Ο Ερυσίχθονας ήταν βασιλιάς στη Θεσσαλία. Ήταν μυθικός γιος του Μυρμιδόνα ή του Τρίοπα και εγγονός του θεού Ποσειδώνα. Είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη, όχι για τα ηρωικά του κατορθώματα, ούτε για την καλοσύνη του, αλλά για τη σκληρότητα του, τον οξύθυμο χαρακτήρα του, και την πλεονεξία του.
Θέλοντας να χτίσει ένα μεγαλόπρεπο παλάτι αποφάσισε να κόψει ξύλα από ένα δάσος κοντά στο παλάτι του. Έτσι ο Ερυσίχθονας άρχισε να κόβει αλόγιστα τα δέντρα του δάσους.
Οι υπήκοοι του έχοντας διαπιστώσει την κατάχρηση που έκανε εξαιτίας της πλεονεξίας του, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν για την άσκοπη κοπή τόσων δένδρων, και του εξέφρασαν τους φόβους τους για το ενδεχόμενο να ξεσπούσε επάνω του η οργή της θεάς Δήμητρας.
Ο Ερυσίχθονας όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη του τις προειδοποιήσεις των ανδρών του, αλλά εκστόμισε σκληρά λόγια τόσο για τα δέντρα, τις νύμφες Αμαδρυάδες που κατοικούσαν μέσα σ’ αυτά, αλλά και για την ίδια τη θεά της γεωργίας.
Μια ημέρα πήρε μαζί του είκοσι δούλους του και πήγε στο άλσος που είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη θεά Δήμητρα. Εκεί διέταξε τους δούλους να κόψουν τα δέντρα για να μπορέσει να χτίσει ένα δώμα στο οποίο θα γλεντούσε με τους φίλους του. Ανάμεσα στα άλλα δέντρα βρισκόταν και μία πανύψηλη λεύκα που ήταν το αγαπημένο δέντρο της Δήμητρας. Γύρω από τη λεύκα αυτή οι Δρυάδες Νύμφες έψελναν τα όμορφα τραγούδια τους και χόρευαν τους μαγικούς χορούς τους. Ο ασεβής Ερυσίχθονας δεν σταμάτησε το καταστρεπτικό του έργο ούτε μπροστά στο ιερό αυτό δέντρο. Με την πρώτη όμως τσεκουριά που του έδωσε παρουσιάσθηκε ενώπιόν του η ιέρεια της Δήμητρας Νικίππη, που δεν ήταν παρά η ίδια η θεά μεταμορφωμένη. Η ιέρεια προσπάθησε να σταματήσει το κόψιμο των δέντρων, αλλά ο Ερυσίχθονας την απείλησε με την αξίνα του.
«Φύγε, μη σου μπήξω τούτο το τσεκούρι στο κορμί», της είπε ο άμοιρος. Η θεά τότε πέταξε τη μεταμφίεση της ιέρειας και εμφανίσθηκε με όλη της τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Οι δούλοι σκόρπισαν από δω και από κει, και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν από τον φόβο τους. Η Δήμητρα όμως τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν χωρίς να τους βλάψει, ενώ τον ασεβή Ερυσίχθονα τον τιμώρησε με ακράτητη πείνα.
«Ναι λοιπόν, φτιάξε το δώμα, σκύλε, να τραπεζώνεις συχνά. Αφού αυτό είναι που επιθυμείς, από εδώ και πέρα συχνά πυκνά θα τρως!» Αυτά είπε η θεά, και μεγάλα βάσανα περίμεναν πια τον Ερυσίχθονα.
Η Δήμητρα πρόσταξε την θεά Πείνα να τον επισκεφτεί. Η Πείνα υπάκουσε αμέσως κάνοντας τον βασιλιά της Θεσσαλίας να πεινάει συνεχώς. Από τη στιγμή εκείνη ο Ερυσίχθων άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Αφού έφαγε ό,τι φαγώσιμο βρισκόταν στο σπίτι του και όλα του τα ζώα, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους και να αρπάζει τις προσφορές από τους βωμούς. Ο Ερυσίχθονας άρχισε να υποφέρει καθώς έβλεπε ότι η πείνα του δε μπορούσε να κορεστεί με κανέναν τρόπο, καθώς όσο και αν έτρωγε άλλο τόσο επιθυμούσε να φάει.
Οι δυστυχισμένοι οι γονείς του δεν ήξεραν πώς να τον βοηθήσουν. Ο πατέρας του κατέφυγε στον Ποσειδώνα, ο οποίος όμως ήταν εξίσου ανίκανος να θεραπεύσει τον εγγονό του από το κακό που τον βρήκε.
Στο μεταξύ ο Ερυσίχθονας βασανιζόταν όλο και περισσότερο από την πείνα. Σύντομα άρχισε να ξεπουλάει όλη του την περιουσία, για να μπορεί να έχει χρήματα ώστε να αγοράζει φαγητό. Στο τέλος αναγκάστηκε να πουλήσει το παλάτι του, τους δούλους του και την όμορφη μοναχοκόρη του Μήστρα για να αγοράσει τρόφιμα. Αλλά η Μήστρα, που ήταν μάγισσα, επέστρεψε στο σπίτι της και παρεκάλεσε και πάλι τον Ποσειδώνα. Ο θεός, μη μπορώντας να βοηθήσει τον Ερυσίχθονα, έδωσε στη Μήστρα την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και να ξεφεύγει από τον πατέρα της. Μία εκδοχή αναφέρει ότι η Μήστρα, από δική της πρωτοβουλία, εκμεταλλεύθηκε το χάρισμα της μεταμορφώσεως για να πουλιέται ως δούλα συνεχώς και να βοηθά έτσι τον πατέρα της. Αλλά στο τέλος, ο Ερυσίχθονας, μη έχοντας να φάει τίποτα πια, άρχισε να τρώει το ίδιο του το κρέας μέχρι που πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου