζια και στις γιορτές. Είναι ο γονιός που θεωρεί πως όσα βλέπουν τα μάτια του κόσμου ζυγίζουν περισσότερο από όσα βλέπουν τα μάτια του ίδιου του παιδιού. Προτιμά να κλείνει πόρτες από το να ανοίγει διαλόγους, προσποιούμενος πως προβλήματα υπάρχουν μόνο όταν τα προκαλείς. Το αγαπημένο του μότο είναι το εσύ να μην ανακατεύεσαι, να μην μπλέκεις, να κάθεσαι στα αυγά σου.

Όχι, δεν χρειάζεται να παρακολουθήσω καμία άλλη ομιλία για τον σχολικό εκφοβισμό. Αν θυμηθώ όλα τα περιστατικά που έχουν καταγραφεί στο σχολείο της κόρης μου ή στα σχολεία παιδιών φίλων τόσα χρόνια, μπορώ εύκολα και χωρίς καμία άλλη πληροφορία να σου πω ποιανού παιδί ήταν ο θύτης, ποιανού το θύμα και ποιανού ο άπραγος θεατής.
Θα ήθελα πολύ να πιστεύω πως δεν ανήκω σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες γονιών, αλλά προφανώς και έχω πιάσει τον εαυτό μου κατά καιρούς έτοιμο να πέσει ή να πέφτει σε τέτοιου είδους κοινωνικές παγίδες. Τώρα θα μου πεις πως έτσι είναι φτιαγμένη η κοινωνία. Και θα σου πω πως συμφωνώ. Πως θα μπορούσα να διαφωνήσω άλλωστε αν δεν καταφέρω πρώτα από όλα να συνειδητοποιήσω με ποιον τρόπο έχω διεκδικήσει ή εξασφαλίσει ή καθορίσει την θέση και την πορεία την δικιά μου ή του παιδιού μου μέσα σε αυτήν την ίδια την κοινωνία;
Βέβαια, ο στρουθοκαμηλισμός της πλειοψηφίας είναι πως ανήκει σε μία ανώτερη ελίτ, η οποία από μόνη της δεν φτάνει για να κάνει την διαφορά και να οδηγήσει σε ένα καλύτερο κοινωνικά αύριο, οπότε αρκείται στο να κουνάει απλώς το δάχτυλο απέναντι στα κακώς κείμενα.

Αγνοεί προφανώς πως, από την φύση τους, οι κάθε είδους ελίτ συνιστώνται από μειοψηφίες. Και από αυτήν την ηθελημένη παράβλεψη, από αυτήν την μικρή λεπτομέρεια, ξεκινούν τα περισσότερα κοινωνικά παρατράγουδα, που καταλήγουν δυστυχώς στα σχολικά προαύλια.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Ο αλεπού, ο λύκος και το κατώι του παπά


Μια φορά και έναν καιρό ο λύκος περπατώντας στο δάσος συνάντησε την αλεπού. Την είδε καλοθρεμμένη και χαρούμενη ενώ ο ίδιος ήταν αδύνατος και κακοπαθημένος.
«Τι έγινε κυρά αλεπού;» την ρώτησε. «Πώς τα καταφέρνεις και καλοτρώς, ενώ όλα τα άλλα αγρίμια του δάσους βρίσκουμε τόσο  δύσκολα τροφή που μόλις μας φτάνει για να στεκόμαστε στα πόδια μας;»
Η αλεπού είδε τον λύκο αδυνατισμένο και πεινασμένο και τον λυπήθηκε.
«Άκουσε να δεις» του λέει, «επειδή σε λυπάμαι έτσι που σε βλέπω θα σου πω ένα μυστικό. Ανακάλυψα μια τρύπα στον τοίχο στο  κατώι του παπά. Πάω λοιπόν κάθε βράδυ και τρώω από τα καλούδια που έχει αποθηκεύσει εκεί. Έλα μαζί μου απόψε, να σου δείξω».
Με μεγάλη χαρά ακολούθησε την αλεπού ο λύκος εκείνο το βράδυ. Μπήκαν από την τρύπα στο κατώι του παπά, όπου είχε κάθε λογής καλούδια, παστό, λουκάνικα, τυριά, τόσα που ο λύκος δεν είχε δει ποτέ του. Έπεσε λοιπόν με τα μούτρα στο φαγητό.
Και η αλεπού έτρωγε, αλλά αυτή είχε τον νου της και κάθε λίγο πήγαινε και έλεγχε να δει αν χωράει να περάσει από την τρύπα. Ο λύκος τίποτε, την είχε πέσει στο φαγητό χωρίς άλλη σκέψη.
Κάποια στιγμή ο παπάς άκουσε θόρυβο στο κελάρι.
«Α!», είπε, «θα είναι αυτός ο κλέφτης που ταράζει τις προμήθειές μου κάθε βράδυ. Τώρα θα δει» και κατέβηκε να πιάσει τον κλέφτη. Η αλεπού μόλις άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν, πραφ πέρασε από την τρύπα και έτρεξε μακριά να σωθεί. Έτρεξε και ο λύκος, όμως καθώς είχε φουσκώσει η κοιλιά του απ’ το πολύ φαΐ, κόλλησε στην τρύπα. Έτσι κολλημένο τον βρήκε ο παπάς, άρπαξε μια βρεγμένη σανίδα και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Πλήρωσε εκείνος τα σπασμένα, όχι μόνο για ότι έφαγε ο ίδιος, αλλά και γιατί ο παπάς θεώρησε ότι αυτός ήταν ο κλέφτης που τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ.
Η πονηρή αλεπού, δεν μπορούσε βέβαια να κάνει κάτι γι’ αυτό,  ακούγοντας λοιπόν τον παπά να δέρνει τον λύκο σχολίασε σκωπτικά:

«Στου παπά τα κατωγάκια παίζουν τα κωλοραβδάκια!»

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Η ιστορία ενός φαγητού ή πώς ο βακαλάος σχετίζεται με την 25η Μαρτίου


Το εθνικό μας φαγητό για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου είναι ο μπακαλιάρος υγράλατος με σκορδαλιά. Πώς, όμως, καθιερώθηκε αυτό το έθιμο και πως ενσωματώθηκε στις διατροφικές μας συνήθειες ο μπακαλιάρος ή αλλιώς βακαλάος; Η ιστορία του μπακαλιάρου ξεκινά με την εποχή των Βίκινγκς, όπου πρωτοεμφανίστηκε σαν εμπορικό προϊόν περί το 800 μ.Χ..
Μάλιστα, λέγεται ότι κυνηγώντας βακαλάους οι Βίκινγκς ανακάλυψαν κατά λάθος τον «νέο κόσμο». Τη σκυτάλη από αυτούς πήραν οι Βάσκοι ψαράδες, οι οποίοι ξεκίνησαν το εμπόριο του μπακαλιάρου από το Μεσαίωνα και οδηγήθηκαν στο πάστωμα του, μέσα από το οποίο πέτυχαν πρώτον, να έχουν φαγητό που διατηρείται στα μακρινά τους ταξίδια και δεύτερον, βρήκαν μια τροφή νηστίσιμη, αλλά και φθηνή για το λαό της Ισπανίας.
Οι Βάσκοι, μάλιστα, επειδή ο βακαλάος κάλυπτε μεγάλο μέρος της διατροφής των κατοίκων της Ενδοχώρας που δε μπορούσαν να πηγαίνουν συχνά στα παράλια για να προμηθεύονται φρέσκα ψάρια, ονόμασαν τον παστό μπακαλιάρο «ψάρι του βουνού».
Ο βακαλάος, αυτό το τόσο νόστιμο και θρεπτικό ψάρι μπήκε στο τραπέζι μας τον 15ο αιώνα και κατάφερε να διεκδικήσει επιτυχώς τη δική του θέση στο εθνικό μας εδεσματολόγιο. Πως, όμως, σχετίζεται με την 25η Μαρτίου και γιατί είναι το «πιάτο» της ημέρας;
Απλούστατα και σύμφωνα με την κοινή λογική, κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας η Εκκλησία επιτρέπει μόνο δύο φορές την κατανάλωση ψαριού, ήτοι την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και την Κυριακή των Βαΐων. Με εξαίρεση τα νησιά, όπου το φρέσκο ψάρι δεν ήταν ποτέ πολυτέλεια, οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα ο παστός μπακαλιάρος εκείνες τις εποχές αποτέλεσε την εύκολη λύση, καθώς ήταν πιο εύκολο να τον προμηθευτεί κανείς και επιπλέον, μπορούσε να διατηρηθεί εκτός ψυγείου, οπότε πέρασε στην παράδοση και κατά συνέπεια έγινε το εθνικό φαγητό της 25ης Μαρτίου.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι στις μέρες μας, την παγκόσμια πρωτιά σε κατανάλωση μπακαλιάρου κατέχει η Πορτογαλία, διότι οι Πορτογάλοι έχουν δημιουργήσει εκατοντάδες διαφορετικές συνταγές για την αξιοποίησή του στην εθνική τους διατροφή, ενώ κατά παράδοση τον αποκαλούν «πιστό φίλο».

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Αριθμοί στη σειρά


Οι επόμενοι αριθμοί είναι στη σειρά. Σε ποια σειρά όμως;
2, 1, 8, 5, 4
 Αν προσπάθησες αρκετά και δεν κατάφερες να βρεις τη λύση, μπορείς να τη δεις στα σχόλια.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Οδηγέ, ε οδηγέ - Σωτήρης Δημητρίου


Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στην Πόβλα Θεσπρωτίας και ζει στην Αθήνα. Έχει τιμηθεί για το έργο του με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος «Τα Νέα» (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω», ενώ το μυθιστόρημά του «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο («Αμέρικα» του Σάββα Καρύδα, «Απ’ το χιόνι» του Σωτήρη Γκορίτσα, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.).
Σημαντικά του έργα: τα «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου», «Η φλέβα του λαιμού», «Η βραδυπορία του καλού», «Τους τα λέει ο Θεός».


Ο οδηγός της νταλίκας έπινε μπίρα στο σαλόνι του επιβατηγού πλοίου της γραμμής Ηγουμενίτσα - Ανκόνα. Στην συντροφιά ήταν κι άλλοι δυο συνάδελφοί του.
«Άδειος πας;» του λέει ο ένας.
«Μαλάκας είσαι;» χτύπησε την τζέπη πάνω απ’ το μπουφάν.
«Καλά τα λεφτά;»
«Αν βγάλεις τα λαδώματα και πάλι καλά είναι. Ούτε με δέκα δρομολόγια πατάτες δεν τα βγάζω».
«Στο Ρίμινι πας;»
«Στο Ρίμινι».
Στην νταλίκα είχε δυο Αφγανούς, έναν μεσήλικα κι ένα παιδαρέλι. μπάρμπας κι ανιψιός απ’ ό,τι κατάλαβε. Πήγαιναν στο Βέλγιο όπου είχε φτάσει πριν λίγα χρόνια ο αδερφός του θείου.
Στο τελείωμα του θαλάμου ακριβώς πάνω απ’ τον πίρο στο επικαθήμενο είχε διαμορφώσει έναν χώρο γύρω στο μισό μέτρο πλάτος. Εκεί χώρεσαν δυο άνθρωποι κι ένας, ας τον πούμε, πάγκος.
Όλη την νύχτα στο ταξίδι οι οδηγοί έπιναν μπίρες και φλυαρούσαν. Στην ελάχιστη κρύπτη οι δύο λαθρομετανάστες είχαν σφίξει γερά τις παλάμες τους. Κάπου κάπου ο θείος χάιδευε τον ανιψιό του στο κεφάλι.
Δεν ήθελε να φύγουνε αλλά τον έφαγε ο ανιψιός του.
«Θα φύγω μόνος μου» του είπε μια φορά και το αποφάσισε κι ο θείος.
Μέσα στο κρύο σκοτάδι άκουγαν το μακρινό αχολαητό από τις μηχανές του πλοίου.
Ήταν ο αγαπημένος του ανιψιός. Ήπιος, λίγο απόμακρος, εγκάρδιος, ευγενικός. Δεν είχε ποτέ αντιληφθεί να πλήγωσε άνθρωπο είτε με πράξη είτε με λόγο. Τόσο νέος και έμοιαζε με έμπειρο άντρα. Τώρα στο σκοτάδι είχε συνεχώς στο μυαλό του την εικόνα του εφήβου στην κρυσταλλώδη -λόγω του υψομέτρου- άνοιξη της πατρίδας τους. Να τρέχει στ’ αγριολούλουδα, να χοροπηδά, να γελάει.
Ψευτοκοιμήθηκε λίγο και ένιωσε όταν ξύπνησε το χέρι του ανιψιού του να έχει χαλαρώσει. Κοιμόταν βαριά.
Οι τρεις οδηγοί συνέχιζαν το ξενύχτι στα «φρουτάκια».
«Ρε σεις για την τύχη μας άνοιξε αυτή η φάμπρικα; Κοντεύω να ξεχρεώσω την νταλίκα».
«Εγώ θα πάρω εκείνη την κούκλα το σκάνια Ρο. Έχετε δει: Σου κόβεται η ανάσα. Είναι η πόρσε του φορτηγού. Θα τρώει πατάτες ο νομός Ιωαννίνων για κάνα μήνα με ένα ταξίδι. Θεόφιλος Χρήστου του Ιωάννου. Θα ζωγραφίσω και κάτι φρούτα, βρήκα έναν καλλιτέχνη μούρλια».
«Τι να κάνουν ρε οι δικοί σου» λέει ο τρίτος στον νταλικέρη με τους Αφγανούς. «Εντάξει με τον αέρα;»
«Δεν έχουν ανάγκη, ξέρεις τι διαόλοι είναι; Τριάντα μέρες ποδαρόδρομο έκαναν μέχρι τους Κήπους».
«Κοίτα μαλάκα μου μην κάτσει καμιά στραβή. Εύκολο είναι. Στο κάτω κάτω ψυχές είναι».
«Τρελός είσαι; Όλα υπό έλεγχο. Το πρωί θα τους βγάλω σε καμιά ερημιά. Άντε υγεία».
«Υγεία».
Το πρωί ο οδηγός αφού πέρασε τελωνείο και έλεγχο μπήκε στον δρόμο για το Ρίμινι φουλαριστός. Ένιωθε τα βλέφαρά του βαριά, μολυβένια, μια γλυκιά χαύνωση τον κυρίεψε. Δυο τρεις στιγμούλες ένιωσε την νταλίκα να πηγαίνει μόνη της.
«Α, δεν πάμε καλά» σκέφτηκε. «Θα το φας το κεφάλι σου. Στο πρώτο πάρκιγκ να τον πάρω κάνα δεκάλεπτο».
Πράγματι πάρκαρε την νταλίκα με δυσκολία κι αμέσως έπεσε τούβλο στον ύπνο. Οι δυο λαθρομετανάστες από ώρα ένιωθαν τον αέρα λιγοστό. Δεν είχε κάνει ο οδηγός ούτε μια τρύπα από φόβο.
Είχαν σηκωθεί όρθιοι -καμπουριαστά, περίπου σκυφτοί- και χτυπούσαν με μανία την λαμαρίνα. Μάτωσαν οι γροθιές τους. Τώρα που η νταλίκα ήταν αραγμένη και να περνούσε κάποιος πεζός -που δεν περνούσε- τα αυτοκίνητα που έτρεχαν ιλιγγιωδώς σκέπαζαν κάθε άλλο ήχο. Αποκαμωμένοι έκατσαν στον πάγκο και ανάπνεαν πνιγηρά, αναρροφητικά.
Σαν να ανάπνεαν από σαράντα πόντους βαμβάκι κολλημένο στη μύτη.
«Οδηγέ, ε οδηγέ» ψιθύρισε ο ηλικιωμένος. Δίπλα ο ανιψιός του έτρεμε. Έβαλε την παλάμη του στα πυκνά μαλλιά και ξάφνου πλημμύρισε εκτυφλωτικά το μυαλό του μια πλαγιά γεμάτη άσπρα κυκλάμινα. Ο ανιψιός του φέρνει αγκαλιά ένα μικρό κατσικάκι και η μάνα του -η αδερφή του- τον χαϊδεύει στο κεφάλι και τον αποκαλεί ζυγούρι μου. Ένας πικρός ωκεανός δάκρυα ανέβηκε στα μάτια του.
Γρήγορα γρήγορα να του οικονομήσει αέρα.
Έσκισε το πουκάμισό του, στούπωσε το στόμα του και κατόπι έκλεισε με το χέρι του την μύτη -τανάλια- μέχρι να έρθει η ασφυξία.

Σωτήρης Δημητρίου, Τα ζύγια του προσώπου


Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ο εθνικισμός


Ο κύριος Κ. δεν είχε ανάγκη να ζει σε μια συγκεκριμένη χώρα. «Μπορώ να πεινάσω οπουδήποτε», έλεγε. Μια μέρα όμως, πέρασε από μια μεγάλη πόλη κατακτημένη από τον εχθρό του τόπου όπου ζούσε. Εκεί, τον σταμάτησε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατέβει από το πεζοδρόμιο. Ο κύριος Κ. κατέβηκε, και τότε συνειδητοποίησε πως είχε οργιστεί με τον άνθρωπο εκείνο, και μάλιστα όχι μόνο με τον άνθρωπο, αλλά κυρίως με τη χώρα του ανθρώπου, τόσο πολύ, που ευχήθηκε την εξαφάνισή της από προσώπου γης. «Μα πώς έγινα διαμιάς εθνικιστής;» αναρωτήθηκε ο κύριος Κ. «Φταίει ο εθνικιστής που βρέθηκε μπροστά μου. Να γιατί πρέπει να εκλείψει η ανοησία: γιατί κάνει ανόητο όποιον βρεθεί μπροστά της».


Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ιστορίες του κ. Κοϋνερ», Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ (μετάφραση: Ι. Παπάζογλου)

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Αίσωπος - Ο λιθοξόος


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λιθοξόος που παραπονιόταν διαρκώς για τη ζωή του. Μια μέρα, πηγαίνοντας στο σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου για να πουλήσει ένα αγαλματίδιο που είχε φτιάξει, παρατήρησε με ζήλεια τη χλιδή μέσα στην οποία ζούσε ο έμπορος και ελεεινολογώντας τον εαυτό του, ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν.
Προς μεγάλη του έκπληξη, η ευχή του ως δια μαγείας εκπληρώθηκε κι ο άνθρωπός μας ευτυχισμένος, ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, απολαμβάνοντας τα πλούτη και την εκτίμηση των συνανθρώπων  του.
Σύντομα όμως διαπίστωσε πως υπήρχαν γύρω του άνθρωποι με περισσότερη δύναμη και επιρροή και αυτό τον έθλιβε. Κάθε φορά που γνώριζε λοιπόν κάποιον τέτοιον ευχόταν να ήταν ο ίδιος στη θέση του. Και η ευχή με τον ίδιο πάντα μαγικό τρόπο πραγματοποιούνταν.
Όταν πια έπαψε να συναντά ανθρώπους πιο ισχυρούς από αυτόν, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό για να ευχαριστήσει το Θεό. Ένας λαμπερός ήλιος στεκόταν ψηλά στον ουρανό σκορπίζοντας ζωή στον κόσμο. Τότε μια τρελή ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό του και φώναξε με λαχτάρα: «Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»
Αμέσως έγινε ο ήλιος, κι άρχισε να ταξιδεύει στον ουρανό λούζοντας με τις αχτίνες του τη γη.
Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, και τον έκρυψε από τα μάτια των ανθρώπων.
«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» , μονολόγησε. «Μακάρι να ήμουν σύννεφο!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο μα σύντομα κατάλαβε ότι παρασυρόταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος! Μακάρι να ήμουν ο άνεμος!»
Αμέσως έγινε άνεμος, και φυσούσε μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του, ώσπου βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την προσπάθειά του. Όταν πια κατάλαβε ότι ο βράχος ήταν πιο δυνατός από αυτόν ευχήθηκε να μεταμορφωθεί σε βράχο.
Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος και ένιωσε την ευτυχία να τον πλημμυρίζει. Έτσι όπως στεκόταν απολαμβάνοντας τη δύναμή του, άκουσε ένα μεταλλικό ήχο να έρχεται από χαμηλά και ένιωσε ένα δυνατό πόνο να διαπερνά το σώμα του.

«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;», απόρησε.
Κοίταξε κάτω, και είδε έναν λιθοξόο...

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Μιχάλης Γκανάς, Προσωπικό


Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, o Ara Dinkjian, κ.ά. Το 1994 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Παραλογή και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών. Έργα του μεταφράστηκαν είτε αυτούσια είτε σε συλλογές στα αγγλικά, αλβανικά βουλγαρικά, γαλλικά, γερμανικά, γεωργιανά, ισπανικά, ιταλικά, κινεζικά, ουγγρικά, πολωνικά, ρουμανικά, τσέχικα και φινλανδικά.
Έργα του: Χριστουγεννιάτικη ιστορία (2014), Ποιήματα 1978-2012 (2013), Ο Άψινθος (2012), Γυναικών: μικρές και πολύ μικρές ιστορίες (2010), Μητριά πατρίδα: αφήγημα (2007), Μαύρα λιθάρια (2007), Άσμα ασμάτων (2005), Γυάλινα Γιάννενα: ποιήματα (2004), Ο ύπνος του καπνιστή (2003), Στίχοι (2002), Τα μικρά: 1969-1999: άγνωστα και γνωστά ποιήματα (2000), Ακάθιστος δείπνος (1994), Παραλογή (1993).

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.
Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ‘μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά  - έτσι κι αλλιώς -
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.


Μιχάλης Γκανάς, Απ’ τη Συλλογή «Γυάλινα Γιάννενα» (1989), Καστανιώτης, 2004. 

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Απειρωτάν - Γιάννης Δάλλας


Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε το 1924 στη Φιλιππιάδα της Πρέβεζας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση. Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Ανέκαθεν υπήρξε ένας αριστερός διανοούμενος, με ορισμένες παρεμβάσεις στα κοινά θέματα. 
Έχει λάβει βραβεύσεις από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία: Το 1987, το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου: Γιάννης Δάλλας «Ο ελληνισμός και η θεολογία του Καβάφη». Το 1999 του απονέμεται το κρατικό «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας» για το σύνολο του έργου του. Επίσης έχει βραβευτεί με το Βραβείο δοκιμίου Ιδρύματος Π. Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών (2009) για το βιβλίο του «Σολωμός και Κάλβος». Μετείχε στα πρώτα «Καβάφεια» της Αλεξάνδρειας, και έχει προσκληθεί για διαλέξεις και παρουσίαση του έργου του σε Πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας, όπου λειτουργούν Τμήματα Μεταβυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών (Μιλάνο, Κατάνια, Βενετία, Στρασβούργο, Βουδαπέστη, Μόσχα, Τυφλίδα, κλπ.) Η ποίησή του μεταφράστηκε αποσπασματικά σε ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Αλβανικά) και πληρέστερα ετοιμάζονται για έκδοση προσεχώς οι δύο τελευταίες συλλογές του στα Ισπανικά και τα Ιταλικά.
Επίσης εξέδωσε σειρά συγκεντρωτικών μελετημάτων «H δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη» (1988) και «Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας», φιλολογικές εκδόσεις των πεζών του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (Κορφιάτικες Ιστορίες, Κατάδικος, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους), των συνθετικών συλλογών του K. Βάρναλη («Σκλάβοι πολιορκημένοι», 1990 και «Το φως που καίει», 2003) και των έργων του A. Κάλβου «Οι Ψαλμοί του Δαβίδ», (1981) «H Ιωνιάς», (1992) «Ωδαί», (1997). Δημοσίευσε ακόμη δύο συνθετικά κριτικά βιβλία γύρω από το θέμα της Ποιητικής (1994) και το θέμα του κλασικισμού του Κάλβου (1999), άλλα τέσσερα για την ποίηση του Καβάφη από τα οποία, τα σημαντικότερα είναι τα: «Καβάφης και ιστορία» (1974) και «Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική» (1984) και Σκαπτή ύλη. Από τα Σολωμικά μεταλλεία (2002). Τελευταίες σχετικές εκδόσεις μελετημάτων είναι τα: Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές (2009) και ολίγο θα τον ξαναγγίξω. Η στρατηγική του εργαστηρίου. Ύστερα Καβαφολογικά (2009). Αρκετά βιβλία δοκιμίων του που αναφέρονται σε θέματα και κείμενα της παλαιότερης, της μεσοπολεμικής και της μεταπολεμικής λογοτεχνίας «Εποπτείες A΄» (1954), «Υπερβατική Συντεχνία» (1958), «Πλάγιος λόγος» (1989), «Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης» (1997), «Ευρυγώνια» (2000), «Μανόλης Αναγνωστάκης-Ποίηση και ιδεολογία» (2000), «Συνεκδοχές» (2010) και «Σύμμεικτα» (2014).
Συστηματική υπήρξε η φιλολογική και μεταφραστική του ενασχόληση με την ποίηση των αρχαίων Λυρικών των αρχαϊκών αιώνων «Ελεγειακοί», «Ιαμβογράφοι», «Μελικοί», «Χορικολυρικοί», (1976-2007) και των Ελληνιστικών επιγραμμάτων, «Ελληνιστικός μικρόκοσμος», «Καλλίμαχος», «Ρουφίνος», «Πλάτωνος τα αποδιδόμενα επιγράμματα», (2008-2009).

Πήρε απ’ το χώμα της ανασκαφής
Το νόμισμα
το γυάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν
Το γύριζε στις Τράπεζες… Καμιά
δεν δεχόταν να το πριμοδοτήσει
- Τα σύμβολά σας στα Μουσεία, του ‘λεγαν
Δεν είναι σύμβολα - είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής
- Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο Ηπείρους δυο Ιερά
πώς δεν τη νιώσαν δεν την μάντεψαν
την επερχόμενη κατάρρευση;
(Καιροί πτωχεύσεων, καιροί της Αγοράς
Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!)
Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα, απάντησαν


Γιάννης Δάλλας, Απειρωτάν (2012), Εκδόσεις «Τόπος»

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Ρήγμα στο έδαφος της Αιθιοπίας προμηνύει διαχωρισμό της Αφρικής


Το ρήγμα Αφάρ που βρίσκεται στην βόρεια Αιθιοπία αρχίζει να διευρύνεται με εκπληκτικό ρυθμό 2,5 εκατοστών κάθε χρόνο - Η σχισμή είναι περίπου 60 χιλιόμετρα μακριά, 8 μέτρα σε πλάτος και 2 σε βάθος
Σε δέκα εκατομμύρια χρόνια, η Αφρική αναμένεται να έχει διασπαστεί πλήρως, χάρη σε αρχέγονα αέρια τα οποία δημιούργησαν ένα γεωλογικό ρήγμα που εντέλει θα καλυφθεί από νερό, σύμφωνα με μελέτη του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου Σκριπς και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο.


Το ρήγμα Αφάρ που βρίσκεται στην βόρεια Αιθιοπία αρχίζει να διευρύνεται με εκπληκτικό ρυθμό 2,5 εκατοστών κάθε χρόνο. Με τέτοιο ρυθμό μπορεί να δημιουργηθεί ένας καινούργιος ωκεανός στην αφρικανική ήπειρο μετά από μερικά εκατομμύρια χρόνια. Μια ισχυρή σεισμική δραστηριότητα που έλαβε χώρα στο ηφαίστειο Dabbahu το 2005 οδήγησε σε μια τεράστια ρωγμή στην επιφάνεια της γης. Η σχισμή, η οποία είναι περίπου 60 χιλιόμετρα μακριά, 8 μέτρα σε πλάτος και 2 σε βάθος, άνοιξε σαν φερμουάρ πάνω στο έδαφος. Λίγους μήνες αργότερα ανακαλύφθηκαν και άλλες ρωγμές στην έρημο, ενώ το έδαφος βυθίστηκε στο εκτιμώμενο βάθος των 100 μέτρων. Οι επιστήμονες επεσήμαναν, ότι εκείνη την περίοδο αυξήθηκε το μάγμα κάτω από ρήγμα. Φαινομενικά, αυτό που είδαν ήταν την γέννηση ενός ωκεανού.


Πιθανώς, η αφρικανική ήπειρος αποτελούνταν από μια τεράστια τεκτονική πλάκα πριν από 30 εκατομμύρια χρόνια. Ωστόσο, ένας τεράστιος όγκος λάβας εκτινάχθηκε από τον φλοιό της γης και αργότερα δημιούργησε τις κοιλότητες που γνωρίζουμε σήμερα ως Ερυθρά Θάλασσα. Τώρα, η Αφρική αποτελείται από 3 πλάκες την Αραβική, την Αφρικανική και την Σομαλική. Αυτές οι 3 πλάκες διασταυρώνονται σε ένα σημείο γνωστό ως “Η τριπλή διασταύρωση του Αφάρ” και απομακρύνονται η μια από την άλλη 1 με 2 εκατοστά κάθε χρόνο. Όταν η ρωγμή που χωρίζει την Αραβική και την Αφρικανική πλάκα γίνει αρκετά μεγάλη, το νερό από την Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο του Άντεν θα χυθούν σε αυτό και θα σχηματίσουν ένα καινούργιο σώμα νερού. Υπολογίζεται, ότι αυτή η διαδικασία θα χρειαστεί 10 εκατομμύρια χρόνια για να ολοκληρωθεί.


Αρκετοί γεωφυσικοί πιστεύουν ότι οφείλεται σε ένα γιγαντιαίο κομμάτι του μανδύα της γης που μεταφέρει θερμότητα από τον πυρήνα προς το φλοιό, και όπως ανυψώνεται χωρίζει σταδιακά την αφρικανική τεκτονική πλάκα στα δύο. Ως απόδειξη της κίνησης αυτής αναφέρουν την ύπαρξη δύο μεγάλων οροπεδίων στην Αιθιοπία και την Κένυα, τα οποία δημιουργήθηκαν όταν ο μανδύας πιέστηκε προς τα πάνω από ένα παρόμοιο φαινόμενο. Το 2006 και το 2011 ο Ντέηβιντ Χίλτον, επικεφαλής της έρευνας, ταξίδεψε στην Κοιλάδα του Μεγάλου Ρήγματος στην Ανατολική Αφρική για να επαληθεύσει μία από τις δύο θεωρίες. Η ομάδα του Χίλτον συνέλεξε δείγματα από πετρώματα στα δύο οροπέδια, τα οποία συνορεύουν με την κοιλάδα του ρήγματος,  και εξέτασαν για ήλιο-3 και νέον-22, συγκεκριμένες μορφές των ευγενών αυτών αερίων που μπορούν να δώσουν στοιχεία για το πώς δημιουργήθηκαν τα οροπέδια. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι αναλογίες των δύο αερίων ήταν πανομοιότυπες σε όλα τα δείγματα, επιβεβαιώνοντας την υπόθεση ότι και τα δύο οροπέδια, και συνεπώς το ρήγμα, δημιουργήθηκαν από μία μαζική ανύψωση του μανδύα.


Προς το παρόν, οι ορεινές περιοχές που περιβάλλουν το ρήγμα Danakil παρέχουν ένα φυσικό φράγμα, εμποδίζοντας το νερό από την Ερυθρά Θάλασσα να εισχωρήσει. Αλλά μόλις το υψηλότερο σημείο διαβρωθεί ή μετακινηθούν οι τεκτονικές πλάκες, τίποτα δεν θα εμποδίζει το νερό από το να εισχωρήσει.



Πηγή: protothema.gr

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

21η Φεβρουαρίου - Βίκι Βάββα


Ξημέρωσε Παρασκευή. 21η Φεβρουαρίου, η επέτειος της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων από τον τουρκικό ζυγό. Βγήκε στο μπαλκόνι με τη ζακέτα και αντίκρισε το Μιτσικέλι.
Αυτό ήταν ο δικός της ο ζυγός. Θαλασσινή αυτή, μαθημένη να ατενίζει χωρίς όριο, βρέθηκε εδώ, μες τα βουνά. Ανοίγει το μάτι, ανοίγει και το μυαλό, έτσι πίστευε. Περιορίζεται το βλέμμα, κλεισούρα στο μυαλό, έτσι το ‘νιωθε.
Στα 19 της χρόνια ήρθε πρώτη φορά στην πόλη ως φοιτήτρια. Στην πορεία αγάπησε κι έμεινε. Ερωτική μετανάστης,  που λένε στην πόλη χαριτολογώντας, για τις πολλές, αντίστοιχες με τη δική της, περιπτώσεις. Τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους πηγαίνανε συνέχεια βόλτες στον παραλίμνιο. Έρωτας απίστευτος, δεν είχε ξανανιώσει έτσι η Αννούλα. Τον κοιτούσε κι έλιωνε, τον άκουγε και υπνωτιζόταν, τον άγγιζε και νόμιζε πως θα της κοπεί η ανάσα. Τότε έβλεπε τη λίμνη, δεν εστίαζε στο βουνό. Έτσι είναι αυτά. Οι αισθήσεις γίνονται άκρως επιλεκτικές και μεροληπτικές όταν λαβώνονται από τα παραισθησιογόνα βέλη του έρωτα. Βλέπεις, ακούς και γεύεσαι αυτά που θέλεις, όσα σου χρειάζονται για να επιβεβαιώσεις ότι αυτός είναι. Ο ένας και μοναδικός. Ο άνθρωπος που θα σε κάνει ν’ απαρνηθείς τη θάλασσα και να λατρέψεις τα βουνά. Ο άνθρωπός σου.
Στα 35 πια, το έχει πάρει απόφαση. Το Μιτσικέλι δεν πρόκειται να το βάλει στην ψυχή της. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, τη θάλασσα θα νοσταλγεί. Ειδικά τώρα, που ο έρωτας, ο υπαίτιος της εγκατάστασής της έκανε φτερά… ζόρικα τα πράγματα. Όλα όσα κατάπινε τα περασμένα χρόνια για χάρη του, ενώθηκαν σε έναν δύσπεπτο κόμπο που όλο κι ανεβαίνει, όλο και πιέζει, όλο και πνίγει. Βγαίνει κι αυτή να χορτάσει αέρα στο μπαλκόνι, βλέπει τον όγκο απέναντί της και χειροτερεύει η δύσπνοια.
Σήμερα όμως παραείναι ζορισμένη. Δε φτάνει το πανηγυρικό κλίμα απελευθέρωσης – η γαλανόλευκη παραλίγο να «αρπάξει» πάνω στην καύτρα του τσιγάρου της έτσι που ανεμίζει τρελαμένη – είναι κι η παρέλαση. Και δεν φτάνει η παρέλαση, είναι και τριώδιο, χτες ήταν Τσικονοπέμπτη, οι κλόουν κρατάνε ελληνικές σημαίες στους στύλους των κεντρικών οδών της πόλης και μέσα στα δάφνινα στεφάνια του θριάμβου ποζάρουν παιχνιδιάρηδες αρλεκίνοι. Κωμικοτραγικό σκηνικό, σαν τη ζωή της τα τελευταία χρόνια. 
Στις 11 είναι άπαντες στην πόρτα, έτοιμοι για την οικογενειακή έξοδο. Η Άννα είναι όμορφη και στυλάτη. Έχει ντύσει το αγκυλωμένο της κορμί με καλοραμμένα και ακριβούτσικα ρούχα, έχει μακιγιάρει τη μοναξιά της με concealer και make-up. Δεν ξέρει μόνο με τι προσωπείο να κυκλοφορήσει σήμερα. Με τη σοβαρότητα και την περηφάνια που αρμόζουν στην επέτειο ή με την επίπλαστη χαρά και ελαφρότητα του καρναβαλιού; Ο Αντώνης κομψός και κουρασμένος. Σαν να νοσταλγεί κι αυτός τη θάλασσα, κι ας μην την έχει στο αίμα του. Η Κατερίνα ντυμένη πριγκίπισσα με ραβδάκι και φουσκωτό μπουφάν για το κρύο, ενθουσιασμένη με τη διπλή γιορτή. Ο Λάμπρος αποτελεί την εμβληματική μορφή της ημέρας: ντυμένος σκελετός, με το πλαστικό σημαιάκι του στο χέρι, έτοιμος να τιμήσει την πόλη του και να τρομοκρατήσει τους πολίτες της.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο και κατευθύνονται προς το κέντρο. Πού θα παρκάρουν μέσα στο χαμό; Τα πρώτα χρόνια, ανύπαντροι ακόμη, μένανε μέσα στο κάστρο, σε ένα μικρό δυαράκι με αυλίτσα. Της Άννας της άρεσε πολύ εκεί, το ‘νιωθε φωλίτσα, τα είχε κι όλα κοντά και επειδή με την οδήγηση δεν είχε καλές σχέσεις, το είχε αγαπήσει το κάστρο, το δυάρι, τα στενά σοκάκια, το μικρό καφέ με το πάτωμα που τρίζει και τα αρωματικά σερμπέτια για το χειμώνα, τον ηλιόλουστο καφέ ή το ουζάκι στο Ιτς Καλέ την άνοιξη, τον Αντώνη. Τον είχε αγαπήσει, ναι. Και τον είχε πιστέψει. Είχε εναποθέσει στα δυνατά του χέρια τις προσδοκίες και τα όνειρα μιας ζωής. Μετά παντρεύτηκαν. Άνοιξε η δουλειά του Αντώνη, υπήρχε ένα οικόπεδο έξω απ’ την πόλη, ετοιμάζονταν και για μωρό και το αποφάσισαν. Έχτισαν ένα σπίτι μεγάλο, να χωράει τις ανάγκες και τα θέλω, να ‘χει άπλα και ενεργειακό τζάκι, υπόγειο, αποθήκη και παράθυρα οροφής στις κρεβατοκάμαρες του πάνω ορόφου. Εκεί πρωτοφέρανε το Λάμπρο τους μωρό, εκεί και το Κατερινάκι. Εκεί πέρασε η Άννα ώρες, μέρες, μήνες και χρόνια, αφού αποφασίσανε από κοινού να μη δουλέψει τα πρώτα χρόνια για να αναστήσει τα παιδιά. Μετά ήρθε η κρίση και οι δουλειές έγιναν είδος υπό εξαφάνιση, οπότε ξέμεινε η Αννούλα άνεργη στο μεγάλο της σπίτι, να το συγυρίζει με βαρεμάρα, να το βλέπει κι αυτό σαν το Μιτσικέλι, εχθρικό και ογκώδες, βαρύ και περιοριστικό, να παρατηρεί κάθε βράδυ από τα παράθυρα οροφής ένα ένα τα αστέρια να σβήνουν από τον ουρανό της.
Τελικά το βάλανε σε ένα πάρκινγκ κοντά στην πλατεία το αυτοκίνητο, και ξεμπερδέψανε. Μικροί μεγάλοι συρρέουν στην πλατεία για να παρακολουθήσουν την ηρωική παρέλαση. Καλοντυμένοι ενήλικες και μικροκαμωμένοι μασκαράδες έρχονται από παντού για να υπογραμμίσουν την οξύμωρη παραφωνία τούτης της μέρας. Η μικρή πεταλουδίτσα ουρλιάζει γιατί την «κόβουν» τα φτερά, οι επίσημοι βάλανε τη σοβαροφάνεια και πήραν θέση, «ζήτω η Ελλάδα» και «Πώς το τρίβουν το πιπέρι», το σιντριβάνι της πλατείας λες και πετάει πιο ψηλά σήμερα το νερό του, οι ανάπηροι πολέμου λούζονται με χαρτοπόλεμο, οι φαντάροι ακολουθούν το ρυθμό της φιλαρμονικής αλλά θαρρείς πως θέλουν να αμαυρώσουν την ιερότητα της στιγμής χορεύοντας το ανίερο τραγούδι της Δόμνας Σαμίου «Το μουνί το λένε Γιώτα», οι γονείς καμαρώνουν, οι Γιαννιώτες καμαρώνουν, οι επίσημοι καμαρώνουν, ο Αντώνης φωτογραφίζει μια την παρέλαση, μια τα παιδιά, ολαρία ολαρά, η Άννα είναι εκεί και δεν εκεί, έχει αφήσει μέσα στο πλήθος το συνολάκι της και είναι μόνη στο σπίτι, γυμνή μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, κάνει την καθιερωμένη ψηλάφηση μαστού σύμφωνα με το ενημερωτικό καρτελάκι και τις οδηγίες του γιατρού, απαλές κυκλικές κινήσεις ρουτίνας, είναι προσεκτική με αυτά, κάνει και κανά check – up πού και πού, ποτέ δεν ξέρεις, εκεί λοιπόν, μέσα στο μεγάλο μπάνιο με τα γυαλιστερά είδη υγιεινής και τα πλακάκια που τα παραγγείλανε από Ιταλία, εκεί, στο πλάι της χτιστής μπανιέρας, ούτε ένα μήνα πριν τη σημερινή διπλή γιορτή, το έπιασε για πρώτη φορά, αυτό το μικρό αλλά σαφώς ψηλαφητό ογκίδιο στο στήθος, αυτό το καρκινάκι, αυτόν τον όγκο σαν το Μιτσικέλι σε μικρογραφία που πήγε και τρύπωσε στο βυζί της, αυτόν τον νέο της ζυγό. 
Στην αρχή δεν είπε τίποτα για να μην τους ανησυχήσει δίχως λόγο. Ήθελε πρώτα να σιγουρευτεί. Μετά που σιγουρεύτηκε, ναι, είναι καρκίνος, επιθετικός, ναι, έχει πιάσει λεμφαδένες και ψάχνουμε τα υπόλοιπα, άρχισε να το σκέφτεται. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Μα σαν η απόσταση μεταξύ τους είχε γίνει κάτι σαν το Γκραντ Κάνυον, η στιγμή αυτή ποτέ δεν έφτανε. Και πότε δηλαδή; Ο Αντώνης έλειπε όλη μέρα στη δουλειά κι αυτή μετά το μεσημέρι με τα παιδιά, ετοιμασίες, διαβάσματα, δραστηριότητες, παιχνίδια, καυγάδες και το βράδυ πτώμα. Ξάπλωνε στον καναπέ και χάιδευε δειλά το καρκινάκι της, μην κι είχε φύγει ξαφνικά, όπως ήρθε. Και τα πρωινά στους γιατρούς, μόνη, αγχωμένη, φοβισμένη. Μα και δραστήρια, όσο ποτέ. Σαν να απόκτησε ένα νόημα η ανόητη ζωή της. Είχε κι αυτή έναν προορισμό, ένα πρόγραμμα, έναν στόχο, όταν ξυπνούσε το πρωί. Ξεφοβήθηκε και με το αυτοκίνητο και άρχισε να το παίρνει για να πηγαίνει στα ραντεβού της και μετά στο μώλο. Εκεί, στην άκρη της λίμνης, να ενώσει τα υγρά και να κάνει αλχημείες, να ανακατέψει τα δάκρυα με το υγρό στοιχείο της πόλης μπας και βγάλει άκρη. Δεν έβγαζε. Ο γιατρός την πίεζε ότι πρέπει να μπει για μαστεκτομή και άμεσα να ξεκινήσει χημειοθεραπείες. Κι αυτή, καθυστερούσε, γιατί ήταν πιο τρομαγμένη και σοκαρισμένη από ποτέ. Όχι γιατί είχε καρκίνο. Αυτό λίγο πολύ το περίμενε κάποια στιγμή, όχι στα 35, αλλά κάποτε, με γιαγιά και μάνα χαμένες από αυτόν το λόγο, ήταν σχεδόν σίγουρη. Αλλά δεν ήταν έτσι λόγω του καρκίνου. Ήταν επειδή συνειδητοποίησε ότι δεν είχε κάποιον να το πει. Κάποιον που να θέλει, να έχει ανάγκη να το μοιραστεί. Δεν ήθελε να το πει στον άντρα της, δεν ήθελε να ρίξει την απελπισμένη γέφυρα της ασθένειας για να γεφυρώσει τα αγεφύρωτα. Γονείς δεν είχε. Οι φίλες σκόρπιες με τρεχάματα κι οικογένειες, είχε χαθεί η ουσία των σχέσεων, είχε απομείνει μόνο ο τίτλος. Τόσο μόνη, λοιπόν. Μια μικρή κουκίδα με ένα καρκινάκι για συντροφιά, στο χάρτη της γραφικής πόλης που σήμερα γιορτάζει την απελευθέρωσή της. Μήπως κι ο καρκίνος ήρθε για να απελευθερώσει αντί να υποτάξει; Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, κατάθλιψη και καταχνιά. Έπρεπε να μιλήσει και μάλιστα γρήγορα. Το ήξερε. Ήξερε και πως είναι τρομερά εγωιστικό αυτό που κάνει. Σκεφτόταν το Λάμπρο και την Κατερίνα και την πλημμύριζαν οι τύψεις. Τι κάνει; Δικαιούται να αφήνεται σε ένα σαγηνευτικό φλερτ με το θάνατο; Μπορεί και να είναι μια ευκαιρία να ξαναδούν κάποια πράγματα με τον Αντώνη, να μιλήσουν επί της ουσίας, γιατί όχι; Ή μπορεί και να αποφασίσουν να το διαλύσουν, με αφορμή όλο αυτό. Να αναγνωρίσουν την αποτυχία τους και να πάνε παρακάτω – να πάει ο Αντώνης δηλαδή, για την Άννα δεν είναι σίγουρο. Να επικοινωνήσουν πάντως. Ξανά. Η Άννα και ο Αντώνης, οι σύζυγοι. Μαζί δεν οφείλουν να αντιμετωπίζουν τους ζυγούς; Να μιλήσει. Να ζητήσει βοήθεια. Συνήθισε σε μια περίεργη μοναξιά και ξέχασε πώς μιλάνε οι άνθρωποι. Επιφανειακή επικοινωνία ανταλλαγής πληροφοριών, αυτό μόνο ξέρει να κάνει. Διεκπεραίωση. Ρομποτική επανάληψη της καθημερινότητας. Γι’ αυτό κι ένα της κομμάτι «ξύπνησε» με αφορμή τα τρεχάματα στους γιατρούς. Μόνη της παραδόθηκε και τώρα πρέπει η ίδια να σπάσει τα δεσμά της. Να ξαναβρεί το νόημα. Να το δημιουργήσει ίσως… 
Ντύνεται και βγαίνει από το μεγαλειώδες μπάνιο του σπιτιού τους. Δανείζεται τα φτερά της μικρής πεταλουδίτσας που ούρλιαζε πριν από λίγο και πετάει πάνω από την πόλη. «Όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά κι εσύ τον πήρες σοβαρά…». Δεν θέλει να πεθάνει. Τουλάχιστον δεν το θέλει περισσότερο από όσο θέλει να ζήσει. Τουλάχιστον όχι έτσι, αμαχητί. Τουλάχιστον όχι τόσο μόνη. Από εκεί ψηλά βλέπει τον κόσμο να διαλύεται, η παρέλαση τελείωσε. Μικροί και μεγάλοι σκορπίζουν στα καφέ και τα τσιπουράδικα, στο μώλο και την πλατεία, στον ήλιο και τη σκιά. 
Του πιάνει το χέρι και τον τραβάει προς το μέρος της. Για λίγο νομίζει ότι μυρίζει πάλι όπως τότε, όταν πρωτογνωρίστηκαν, μια μυρωδιά μεθυστική που δεν περιγράφεται με λόγια. Την κοιτάζει έκπληκτος, σχεδόν τρομαγμένος, θαρρείς και ξύπνησε από λήθαργο. «Αντώνη», του λέει, «θέλω να σου μιλήσω».

Πηγή: agon.gr