ΩΡΑ...

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Όλα τα κομμάτια μαζί


Μια παρέα φοιτητών, μια καφετέρια, ένα σπασμένο φλιτζάνι, μια παρέα κομμάτια… Έως ότου η αγάπη ενώνει όλα τα κομμάτια μαζί.
Η ταινία μικρού μήκους «Όλα τα κομμάτια μαζί», της Μαίρης Καριωτάκη, σε σκηνοθεσία Ρένας Σκουρογιάννη έχει θέμα τον αυτισμό.
Η ταινία αποτελεί ένα στιγμιότυπο από την καθημερινότητα του Βασίλη, ενός αυτιστικού φοιτητή που παλεύει με τις φοβίες και τις εμμονές του προκειμένου να καταφέρει να σταθεί σε μια κοινωνία που δεν χαρίζεται στην διαφορετικότητα. Δίπλα του, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, οι φίλοι του. Τα υπόλοιπα κομμάτια του πάζλ.

Ο Αυτισμός είναι μια σοβαρή διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία, καθώς και από περιορισμένη, επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη συμπεριφορά. Όλες αυτές οι ενδείξεις ξεκινούν πριν το παιδί γίνει τριών ετών.

Wikipedia

Παίζουν αλφαβητικά:
Ίαν Αβτζιγιάννης, Μάνος Ηλιόπουλος, Κέλυ Καλουτά, Γιάννης Κορναράκης, Δέσποινα Παπαλεωνίδα, Ελένη Σαάπογλου, Γιώργος Χριστόφας

Στον ρόλο του Βασίλη ο Πάνος Ιωαννίδης

Εικονολήπτες: Προκόπης Μεριάνος, Μανώλης Παπαδάκης (ράφτης), Νίκος Χαλικιαδάκης
Λήψη ήχου: Μάνος Κωνσταντουλάκης
Ηχοληψία - μιξάζ: Μάνος Μπινιχάκης
Επεξεργασία εικόνας: Νίκη Τουτουντζάκη
Τεχνική υποστήριξη: Μαρίνος Μαυρίδης
Τίτλοι: Ιωσήφ Κουνδουράκης
Μουσική: Μάνος Παπαδάκης
Σκηνοθεσία: Ρένα Σκουρογιάννη
Σενάριο - Παραγωγή: Μαίρη Καριωτάκη
Ειδική Επιστημονική Συνεργάτης: Μαρία Ρουσοχατζάκη

Το τραγούδι της ταινίας με τίτλο «Παζλ», είναι του Μάνου Παπαδάκη

Οι πρόβες έγιναν στο Θέατρο Κρήτης και το μοντάζ στα Studio της Κρήτη tv

Η ταινία, αποτελεί πτυχιακή εργασία της Μαίρης Καριωτάκη (ΣΤΕΦ ΤΕΙ Κρήτης, Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής)

 

 

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Ο Αργύρης Χιόνης στον Διονύση Καρατζά

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943 από φτωχούς γονείς, εσωτερικούς μετανάστες, από το μικρό νησάκι Ίο ο πατέρας, από το μικρό χωριό Βούβες Κισάμου η μάνα. Τα χρόνια της ηλικιακής ακμής του τα έζησε αναζητώντας δουλειά σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης,: στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ, όπου παράλληλα σπούδαζε Ιταλική φιλολογία, στις Βρυξέλλες, όπου είχε διοριστεί, κατόπιν εξετάσεων, ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Πλησιάζοντας τα πενήντα αποσύρθηκε από τις μεγαλουπόλεις, για να ζήσει μόνιμα σ’ ένα απομονωμένο χωριό της Κορινθίας, στο Θροφαρί, όπου καλλιεργούσε τη γη και την ποίηση, όπως έλεγε κι έγραφε ο ίδιος. Περιστασιακά επισκεπτόταν την Αθήνα, όπου εξέδιδε και τα βιβλία του.
Όταν ήταν παιδί άκουγε τη μητέρα του να τραγουδάει μαντινάδες και Ερωτόκριτο. Τα ακούσματα εκείνα κάρπισαν γρήγορα κι άρχισε κι ο ίδιος να γράφει τα δικά του ποιήματα, ομοιοκατάληκτα στην αρχή. Στα είκοσι τρία του έβγαλε την πρώτη ποιητική συλλογή του σε ελεύθερο στίχο. Αργότερα στράφηκε και σε μια διαφορετική μορφή γραφής, στα «ποιήματα σε πρόζα» (πεζοποιήματα). Από το 1966 ως το 2010 έβγαλε δώδεκα ποιητικές συλλογές, που τον κατατάσσουν στους πιο σημαντικούς ποιητές της γενιάς του.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ξένες γλώσσες. Έχει εκδώσει ακόμη έξι συλλογές αφηγημάτων και έχει βραβευθεί με κρατικό βραβείο για τη συλλογή «Οριζόντιο ύψος» (Κίχλη 2008) και με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» για το «Όντα και μη όντα» (Γαβριηλίδης, 2006).
Τον καιρό που ζούσε στην Ολλανδία έγραψε τρία θεατρικά μονόπρακτα. Για τα δύο απόσπασε το πρώτο βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό των Κάτω Χωρών και έζησε τη χαρά της παράστασής τους εκεί. Όταν ξαναπαρουσιάστηκαν στα Χανιά το 2009 και ο Χιόνης ήταν παρών, άλλωστε επισκεπτόταν την πόλη πολύ συχνά.
Πολύγλωσσος όντας μετάφρασε με επιτυχία λογοτεχνικά έργα, πεζά και ποιητικά, από τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ολλανδικά.
Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2011.

 

Στον Διονύση Καρατζά
Μικρά διεστραμμένα πνεύματα, διαβόλια μάλλον, μου τραβούν τις νύχτες τα σεντόνια και, όταν δεν ξυπνώ, τραβούνε την ψυχή μου από τις άκρες, τα βλέφαρα μού ανοίγουν με το ζόρι. «Τι έκανες, τι έκανες, πες, στη ζωή σου τι έκανες;», ρωτούν σχεδόν τραγουδιστά. «Έγραψα ποιήματα», απαντώ, πιστεύοντας πως φτάνει αυτό για να μ' αφήσουν ήσυχο. «Χαρά στο πράγμα!», λένε, καγχάζοντας, τα πνεύματα. «Τα ποιήματα είναι πουλιά χωρίς φτερά, χωρίς λαλιά. Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» «Έχτισα ένα σπίτι», απαντώ, ελπίζοντας ότι αυτό θα τους φανεί σημαντικό και σοβαρό. «Χαρά στο πράγμα!», επιμένουν τα διαβόλια. «Όλος ο κόσμος έχει έναν τάφο. Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» «Φύτεψα δέντρα», λέω εγώ, και είμαι σίγουρος ότι τ' αποστομώνω. Όμως αυτά, εκεί, «Χαρά στο πράγμα!», λένε, «Τα δέντρα είναι τόσο ασήμαντα ταξίδια! Από τη ρίζα ως την κορφή και πάλι πίσω... Μονότονα ταξίδια! Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» Τότε κι εγώ πεισμώνω και φωνάζω: «Έγραψα ποιήματα, έγραψα ποιήματα, ποιήματα σερνάμενα πουλιά, χωρίς λαλιά, ποιήματα ερπετά! Μόνο αυτό!»
Από την Ακτή, τεύχος 49, Χειμώνας 2001

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Το αλκοτέστ του Σήφη


Ένα ζευγάρι Κρητικών επιστρέφει από ένα γάμο με το μωρό παιδί τους. Τους σταματά ένα περιπολικό κι ο τροχονόμος υποβάλλει τον Σήφη σε αλκοτέστ.
Ο Σήφης αφού κάνει το αλκοτέστ βρίσκεται κατά πολύ πάνω από το επιτρεπόμενο όριο. Ο τροχονόμος βγάζει το μπλοκάκι του και ετοιμάζεται να του κόψει το πρόστιμο αλλά ο Σήφης του λέει:
«Δεν είμαι εγώ μεθυσμένος, κύριε αστυνόμε, απλά το μηχάνημά σου είναι χαλασμένο. Αν δε με πιστεύεις κάνε και αλκοτέστ στη γυναίκα μου, τη Ζαμπία».
Η Ζαμπία πράγματι υποβάλλεται σε αλκοτέστ και βρίσκεται και αυτή με τη σειρά της πολύ πάνω από το επιτρεπόμενο όριο. Ο τροχονόμος απαντά στον Σήφη:
«Δεν είναι τα μηχανήματα μας χαλασμένα κύριε, απλά και η γυναίκα σας έχει πιει».
«Όχι, όχι τα μηχανήματά σας είναι χαλασμένα», επιμένει ο Σήφης «και αν δε με πιστεύετε να κάνετε αλκοτέστ και στο μωρό μας».
Ο τροχονόμος στην αρχή δεν θέλει καν ν’ ακούσει κάτι τέτοιο, στο τέλος όμως συμφωνεί και κάνει αλκοτέστ και στο μωρό το οποίο βρίσκεται κι αυτό πάνω από το όριο. Ο τροχονόμος τότε έντρομος ζητά συγγνώμη.
«Σας ζητώ συγγνώμη κύριε. Τελικά έχετε δίκιο. Το μηχάνημα είναι όντως χαλασμένο».
Ο τροχονόμος φεύγει και η οικογένεια συνεχίζει το δρόμο της. Σε μια στιγμή ο άντρας γυρνά στη γυναίκα του και λέει:
«Κατάλαβες μπρε Ζαμπία γιάντα σου έλεγα να βάζεις μια ολιά ρακή στο γάλα του μωρού;»

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

John Holcroft - Η εποχή μας

Ο John Holcroft είναι ένας γνωστός βρετανός εικονογράφος ο οποίος έχει εργαστεί για το BBC, το Reader’s Digest, την Guardian και τους Financial Times, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, αυτό που τον κάνει διάσημο δεν είναι οι διάσημοι εργοδότες του, αλλά η λαμπρή του σάτιρα που δημιουργεί σε ρετρό στυλ.
Κάθε φορά που ο Holcroft δημοσιεύει ένα νέο σχέδιο, αυτό αναπόφευκτα εξαπλώνεται σε όλο το διαδίκτυο. Το στυλ του βασίζεται σε διαφημίσεις από τη δεκαετία του ‘50, προσέχοντας να μην παρεκκλίνουν τα δικά του σχέδια οπτικά απ’ τις διαφημίσεις εκείνης της εποχής.
Το περιεχόμενο όμως των εικονογραφήσεών του αφορά σε κοινωνικά ζητήματα και σύγχρονες συμπεριφορές που μας παρουσιάζει με σατιρικό τρόπο. Τα θέματα στα οποία εστιάζει αφορούν στην εξάρτησή μας από την τεχνολογία, την απληστία της κοινωνίας, την υποτίμηση των εργαζομένων, και οτιδήποτε άλλο μαστίζει την «προοδευμένη» κοινωνία μας.


























Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Aι Ευχαί, Ωδή Έκτη - Κάλβος Aνδρέας

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1792 στη Ζάκυνθο. Η μητέρα του, Ανδριανή Ρουκάνη, ήταν αρχοντικής καταγωγής, ενώ ο πατέρας του, Τζανέτος ή Ιωάννης Κάλβος ήταν ένας μικροαστός τυχοδιώκτης, πρώην ανθυπολοχαγός του βενετικού μισθοφορικού στρατού. Το 1802 ο πατέρας Κάλβος με τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, εγκατέλειψε τη σύζυγό του και εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που έδωσε στα παιδιά δυνατότητες μόρφωσης. Όμως τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του. Το 1812 ο πατέρας πεθαίνει.
Στο Λιβόρνο ο Κάλβος ήρθε σε μια πρώτη επαφή με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα. Εκεί, επίσης έγραψε και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκήρυξε (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιας που το ίδιο δεν σώζεται).
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Πίζα, πήγε στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo έγινε δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, υπό την σκιά του Foscolo, έγραψε στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες «Θηραμένης», «Δαναΐδες» και «Ιππίας». Επιπλέον ολοκλήρωσε τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίστηκε στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυνάντησε εκεί το 1816, ενώ την ίδια εποχή πληροφορήθηκε τον θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλόνισε. Εν τω μεταξύ είχε συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, και την «Ωδή εις Ιονίους».
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι κατέφυγαν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολούθησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διέλυσε τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφάλιζε τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα, κυρίως ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Στα 1818-19 έδωσε διαλέξεις με θέμα τη σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκάλεσαν αίσθηση. Συνέταξε και εξέδωσε μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη και ασχολήθηκε με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού. Το 1819 τύπωσε και την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, «Ελπίς Πατρίδος». Το ποίημα βρέθηκε απ’ τον Λεύκιο Ζαφειρίου σχεδόν 200 χρόνια μετά, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης.
Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα και παντρεύτηκε την Maria Theresa Thomas, η οποία πέθανε (πιθανότατα και η κόρη που είχαν αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη ήταν και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτριά του Susan Fortune Rideout. Τότε πιθανολογείται και μια απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Τέλη Ιουλίου του 1820 ο Κάλβος εγκατέλειψε την Αγγλία.
Με την επιστροφή του στη Φλωρεντία ενεπλάκη στο κίνημα των Καρμπονάρων, συνελήφθη και εκδιώχθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Κατέφυγε στη Γενεύη, όπου περιβλήθηκε με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάστηκε πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την έκδοση ενός χειρογράφου της «Ιλιάδας», που όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εξέδωσε το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου - και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία - έργου του, τη «Λύρα», μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράστηκαν και στα γαλλικά και βρήκαν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος πήγε στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα «Λυρικά».
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πήγε στο Ναύπλιο, όπου γνώρισε την απογοήτευση εξαιτίας της επικρατούσας διχόνοιας και της αδιαφορίας για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πήγε στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 δίδαξε στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετήθηκε στην Ακαδημία, ασχολήθηκε ξανά με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 ανέλαβε τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτήθηκε όμως στο τέλος του χρόνου. Συνεργάστηκε με τοπικές εφημερίδες, ενώ με τον Σολωμό «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος επέστρεψε στην Αγγλία. Τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύτηκε με τη Charlotte Augusta Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Louth δίδαξε ως το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Keddington, κοντά στο Louth.
Οι σοροί του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως «Έτος Κάλβου», έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στη Ζάκυνθο.
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες απ’ τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις «Ωδές» του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των «Ωδών» του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τους συμπατριώτες του.
Όσο αφορά στη γλώσσα, ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή τη δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις «Ωδές» του. Στη συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και του κόσμου των βιβλίων. Γενικότερα, στα έργα του, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις, π.χ. το μυθικό στοιχείο και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έγινε από τον Βικέλα και ολοκληρώθηκε στην ομιλία του Παλαμά το 1889.
Το έργο του Κάλβου είναι πλούσιο και πολύγλωσσο. Ξεχωρίζουν στο ελληνόφωνο ποιητικό του έργο τα «Ελπίς Πατρίδος» (1819), «Η Λύρα» (1824) και «Λυρικά» (1826).
Της θαλάσσης καλύτερα   
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.    

Στην στεριάν, στα νησία
καλύτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.    

Kαλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·   

Παρά προστάτας να ‘χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.    

Αν οπόταν πεθαίνει
πονηρός βασιλεύς
έσβυν’ η νύκτα έν’ άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.   

Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.    

Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
εν ω λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!

Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,

Τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας,
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.

Θέλετε θησαυρούς
πολλούς δια να ‘γοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ’ άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.    

Hμείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.    

Δια να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Eλλάδα.
Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.

Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
Το ξίφος σφίγξατ’ Έλληνες -
τα ομμάτια σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μόνος σάς είναι.


Και αν ο θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλύτερα
πάλιν να χρεμετήσωσι
στον Kυθερώνα Tούρκων
άγριαι φοράδες.    

Παρά.... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.    

Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.    

(από το «H Λύρα», Ωκεανίδα 1997)

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

«Δεν θα Υποκύψουμε» - Γιώργος Κ. Μπακόλας


«Δεν θα Υποκύψουμε» (2013)

Ταινία μικρού μήκους (2013) βασισμένη στο ομότιτλο μικρό αφήγημα του Γιάννη Μακριδάκη
Στον ρόλο του μπαρμπα-Στέλιου ο Κωστής Μαλκότσης

Σενάριο-Σκηνοθεσία: Γιώργος Κ. Μπακόλας

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Οδυσσέας Παυλόπουλος

Μοντάζ: Κώστας Σταματόπουλος

Μουσική: Δημήτρης Θεοχάρης

Σκηνικά-Κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου

Ήχος: Ειρήνη Επιτρόπου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ευάγγελος Κάλοου

Παραγωγή: Γιώργος Κ. Μπακόλας

 

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Οι βδέλλες



Οι σημερινοί ρουσφετοφάγοι και κουμπαρολόγοι των συνδέσμωνε βουλευτάδες, (…) δεν είναι παρά πίτουρα του λαού. Με τέτοιους πιτουροφάγους ο δυστυχισμένος λαός, έως την ώρα αυτή εδιοικήθη και για δαύτο μας καταπλάκωσαν μπερδεμένα, σαν της μουρλής τα μαλλιά, ούλα αυτά τα πολιτεύματα (…). (Αυτοί) δεν είναι άλλο ή μια μεγάλη βουκάλα βδέλες, που την άδειασαν πάνω στο σώμα του λαού για να ρουφούνε το αίμα του.

Ρόκος Χοϊδάς, «Πολιτικά και Ηθικά», 1886, Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Αίσωπος - Ο αετός, ο λαγός και το σκαθάρι

Αυτός ο μύθος ειπώθηκε από τον Αίσωπο πριν από πολλούς αιώνες. Μας διδάσκει ότι πολλές φορές η υπεροψία των πλούσιων και ισχυρών, που νομίζουν ότι η δύναμή τους και μόνο αρκεί για να υποτάξει τον φτωχό και τον αδύνατο εξακολουθεί να ματώνει αθώους και από τις δύο πλευρές.

 

Ένας αετός κυνηγούσε κάποτε έναν λαγό με τόσο μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα που όλα έδειχναν ότι το άτυχο ζώο δεν θα αργούσε να πέσει στα νύχια του.
Κατατρομαγμένος, απελπισμένος και κουρασμένος από το τρέξιμο ο λαγός συνάντησε ξαφνικά στον δρόμο του ένα μικροσκοπικό σκαθάρι και προσπέφτοντας στα πόδια του είπε:
«Σε παρακαλώ, προστάτεψέ με από τον αετό και βοήθησέ με να γλιτώσω τη ζωή μου».
Το σκαθάρι λυπήθηκε τον λαγό, του έδωσε θάρρος και υποσχέθηκε ότι θα του συμπαρασταθεί. Πράγματι, όταν ο αετός πλησίασε το θήραμά του το σκαθάρι μπήκε ανάμεσα σε αυτόν και το λαγό και του φώναξε: 
«Αυτό το πλάσμα είναι υπό την προστασία μου. Άσε το να ζήσει και ψάξε κάπου αλλού για την τροφή σου».
Ο αετός όμως ακούγοντας τα γενναία λόγια του σκαθαριού και βλέποντας το μικρό μέγεθός του, γέλασε αυτάρεσκα, έκανε μια χαψιά το λαγό και πέταξε μακριά, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες του μικροσκοπικού εντόμου.
Το σκαθάρι όμως πήρε πολύ βαριά αυτή την προσβολή. Ανέβηκε λοιπόν στην απόκρημνη φωλιά όπου προστάτευε τα αυγά του αετός και τα έσπρωξε όλα στον γκρεμό για να σπάσουν. Από τότε ο αετός δεν κατάφερε να ξαναποκτήσει παιδιά γιατί, όσο καλά και αν προστάτευε τη φωλιά του, κάθε φορά που γεννούσε αυγά και απομακρυνόταν για να βρει τροφή, το σκαθάρι ανέβαινε πετώντας μέχρι εκεί και του τα έσπαγε όλα.
Απελπισμένος, ο αετός απευθύνθηκε στο Δία του οποίου ήταν το σύμβολο και ζήτησε την προστασία του. Ο Δίας λοιπόν πήρε τα αυγά του αετού στην αγκαλιά του και υποσχέθηκε να τα προστατεύει μέχρι αυτά να εκκολαφθούν και να προσέχουν πλέον μόνα τους τον εαυτό τους.
Το σκαθάρι όμως δεν πτοήθηκε ούτε από τον νέο γιγαντιαίο και ισχυρό προστάτη των αυγών. Μάζεψε μια μικρή μπάλα κοπριά, πέταξε μέχρι τον Όλυμπο και την έριξε πάνω στο μπράτσο του Δία. Εκνευρισμένος τότε εκείνος έπιασε τον βόλο αυτής της βρωμιάς με το άλλο του χέρι και τον πέταξε μακριά. Πάνω στη βιασύνη του όμως, ξέχασε τα αυγά του αετού που κρατούσε και αυτά έπεσαν κάτω, σπάζοντας για άλλη μια φορά.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

Όταν οι Έλληνες ήταν μετανάστες

Όταν η Ελλάδα ήταν χώρα αποστολής κι όχι υποδοχής μεταναστών
Νίκη Παπάζογλου
 
 

«Λευκή γυναίκα εθεάθη με Έλληνα!» έγραφε το πρωτοσέλιδο αμερικανικής εφημερίδας την εποχή που οι Έλληνες μετέβαιναν κατά χιλιάδες στην ξένη ήπειρο για να κυνηγήσουν το «αμερικάνικο όνειρο». Ένα άλλο δημοσίευμα της εφημερίδας Αστήρ του Σικάγου με ημερομηνία 5/3/1909, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Μιχάλη Γ. Τσάκαλου «Η σύγχρονη ελληνική μετανάστευση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας», από τις εκδόσεις Αιγέας αποτυπώνει γλαφυρά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν οι έλληνες μετανάστες:
 
«Τη φρικιώδη κατάστασιν των Ελλήνων αναγιγνώσκομεν εν τη Δέμβερ του Κολοράδου συναδέλφω “Νέα”. Κατά την εν συναδέλφον ταύτην, ήτις δημοσιεύει εν πλάτει την έκθεσιν του εκεί αστυάτρου, 800 Έλληνες ζώσιν υπό τους χειρίστους της υγιεινής και ανθρωπότητος κανόνας.
Η αστυνομία εύρε περί τους 25 Έλληνας κοιμώμενους και διαιτωμένους εις εν στενότατον δωμάτιον.
Αμέσως η αστυνομία εξεδίωξε τούτους εκείθεν και απολύμανε καταλλήλως το δωμάτιον τούτο, εξ ου ηπειλείτο η υγεία του περίοικου πληθυσμού. Ένεκα τούτου η συνάδελφος εφημερίς επιτίθεται δριμύτατα κατά των Ελλήνων, λέγει δ’ ότι εκ της ελεεινής τούτων υγιεινής καταστάσεως απειλείται η υγεία όλης της πόλης»

Μερικές δεκαετίες αργότερα, στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, και συγκεκριμένα στην Γερμανία για να προσδιορίσουν τους έλληνες και ιταλούς μετανάστες χρησιμοποιούσαν τον βαυαρικό υποτιμητικό ιδιωματισμό Katzelmacher που χαρακτήριζε όσους προέρχονταν από φτωχές χώρες του νότου. Κι αυτά είναι μερικά από όσα «συνόδευσαν» τα μεταναστευτικά ρεύματα των Ελλήνων που μπάρκαραν να κυνηγήσουν το εκτός ελληνικών συνόρων όνειρο.
Όπως υπογράμμιζε κι ο D.Barley ήδη από το 1966 στο βιβλίο του «Βασικές αρχές και προβλήματα της κοινωνιολογίας», «το Ξένο και το Άγνωστο θεωρείται γενικά ύποπτο, απειλή για την γνωστή, σταθερή τάξη πραγμάτων», κάτι που παρατηρεί κανείς να συμβαίνει και σήμερα όπου ο φόβος είναι παρών σαρώνοντας την ελληνική επικράτεια, λησμονώντας τις μελανές σελίδες της ιστορίας των ελληνικών μεταναστευτικών ρευμάτων.
 
Το γερμανικό παράδειγμα
 
Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η Ελλάδα βιώνει άλλη μια τραγική περίοδο της ιστορίας της. Ανεργία, κοινωνική ανασφάλεια, ανέχεια μαστίζουν κυρίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού τα οποία, ως είθισται, βρίσκουν διέξοδο για μια καλύτερη ζωή στην μετανάστευση. Το 1960 μάλιστα, την εποχή της μεγάλης εξόδου, υπογράφεται η ελληνογερμανική συμφωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στην Γερμανία». Μόνο στην Γερμανία θα μεταναστεύσουν περίπου 1.000.000 Έλληνες. Η Αμερική, ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Βέλγιο θα αποτελέσουν με τη σειρά τους κέντρα υποδοχής μεταναστών.
Κατά την άφιξή τους οι μετανάστες θα ζήσουν ομαδικά σε δωμάτια, θα δουλέψουν κάτω από σκληρές συνθήκες για να εξοικονομήσουν χρήματα το οποία στέλνουν στις οικογένειές τους. Τα παιδιά των μεταναστών έχοντας βρεθεί αίφνης ανάμεσα σε δύο πατρίδες, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες μη γνωρίζοντας καλά καμία από τις δύο γλώσσες. Ακόμα και η συνθήκη που έχει υπογραφεί δεν δεσμεύει τις γερμανικές αρχές, οι οποίες δεν θα χαρακτηρίσουν ποτέ την Γερμανία ως χώρα υποδοχής μεταναστών με την δικαιολογία ότι η παραμονή τους ξένων εργατών είναι προσωρινή. Εξαιτίας αυτού άλλωστε δεν αναγνωρίζεται σχεδόν κανένα δικαίωμα, πολιτικό ή κοινωνικό στους μετανάστες.
Την περίοδο εκείνη, στο γερμανικό λεξιλόγιο θα προστεθεί η λέξη γκασταρμπάιτερ. Αρχικά θα προσδιορίσει τον φιλοξενούμενο εργάτη αλλά με τα χρόνια θα πάρει διάφορες αρνητικές ερμηνείες.
 
 
 

Το αμερικανικό όνειρο

Αυτό το σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα, αν και αντιμετώπισε δυσκολίες και ρατσιστικές συμπεριφορές μάλλον ήταν λιγότερες από εκείνες με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπα τα προηγούμενα. Η Αμερική άλλωστε είχε γίνει πόλος έλξης για τους έλληνες μετανάστες ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, όπου άφηναν τα χωριά τους στην αναζήτηση για καλύτερες συνθήκες ζωής. Το πρώτο μαζικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική πρωτοεμφανίζεται στη δεκαετία του 1890. Μέχρι το 1920 περίπου 400.000 Έλληνες, από το μισό εκατομμύριο που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα δουλεύουν στις ΗΠΑ. Στην αμερικανική απογραφή του 1910 αναφέρονται μόλις 5.000 περίπου Έλληνες που έχουν αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, ενώ στην επόμενη απογραφή, του 1920, ο αριθμός δεν φθάνει τις 30.000, οι περισσότεροι απ’ αυτούς την είχαν αποκτήσει, υπηρετώντας στον στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πλειονότητά τους οι μετανάστες ήταν άντρες και άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Νέα Υόρκη, στις περιοχές πάνω από την κοιλάδα του Μισισίπι και κυρίως στο Σικάγο και στο Σαν Φρανσίσκο, στην Οκλαχόμα στο Ομπάχο.
Κατά την άφιξή τους στην Αμερική, δουλεύουν στους σιδηροδρόμους, στα σφαγεία ή σε άλλες μικροεπιχειρήσεις. Οι υπόλοιποι, τριγυρνούν σε διάφορα σημεία της πόλης αναμένοντας ένα νεύμα. Χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες και συχνά προέκυπταν απρόβλεπτες καταστάσεις. Όμως οι νοικοκυραίοι τάσσονται εναντίον των «ύποπτων και επικίνδυνων ξένων», που απειλούν τον «νόμο και την τάξη». Από πολλούς αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερη φυλή, ανάξια των προγόνων της. Μαρτυρίες της εποχής θέλουν νεαρούς Έλληνες να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης πατρώνων που τους έπαιρναν το μεροκάματο από το γυάλισμα των παπουτσιών, ενώ τους απαγόρευαν την επαφή με πολύ κόσμο από φόβο μην τους χάσουν από την δούλεψή τους.

