Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943 από φτωχούς
γονείς, εσωτερικούς μετανάστες, από το μικρό νησάκι Ίο ο πατέρας, από το μικρό
χωριό Βούβες Κισάμου η μάνα. Τα χρόνια της ηλικιακής ακμής του τα έζησε
αναζητώντας δουλειά σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης,: στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ,
όπου παράλληλα σπούδαζε Ιταλική φιλολογία, στις Βρυξέλλες, όπου είχε διοριστεί,
κατόπιν εξετάσεων, ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Πλησιάζοντας τα
πενήντα αποσύρθηκε από τις μεγαλουπόλεις, για να ζήσει μόνιμα σ’ ένα
απομονωμένο χωριό της Κορινθίας, στο Θροφαρί, όπου καλλιεργούσε τη γη και την
ποίηση, όπως έλεγε κι έγραφε ο ίδιος. Περιστασιακά επισκεπτόταν την Αθήνα, όπου
εξέδιδε και τα βιβλία του.
Όταν ήταν παιδί άκουγε τη μητέρα του να
τραγουδάει μαντινάδες και Ερωτόκριτο. Τα ακούσματα εκείνα κάρπισαν γρήγορα κι
άρχισε κι ο ίδιος να γράφει τα δικά του ποιήματα, ομοιοκατάληκτα στην αρχή. Στα
είκοσι τρία του έβγαλε την πρώτη ποιητική συλλογή του σε ελεύθερο στίχο.
Αργότερα στράφηκε και σε μια διαφορετική μορφή γραφής, στα «ποιήματα σε πρόζα»
(πεζοποιήματα). Από το 1966 ως το 2010 έβγαλε δώδεκα ποιητικές συλλογές, που
τον κατατάσσουν στους πιο σημαντικούς ποιητές της γενιάς του.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ξένες
γλώσσες. Έχει εκδώσει ακόμη έξι συλλογές αφηγημάτων και έχει βραβευθεί με
κρατικό βραβείο για τη συλλογή «Οριζόντιο ύψος» (Κίχλη 2008) και με το βραβείο
του περιοδικού «Διαβάζω» για το «Όντα και μη όντα» (Γαβριηλίδης, 2006).
Τον καιρό που ζούσε στην Ολλανδία έγραψε τρία
θεατρικά μονόπρακτα. Για τα δύο απόσπασε το πρώτο βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό
των Κάτω Χωρών και έζησε τη χαρά της παράστασής τους εκεί. Όταν
ξαναπαρουσιάστηκαν στα Χανιά το 2009 και ο Χιόνης ήταν παρών, άλλωστε
επισκεπτόταν την πόλη πολύ συχνά.
Πολύγλωσσος όντας μετάφρασε με επιτυχία
λογοτεχνικά έργα, πεζά και ποιητικά, από τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά,
τα ιταλικά και τα ολλανδικά.
Στον Διονύση Καρατζά
Μικρά διεστραμμένα πνεύματα, διαβόλια μάλλον, μου τραβούν τις νύχτες τα
σεντόνια και, όταν δεν ξυπνώ, τραβούνε την ψυχή μου από τις άκρες, τα βλέφαρα
μού ανοίγουν με το ζόρι. «Τι έκανες, τι έκανες, πες, στη ζωή σου τι έκανες;»,
ρωτούν σχεδόν τραγουδιστά. «Έγραψα ποιήματα», απαντώ, πιστεύοντας πως φτάνει
αυτό για να μ' αφήσουν ήσυχο. «Χαρά στο πράγμα!», λένε, καγχάζοντας, τα
πνεύματα. «Τα ποιήματα είναι πουλιά χωρίς φτερά, χωρίς λαλιά. Έκανες κάτι πιο
σημαντικό;» «Έχτισα ένα σπίτι», απαντώ, ελπίζοντας ότι αυτό θα τους φανεί
σημαντικό και σοβαρό. «Χαρά στο πράγμα!», επιμένουν τα διαβόλια. «Όλος ο κόσμος
έχει έναν τάφο. Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» «Φύτεψα δέντρα», λέω εγώ, και είμαι
σίγουρος ότι τ' αποστομώνω. Όμως αυτά, εκεί, «Χαρά στο πράγμα!», λένε, «Τα
δέντρα είναι τόσο ασήμαντα ταξίδια! Από τη ρίζα ως την κορφή και πάλι πίσω...
Μονότονα ταξίδια! Έκανες κάτι πιο σημαντικό;» Τότε κι εγώ πεισμώνω και φωνάζω:
«Έγραψα ποιήματα, έγραψα ποιήματα, ποιήματα σερνάμενα πουλιά, χωρίς λαλιά,
ποιήματα ερπετά! Μόνο αυτό!»
Από την Ακτή, τεύχος 49, Χειμώνας 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου