Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε το 1955 στην Πόβλα Θεσπρωτίας και
ζει στην Αθήνα. Έχει τιμηθεί για το έργο του με το βραβείο διηγήματος της
εφημερίδος «Τα Νέα» (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού
«Διαβάζω», ενώ το μυθιστόρημά του «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» ήταν υποψήφιο
για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές
φορές στον κινηματογράφο («Αμέρικα» του Σάββα Καρύδα, «Απ’ το χιόνι» του Σωτήρη
Γκορίτσα, «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.).
Σημαντικά του έργα: τα «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», «Ν’ ακούω καλά
τ’ όνομά σου», «Η φλέβα του λαιμού», «Η βραδυπορία του καλού», «Τους τα λέει ο
Θεός».
Ο
οδηγός της νταλίκας έπινε μπίρα στο σαλόνι του επιβατηγού πλοίου της γραμμής
Ηγουμενίτσα - Ανκόνα. Στην συντροφιά ήταν κι άλλοι δυο συνάδελφοί του.
«Άδειος
πας;» του λέει ο ένας.
«Μαλάκας
είσαι;» χτύπησε την τζέπη πάνω απ’ το μπουφάν.
«Καλά
τα λεφτά;»
«Αν
βγάλεις τα λαδώματα και πάλι καλά είναι. Ούτε με δέκα δρομολόγια πατάτες δεν τα
βγάζω».
«Στο
Ρίμινι πας;»
«Στο
Ρίμινι».
Στην
νταλίκα είχε δυο Αφγανούς, έναν μεσήλικα κι ένα παιδαρέλι. μπάρμπας
κι ανιψιός απ’ ό,τι κατάλαβε. Πήγαιναν στο Βέλγιο όπου είχε φτάσει πριν λίγα
χρόνια ο αδερφός του θείου.
Στο
τελείωμα του θαλάμου ακριβώς πάνω απ’ τον πίρο στο επικαθήμενο είχε διαμορφώσει
έναν χώρο γύρω στο μισό μέτρο πλάτος. Εκεί χώρεσαν δυο άνθρωποι κι ένας, ας τον
πούμε, πάγκος.
Όλη
την νύχτα στο ταξίδι οι οδηγοί έπιναν μπίρες και φλυαρούσαν. Στην ελάχιστη
κρύπτη οι δύο λαθρομετανάστες είχαν σφίξει γερά τις παλάμες τους. Κάπου κάπου ο
θείος χάιδευε τον ανιψιό του στο κεφάλι.
Δεν
ήθελε να φύγουνε αλλά τον έφαγε ο ανιψιός του.
«Θα
φύγω μόνος μου» του είπε μια φορά και το αποφάσισε κι ο θείος.
Μέσα
στο κρύο σκοτάδι άκουγαν το μακρινό αχολαητό από τις μηχανές του πλοίου.
Ήταν
ο αγαπημένος του ανιψιός. Ήπιος, λίγο απόμακρος, εγκάρδιος, ευγενικός. Δεν είχε
ποτέ αντιληφθεί να πλήγωσε άνθρωπο είτε με πράξη είτε με λόγο. Τόσο νέος και
έμοιαζε με έμπειρο άντρα. Τώρα στο σκοτάδι είχε συνεχώς στο μυαλό του την
εικόνα του εφήβου στην κρυσταλλώδη -λόγω του υψομέτρου- άνοιξη της πατρίδας τους.
Να τρέχει στ’ αγριολούλουδα, να χοροπηδά, να γελάει.
Ψευτοκοιμήθηκε
λίγο και ένιωσε όταν ξύπνησε το χέρι του ανιψιού του να έχει χαλαρώσει.
Κοιμόταν βαριά.
Οι
τρεις οδηγοί συνέχιζαν το ξενύχτι στα «φρουτάκια».
«Ρε
σεις για την τύχη μας άνοιξε αυτή η φάμπρικα; Κοντεύω να ξεχρεώσω την νταλίκα».
«Εγώ
θα πάρω εκείνη την κούκλα το σκάνια Ρο. Έχετε δει: Σου κόβεται η ανάσα. Είναι η
πόρσε του φορτηγού. Θα τρώει πατάτες ο νομός Ιωαννίνων για κάνα μήνα με ένα
ταξίδι. Θεόφιλος Χρήστου του Ιωάννου. Θα ζωγραφίσω και κάτι φρούτα, βρήκα έναν
καλλιτέχνη μούρλια».
«Τι
να κάνουν ρε οι δικοί σου» λέει ο τρίτος στον νταλικέρη με τους Αφγανούς.
«Εντάξει με τον αέρα;»
«Δεν
έχουν ανάγκη, ξέρεις τι διαόλοι είναι; Τριάντα μέρες ποδαρόδρομο έκαναν μέχρι
τους Κήπους».
«Κοίτα
μαλάκα μου μην κάτσει καμιά στραβή. Εύκολο είναι. Στο κάτω κάτω ψυχές είναι».
«Τρελός
είσαι; Όλα υπό έλεγχο. Το πρωί θα τους βγάλω σε καμιά ερημιά. Άντε υγεία».
«Υγεία».
Το
πρωί ο οδηγός αφού πέρασε τελωνείο και έλεγχο μπήκε στον δρόμο για το Ρίμινι φουλαριστός.
Ένιωθε τα βλέφαρά του βαριά, μολυβένια, μια γλυκιά χαύνωση τον κυρίεψε. Δυο
τρεις στιγμούλες ένιωσε την νταλίκα να πηγαίνει μόνη της.
«Α,
δεν πάμε καλά» σκέφτηκε. «Θα το φας το κεφάλι σου. Στο πρώτο πάρκιγκ να τον
πάρω κάνα δεκάλεπτο».
Πράγματι
πάρκαρε την νταλίκα με δυσκολία κι αμέσως έπεσε τούβλο στον ύπνο. Οι δυο λαθρομετανάστες
από ώρα ένιωθαν τον αέρα λιγοστό. Δεν είχε κάνει ο οδηγός ούτε μια τρύπα από
φόβο.
Είχαν
σηκωθεί όρθιοι -καμπουριαστά, περίπου σκυφτοί- και χτυπούσαν με μανία την λαμαρίνα.
Μάτωσαν οι γροθιές τους. Τώρα που η νταλίκα ήταν αραγμένη και να περνούσε
κάποιος πεζός -που δεν περνούσε- τα αυτοκίνητα που έτρεχαν ιλιγγιωδώς σκέπαζαν
κάθε άλλο ήχο. Αποκαμωμένοι έκατσαν στον πάγκο και ανάπνεαν πνιγηρά,
αναρροφητικά.
Σαν
να ανάπνεαν από σαράντα πόντους βαμβάκι κολλημένο στη μύτη.
«Οδηγέ,
ε οδηγέ» ψιθύρισε ο ηλικιωμένος. Δίπλα ο ανιψιός του έτρεμε. Έβαλε την παλάμη
του στα πυκνά μαλλιά και ξάφνου πλημμύρισε εκτυφλωτικά το μυαλό του μια πλαγιά
γεμάτη άσπρα κυκλάμινα. Ο ανιψιός του φέρνει αγκαλιά ένα μικρό κατσικάκι και η μάνα
του -η αδερφή του- τον χαϊδεύει στο κεφάλι και τον αποκαλεί ζυγούρι μου. Ένας
πικρός ωκεανός δάκρυα ανέβηκε στα μάτια του.
Γρήγορα γρήγορα να του οικονομήσει αέρα.
Γρήγορα γρήγορα να του οικονομήσει αέρα.
Έσκισε
το πουκάμισό του, στούπωσε το στόμα του και κατόπι έκλεισε με το χέρι του την
μύτη -τανάλια- μέχρι να έρθει η ασφυξία.
Σωτήρης Δημητρίου, Τα ζύγια του προσώπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου