Ο Eugen Berthold Friedrich Brecht γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1898 στο Augsburg της Βαυαρίας. Υπήρξε δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής και θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου» (Episches Theater) στη Γερμανία.
Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917-1921) και επιστρατεύτηκε ως νοσοκόμος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το «Εγκόλπιο ευσέβειας», ενώ με το έργο του «Βάαλ» το 1918 άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές. Με το αντιπολεμικό έργο του «Ταμπούρλα μες τη Νύχτα» κέρδισε το 1922 το Βραβείο Kleist. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την τραγουδίστρια της όπερας Marian Zof, με την οποία απέκτησε μια κόρη.
Στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και δούλεψε με το συνθέτη Hanns Eisler και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Τότε γνώρισε και τη Ηelene Weigel, τη δεύτερη γυναίκα του που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο Γερμανικό Θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Max Reinhardt. Παράλληλα φοιτούσε στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή όπου μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Η προσαρμογή της «Όπερας των ζητιάνων» του Άγγλου ποιητή John Gay ως «Η Όπερα της Πεντάρας» το 1928, σε στίχους δικούς του και μουσική του Kurt Weill προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη, η οποία κατηγορούσε το προλεταριάτο για έλλειψη ηθικής.
Το 1930 παντρεύτηκε τη Ηelene Weigel με την οποία είχε ήδη ένα γιο, ενώ αργότερα απέκτησαν και μια κόρη. Το 1930 έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Kurt Weill) «Η Άνοδος και η Πτώση της πόλης Μαχάγκονυ».
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε αρχικά στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις Η.Π.Α. σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό «Η Λέξη». Στις Η.Π.Α., όπου έζησε το κύριο μέρος της ζωής του, δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με τη Ηelene Weigel και μαζί ίδρυσαν το 1949 το Berliner Ensemble. Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της Λ.Γ.Δ. το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, εξαιτίας της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1920 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-1939), «Μάνα Κουράγιο και τα Παιδιά της» (1936-1939), «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-1941), «Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι» (1940), «Η 'Ανοδος του Αρτούρου Ούι» (1941), «Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ» (1940-1943), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (1942-1943) και «Ο Καυκασιανός Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-45).
Το 1944 γράφει το έργο «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής», μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.
Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του που εμπεριέχουν μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώθηκε στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Τα πιο γνωστά του ποιήματα : «Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε», «Εγκώμιο στη μάθηση», «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου», «Αυτό θέλω να τους πω», «Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο», «Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ», «Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου», «Εγκώμιο στον Κομμουνισμό», «Εγκώμιο στη Διαλεκτική».
Ο Berthold Brecht πέθανε στις 14 Αυγούστου του 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο.
Όταν
διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε
σε
δημόσιες πλατείες τα βιβλία που
περικλείνουν
ιδέες ανατρεπτικές,
κι
από παντού κεντρίζανε τα βόδια
να
σέρνουν κάρα ολόκληρα
με
βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος
ποιητής,
ένας απ’ τους καλύτερους,
διαβάζοντας
των βιβλίων τον κατάλογο,
με
φρίκη του είδε πως τα δικά του
τα
είχανε ξεχάσει. Χύμηξε στο γραφείο του
με
τις φτερούγες της οργής, κι έγραψε στους τυράννους ένα γράμμα:
«Κάψτε
με!» έγραφε με πένα ακράτητη, « κάψτε με!
Μ’
αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, εμένα!
Την
αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα
μου
φερνόσαστε σαν να ‘μαι ψεύτης! Σας διατάζω:
Κάψτε
με!»
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα (1938)
(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου