ΩΡΑ...

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Aι Ευχαί, Ωδή Έκτη - Κάλβος Aνδρέας

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1792 στη Ζάκυνθο. Η μητέρα του, Ανδριανή Ρουκάνη, ήταν αρχοντικής καταγωγής, ενώ ο πατέρας του, Τζανέτος ή Ιωάννης Κάλβος ήταν ένας μικροαστός τυχοδιώκτης, πρώην ανθυπολοχαγός του βενετικού μισθοφορικού στρατού. Το 1802 ο πατέρας Κάλβος με τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, εγκατέλειψε τη σύζυγό του και εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που έδωσε στα παιδιά δυνατότητες μόρφωσης. Όμως τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά, ταξιδεύοντας για τις δουλειές του. Το 1812 ο πατέρας πεθαίνει.
Στο Λιβόρνο ο Κάλβος ήρθε σε μια πρώτη επαφή με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα. Εκεί, επίσης έγραψε και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκήρυξε (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιας που το ίδιο δεν σώζεται).
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Πίζα, πήγε στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo έγινε δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, υπό την σκιά του Foscolo, έγραψε στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες «Θηραμένης», «Δαναΐδες» και «Ιππίας». Επιπλέον ολοκλήρωσε τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίστηκε στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυνάντησε εκεί το 1816, ενώ την ίδια εποχή πληροφορήθηκε τον θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλόνισε. Εν τω μεταξύ είχε συνθέσει στα ιταλικά, από το 1814, και την «Ωδή εις Ιονίους».
Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι κατέφυγαν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολούθησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διέλυσε τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφάλιζε τα προς το ζην παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα, κυρίως ιταλικών και σε μικρότερο βαθμό ελληνικών. Στα 1818-19 έδωσε διαλέξεις με θέμα τη σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκάλεσαν αίσθηση. Συνέταξε και εξέδωσε μια Νεοελληνική Γραμματική, μια Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών σε τέσσερα μέρη και ασχολήθηκε με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού. Το 1819 τύπωσε και την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, «Ελπίς Πατρίδος». Το ποίημα βρέθηκε απ’ τον Λεύκιο Ζαφειρίου σχεδόν 200 χρόνια μετά, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης.
Το Μάιο του 1819, προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα και παντρεύτηκε την Maria Theresa Thomas, η οποία πέθανε (πιθανότατα και η κόρη που είχαν αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη ήταν και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτριά του Susan Fortune Rideout. Τότε πιθανολογείται και μια απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Τέλη Ιουλίου του 1820 ο Κάλβος εγκατέλειψε την Αγγλία.
Με την επιστροφή του στη Φλωρεντία ενεπλάκη στο κίνημα των Καρμπονάρων, συνελήφθη και εκδιώχθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Κατέφυγε στη Γενεύη, όπου περιβλήθηκε με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάστηκε πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την έκδοση ενός χειρογράφου της «Ιλιάδας», που όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης, εξέδωσε το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου - και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία - έργου του, τη «Λύρα», μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράστηκαν και στα γαλλικά και βρήκαν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος πήγε στο Παρίσι, όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα «Λυρικά».
Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πήγε στο Ναύπλιο, όπου γνώρισε την απογοήτευση εξαιτίας της επικρατούσας διχόνοιας και της αδιαφορίας για τον ίδιο και το έργο του. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πήγε στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 δίδαξε στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836, οπότε και επανατοποθετήθηκε στην Ακαδημία, ασχολήθηκε ξανά με ιδιαίτερα μαθήματα. Το 1841 ανέλαβε τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτήθηκε όμως στο τέλος του χρόνου. Συνεργάστηκε με τοπικές εφημερίδες, ενώ με τον Σολωμό «είχε απλή γνωριμία».
Τον Νοέμβριο του 1852 ο Κάλβος επέστρεψε στην Αγγλία. Τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύτηκε με τη Charlotte Augusta Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Louth δίδαξε ως το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Η ταφή του (καθώς και της χήρας του, που πέθανε το 1888) έγινε στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Keddington, κοντά στο Louth.
Οι σοροί του Ανδρέα Κάλβου και της συζύγου παρέμειναν στην Αγγλία για 91 χρόνια. Κατόπιν αιτήσεως της, τότε, ελληνικής κυβέρνησης, που γιόρτασε το 1960 ως «Έτος Κάλβου», έγινε η μετακομιδή των οστών του εθνικού ποιητή από το Λονδίνο στη Ζάκυνθο.
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες απ’ τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις «Ωδές» του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των «Ωδών» του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τους συμπατριώτες του.
Όσο αφορά στη γλώσσα, ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή τη δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις «Ωδές» του. Στη συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και του κόσμου των βιβλίων. Γενικότερα, στα έργα του, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις, π.χ. το μυθικό στοιχείο και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.
Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έγινε από τον Βικέλα και ολοκληρώθηκε στην ομιλία του Παλαμά το 1889.
Το έργο του Κάλβου είναι πλούσιο και πολύγλωσσο. Ξεχωρίζουν στο ελληνόφωνο ποιητικό του έργο τα «Ελπίς Πατρίδος» (1819), «Η Λύρα» (1824) και «Λυρικά» (1826).
Της θαλάσσης καλύτερα   
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.    

Στην στεριάν, στα νησία
καλύτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.    

Kαλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·   

Παρά προστάτας να ‘χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.    

Αν οπόταν πεθαίνει
πονηρός βασιλεύς
έσβυν’ η νύκτα έν’ άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.   

Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.    

Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
εν ω λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!

Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,

Τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας,
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.

Θέλετε θησαυρούς
πολλούς δια να ‘γοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ’ άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.    

Hμείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.    

Δια να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Eλλάδα.
Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
δια τους πανούργους.

Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
Το ξίφος σφίγξατ’ Έλληνες -
τα ομμάτια σας σηκώσατε -
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο θεός
μόνος σάς είναι.


Και αν ο θεός και τ’ άρματα
μας λείψωσι, καλύτερα
πάλιν να χρεμετήσωσι
στον Kυθερώνα Tούρκων
άγριαι φοράδες.    

Παρά.... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.    

Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ’ ανοικτόν στόμα.    

(από το «H Λύρα», Ωκεανίδα 1997)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου