ΩΡΑ...

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Λίμνη Υλίκη



Λίμνη της Βοιωτίας στο βορειοανατολικό άκρο του, 6 χιλιόμετρα από την πόλη της Θήβας. Στην αρχαιότητα η Υλίκη λεγόταν Υλική (τονιζόταν στη λήγουσα) και πήρε το όνομά της από την πόλη Ύλη που ήταν κτισμένη στις όχθες της, όπως και η πόλη Ακραιφία. Τα νερά της χύνονταν στη γειτονική λίμνη Τρεφία ή Ουγγρία, την Παραλίμνη των νεότερων χρόνων. Πολύ κοντά στην Υλική υπήρχε μεγάλος ναός του θεού Απόλλωνα, που είχε την προσωνυμία «Πτώος» από το ομώνυμο γειτονικό βουνό.


Η Υλίκη βρίσκεται στη λεκάνη που σχηματίζουν τα βουνά Πτώο, Σφίγγιος και Κτυπάς ή Μεσσάπιος. Τροφοδότες ποταμοί της είναι κυρίως ο βοιωτικός Κηφισός και ο Μέλας, αλλά την ενισχύουν και άλλα μικρότερα υδάτινα ρεύματα από τα βουνά που την περικλείουν. Έχει πολύ ακανόνιστο σχήμα, με πολυσχιδείς και βραχώδεις όχθες. Η επιφάνειά της αγγίζει τα 23 τετραγωνικά χιλιόμετρα. 


Είναι η 9η λίμνη της χώρας σε μέγεθος και έχει μέγιστο βάθος 50 μέτρα. Οι όχθες της στερούνται έχουν ελάχιστη βλάστηση, και μόνο λίγη μεσογειακή μακία προσδιορίζει το περίγραμμα της λίμνης. Έχει διαπιστωθεί ότι στον βυθό της ζει το ενδημικό είδος καλαμίθρα, το οποίο το βρίσκουμε μόνο εδώ σε όλα τα Βαλκάνια. Στα νερά της κολυμπούν επίσης κυπρίνοι που έχουν εμπλουτισθεί από γόνο. Κατά τους χειμερινούς μήνες φιλοξενεί και αρκετό αριθμό πουλιών που έρχονται να ξεχειμωνιάσουν. Μία διώρυγα μήκους 2,5 χιλιομέτρων τη συνέδεε με την Παραλίμνη και διοχέτευε σε αυτήν τα πλεονάζοντα νερά της. 


Από το 1959 άρχισε να λειτουργεί σύνδεση παροχής νερού στην τεχνητή Λίμνη του Μαραθώνα από τη Λίμνη Υλίκη, καθώς η μεγάλη πληθυσμιακή ανάπτυξη της πρωτεύουσας καθιστούσε πλέον ανεπαρκή την ύδρευσή της αποκλειστικά από την πρώτη. Και πάλι όμως η αύξηση του πληθυσμού των Αθηνών ξεπέρασε τις δυνατότητες των δύο λιμνών, ώστε από το 1981 το περισσότερο νερό για την ύδρευση της ελληνικής πρωτεύουσας προέρχεται από την τεχνητή Λίμνη του Μόρνου. Η παροχέτευση των νερών της Υλίκης στη Λίμνη του Μαραθώνα γίνεται με αυλάκι και σήραγγα, και στη συνέχεια με άντληση (Μουρίκι - Βίλιζα). 


Η λίμνη Υλίκη είναι μία ολιγότροφη λίμνη, με πολύ μικρή περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται και ένα γενετικά μεταλλαγμένο νερόφιδο, ένα ενδημικό κολεόπτερο και ένα ορθόπτερο, αλλά και βίδρες. Η περιοχή Υλίκης - Βοιωτικού Κηφισού - Παραλίμνης έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα "Δίκτυο Φύση 2000" στην κατηγορία Α, σύμφωνα με την οδηγία 92/93 της Ε.Ε. για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων. Αυτό βέβαια οφείλεται κυρίως στην Παραλίμνη η οποία παρουσιάζει μία τελείως διαφορετική εικόνα απ’ αυτήν της Υλίκης.

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Ο λαγός και η καντίνα



Μια μέρα στο μεγάλο δάσος κυκλοφορεί η φήμη ότι άνοιξε μία καντίνα. Όλα τα ζώα του δάσους έτρεξαν και με σειρά ιεραρχίας παρατάχτηκαν το ένα πίσω από το άλλο για να ψωνίσουν. Μετά από λίγη ώρα να σου σκάει και ο λαγός. Βλέπει την τεράστια ουρά που έχει δημιουργηθεί και πολύ άνετα τους προσπερνάει και πηγαίνει πρώτος πρώτος, μπροστά από το λιοντάρι.
- Τι κάνεις ρε ηλίθιε λαγέ, λέει το λιοντάρι...
- Να, εγώ για την καντίνα ήρθα, απαντάει ο λαγός.
- Κι εμείς τι είμαστε εδώ που περιμένουμε στην σειρά, μαλάκες; αποκρίνεται το λιοντάρι και του τραβάει μια ανάποδη και τον στέλνει πίσω.
Σηκώνεται ο λαγός εκνευρισμένος και αφού προσπερνάει όλα τα ζώα, πάει και μπαίνει δεύτερος, μπροστά από την αρκούδα.
- Τι κάνεις εκεί ρε ηλίθιε λαγέ, λέει η αρκούδα.
- Να, εγώ για την καντίνα ήρθα.
- Καλά ρε ντενεκέ, ποιος νομίζεις ότι είσαι και έρχεσαι δεύτερος; λέει η αρκούδα και του κόβει μια μπουνιά και να σου ο λαγός τελευταίος.
Τα άλλα ζώα μουρμουρίζουν αποδοκιμάζοντας το λαγό που διασαλεύει την τάξη και επιβραβεύουν το λιοντάρι και την αρκούδα.
Σηκώνεται στραβωμένος ο λαγός και γυρίζει την πλάτη του να φύγει φωνάζοντας:
- Βρε, δεν πάτε στο διάολο όλοι σας. Δεν την ανοίγω σήμερα...

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Παροιμίες (Αρνί)



Αν αρτυθείς να είν’ αρνί, αν κλέψεις ναν’ χρυσάφι κι αν αγαπήσεις και καμιά, να τη ζηλεύει η γειτονιά.
Αν αρτυθώ να φάω αρνί αν κλέψω να ‘ναι ψάρι κι αν αγαπήσω και κανεί να είναι παλληκάρι.
Αν είν’ τ’ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις.
Άναψι του φούρνου νύφη να ψηστεί τ’ αρνί π’ θα φέρου.
Απ’ το διάολο έρχεται τ’ αρνί, στο διάολο γυρίζει το τομάρι.
Απ’ του διαβόλου το μαντρί, μήτ' ερίφι μήτε αρνί.
Από τ’ αυγό στην όρνιθα κι από τ’ αρνί στο βόδι.
Αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει.
Αρνί που δε βελάζει γάλα δεν του δίνουν.
Αρνί, κατσίκι τριήμερο, γουρούνι δωδεκαήμερο, μοσχάρι σαραντάημερο και πάλι κρίμα είναι.
Γεναριάτικο αρνί και Φλεβαριάτικο κατσίκι.
Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.
Δυο τομάρια από ‘να αρνί δε βγαίνουν.
Έξω αρνί και μέσα λύκος.
Θα το βρει η στραβή τ’ αρνί της.
Κάθε αρνί κρέμεται από το ποδάρι του.
Και γαλάτα και μαλλάτα και το αρνί θηλυκό.
Κάλλιο να χάσεις το μαλλί, παρά τ’ αρνί.
Κοιμάται σαν αρνάκι.
Μαθημένο είν’ τ’ αρνί να του παίρνουν το μαλλί.
Μαθημένο είναι τ’ αρνί να κουρεύεται το Μάη.
Με τα αρνιά κουρεύεται, με τα κατσίκια παίζει.
Ο λύκος αρνί δε γίνεται.
Ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει.
Στη μάντρα ο λύκος όταν μπει, θ’ αρπάξει το φτωχό τ’ αρνί.
Τ’ αρνί που ξεχωρίζει από τη μάνα του ο λύκος το τρώει.
Τ’ αρνί που φεύγει απ’ την κοπή του, το τρώει ο λύκος.
Τ’ αρνί του μαχαιριού, σαν φύγει απ’ το κοπάδι.
Το ήμερο αρνί βυζαίνει δυο μανάδες και τ’ άγριο ούτε τη δική του.
Το κάθε αρνί κρέμεται από το κλιτσί του.
Το καλό τ’ αρνί βυζαίνει δυο μανάδες.
Το καλό τ’ αρνί, δεν το χωρίζουν απ’ το κοπάδι.
Του φτωχού τ’ αρνί κριάρι δε γίνεται.
Φτωχό αρνί πλατιά ουρά.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Πυρηνικός πόλεμος



Για να κερδίσεις έναν πυρηνικό πόλεμο, πρέπει να σιγουρευτείς ότι δεν θα αρχίσει ποτέ.
General Omar N. Bradley

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Το γνωρίζετε; (Αεροδυναμικές αντιστάσεις)



Όταν ένα αυτοκίνητο κινείται με 80 χιλιόμετρα την ώρα, η μισή βενζίνη που ξοδεύει,
χρησιμοποιείται, για να ξεπεράσει τις αεροδυναμικές αντιστάσεις.

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Ζωή




Ένα ασκί κρασί η ζωή, μια κίνηση βλεφάρου.
Το κέρδος θα ‘ναι όποιος τ’ ασκί άδειο δώσει του χάρου.
Μποτωνάκης Κωστής

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Ένας μικρός μαθητής με μεγάλη καρδιά



Άφωνη έμεινε δασκάλα σε Δημοτικό Σχολείο κοινότητας των Κοκκινοχωρίων στην Πάτρα, όταν πριν λίγες μέρες ανακάλυψε το... μυστικό ενός οκτάχρονου μαθητή της. Μέχρι εκείνη τη μέρα, το υπέροχο μυστικό, μοιραζόταν ο οκτάχρονος με συνομήλικο συμμαθητή και φίλο του.
Ο φίλος του οκτάχρονου, όπως ανέφερε η δασκάλα του με την παράκληση να τηρηθεί απόλυτη εχεμύθεια, είχε πατέρα άνεργο και φαίνεται ότι μια μέρα, είπε στον οκτάχρονο φίλο του, πως σε λίγες μέρες η μαμά του δε θα είχε υλικά να του φτιάχνει σάντουιτς για το σχολείο και ήταν στεναχωρημένη.
Ο οκτάχρονος, όπως είπε στη δασκάλα του, χωρίς να πει στη μητέρα του το γιατί, της ζήτησε να του κόβει το σάντουιτς στη μέση, για να μπορεί... να το τρώει πιο εύκολα. Στην πραγματικότητα όμως, εδώ και βδομάδες, κάθε μέρα ο οκτάχρονος έδινε το μισό του σάντουιτς στο φίλο του. Κάθονταν στο παγκάκι στην πίσω μεριά του σχολικού γηπέδου το διάλειμμα, μοίραζαν το σάντουιτς και έτρωγαν μαζί.
Μια μέρα η δασκάλα τους, το πρόσεξε και τις επόμενες δυο μέρες τα παρακολούθησε. Την τρίτη μέρα, την περασμένη Δευτέρα, δεν κρατήθηκε. Τους πλησίασε και απλά τους έσφιξε στην αγκαλιά της.
Η δασκάλα κράτησε το μυστικό των δύο οκτάχρονων και όπως είπε, νιώθει μεγάλη χαρά που έχει στην τάξη της ένα τέτοιο μαθητή.
Πηγή: Πρώτο Θέμα

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Παιχνίδια με το φεγγάρι (3)

Ο Γάλλος φωτογράφος Laurent Laveder κατάφερε να φωτογραφίσει μερικά εντυπωσιακά «παιχνίδια με το φεγγάρι», αξιοποιώντας στο έπακρο τις οπτικές ψευδαισθήσεις.
Άλλωστε η μαγεία του κινηματογράφου και της φωτογραφίας είναι πολλές φορές αυτή ακριβώς η ψευδαίσθηση που μπορούν να δημιουργήσουν στον θεατή, και ο Laurent Laveder φαίνεται να έχει εξαιρετικό ταλέντο και φαντασία...















Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Ο γενναίος ραφτάκος (Αδερφοί Grimm)




Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα.  Ένας ραφτάκος καθόταν πλάι στο παράθυρο και έραβε ορεξάτος όταν είδε να περνάει μια χωριάτισσα που πουλούσε μαρμελάδες. Η χωριάτισσα φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε:
«Εδώ η καλή η μαρμελάδα, εδώ η καλή η μαρμελάδα».
Ο ραφτάκος λιγουρεύτηκε τη μαρμελάδα και έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο:
«Εδώ καλή μου κυρία, εδώ θα απαλλαγείτε από την πραμάτεια σας. Ελάτε ανεβείτε στο φτωχικό μου» φώναξε.
Η χωριάτισσα ανέβηκε τα τρία σκαλοπατάκια προς την πόρτα του ράφτη λαχανιασμένη. Ο ραφτάκος ζήτησε να δει το σύνολο της πραμάτειας και άνοιξε τα καπάκια από όλες τις κατσαρόλες που κουβαλούσε η γυναίκα. Έλεγξε μία προς μία της κατσαρόλες, τις σήκωσε  ως την μύτη του, τις μύρισε ώσπου κατέληξε:
«Η μαρμελάδα σας μου φαίνεται καλή, βάλτε μου 80 γραμμάρια. Ακόμα και ένα δέκατο του κιλού να μου βάλετε δεν θα με πειράξει καθόλου!»
Η αγρότισσα είχε ελπίσει ότι θα έκανε μια καλή μπάζα. Έτσι έδωσε στον ραφτάκο την μαρμελάδα που ζήτησε, δεν έκρυψε όμως την δυσφορία της και έφυγε μουρμουρίζοντας.
«Αυτή η μαρμελάδα θα πρέπει να είναι ευλογημένη από τον Θεό» φώναξε περίχαρος ο ραφτάκος. «Θα μου δώσει δύναμη και υγεία». Πετάχτηκε στο ντουλάπι, έβγαλε το ψωμί, έκοψε μια μεγάλη φέτα την οποία και επάλειψε με την μαρμελάδα την οποία είχε μόλις αγοράσει. «Δεν θα είναι κακή» μονολόγησε «αλλά πρώτα θα τελειώσω το γιλέκο που ράβω πριν ρίξω την πρώτη δαγκωνιά».
Έβαλε το ψωμί δίπλα του και από την χαρά του έκανε όλο και μεγαλύτερες βελονιές. Ωστόσο η γλυκιά μυρωδιά της μαρμελάδας ανέβαινε προς την οροφή όπου πετούσε ένα σμήνος μύγες. Οι μύγες άρχισαν να εφορμούν κατά κύματα προς τη μαρμελάδα.
«Ε, ποιος σας  κάλεσε εσάς;» φώναξε ο ραφτάκος και έδιωχνε τις μύγες. Οι μύγες όμως δεν καταλάβαιναν κουβέντα από όσα τους έλεγε ο ραφτάκος και επέστρεφαν αμέσως μετά με όλο και μεγαλύτερη παρέα.  Τελικά ο ραφτάκος εξοργίστηκε τόσο πολύ που βγήκε εκτός εαυτού. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και άρχισε να κυνηγάει τις μύγες με μανία. Φλάπ χτυπάει με το μαντίλι του και όταν το σήκωσε μέτρησε  - ούτε λίγο, ούτε πολύ - επτά πτώματα.
«Πω πω τι φοβερός που είμαι» είπε με αυτοθαυμασμό «όλη η πόλη θα πρέπει να το μάθει». Το είπε και το έκανε. Γρήγορα, γρήγορα έκοψε μία ζώνη και έραψε πάνω της με τεράστια γράμματα: «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ».
«Ποια πόλη, όλη η χώρα πρέπει να το μάθει» συνέχισε να μονολογεί και η καρδιά του χτυπούσε γεμάτη ενθουσιασμό. Ήταν βέβαιο πως αυτό το ταπεινό εργαστήριο δεν ήταν ικανό να στεγάσει τέτοιον ηρωισμό. Ο ραφτάκος έδεσε την ζώνη γύρω από την μέση του, κοντοστάθηκε στην πόρτα και κοίταξε γύρω του. Ήθελε να πάρει μαζί του ό,τι θα του ήταν χρήσιμο για να εξορμήσει στον κόσμο. Ωστόσο δεν βρήκε τίποτε περισσότερο από ένα κομμάτι τυρί το οποίο και έβαλε στην τσάντα του. Μπροστά στην πόρτα είδε ένα πουλάκι το οποίο είχε μπλεχτεί στους θάμνους. Το πήρε και το έβαλε και αυτό στην τσάντα μαζί με το τυρί.


Έτσι πήρε δρόμο και άφησε δρόμο, και καθώς ήταν ευκίνητος και εργατικός δεν αισθάνθηκε καμία κούραση. Ο δρόμος τον οδήγησε σε ένα βουνό. Αφού λοιπόν έφτασε στην ψηλότερη κορυφή του, είδε να κάθεται ένας γίγαντας, ο οποίος κοιτούσε υπερήφανα τι γίνεται τριγύρω. Ο ραφτάκος τον πλησίασε εγκάρδια και του λέει: «Καλημέρα σύντροφε, σε βλέπω ότι κάθεσαι και παρατηρείς τον κόσμο άσκοπα. Εγώ αντιθέτως ξεκίνησα για να γνωρίσω τον κόσμο από κοντά και αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου και να με συντροφέψεις».
Ο γίγαντας έριξε μια περιφρονητική ματιά στον ραφτάκο και του αποκρίθηκε: «απατεώνα, παλιοχαρακτήρα»
«Αυτό ήταν» απαντά ο ραφτάκος, λύνει την ζώνη του και την κραδαίνει με τα δύο του χέρια: «να εδώ μπορείς να διαβάσεις τι τρομερός άντρας που είμαι!».
Ο γίγαντας διάβασε «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ» και πίστεψε ότι ο ραφτάκος είχε αποτελειώσει εφτά ανθρώπους με τη μία. Έτσι αισθάνθηκε κάποιο δέος για τον πιτσιρίκο, θεώρησε όμως σκόπιμο να τον δοκιμάσει για καλό και για κακό. Έτσι πήρε μία πέτρα στο χέρι του και την ζούληξε με τόση δύναμη ώστε η πέτρα έβγαλε  νερό.
«Αν μπορείς, κάνε και εσύ το ίδιο αφού είσαι τόσο δυνατός» είπε ο γίγαντας.
«Μόνο αυτό;» απάντησε ο ραφτάκος. «Κάτι τέτοια είναι παιχνιδάκια για μένα», είπε και έβαλε το χέρι του στην τσάντα πιάνοντας το τυρί. Ζούληξε το τυρί το οποίο και αμέσως έτρεξαν τα ζουμιά του.
«Τα βλέπεις» λέει στο γίγαντα «νομίζω ότι τα κατάφερα καλύτερα από σένα!».
Ο γίγαντας έχασε τα λόγια του και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο μικρούλης τα είχε καταφέρει τόσο καλά. Τότε πήρε μια πέτρα και την πέταξε τόσο ψιλά ως που να μη φαίνεται πια με το μάτι.
«Λοιπόν ανθρωπάκο κάνε και εσύ το ίδιο, αν μπορείς».
«Καλά την πέταξες» απαντάει ο ραφτάκος «ωστόσο η πέτρα σου τελικά έπεσε και πάλι στο έδαφος». Εγώ θα ρίξω μια πέτρα η οποία δεν θα ξαναπέσει κάτω. Έπιασε στην τσάντα του, πήρε το πουλάκι και το πέταξε στον αέρα. Το πουλί γεμάτο χαρά με την απρόσμενη ελευθερία του πέταξε ψηλά και δεν ξαναγύρισε.
«Πώς σου φάνηκε αυτό σύντροφε;» ρώτησε ο ραφτάκος.
«Όπως φαίνεται ξέρεις να ρίχνεις αντικείμενα μακριά» ανταπάντησε ο γίγαντας «αλλά για να δούμε αν μπορείς και να σηκώνεις βάρη».
Οδήγησε τον ραφτάκο σε μία τεράστια βελανιδιά η οποία βρισκόταν κομμένη στο έδαφος.
«Αν είσαι τόσο δυνατός τότε βοήθησε με να κουβαλήσω αυτό το δέντρο και να το βγάλω έξω από το δάσος».
«Ευχαρίστως» απάντησε ο μικρούλης «μόνο κουβάλα εσύ τον κορμό στις πλάτες σου, και εγώ θα κουβαλάω τα κλαδιά τα οποία είναι και τα βαρύτερα».
Ο γίγαντας πήρε τον κορμό στον ώμο του, ο ραφτάκος όμως  κάθισε πάνω σε ένα κλαδί. Έτσι ο γίγαντας δεν κουβαλούσε μόνο το δέντρο αλλά και τον νεαρό που είχε ξαπλώσει στα κλαδιά. Η όλη κατάσταση προκαλούσε μεγάλη ευφορία στον ραφτάκο ο οποίος όπως ήταν ξαπλωμένος σφύριζε τον ρυθμό του τραγουδιού «τρεις ράφτες ίππευαν, και βγήκαν απ’ την πόλη» και προσποιούταν ότι το κουβάλημα του δέντρου ήταν παιχνιδάκι.
Ο γίγαντας αφού κουβάλησε το δέντρο γα αρκετό δρόμο κουράστηκε και φώναξε: «Κοίτα, θα πρέπει να ακουμπήσω το δέντρο στο έδαφος».
Αμέσως ο ραφτάκος δίνει μια δρασκελιά στο έδαφος και αγκαλιάζει τα κλαδιά με τα δυο του χέρια σαν να κουβαλούσε το δέντρο.
«Μα να είσαι τόσο μεγάλος και να μην καταφέρνεις κα κουβαλήσεις ένα δέντρο» επέκρινε τελικά τον γίγαντα.
Συνέχισαν να περπατάνε μαζί μέχρι που φτάσανε σε μια κερασιά. Ο γίγαντας τράβηξε με δύναμη την κορυφή του δέντρου όπου και ήταν τα ωριμότερα φρούτα και την κατέβασε ώστε να πάρει μερικά. Αμέσως έδωσε τα κλαδιά και στον ραφτάκο για να πάρει και αυτός. Ο ραφτάκος όμως ήταν πολύ αδύναμος ώστε να κρατήσει το δέντρο και ο κορμός πετάχτηκε αμέσως σε όρθια θέση συμπαρασύροντας μαζί και τον ραφτάκο. Ο ραφτάκος πετάχτηκε πάνω από το δέντρο έκανε μια τούμπα στο αέρα και έπεσε με τα δύο του πόδια στο έδαφος χωρίς να πάθει τίποτε.
«Τι γίνεται δεν έχεις τόση δύναμη ώστε να λυγίσεις αυτό το κλαδάκι;» ρώτησε υποτιμητικά ο γίγαντας.
«Δεν μου λείπει η δύναμη» απαντάει ο μικρός «πιστεύεις ότι αυτό θα ήταν πρόβλημα για κάποιον ο οποίος κατάφερε επτά με ένα χτύπημα; Απλώς πήδηξα πάνω από το δέντρο γιατί άκουσα τους κυνηγούς να πυροβολούν και ήθελα να δω τι γίνεται. Αν σου βαστάει πήδα και εσύ τόσο ψηλά!»
Ο γίγαντας αμέσως πήδηξε και αυτός χωρίς όμως να κατορθώσει να υπερπηδήσει το δέντρο και σκάλωσε στα κλαδιά του. Έτσι και σε αυτή τη δοκιμασία ο μικρός φάνηκε να υπερέχει του γίγαντα.
«Αν είσαι τόσο γενναίος όσο λες, τότε γιατί δεν έρχεσαι να κοιμηθείς το βράδυ στην σπηλιά μας;» ρώτησε ο γίγαντας.
Ο ραφτάκος δεν φοβήθηκε καθόλου και ακολούθησε τον γίγαντα στο κατάλυμα του. Όταν έφτασαν στη σπηλιά, βρήκαν και άλλους γίγαντες που καθόταν γύρω από την φωτιά. Κάθε γίγαντας είχε ένα ψητό αρνί στο χέρι και έτρωγε με βουλιμία. Εδώ έχει περισσότερο κόσμο και από το εργαστήριο μου σκέφτηκε ο μικρός.
Ο γίγαντας έδειξε ένα κρεβάτι στον ραφτάκο και του πρότεινε να πέσει και να κοιμηθεί. Καθώς το κρεβάτι ήταν πολύ μεγάλο για τον ραφτάκο  αυτός δεν ξάπλωσε καθόλου και πήγε να κοιμηθεί σε μία γωνία της σπηλιάς. Τα μεσάνυχτα όταν ο γίγαντας θεώρησε ότι ο νεαρός θα είχε πια αποκοιμηθεί για τα καλά, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήρε μια μεγάλη σιδερένια βέργα και άρχισε να χτυπάει το κρεβάτι μέχρι που πίστεψε ότι είχε αποτελειώσει τον ραφτάκο.
Το ξημέρωμα οι γίγαντες πήγαν στο δάσος και είχαν πια ξεχάσει τελείως τον ραφτάκο όταν τον είδαν να έρχεται ευδιάθετο προς το μέρος τους . Τρομαγμένοι άρχισαν να τρέχουν άτακτα προς όλες τις κατευθύνσεις φοβούμενοι ότι ο ραφτάκος ερχόταν να τους εκδικηθεί και να τους σκοτώσει. 
Ο ραφτάκος συνέχισε την πορεία του. Αφού περπάτησε και περπάτησε έφτασε τελικά στην αυλή του παλατιού. Εκεί νιώθοντας μεγάλη κούραση ξάπλωσε στο χόρτο και αποκοιμήθηκε. Όσο καθόταν ξαπλωμένος μαζεύτηκαν  διάφοροι περαστικοί οι οποίοι και παρατηρούσαν από όλες τις πλευρές την ζώνη του που έγραφε: «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ».
«Πω πω» μονολογούσαν, «τι ζητάει άραγε ένα ήρωας του πολέμου εδώ; Θα πρέπει να είναι πολύ σπουδαίος κύριος».
Έτσι οι πιστοί υπήκοοι πήγαν και ανέφεραν στον βασιλιά ότι ένας ήρωας είχε αφιχθεί και τον συμβούλευαν να μην τον αφήσει να αποχωρήσει ποτέ από το βασίλειο. Θεωρούσαν ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμος, αν ξεσπούσε κάποια στιγμή πόλεμος. Στον βασιλιά άρεσε η ιδέα και έστειλε έναν αυλικό να προτείνει στον νεαρό να μπει υπό τις προσταγές του. Ο απεσταλμένος κάθισε πλάι στον κοιμισμένο ήρωα, περίμενε έως ότου ξυπνήσει για να αποδώσει το κάλεσμα του βασιλιά.
«Ακριβώς για αυτό ήρθα» απάντησε ο ραφτάκος  «είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον βασιλιά».
Έτσι υποδέχτηκαν τον ήρωα μας με όλες τις τιμές και του προσέφεραν ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα στο παλάτι. Ωστόσο οι στρατηγοί του βασιλιά φοβήθηκαν ότι ο ραφτάκος θα μπορούσε να απειλήσει τη θέση τους και του ευχόταν να τσακιστεί στο πυρ το εξώτερο.
«Τι θα απογίνουμε» αναρωτιόταν «αν τσακωθούμε μαζί του και αυτός αρχίσει να βαράει, με κάθε του γροθιά θα ξεκάνει επτά. Κανείς μας δεν πρόκειται να γλιτώσει».  
Έτσι αποφάσισαν και πήγαν όλοι μαζί στο βασιλιά και τον παρακάλεσαν να δεχτεί την παραίτηση τους.
«Δεν είμαστε ικανοί να σταθούμε πλάι σε ένα άνθρωπο ο οποίος μπορεί να ξεκάνει επτά με ένα χτύπημα», είπαν στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς στεναχωρήθηκε καθώς για τη χάρη του ενός θα έπρεπε να χάσει όλους τους πιστούς του στρατιωτικούς και εύχονταν να μην τον είχε συναντήσει ποτέ και θα έκανε το παν για να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο δεν τολμούσε να τον ξαποστείλει καθώς φοβόταν όταν θα ξέκανε όλους τους υπηκόους του για να του κλέψει τελικά τον θρόνο. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο βασιλιάς στο τέλος βρήκε την λύση. Έστειλε ένα αυλικό στον ραφτάκο και του παρήγγειλε, μια και ήταν ένας ήρωας πολέμου, να του κάνει μια εξυπηρέτηση. Σε ένα από τα δάση του βασιλείου του ζούσαν δύο γίγαντες οι οποίοι προκαλούσαν τεράστιες ζημιές στους υπηκόους του. Φονικά, κλοπές και εμπρησμοί ήταν η καθημερινότητα τους ώστε κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει με ασφάλεια την περιοχή τους. Αν κατόρθωνε να εξοντώσει αυτούς τους δύο γίγαντες θα του έδινε τη μοναχοκόρη του για σύζυγο και το μισό του βασίλειο για προίκα. Επίσης θα του έδινε εκατό ιππότες για να τον συνοδεύσουν στην αποστολή του.
«Αυτή είναι μια αποστολή για ένα άνδρα του βεληνεκούς μου» σκέφτηκε ο ραφτάκος καθώς δε θα του προσφερόταν κάθε μέρα μία πριγκίπισσα και το μισό βασίλειο.
«Ναι, βέβαια» απάντησε «τους γίγαντες θα τους δαμάσω και τους εκατό ιππότες δεν τους έχω ανάγκη. Όποιος μπορεί να πετύχει επτά με ένα χτύπημα δεν έχει να φοβηθεί από δύο».
Ο ραφτάκος έφυγε από το παλάτι και οι εκατό ιππότες τον ακολούθησαν. Μόλις έφτασε στις παρυφές του δάσους ζήτησε από τους συνοδούς του να τον περιμένουν «τους γίγαντες θα τους κανονίσω μόνος μου» τους ανακοίνωσε.  
 

Μετά μπήκε στο δάσος και προσεκτικά κοιτούσε μια δεξιά και μία αριστερά καθώς προχωρούσε.  Τελικά εντόπισε τους γίγαντες να κοιμούνται και να ροχαλίζουν κάτω από ένα δέντρο. Κοντοστάθηκε και τους παρατηρούσε. Τελικά γέμισε προσεκτικά τις τσέπες του με πέτρες και ανέβηκε στο δέντρο πάνω από τους γίγαντες. Ανέβηκε μέχρι τη μέση του δέντρου και κάθισε ακριβώς πάνω από του γίγαντες. Αμέσως άρχισε να αφήνει τις πέτρες του να πέφτουν στο στήθος του ενός γίγαντα. Αρχικά ο γίγαντας δεν έδειξε να ενοχλείτε τελικά όμως ξύπνησε και άρχισε να σπρώχνει τον σύντροφο του.
«Τι θέλεις και με χτυπάς;» τον ρώτησε τσαντισμένος.
«Ονειρεύεσαι» απαντά ο άλλος «δεν σε χτυπάω».
Έπεσαν και πάλι να κοιμηθούνε όταν ο ράφτης έριξε μια πέτρα στον δεύτερο γίγαντα.
«Τι θέλεις» φωνάζει στον πρώτο «γιατί μου πετάς πέτρες;»
«Δεν σου πετάω τίποτα» απάντησε εξοργισμένος ο πρώτος. Τσακώθηκαν για λίγη ώρα, αλλά καθώς ήταν και οι δύο αρκετά κουρασμένοι έδωσαν τόπο στην οργή και έπεσαν να ξανακοιμηθούν. Ο ραφτάκος ωστόσο δεν είχε τελειώσει με το παιχνίδι του. Διάλεξε την μεγαλύτερη πέτρα και την έριξε με όλη του τη δύναμη στο στήθος του πρώτου γίγαντα.
«Αυτό πάει πολύ» φώναξε και άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός και κοπανούσε τον σύντροφό του με τόση δύναμη που το δέντρο που βρισκόταν ο ραφτάκος έτρεμε ολόκληρο. Ο άλλος γίγαντας ξεπλήρωσε τα χτυπήματα με τον ίδιο τρόπο. Τόσο μεγάλη ήταν η οργή τους ώστε ξερίζωναν δέντρα και χτυπούσε ο ένας τον άλλο. Τόση ήταν η μανία τους που τελικά έπεσαν ταυτόχρονα και οι δύο νεκροί. Τότε ο ραφτάκος κατέβηκε από την κρυψώνα του. 
«Τελικά είμαι πολύ τυχερός που δεν ξερίζωσαν και το δικό μου δέντρο» μονολογούσε «αλλιώς θα έπρεπε να πηδήξω σαν τη νυφίτσα σε ένα άλλο δέντρο».
Τράβηξε το σπαθί του και το έμπηξε με δύναμη μια στον ένα γίγαντα και μια στον άλλο. Τελικά βγήκε από το δάσος και απευθύνθηκε στους ιππότες του.
«Έγινε η δουλειά, τους ξέκανα και τους δύο. Τελικά δυσκολεύτηκα κάπως καθώς ξερίζωσαν μέχρι και δέντρα για να αμυνθούν. Ωστόσο και αυτό δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει απέναντι σε κάποιον που πετυχαίνει επτά με ένα χτύπημα».
«Μα εσείς δεν έχετε καν τραυματιστεί» παρατήρησαν δύσπιστοι οι ιππότες.
«Φυσικά και δεν έχω τραυματιστεί» απάντησε «ούτε τρίχα από την κεφαλή μου δεν ακούμπησαν».
Οι ιππότες δεν πίστεψαν κουβέντα από όσα τους είπε ο ραφτάκος, καβάλησαν τα άλογα τους και μπήκαν στο δάσος. Εκεί  βρήκαν τους γίγαντες σε μία λίμνη αίματος ο καθένας και γύρω τους ήταν τα ξεριζωμένα δέντρα.


Επιστρέφοντας στο παλάτι ο ραφτάκος ζήτησε από βασιλιά την ανταμοιβή που του είχε υποσχεθεί. Ο βασιλιάς όμως μετάνιωσε για την υπόσχεση του και έκανε νέες σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τον ήρωα.
 «Πριν σου δώσω το μισό μου βασίλειο και την κόρη μου για σύζυγο, θα πρέπει να αποδείξεις τον ηρωισμό σου για μία ακόμη φορά» απάντησε ο βασιλιάς «Στο δάσος κυκλοφορεί ένας μονόκερος ίππος ο οποίος προκαλεί τεράστιες ζημιές. Αυτόν  το μονόκερο πρέπει να πιάσεις ζωντανό!»
«Αυτόν τον μονόκερο τον φοβάμαι ακόμη λιγότερο και απ’ τους δύο γίγαντες. Μη ξεχνάτε ότι εγώ είμαι αυτός που κατάφερε επτά με ένα χτύπημα», ανταπάντησε αμέσως ο ραφτάκος.
Πήρε λοιπόν ένα σχοινί και ένα τσεκούρι, έφτασε στο δάσος και ζήτησε τους ιππότες που τον συνόδευαν να τον περιμένουν. Δεν χρειάστηκε να ψάξει για πολύ, ο μονόκερος τον εντόπισε και όρμισε προς τα πάνω του για να τον τρυπήσει με το κέρατο του. 
«Για δες, για δες» μονολόγησε ο ραφτάκος «τόσο γρήγορα δε θα μπορέσεις να με ξεκάνεις».
Έτσι ο ραφτάκος στάθηκε ακίνητος απέναντι από το ζώο μέχρι που το ζώο τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Αμέσως ο ραφτάκος έδωσε μια δρασκελιά και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Ο μονόκερος έπεσε με όλη του τη δύναμη πάνω στο δέντρο με αποτέλεσμα το κέρατο του να σφηνώσει στον κορμό του δέντρου. Τόσο δυνατή ήταν η πρόσκρουση που ο μονόκερος δεν είχε αρκετή δύναμη ώστε να τραβήξει το κέρατο από το δέντρο και να απελευθερωθεί.
«Το πιάσαμε το πουλάκι» είπε ο ραφτάκος καθώς ξεπρόβαλε πίσω από το δέντρο. Αμέσως έφτιαξε μια θηλιά με το σχοινί που είχε πάρει μαζί του και την πέρασε από τον λαιμό του μονόκερου. Μετά απελευθέρωσε με το τσεκούρι το κέρατο του ζώου και οδήγησε το ζώο στον βασιλιά.
Ο βασιλιάς ζήτησε και μία τρίτη δοκιμασία πριν εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ζήτησε από τον ραφτάκο να πάει στο δάσος και να πιάσει ένα αγριογούρουνο που προκαλούσε μεγάλες ζημιές. Μάλιστα έστειλε μαζί του κυνηγούς για να τον βοηθήσουν.
«Ευχαρίστως»  απάντησε ο ραφτάκος «αυτό είναι παιχνιδάκι».


Τους κυνηγούς τους άφησε στις παρυφές του δάσους. Οι κυνηγοί ήταν ικανοποιημένοι με αυτή την εξέλιξη καθώς ήδη αρκετές φορές είχαν συναντήσει το ζώο στο δάσος και δεν ήθελαν να το ξαναβρούν μπροστά τους.
Μόλις το αγριογούρουνο είδε τον ράφτη όρμισε κατά πάνω του. Απ’ το στόμα του έτρεχαν αφροί και κράδαινε τα δόντια του προσπαθώντας να τον ρίξει καταγής. Ο ήρωας μας όμως πήδηξε γρήγορα - γρήγορα και μπήκε σε ένα εκκλησάκι που ήταν εκεί κοντά και αμέσως με ένα πήδημα πήδηξε έξω από το παράθυρο. Το γουρούνι τον είχε ακολουθήσει και μπήκε και αυτό στο εκκλησάκι. Ο ράφτης που ήταν ήδη έξω πήγε από πίσω και έκλεισε την πόρτα. Το ζώο ήταν πολύ βαρύ για να μπορέσει να πηδήξει και να βγει από το παράθυρο. Τότε ο ραφτάκος πήγε και φώναξε τους κυνηγούς για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το φυλακισμένο ζώο.
Ο ίδιος ο ράφτης πήγε στον βασιλιά και αυτός ήθελε δεν ήθελε έπρεπε πλέον να τηρήσει την υπόσχεση του και έδωσε την κόρη του και το μισό βασίλειο στο ραφτάκο. Αν ήξερε ότι μπροστά του στεκόταν ένας ράφτης και όχι ένας ήρωας πολέμου τότε ο βασιλιάς θα στεναχωριόταν ακόμη περισσότερο. Έτσι ο γάμος έγινε με μεγαλοπρέπεια και ο ήρωας μας έγινε από ραφτάκος βασιλιάς. Ο βασιλιάς και η κόρη του ωστόσο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με αυτή την εξέλιξη.
Αφού πέρασε λίγος καιρός η νέα βασίλισσα άκουσε τον σύζυγό της να παραμιλάει στον ύπνο του.
«Μικρέ, κοίτα να μου φτιάξεις το γιλέκο και να μου μπαλώσεις το παντελόνι, μη σε πιάσω στα χέρια μου και σε σπάσω σαν το χταπόδι».
Τότε συνειδητοποίησε από πού κρατούσε η σκούφια του νέου βασιλιά. Την άλλη μέρα πήγε με παράπονο στον πατέρα της να του αφηγηθεί τον καημό της και του ζήτησε να την απαλλάξει από τον σύζυγο της.
«Ο άντρας που μου έδωσες όχι μόνο δεν είναι γαλαζοαίματος» του είπε «αλλά ένας ταπεινός ράφτης».
Ο βασιλιάς την παρηγόρησε και απάντησε: «Άσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ανοιχτή σήμερα το βράδυ και οι υπηρέτες μου θα τον πιάσουν, θα τον δέσουν και θα τον στείλουν με ένα πλοίο στην άλλη άκρη του κόσμου»!
Η βασίλισσα δέχτηκε τα λόγια του πατέρα της με χαρά, αλλά ο υπασπιστής του βασιλιά που τα είχε ακούσει όλα, έτρεξε στον νέο βασιλιά και του μαρτύρησε τα πάντα.
Το βράδυ ο ραφτάκος έπεσε να κοιμηθεί τη συνηθισμένη ώρα μαζί με τη γυναίκα του. Όταν η βασίλισσα πίστεψε ότι κοιμόταν, σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα και ξάπλωσε ξανά. Ο ραφτάκος που απλώς προσποιούταν ότι είχε κοιμηθεί άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Μικρέ, κοίτα να μου φτιάξεις το γιλέκο και να μου μπαλώσεις το παντελόνι, μη σε πιάσω στα χέρια μου και σε σπάσω σαν το χταπόδι. Εγώ που πέτυχα επτά με ένα χτύπημα, σκότωσα δύο γίγαντες, απήγαγα έναν μονόκερο και έπιασα ένα αγριογούρουνο, πιστεύεις ότι θα μπορούσα να φοβηθώ αυτούς που στέκονται έξω από το δωμάτιο μου»;
Οι υπηρέτες όταν άκουσαν τον ράφτη να λέει αυτά τα λόγια, κυριεύτηκαν από φόβο και το έβαλαν στα πόδια σαν να τους κυνηγούσε ολόκληρο το σύμπαν και δεν τόλμησαν να πλησιάσουν τον βασιλιά.
Έτσι ο ραφτάκος παρέμεινε βασιλιάς μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Κωστής Παλαμάς - Απόσπασμα από τον Προφητικό - Ο Δωδεκάλογος του γύφτου




Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις , κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμα της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.

Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι .
Θα ‘ρθει κι η ώρα εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις όμως
το πρωί για να σε δε θα γυρίσει.


Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητιές
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από δροσοσταλαματιές
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ άχνα βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.

Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή
και της χυτής σου της φωτιάς το θάμα
και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή
λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα ,
κι ορθός κι άσειστος της δύναμής σου ο κάβος
λυγισμένοι ομπρός σου
να κι ο Τούρκος , να κι ο Φράγκος , να κι ο Σλάβος.
Στην χυτή σου τη φωτιά, ω! τι μοίρα!
καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου
στη χυτή σου τη φωτιά, ω!  τι μοίρα!
μόνη σου θα πέσεις να καείς ,
τρισαπελασμένη της ζωής.

Και χορό τριγύρω σου στήνουν
με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και τ’ αγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουν
με τ’ αγκάλιασμα τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανά σου θα στα κλέψουν
οι ζητιάνοι .

Χώρα τρισκατάρατη, απ’ τα ύψη
σε ποια βύθη , χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει
του θανάτου το στερνό φιλί.

Και το πέσιμό σου θα βροντήξει
κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάσει
και το μοιρολόι σου θα το πνίξει
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα
θα φουντώσει απ’ τα χαλάσματά σου ,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη,
κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση.

Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία
κολασμένη από την αμαρτία,
νεκρή αφήνοντας εσένα
θα πλανιέσαι κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάμπως να είναι πουλημένη σε δαιμόνους,
θα σπαράζει και θα πλέει μες στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι μέσα στ’ άδεια,
μες' στην άβυσσο μια βάρκα
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει
σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.
Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα μοιρολογάς, των ξεπεσμών
ω ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
δε θα ‘βρει ν’ αναπαυτεί
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνει,
κι όπου πάει κι όπου σταθεί,
σε κορμί χειρότερο θα μπαίνει.

Και θα ‘ρθει μια μέρα, μαύρη μέρα!
Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξει πέρα, πέρα
στη καμαρωμένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγει
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα,
ένα κλάμα , ένα Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο .

Ο δικέφαλος αητός σου να! μακριά
μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους , κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς Βοριά
την κορώνα φέρνει, και κρατά
- και τα νύχια του είν’ αρπαγιά -
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά
και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα μες στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! θα σέρνεσαι μπροστά
σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ’ όλα  σου δε θα ζει μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
και διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του ευνούχοι.

Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις βαθιά
στου Κακού τη σκάλα -
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Ανθολογία Κωστή Παλαμά