«Στο Ροντάϊλαντ, όπου οι Ελληνες ασχολούνται εις την αλιείαν αστακών, οι Αμερικανοί αλιείς εξηγέρθησαν ζητούντες την εκδίωξίν των, ως μη όντων Αμερικανών πολιτών. Ευτυχώς ο διωγμός εματαιώθη»…

«Εις την Φλώριδαν κατά το έτος 1911 οι ιθαγενείς (ντόπιοι) εβύθισαν Ελληνικόν σπογγαλιευτικόν του οποίου τα πλήρωμα επνίγη».

 
 
 
 
Πέραν του ανθελληνικού μένους όμως δεν ήταν σπάνιες και οι παραβατικές συμπεριφορές των Ελλήνων, σύμφωνα με το τότε αστυνομικό δελτίο. Η διανυκτέρευση σε αστυνομικά τμήματα μέχρι να επιβεβαιωθεί ο τόπος κατοικίας και εργασίας ήταν συχνό φαινόμενο και φυσικά δεν έλλειπε και η εμπλοκή των ομογενών σε παράνομες δραστηριότητες με κυριότερη την εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων.
Στα καταγεγραμμένα περιστατικά βρίσκει κανείς κι αυτό της απεργίας του Σικάγου του 1904, το οποίο αύξησε το ρατσιστικό αίσθημα των κατοίκων της περιοχής. Κατά την διάρκεια της απεργίας στα καταστήματα καυσίμων της πόλης πολλοί εργαζόμενοι που συμμετείχαν, αντικαταστάθηκαν από έλληνες μετανάστες που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα και πήραν τις δουλειές των απεργών. Η αντίδραση του εργατικού συνδικάτου και του Τύπου εκφράστηκε αδιακρίτως εναντίων όλων των Ελλήνων. Εξαιτίας αυτού, μερικοί έλληνες μικροκαταστηματάρχες, που είχαν ήδη νιώσει το απειλητικό χέρι των γηγενών, ανήσυχοι για την ανθελληνική υστερία, καταδίκασαν τους συμπατριώτες τους απεργοσπάστες ενώ συγχρόνως διαμαρτυρήθηκαν στον Τύπο για την επίθεσή του σε όλους αδιακρίτως τους Έλληνες. Αλλά η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Αμερική έκανε όλο και πιο συχνά τέτοιες ρατσιστικές συμπεριφορές και χαρακτηρισμούς.
 
Λευκή γυναίκα εθεάθη με Έλληνα!
 
Ένα άλλο που έγινε αφορμή για τον διωγμό των Ελλήνων από μια περιοχή ήταν η δολοφονία ενός αμερικανού αστυνομικού από έναν Έλληνα ονόματι Γιάννης Μασουρίδης. Σύμφωνα με όσα γράφτηκαν μετά τη δολοφονία του αστυνομικού, ο Γιάννης Μασουρίδης, ο οποίος βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1906, συνελήφθη έπειτα από καταγγελία ότι «διατηρούσε σχέσεις» με 17χρονη Αμερικανίδα. Καθ’ οδόν προς το αστυνομικό τμήμα, ο Έλληνας τραυματίστηκε ενώ ο αστυνομικός έπεσε νεκρός ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών. Ο Μασουρίδης διαφεύγει και επιστρέφει στο σπίτι του όπου τον συλλαμβάνουν και πάλι οι αστυνομικοί και τον κακοποιούν μέχρι αναισθησίας. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες εξαγριωμένοι κάτοικοι σπεύδουν έξω από το σπίτι με σκοπό να τον λιντσάρουν. Τελικά, φυγαδεύεται ζωντανός από την αστυνομία στην πρωτεύουσα της Πολιτείας. Με αφορμή αυτό το περιστατικό εξαπολύεται προπαγανδιστική εκστρατεία η οποία προβάλλει την αξίωση να εξοριστούν οι Έλληνες από την περιοχή. Την επόμενη μέρα συγκαλείται συλλαλητήριο κατά την διάρκεια του οποίου σημειώνονται επεισόδια με πολλούς τραυματίες και καταστροφές καταστημάτων, ενώ σημειώνεται πογκρόμ κατά των Ελλήνων και όσων έμοιαζαν με Έλληνες. Περίπου 1.300 Έλληνες αναγκάζονται τότε να εγκαταλείψουν την πόλη μαζί με άλλους Βαλκάνιους. Ο απεσταλμένος της ελληνικής πρεσβείας των ΗΠΑ, που φθάνει τον Μάρτιο στην πόλη για να καταγράψει τις καταστροφές, συστήνει στους εναπομείναντες Έλληνες να είναι «κόσμιοι» και «να μη ομιλώσιν εις τας γυναίκας» όταν τις συναντούν στο δρόμο. Εντέλει ο Μασουρίδης καταδικάζεται σε θάνατο δι’ απαγχονισμού με την κατηγορία πως πυροβόλησε και σκότωσε τον αστυνομικό επιχειρώντας να διαφύγει. Σύμφωνα με την κατάθεση του ιδίου όταν συνελήφθη επιχείρησε να πετάξει το όπλο του για να αποφύγει το πρόστιμο. Τότε ο αστυνομικός τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. Έτσι αμυνόμενος, πυροβόλησε με τη σειρά του και βρήκε τον αστυνομικό στην καρδιά. Η θανατική ποινή δεν εφαρμόστηκε λόγω ανεπαρκών στοιχείων και ο Μασουρίδης εξέτισε ποινή 5 ετών και μόλις αποφυλακίστηκε  επέστρεψε στην Ελλάδα.
 

 
 
Οι αφηγήσεις των επιζώντων της εποχής εκείνης αλλά των ιστορικών μαρτυρούν πολλά περιστατικά ρατσιστικών διακρίσεων και προκαταλήψεων θύματα των οποίων υπήρξαν Έλληνες και μετανάστες από φτωχές χώρες του νότου. Η καραντίνα, οι εξονυχιστικές ιατρικές εξετάσεις και οι ανακρίσεις στις οποίες υποβάλλονταν με την άφιξή τους οι Έλληνες  ήταν σύνηθες φαινόμενο. Όσοι κατάφερναν να τις περάσουν προσλαμβάνονταν με χαμηλότατους μισθούς στις ανθυγιεινές δουλειές που δεν προτιμούσαν οι Αμερικανοί. Η έννοια του λευκού που σήμερα περιγράφει κάθε άτομο ευρωπαϊκής καταγωγής, τότε περιοριζόταν αποκλειστικά για τους ανθρώπους με αγγλοσαξονική ή βορειοευρωπαϊκή προέλευση. Οι Έλληνες θεωρούντο φυλετικά ανάμεικτοι, γενετικά κατώτεροι από τους δήθεν αμιγείς προγόνους τους, και, ως εκ τούτου, ανίκανοι ακόμα και να προσεγγίσουν τα επιτεύγματά τους. Το 1913 στην είσοδο ενός εστιατορίου στην Καλιφόρνια έγραφε:
«Αμιγώς Αμερικανικό! Όχι Έλληνες».
Ένας Ελληνοαμερικανός καθηγητής από την περιοχή, που θα ασχοληθεί πολλά χρόνια αργότερα συστηματικά με τα επεισόδια και τους διωγμούς, με κυριότερο αυτόν της Ν. Ομάχα, που σημειώνονταν τότε θα τα παραλληλίσει με τη «νύχτα των κρυστάλλων του 1938» στη ναζιστική Γερμανία.
«Στο Πίτσμπουργκ (Πενσιλβάνια) οι εντόπιοι εύρον ως αφορμήν τον φόνον ενός μαύρου διά να δημιουργήσουν ταραχάς κατά των Ελλήνων και ολίγον δειν θα είχωμεν επανάληψιν των θλιβερών σκηνών της Ομάχας…».
Για «αθρόους διωγμούς» γίνεται λόγος στην πρώτη αξιόλογη μελέτη για το μεταναστευτικό, απ’ όπου αντλούνται και τα προηγούμενα περιστατικά. Πρόκειται για το συλλογικό έργο φοιτητών «Η Ελληνική μετανάστευσις», με πρόλογο του καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη. Όπως σημειώνεται, διαβάζοντας κάποιος τον Τύπο θα «πεισθή ακραδάντως ότι κυοφορείται γενική εξέγερσις κατά των ξένων εργατών και ιδία των Ελλήνων». Προβλέπεται ότι αυτή θα έχει «ως άμεσον αποτέλεσμα την εκτόπισιν των εργατών τούτων από των διαφόρων εργασιών, εξαιρουμένων των αγροτικών».
Τους διωγμούς των Ελλήνων στην Ν. Ομάχα κατέγραψε αναλυτικά και ο ελληνοαμερικανός καθηγητής Τζον Μπίτζες, σε μια μελέτη του, η οποία δημοσιεύτηκε τη δεκαετία του 1970 και βραβεύτηκε.
 
 
 
Άλλες μελέτες βέβαια που είχαν εκπονηθεί στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1940 παρουσίαζαν τους Έλληνες ως τους πλέον επιρρεπείς στη διάπραξη απεχθών εγκληματικών πράξεων και μάλιστα στο σύνολο των αδικημάτων οι Έλληνες προηγούνταν τόσο των Ιταλών όσο και των Ρώσων. Οι Έλληνες κατηγορούνται ότι οι περισσότερες από τις παραβατικές πράξεις τους αναφέρονται σε ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα, όπως ανθρωποκτονίες, βιασμοί, επιθέσεις, κλοπές, ληστείες και εμπορία ναρκωτικών. Η αντικειμενικότητα βέβαια αυτών των κατά πολλούς μονομερών μελετών αμφισβητείται, όπως συμβαίνει με κάθε είδους μελέτη εγκληματικότητας που αφορά την παραβατικότητα των μεταναστών σε ξένες χώρες, κατά τις οποίες οι μετανάστες πέφτουν θύματα ρατσισμού και αδίστακτης δυσφημιστικής προπαγάνδας.
Αν και η πρόβλεψη της αποχώρησης των Ελλήνων , δεν επαληθεύτηκε ποτέ, είναι ενδεικτική για τις προκαταλήψεις και την εχθρότητα που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ως μετανάστες δεύτερης κατηγορίας, σ’ ένα έθνος μεταναστών, όπως οι ΗΠΑ.
Ακόμα και στην Αυστραλία, τα πράγματα για τους Έλληνες δεν σημειώνονται καλύτερα. Στα 1925, ο υφυπουργός προεδρίας του Queensland έγραφε:
«Οι Έλληνες της Βόρειας Κουϊνσλάνδης είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς μετανάστες. Ζουν στις πόλεις της περιοχής και επιδίδονται σε επιχειρήσεις καφενείων, πανδοχείων και άλλων λιγότερο ευυπόληπτων δραστηριοτήτων. Δεν είναι γεωργοί και δεν συνεισφέρουν τίποτα στον πλούτο ή την ασφάλεια αυτής της χώρας. Δεν επιδίδονται σε καμιά χρήσιμη εργασία η οποία θα διεκπεραιωνόταν λιγότερο καλά χωρίς τη βοήθειά τους.
Συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας, επισκέφτηκα κάμποσες από τις λέσχες και τα πανδοχεία τους, που βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε άθλια κατάσταση. Το βιοτικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο από των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά αυτός ο τύπος του μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίστανται και θα ήταν προς όφελος της πολιτείας, αν η είσοδός τους απαγορευόταν ολοσχερώς» αναφέρεται στο βιβλίο του κ. Τσάκαλου.
Οι «λαθραίοι» έλληνες μετανάστες σε ΗΠΑ και Αυστραλία, όπου το διάστημα 1950 - 1974 υπολογίζονται σε τουλάχιστον 50.000, περιέγραφαν την ζωή στην ξένη χώρα σαν ένα διαρκές δίλλημα.
«Όλοι εμείς οι λαθραίοι βλέπουμε δυο εφιάλτες. Ο ένας είναι ότι θα πεθάνουμε στην Αμερική ξένοι και ανεπιθύμητοι, και ο άλλος είναι ότι θα μας πιάσει το Ιμιγρέσο (immigration service) και θα μας στείλει πίσω στην Ελλάδα να πεθάνουμε εκεί».
 
 
 
Χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή μιας Ελληνίδας εργάτριας στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1960:

«Όταν ήρθα να δουλέψω στη Φίλιπς, είχα κάτι μάτια να! Και επειδή είχα τόσο καλά μάτια, ο προϊστάμενος μου ανέθετε όλη τη λεπτή δουλειά. Δεν μετακινήθηκα ποτέ σε άλλο πόστο. Επί δέκα χρόνια καθόμουνα σκυμμένη πάνω σε κείνα τα μικρά λαμπερά εξαρτήματα και τα διάλεγα. Ήμασταν δυο. Αν φτιάχναμε μαζί 15.000 κομμάτια την ημέρα, εγώ έκανα τα 11.000. Οπότε καταλαβαίνεις! Την άλλη γυναίκα την άλλαξαν γρήγορα, αλλά εμένα μ’ αφήσανε. Πολλές φορές ζήτησα να μου δώσουν άλλη δουλειά, γιατί κουραζόμουν πολύ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Αλλά τότε ο προϊστάμενος μου έλεγε: Όχι εσένα δεν σ’ αλλάζουμε με καμιά κυβέρνηση. Εσύ κάνεις 11.000 κομμάτια. Είσαι η καλύτερη εργάτρια μας. Και όταν τον είδα τελευταία και του είπα ότι έχω σχεδόν τυφλωθεί στα δυο μάτια, μου είπε: ‘’Τι λες, κορίτσι μου, δεν το περίμενα να χάσουμε τέτοια καλή εργάτρια…’’».

Στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Γερμανία και σε όλες τις άλλες χώρες που δέχτηκαν τους έλληνες μετανάστες, κατά τις περιόδους οικονομικής κρίσης τα μέσα ενημέρωσης αναφέρονταν στην άνοδο της εγκληματικότητας αφού όπως συνηθίζεται, η ανεκτικότητα σταματά εκεί που σταματούν τα πλεονεκτήματα από τα φτηνά εργατικά χέρια. Καθώς περνούσαν τα χρόνια βέβαια η ζωή έπαιρνε το δρόμο της, ενώ οι Έλληνες σταδιακά ενσωματώνονταν.
Όμως η αρχή σε κάθε περίπτωση ήταν πανομοιότυπη. Έντονη ξενοφοβία με αποδέκτες Έλληνες που ανασύρει στη μνήμη μας  ουκ ολίγα περιστατικά αντιμεταναστευτικής υστερίας που εκφράζει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, μια χώρα που αν και σήμερα καταγράφεται ως κέντρο υποδοχής μεταναστών παλαιότερα πέρασε στην ιστορία ως χώρα αποστολής…
Η 18η Δεκεμβρίου ανακηρύχθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως Παγκόσμια Ημέρα Μετανάστη, σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η εκστρατεία του ΟΗΕ για την προστασία του παγκόσμιου μετανάστη. Την ημερομηνία αυτή το 1990 υιοθετήθηκε από τη γενική συνέλευση του ΟΗΕ η «Διεθνής Συνθήκη για την Προστασία των Δικαιωμάτων όλων των Μεταναστών Εργατών και των μελών των Οικογενειών τους». Υπολογίζεται ότι το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού, γύρω στα 150 εκατομμύρια ψυχές, ζουν εκτός της πατρίδας τους.
Πηγή: Newsbeast.gr