ΩΡΑ...

Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Αλή Πασάς ο Τεπελενλής 1744 - 1822 (6)

ΛΟΔΡΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ ΚΑΙ ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ
Ο George Gordon 6th Lord Byron (1788 - 1824) είναι ο σημαντικότερος από τους δεκάδες ξένους που επισκέφτηκαν τον Αλή, κατά την διάρκεια της μακρόχρονης ηγεμονίας του. Η συνάντησή τους στο Τεπελένι, το φθινόπωρο του 1809, προσέλαβε διαστάσεις μύθου και χαρακτηρίστηκε ως «ιστορική». Στη Βρετανία του 18ου και του 19ου αιώνα ήταν απαραίτητο οι γόνοι της Αγγλικής αριστοκρατίας μετά την αποφοίτησή τους από τα φημισμένα πανεπιστήμια, του Cambridge, της Oxford και του Eaton, να πραγματοποιούν ένα πολύμηνο ταξίδι στις χώρες της Ανατολής, ώστε να γνωρίσουν από κοντά την κλασική αρχαιότητα - που είχαν διδαχτεί στα κολέγιά τους. Ήταν ο λεγόμενος «Grand Tour, δηλαδή, ο μεγάλος γύρος».
Επιστρέφοντας στην κοσμοκράτειρα πατρίδα τους ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τις κληρονομικές θέσεις, που τους είχαν προετοιμάσει οι γονείς τους. Έτσι και ο Μπάιρον, στις 22 Ιουλίου του 1809, ξεκίνησε την πρώτη Ευρωπαϊκή του περιπέτεια, σε ηλικία 20 ετών. Είχε μαζί του το φίλο του από το πανεπιστήμιο John Cam Hobhouse, κατοπινό λόρδο Brougthon, και τον υπηρέτη του William Fletcher. Προορισμός τους η Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Πρώτος σταθμός τους η Πορτογαλία. Αφού διασχίσουν την σπαρασσόμενη από τους ναπολεόντειους πολέμους Ισπανία, θα επιβιβαστούν σε αγγλικό πολεμικό που είχε ως προορισμό την Πρέβεζα. 
Αυτό βόλεψε ιδιαίτερα τον εκκεντρικό, αλλά και απρόβλεπτο ευγενή Άγγλο αριστοκράτη, που θα τον έφερνε στη μυστηριώδη Ήπειρο και θα του έδινε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Βεζίρη της Ηπείρου, του οποίου το όνομα είχε ήδη καταστεί θρύλος στην Ευρώπη. Το ταξίδι ήταν δύσκολο, αυτό όμως άφηνε αδιάφορο το νεαρό Μπάιρον, ο οποίος αναζητούσε διαφορετικές συγκινήσεις και εμπειρίες, που πίστευε -όχι άδικα- ότι θα έβρισκε στην άγνωστη, μυστηριώδη και εξωτική χώρα του Τεπελενλή. Αφού διέσχισαν τη Μεσόγειο έφτασαν στην Πάτρα, όπου έμειναν δυο μέρες, και στις 29 Σεπτεμβρίου 1809, δυο μήνες μετά την αναχώρησή τους από το Plymouth, αποβιβάζονται στην Πρέβεζα. 
Ο νεαρός ποιητής, πλέει σε πελάγη ευτυχίας, γιατί βρίσκεται πια στη χώρα στην οποία κυριαρχεί το ίνδαλμά του, «Ο Λέων της Ηπείρου», όπως τον αποκαλούσαν ήδη στην Ευρώπη. Ο Μπάιρον δεν κρατούσε ημερολόγιο στις μετακινήσεις του αλλά ούτε όμως και κατέγραφε συστηματικά τις εντυπώσεις του. Τις διάφορες «εικόνες» του ταξιδιού τις παρακολουθούμε μέσα από το χρονικό του συνοδοιπόρου του J. C. Hobhouse, αυτού του τυπικού και σχολαστικού αλλά και ψυχρού περιηγητή. Όμως, τα συχνά γράμματά του προς τη μητέρα του και τους φίλους του στο Λονδίνο, είναι ίσως οι καλύτερες πηγές για να συνθέσουμε το οδοιπορικό. 
Άλλωστε η εκπληκτική του μνήμη ήταν η ιδανική κιβωτός καταχώρησης των εντυπώσεών του και τις οποίες αξιοποίησε αργότερα στα έργα του. Η Πρέβεζα απογοήτευσε και τους δυο φίλους, φυσικό βεβαίως, αφού η πόλη δεν είχε συνέλθει ακόμη από την καταστροφή της του 1798 από τον Αλή, αν και ήδη είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε. Δεν έδωσαν όμως ιδιαίτερη σημασία, γιατί προορισμός τους ήταν τα Γιάννενα, η πρωτεύουσα του Αλή. Αφού λοιπόν επισκέπτονται τα ερείπια της αρχαίας Νικόπολης, ξεκινούν προς την Άρτα, όπου διανυκτερεύουν, συνεχίζουν με κοπιαστική πορεία μέχρι το Χάνι του Αγίου Δημητρίου -όπου επίσης έμειναν μια βραδιά- και, επί τέλους, στις εννέα το πρωί της άλλης μέρας, μέσα από την ομίχλη και την βροχή κατηφορίζουν προς τις πλαγιές και ξαφνικά αντικρίζουν τα Γιάννενα, την πρωτεύουσα του Αλή. Ο Μπάιρον γοητευμένος και ενθουσιασμένος από το θέαμα συνθέτει αμέσως ένα χαρακτηριστικό ποίημα. Το ημερολόγιο έγραφε 9η Οκτωβρίου του έτους 1809. Φτάνοντας στα Γιάννενα, οι ξένοι ταξιδιώτες πληροφορήθηκαν ότι ο Αλής βρισκόταν ήδη στο Τεπελένι, γιατί είχε ανοίξει πόλεμο με τον συμπέθερό του, Ιμπραήμ Πασά του Βερατίου. Αλλά ο Βεζίρης είχε πληροφορηθεί την άφιξή τους και είχε δώσει εντολή στον έμπιστό του Σπύρο Κολοβό και στο δεσπότη να τους φιλοξενήσουν με κάθε τιμή και στη συνέχεια να τους συνοδεύσουν στο Τεπελένι. 
Αφού διανυκτέρευσαν στην Ζίτσα, πορεύτηκαν βόρεια, ακολουθώντας την κοιλάδα του Καλαμά, τον οποίο ο Κολοβός έλεγε Αχέροντα, και έτσι έφτασαν στον επόμενο σταθμό τους, το Δελβινάκι. Στη συνέχεια πέρασαν από το Λιμπόχοβο, όπου ζούσε η αδερφή του Αλή, η Χαϊνίτσα, και κατέληξαν στην γενέτειρα του σατράπη, το Τεπελένι. Εκεί έμειναν μερικές μέρες και είχαν τρεις συναντήσεις με τον Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος και τους προσέφερε εξαιρετική φιλοξενία, όπως συνήθιζε πάντοτε για τους ξένους του. Έφυγαν από το Τεπελένι, ο μεν Μπάιρον ενθουσιασμένος, ο δε Hobhouse επιφυλακτικός. Μαζί τους πήρανε από τον Αλή μια συστατική επιστολή για το γιό του Βελή, Πασά του Μοριά, καθώς και δυο φρουρούς. 
Ξαναγύρισαν στα Γιάννενα από τον ίδιο δρόμο και αφού παρέμειναν στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα για μια εβδομάδα, συνέχισαν το ταξίδι με τελικό προορισμό την Αθήνα. Η Ηπειρωτική περιήγηση γοήτευσε το νεαρό βάρδο και έμεινε, για πάντα, χαραγμένη στην μνήμη του. Οι εντυπώσεις του καταγράφονται σε πολλά από τα διάσημα έργα του, ενώ την γνωριμία του με τον Αλή την θεωρούσε πάντοτε ως μια από τις πιο σημαντικές της ζωής του. Ο σατράπης των Ιωαννίνων φάνηκε στα μάτια του ονειροπόλου αριστοκράτη σαν η «αυθεντική προσωποποίηση» της εξωτικής και μυστηριώδους Ανατολής. Η πρώτη αυτή γνωριμία με τους Έλληνες σφράγισε την κατοπινή του πνευματική πορεία και την ανθρώπινη μοίρα του. 
Η παραμονή του στην Ελλάδα θα διαρκέσει σχεδόν δύο χρόνια. Την διετία αυτή ήταν ένας νεαρός και εύθυμος περιηγητής ο οποίος περιδιάβαινε ανέμελα τις Ελληνικές στεριές και θάλασσες. Θα ξαναγυρίσει, 15 χρόνια αργότερα, ώριμος και ολοκληρωμένος πλέον, για να αφήσει στο Μεσολόγγι την τελευταία του πνοή, αγωνιζόμενος για τη χώρα των νεανικών του χρόνων. Ο George Gordon Noël, 6th Lord Byron και Βαρώνος του Rochdale πέρασε στην Ελληνική Ιστορία ως «o Λαμπρότερος των Φιλελλήνων». Η πορεία του Λόρδου Μπάιρον προς τη δόξα ξεκίνησε με το Childe Harold΄s Pilgrimage (Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ), προϊόν του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα το 1809 - 1811, το οποίο άρχισε να γράφει στα Γιάννενα. 
Αμέσως έγινε το πρόσωπο της ημέρας. Ο «Βυρωνικός πυρετός» είχε γεννηθεί. Κατά τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του, το «Childe» επανεκδόθηκε 15 φορές μόνο στο Λονδίνο. Στην έβδομη έκδοσή του περιλαμβάνει και «το περίφημο Ελληνικό εμβατήριο», όπως το αποκαλεί ο ποιητής, το οποίο δεν είναι άλλο από το «Δεύτε παίδες Ελλήνων», το «εθνεγερτήριο σάλπισμα» του Ρήγα Φεραίου. Το δεύτερο άσμα του έργου αποτελεί μια σύνθεση πικρής νοσταλγίας για την αρχαία Ελλάδα και άγριας οργής για την αδιαφορία και αδυναμία των Ελλήνων να συντρίψουν τις αλυσίδες τους. Ο Μπάιρον δεν αποδέχτηκε αμοιβή για το έργο του, γιατί θεωρούσε ότι «αυτό δεν αρμόζει σε ποιητή».


Ο αριθμός των έργων του είναι πολύ μεγάλος. Ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη και στο σύντομο διάστημα της ζωής του έγραψε τα πάντα, λυρική ποίηση, σάτιρα και δράμα, μπαλάντες, έπος, μυθιστορίες και θέατρο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός - ποιητής Benjamin Is. Disraeli (1804 - 1881) έλεγε κάποτε: «Απορώ, πως ο άνθρωπος αυτός που πέθανε σε ηλικία 36 χρόνων και πέρασε μια ζωή ακόλαστη και ασυγκράτητη -όπως λένε- απορώ λοιπόν πότε κατόρθωσε να βρει τον καιρό να γράψει όλα αυτά τα αριστουργηματικά ποιήματα».
Την πρώτη θέση ανάμεσα στα αφηγηματικά έργα του Μπάιρον κατέχει ο «Don Juan» (έχει το ίδιο θέμα με το ομώνυμο δράμα του Μολιέρου), για την πλοκή και το μεγαλείο του, για την έκταση και το βάθος του. 
Θεωρείται το αριστούργημά του, έστω και αν δεν ολοκληρώθηκε, γιατί τον πρόλαβε ο ξαφνικός θάνατός του στο Μεσολόγγι. Σε αυτό, όπως και στα πολλά άλλα έργα του, υπάρχει άρωμα Ελλάδας. Τα έργα του πιο μεγάλου Άγγλου ρομαντικού εκδόθηκαν αμέτρητες φορές και κατέκλυσαν την Ευρώπη και την Αμερική. Αμέσως μετά την πρώτη έκδοσή τους μεταφράζονταν όλα σε πλήθος γλωσσών. Η «Νύφη της Αβύδου» μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και ο «Κάιν» σε εννιά. Για τον «Μάνφρεντ» αναφέρονται μια μετάφραση στη Βοημική γλώσσα, δύο στη Δανική, δύο στην Ολλανδική, δύο στη Γαλλική, εννιά στη Γερμανική, τρεις στη Σουηδική και την Πολωνική, τέσσερις στην Ιταλική, τέσσερις στη Ρωσική, μια στη Ρουμανική, τρεις στην Ισπανική και δύο στην Ελληνική γλώσσα. Το σύνολον των αντιτύπων των έργων του Λόρδου Μπάιρον που έχουν πουληθεί, μέχρι σήμερα, ξεπερνά τα 5.000.000, χωρίς να προσμετρούνται σε αυτά και οι βιογραφίες του, οι οποίες είναι δεκάδες.

Στην Πρωτεύουσα του Αλή 
Ο Αλής γνώριζε για την άφιξη των δύο ξένων και είχε φροντίσει για όλα. Μόλις είχαν ξεπεζέψει όταν έφτασε ο γραμματικός Σπύρος Κολοβός, που μιλούσε άπταιστα Γαλλικά, και ο δεσπότης, που υποκλινόταν διαρκώς μπροστά τους. Και οι δυο τους φορούσαν τεράστια καπέλα, που έκαναν εντύπωση στον Μπάιρον και τη συνοδεία του. Κατέλυσαν στο περιώνυμο αρχοντικό του Νικολού Αργύρη Βρεττού, το οποίο χρησιμοποιούσε ο Βεζίρης για τη φιλοξενία των εκάστοτε υψηλών επισκεπτών του. Επισκέφτηκαν -όπως γράφει ο ποιητής σε επιστολή του- όλα τα αξιοθέατα των Ιωαννίνων, καβαλικεύοντας το ίδιο το άλογο του Αλή, το Δερβίση, που είχε θέσει στη διάθεσή τους με ρητή εντολή του.
Συνάντησαν τους «επίσημους» και τον Αθανάσιο Ψαλίδα. Ο δάσκαλος ήταν ενημερωμένος για τη λεηλασία των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Εlgin, που μόλις τότε ολοκληρωνόταν, και έκανε σφοδρή επίθεση στο Hobhouse λέγοντας: «Φυλάξτε πολύ καλά αυτά που μας κλέβετε, γιατί κάποια στιγμή, θα τα επιστρέψετε στον τόπο τους». Ο Hobhouse, που δεν είχε σχέση με αρχαιοκαπηλείες, ενοχλήθηκε, ενώ ο Μπάιρον παρακολουθούσε αμίλητος. Ο ποιητής έγραψε στη μητέρα του: «Η Αθήνα είναι πιθανόν η πιο πολιτισμένη πόλη της Ελλάδας, όχι όμως και του Ελληνικού έθνους, γιατί τα Γιάννενα υπερτερούν στον πλούτο, την ανάπτυξη, την παιδεία και την καθαρότητα της γλώσσας».

Η Πρώτη Συνάντηση 
Την επόμενη μέρα μετά την άφιξή τους ο Μπάιρον και ο Hobhouse ειδοποιήθηκαν από έναν αξιωματούχο της αυλής, που κρατούσε άσπρη ράβδο, πως ο Βεζίρης τους περιμένει. Παρόντες στη συνάντηση ήταν ο Άγγλος λοχαγός William Martin Leake, ο Κεφαλλονίτης γιατρός του Αλή, Ιωάννης Μεταξάς ή Στραβόλαιμος,ο οποίος στη συνέχεια ανέλαβε την ξενάγηση των δύο Άγγλων, ο διαβόητος Γιουσούφ Αράπης, χανζνατάραγκας (ταμίας) του Αλή και επόπτης των οδικών αρτηριών από τη Δαλματία μέχρι τον Ισθμό, καθώς και ο γραμματικός του Βεζίρη, Σπύρος Κολοβός. Ο Αλής παράγγειλε στους επισκέπτες του τα καλωσορίσματα, εκφράζοντας τη λύπη του γιατί εξαιτίας του ραμαζανιού δε θα μπορούσε να δειπνήσει μαζί τους. 
Χρέη διερμηνέα έκανε ο Κοζανίτης στην καταγωγή, προσωπικός γιατρός του Βελή, Γεώργιος Σακελλάριος (1767 - 1838) -ο Μπάιρον τον αναφέρει «Seculario»- σπουδαγμένος στη Βιέννη, σπουδαίος λόγιος, ιστορικός, φιλόσοφος, λογοτέχνης και κάτοχος των Γερμανικών, των Γαλλικών, των Λατινικών, των Τουρκικών και των Αλβανικών. Σύμφωνα με τον βιογράφο της Βασιλικής, Μιχαήλ Χανούση, τον Βεζίρη περιτριγύριζε ολόκληρη συνοδεία από αξιωματούχους, ενώ δίπλα του είχε την Βασιλική, η οποία καθόταν σε ένα σκαμνί. Όμως ούτε ο Μπάιρον, ο Leake και ο Hobhouse -οι οποίοι ήταν παρόντες στη συνάντηση- αναφέρουν κάτι σχετικό. 
Η υποδοχή που τους έγινε στην αίθουσα των ακροάσεων στο σεράι τους εντυπωσίασε «η πλούσια διακόσμηση με ζωγραφική και χρυσώματα, τα λαμπρά ρούχα των αξιωματούχων και τα όμορφα πορσελάνινα φλιτζάνια, που ήταν τοποθετημένα μέσα σε άλλα ασημένια».

Το Δώρο του Μπάιρον στον Αλή 
Όταν ο Λόρδος Μπάιρον επισκέφτηκε τον Αλή στο Τεπελένι, το 1809, ο Βεζίρης του ζήτησε να του στείλει για δώρο ένα Αγγλικό ντουφέκι μεγάλης αξίας, για να το προσθέσει στη συλλογή του. Ο Άγγλος ποιητής πράγματι όταν γύρισε στο Λονδίνο του απέστειλε ένα εξαιρετικό όπλο, που φέρει την υπογραφή «Joseph Μanton patent, 1804», που ήταν ο μεγαλύτερος Άγγλος οπλουργός του 19ου αιώνα. Το κοντάκι αντικαταστάθηκε και καλύφτηκε με ασήμι και χρυσό στα Γιάννενα. Η κομμένη κάννη φέρει επιγραφή στα Περσικά: «Το όπλο αυτό ο Κράλης της Αγγλίας δώρισε στον ξακουστό Βεζίρη, την Εξοχότητά του τον Αλή Πασά, το έτος 1812». 
«Kral» είναι Σερβική λέξη, την οποία χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν ένα Χριστιανό βασιλιά ή πρίγκιπα (στην Αγγλία τότε βασίλευε ο Γεώργιος Γ΄). Στο μηχανισμό της σκανδάλης, δίπλα από την υπογραφή του Manton, υπάρχει μια μικρή ένθετη κορόνα. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα η πόλη των Ιωαννίνων είχε μεγάλη φήμη για τα όπλα της. Σε αντίθεση με ότι πίστευαν οι υπόλοιποι Έλληνες, ο βασικός ρόλος των Γιαννιωτών ήταν η διακόσμηση των όπλων και όχι η κατασκευή τους. Τα αρχεία των εμπορικών συντεχνιών των Ιωαννίνων δίνουν στοιχεία μόλις για επτά οπλουργούς (ντουφεξήδες). 
Τα όπλα λοιπόν έρχονταν από άλλες περιοχές (Μαυροβούνιο, Σερβία, Βοσνία, Ιταλία κ.ά.) και τα διακοσμούσαν οι περίφημοι Γιαννιώτες αργυροχόοι, οι οποίοι πολλαπλασίαζαν έτσι την αξία τους και στη συνέχεια οι έμποροι τα πουλούσαν όχι μόνο στη Βαλκανική αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μάλιστα ο Αλής είχε προτείνει στο Δήμαρχο της Βοστώνης Theodore Lyman, που τον επισκέφτηκε στα Γιάννενα το 1819, να στείλει στην Αμερική ένα καράβι με περίτεχνα όπλα, κεντημένα ενδύματα, ξηρά σύκα, ελιές τουρσί κ.α., και να τα ανταλλάξει με άλογα και γυναίκες.


Το Δώρο του Αλή στο Μπάιρον
Εικάζεται ότι ο Αλής δώρισε στο Λόρδο Μπάιρον, κατά τη συνάντησή τους στο Τεπελένι, το φθινόπωρο του 1809, ένα μαχαιρίδιο μήκους 31 εκατοστών. Η επίχρυση ασημένια λαβή, καθώς και η με σφαιρική απόληξη θήκη, διακοσμούνται με σαράντα μικρά ρουμπίνια και πυκνό έκτυπο και σκαλιστό, λεπτότατης επεξεργασίας, φυτικό διάκοσμο, που τονίζεται με την τεχνική σαβάτι. Περίτεχνος φυτικός διάκοσμος από ένθετο χρυσό κοσμεί και τη λεπίδα. Αποτελεί θαυμαστό δείγμα της Νεοελληνικής αργυροχρυσοχοΐας και παραπέμπει σε υψηλής ποιότητας εργαστήριο πιθανόν -κατά τον συλλέκτη- της οικογένειας Τσιμούρη, από τους Καλαρρύτες της Ηπείρου.

ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ: ΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΚ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΣ
Μετά την άλωση της Πρέβεζας, το 1798, ο Αλής έβαλε στο στόχαστρό του την Πάργα, τη μοναδική Ελληνική περιοχή που ουδέποτε, μέχρι τότε, είχε γνωρίσει την Τουρκική κυριαρχία. Επί δεκαετίες η Ηπειρωτική αυτή πόλη αποτελούσε τον μεγάλο καημό του Βεζίρη: «Θέλω την Πάργα, ορέ μπίρο μ’ Ποκοβίλο», έλεγε με πείσμα -σαν νέος Κικέρων- στον Γάλλο Πρόξενο των Ιωαννίνων. Βενετική κτήση για πολλά χρόνια η Πάργα, στην συνέχεια πέρασε στα χέρια των δημοκρατικών Γάλλων του Ναπολέοντα, με την συνθήκη του Καμπο-Φόρμιο το 1797. Μετά από τον χαλασμό της Πρέβεζας και τη σφαγή των κατοίκων της, το 1798, ο Αλής κάλεσε με επανειλημμένες επιστολές του τους Παργινούς να εκδιώξουν τους Γάλλους. Πιστεύοντας ότι αυτοί θα ήταν τρομοκρατημένοι από τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα. Όμως εκείνοι μεν, του απάντησαν περήφανα και αρνητικά, αλλά οι Γάλλοι φοβισμένοι αποσύρθηκαν στην Κέρκυρα, και έτσι την προστασία της Πάργας ανέλαβαν οι Ρώσοι, μετά από αίτημα των Παργινών. Στα 1800 με την συνθήκη Ρωσίας - Τουρκίας τα Επτάνησα κηρύσσονται πλέον ανεξάρτητα και η Πάργα «ελεύθερη πολιτεία», υπό την Ρωσική προστασία. Τη συνθήκη αναγνώρισε, στα 1802, και η Αγγλία. Όμως, με την συμφωνία του Τιλσίτ, το 1806 οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα Επτάνησα και την Πάργα στα χέρια των Γάλλων.
Αμέσως ο Αλής ζητά από το Γάλλο διοικητή της Κέρκυρας στρατηγό Berthier να του παραδοθεί η Πάργα, όμως ο Ναπολέοντας -με γραπτή απάντησή του- αρνείται κατηγορηματικά. Έτσι η Πάργα συνέχισε να είναι αυτόνομη και ανεξάρτητη, γλυτώνοντας, προς το παρόν τουλάχιστον, από τη βουλιμία του Τεπελενλή. Όμως η κατάρρευση του Ναπολέοντα το 1814 ξαναζωντάνεψε την φιλοδοξία του Αλή να καταλάβει την Πάργα. Έτσι τη νύχτα της 20ης προς 21η Φεβρουαρίου του έτους 1814 κινητοποίησε ξαφνικά τα στρατεύματά του. Στόχος του η Πάργα. Ο ίδιος έφυγε από τα Γιάννενα πάνω στην παλιά Γερμανική άμαξά του. Ο οξύνους σατράπης διέβλεπε ότι μετά τον εκμηδενισμό της δύναμης του Βοναπάρτη οι Άγγλοι, αργά ή γρήγορα, με τα όπλα, ή με συμφωνία, θα έπαιρναν ό,τι είχε απομείνει στο Ιόνιο στα Γαλλικά χέρια. Ήθελε λοιπόν να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Πάργα «αυτό τον έρημο βράχο, το μόνον σημείο της επικράτειάς του, όπου έλαμπαν ακόμη οι αχτίδες της ελευθερίας - επιδιώκοντας να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα», όπως γράφει ο Άγγλος περιηγητής Thomas Smart Hughes που βρισκόταν τότε στην Ήπειρο. Και όλα αυτά χωρίς εξουσιοδότηση από την Υψηλή Πύλη. Ενεργοποίησε λοιπόν τις δυνάμεις του και συγχρόνως έδωσε εντολή στον πολεμικό του στολίσκο, να φύγει από την Πρέβεζα και να αποκλείσει την Πάργα.
Όμως το σχέδιό του ματαιώθηκε γιατί μερικά Αγγλικά καταδρομικά πλοία παρεμπόδισαν τα καράβια του να πλησιάσουν στις Ηπειρωτικές ακτές. Έτσι η επίθεση έγινε μόνον από την ξηρά. Επικεφαλής της δύναμης, που ανερχόταν σε 6.000 άντρες, ήταν ο Μουχτάρ και ο Ομέρ Βρυώνης. Πρώτα πολιόρκησαν την Αγιά, που την κατέλαβαν, την κατέστρεψαν και έχτισαν το φρούριο της Ανθούσας, για να το έχουν σαν ορμητήριο, εναντίον της Πάργας. Η Γαλλική φρουρά αποσύρθηκε έντρομη στο κάστρο της Πάργας, αλλά οι κάτοικοί της βγήκαν έξω από την πόλη τους και απέκρουσαν τις δυνάμεις του Αλή, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αφήνοντας πολλούς νεκρούς και τραυματίες αλλά και άφθονα λάφυρα και εφόδια.
Ότι όμως δεν κατάφερε η δύναμη των όπλων, το επέτυχαν ο δόλος και η διπλωματική αναλγησία. Τον ίδιο χρόνο 1814, όταν έγινε σαφές ότι στην περιοχή τους θα επικρατούσαν οι Βρετανοί, οι Παργινοί αφόπλισαν αναίμακτα την ολιγάριθμη Γαλλική φρουρά, που ευρισκόταν στο κάστρο, και ύψωσαν την Αγγλική σημαία, ζητώντας έτσι την προστασία των Άγγλων, που ήδη κατείχαν την Κέρκυρα. Αυτοί ανταποκρίθηκαν και αποβίβασαν στην πόλη ισχυρές δυνάμεις. Τρία χρόνια έμεινε η Πάργα υπό την αιγίδα της «γηραιάς Αλβιόνος». Ήταν μια περίοδος ανάπτυξης, ευημερίας και αύξησης του πληθυσμού της, που ξεπέρασε τις 4.000. Αλλά ο Βεζίρης δεν είχε εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες του, μετά την αποτυχία της πρώτης εκστρατείας του.
Κατηγορεί τότε την Πάργα στον σουλτάνο και τους Άγγλους, ότι είναι φωλιά κατασκόπων. Τους ισχυρισμούς του αυτούς επιβεβαιώνει και ο Βρετανός ύπατος αρμοστής της Κέρκυρας Thomas Maitland. Έτσι στέλνοντας φορτία χρυσάφι στην Κωνσταντινούπολη πέτυχε το 1815 να συναφθεί «μυστική συμφωνία» μεταξύ Βρετανίας και Υψηλής Πύλης και να «εκχωρηθεί» η Πάργα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αντάλλαγμα ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, που επίσης θα κατέβαλε ο Βεζίρης αυτοπροσώπως στον Άγγλο αρμοστή των Επτανήσων Maitland, στην Πρέβεζα. Κατά τις διαπραγματεύσεις για την πώληση της Πάργας ο Αλής έστειλε δυο φορές στο Λονδίνο, διπλωματικό του εκπρόσωπο, το δερβίση Σεΐχ Αχμέτ Εφέντη.
Η συμφωνία περιείχε και τον επαίσχυντο όρο -απαίτηση πάλι του Αλή- ότι οι κάτοικοι της Πάργας θα εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, και θα εκπατρίζονταν όλοι. Το τελικό έγγραφο υπογράφτηκε στα Γιάννενα στις 17 Μαΐου 1817 ανάμεσα στον Βρετανό αντιπρόσωπο John Cartwright και τον Τούρκο Βεζίρη Χαμίτ - Μπέη. Οι Παργινοί, υποτίθεται ότι θα έπαιρναν αποζημιώσεις για τις περιουσίες τους. Ούτε και αυτό όμως έγινε γιατί ο Maitland πήρε τις χιλιάδες λίρες, που του έδωσε ο Πασάς για τον σκοπό αυτό και τις φυγάδευσε στην Κέρκυρα. Τελικώς ύστερα από πολλές αναβολές και παρά την σφοδρή αντίδραση των Παργινών, η εκκένωση της Πάργας έγινε στις 10 Μαΐου του έτους 1819, ανήμερα της Μεγάλης Παρασκευής.
Η μεταφορά των κατοίκων στην Κέρκυρα πραγματοποιήθηκε με την Βρετανική φρεγάτα «Γλασκώβη». Όταν, την άλλη ημέρα, τα στρατεύματα του Αλή μπήκαν στην Πάργα την βρήκαν έρημη. Καμιά κίνηση, πραγματική νέκρα. Τα σπίτια αδειανά, ούτε ψυχή. Τίποτα δεν έδειχνε ότι εκεί ζούσαν πριν άνθρωποι. Η αυλαία του δράματος είχε πέσει. Η φριχτή ιστορία της Πάργας προκάλεσε βαθύτατη συγκίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και πολιτικό σάλο στην Βρετανία. Θυελλώδης συζήτηση έγινε στις 15 Ιουνίου του 1819 στη Βουλή των Κοινοτήτων, στο Λονδίνο, όπου ακούστηκε ένα «σκληρό» κατηγορητήριο. Η εφημερίδα New Times έγραψε την επόμενη:


«Η βρετανική κυβέρνηση καταχράστηκεν της εμπιστοσύνης των Παργινών που ζήτησαν το 1814 την συμπαράσταση της Μεγάλης Βρετανίας, γιατί πίστεψαν πως θα τους προστάτευε από τον «αιμοβόρο τύραννο». Και ενώ τους κάλυψε μερικά χρόνια παρέδωσε τελικά τον τόπο τους στον φοβερότερο εχθρό τους. Τους έταξαν γη στα Επτάνησα και τους έδωσαν βράχους. Όπου όμως και να πάνε οι Παργινοί θα ζουν με την γλυκιά νοσταλγία της πατρίδας τους και την πίκρα ότι δεν βρέθηκε μια Χριστιανική δύναμη να ενδιαφερθεί για την τύχη τους και να τους κρατήσει στη γη, που τόσον γενναία υπερασπίστηκαν εναντίον των εχθρών της πίστεως».
O στρατηγός Richard Church, ο μετέπειτα αρχιστράτηγος των Ελλήνων, αναφέρει: «Κάναμε μέγα έγκλημα που πουλήσαμε τους Παργινούς στους Τούρκους». Την στάση των Άγγλων στηλιτεύει στις 10 Αυγούστου του 1819 και η Γαλλική εφημερίδα Courier François: «Δεν ήθελαν οι Άγγλοι να δυσαρεστήσουν τους Οθωμανούς, ώστε να μην σημειωθεί διαταραχή στο κερδοφόρο τους εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία». Ο Γάλλος λόγιος Villemain, χαρακτήρισε την πράξη των Βρετανών ως «μια από τις πιο αξιοθρήνητες της σύγχρονης πολιτικής», ενώ και ο μεγάλος Ιταλός ποιητής Monti την στιγμάτισε με ένα σονέτο - που έκανε το γύρο της Ευρώπης.
Ο πρώτος του στίχος: «Μην σε φωτίσει ο ήλιος και η γη σου μην ανθίσει» αναφέρεται στη Βρετανία. Τον Μάρτιο του 1819, πριν ακόμη συντελεστεί η τραγωδία της Πάργας ο Άγγλος περιηγητής αιδεσιμότατος Thomas Smart Hughes, που είχε επισκεφτεί την Ήπειρο μερικά χρόνια πριν, έστειλε στους «Times» μια επιστολή με την υπογραφή «ένας Έλληνας ταξιδιώτης», όπου, αφού ιστορεί τα πραγματικά περιστατικά, καλεί την Βρετανική κυβέρνηση, να αποφύγει την εκτέλεση της επαίσχυντης συμφωνίας με την Πύλη, γιατί όπως γράφει «είναι καιρός ακόμη να σωθεί η χώρα μας από το ανεξίτηλο στίγμα και την ατίμωση».
Λίγο αργότερα ο ίδιος έγραψε στο «οδοιπορικό» που εξέδωσε, με θέμα τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στην Ελλάδα, το 1813 - 1814: «Το μεγαλύτερο μέρος των δύστυχων εξόριστων βρίσκεται σήμερα στην Κέρκυρα και τους Παξούς. Δεν αποτελούν πια έθνος, δεν τους ενώνει ο δημόσιος ή ιδιωτικός δεσμός. Πλάνητες και ανέστιοι, άλλοι περιμένουν την διανομή του άθλιου ποσού που χαρακτηρίστηκε αποζημίωση για την απώλεια των περιουσιών τους, και της πατρίδας τους, ενώ άλλοι αποζούν από τις οικονομίες τους, που με μόχθο χρόνια είχαν μαζέψει. Και αυτές όμως εξαντλούνται από τις έκτακτες δαπάνες που δημιούργησε ο ξεριζωμός των κατοίκων της άτυχης Πάργας».
Όσο για τον Αλή η αγορά της Πάργας υπήρξε μια πολύ επικερδής εμπορική επιχείρηση. Η Αγγλοτουρκική συμφωνία προϋπέθετε την «αποζημίωση» των περιουσιών των Παργανιωτών, με ποσό που συμφωνήθηκε αποκλειστικά από τους Άγγλους και τον Βεζίρη, που ήταν ασήμαντο, μπροστά στην πραγματική αξία των ιδιοκτησιών τους και το οποίο θα κατέβαλε -υποτίθεται- εξ ολοκλήρου ο Αλής. Ο πανούργος Πασάς υπολόγισε ότι έπρεπε να πληρώσει στους Παργινούς 3.000.000 τάληρα. Τελικώς τους έδωσε μόνο 471.000. Ο Αλής εισήλθε στην έρημη πια Πάργα μερικές μέρες μετά την αναχώρηση των Παργινών, ώστε να απολαύσει -επιτέλους- την πραγματοποίηση του ονείρου του.
Άρχισε, αμέσως, να βελτιώνει τις οχυρώσεις του Κάστρου, στην κορυφή του οποίου κατασκεύασε χαμάμ, σεράι για το χαρέμι του και ένα παλάτι για τον εαυτό του, σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να αγναντεύει, με τηλεσκόπιο, την Κέρκυρα, που ήταν ο επόμενος στόχος του. Συγχρόνως μετέφερε έποικους από τα κοντινά χωριά και τους εγκατέστησε στην άτυχη πόλη. Όμως δεν χάρηκε για πολύ το θρίαμβό του, αφού μόλις σε ένα χρόνο, το 1820, άρχισε η πολιορκία των Ιωαννίνων από τα στρατεύματα του Σουλτάνου, που επέφερε το 1822 το τραγικό τέλος του.
Για τον Αλή, η κατάληψη της Πάργας ήταν το κύκνειο άσμα του, για τους κατοίκους της όμως ήταν απαρχή δεινών, αφού ο εκπατρισμός τους κράτησε περισσότερο από 100 χρόνια. Στα 1831 γύρισαν πίσω περί τις 100 οικογένειες, χωρίς όμως κανένα δικαίωμα στην γη και τα σπίτια τους. Τελικά η μαρτυρική πόλη απελευθερώθηκε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, του 1913, μαζί με την υπόλοιπη Ήπειρο. Μέχρι σήμερα πολλοί από τους απόγονους των Παργινών εξόριστων του 1819, εξακολουθούν να ζουν στην Κέρκυρα.

Ο ΣΤΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ
Οι σκοποί του Αλή, που ήταν να υποτάξει τις κατεχόμενες από τους Ενετούς παράλιες πόλεις της Ηπείρου, αλλά και αυτή την Κέρκυρα, τον εξώθησαν, αμέσως μετά την εγκατάστασή του στα Γιάννενα, στη δημιουργία ναυτικής δύναμης, που ναυλοχούσε στην Πρέβεζα και την Αυλώνα. Στην αρχή οι Γάλλοι του δάνεισαν ένα μικρό πολεμικό πλοίο, το οποίο αποτέλεσε τον πυρήνα του κατοπινού στόλου του.
Το 1817 σύμφωνα με επιτόπια καταγραφή διέθετε: ένα πολεμικό καταδιωκτικό ιστιοφόρο, ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο, δεκαοχτώ μεγάλες ακάτους, δέκα εξοπλισμένα μεταφορικά σκάφη, ένα κότερο, ένα μπρίκι, τρεις φρεγάτες, ικανό αριθμό μεγάλων λέμβων -οπλισμένες όπως οι πειρατικές - έντεκα κανονιοφόρους, μια κορβέτα και άλλα μικρότερα πλοία. Η ναυαρχίδα του λεγόταν Kirlanaguitch, που στα Τουρκικά σημαίνει «χελιδόνι». Όλα σχεδόν τα πλοία του ναυπηγήθηκαν στη Σαλαώρα της Άρτας. Αξιωματικοί του στόλου μνημονεύονται ο ναύαρχος και λιμενάρχης της Πρέβεζας Ζεκιριάμ Μπέης, ο Κορσικανός πλοίαρχος Vincenzo Marcelesse, ο Ιταλός τυχοδιώκτης Fortunato Passano, όπως και αρκετοί ναυτικοί από τις Σπέτσες, το Μεσολόγγι και το ακμάζον τότε Γαλαξίδι, μεταξύ των οποίων και ο καπετάνιος Αθανάσιος Μακρής, που σκοτώθηκε σε μια ναυτική επιχείρηση του Αλή στην Πάργα το 1817. Ο πλούτος και η ακμή του Γαλαξιδιού οφείλονταν στην προστασία και τα προνόμια που του χορήγησε ο Βεζίρης. Ο Αλής διατηρούσε και ένα μικρό στολίσκο στη λίμνη των Ιωαννίνων. Ανάμεσα στα πλοιάριά του δέσποζε μεγάλο τρικάταρτο ιστιοφόρο, το οποίο είναι άγνωστο πως μεταφέρθηκε στην Παμβώτιδα. Ο στολίσκος της λίμνης στελεχωνόταν μόνο με ναύτες, που οι περισσότεροι ήταν Παργινοί και Κερκυραίοι (όλοι οι τελευταίοι από τη συνοικία Μαντούκι της Κέρκυρας).



ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗ
Όταν ο Αλής κατέλαβε την έρημη Πάργα φρόντισε αφενός μεν να την εποικίσει με ξένους πληθυσμούς, αφετέρου δε, να καταστήσει απόρθητο το Βενετικό κάστρο. Ήταν ένα φρούριο ισχυρό, ιδίως μετά τα έργα που έκαναν οι Βενετοί στα 1792. Ο Αλής το ενίσχυσε περισσότερο, αναμορφώνοντας ριζικά τους χώρους του, ενώ, συγχρόνως, εγκατέστησε στην κορυφή του το σεράι του, το χαμάμ και το χαρέμι του. Στην τοξωτή πύλη της εισόδου διακρίνονται και σήμερα τα εμβλήματα του Αλή Πασά, ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, το Βενετικό όνομα «ΑΝTONIO BERVASS 1764», το επίγραμμα «ΕΤΩΝ 1820 ΒΙΥΖΙΡΙ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΜΙΝ ΜΑΙΩΣ», δικέφαλοι αετοί κ.ά.
Θολωτοί διάδρομοι και αίθουσες πυροβολείων, στοές εφόδου, ισχυροί προμαχώνες, με θυρίδες είκοσι κανονιών και ελαφρών όπλων, κρυφή δίοδος προς τη θάλασσα, στρατώνες, φυλακές, αποθήκες και δυο οχυρά στην τελευταία γραμμή άμυνας, που μαζί με τη φυσική του οχύρωση καθιστούσαν το φρούριο ανίκητο. Επί πλέον το κάστρο της Πάργας είχε πλήρη επάρκεια νερού, από τη βρύση «κρέμασμα» που τροφοδοτούσε τις δυο τεράστιες δεξαμενές του. Εκτός όμως από το κεντρικό φρούριο της Πάργας, ο Πασάς έχτισε και άλλα στις γύρω περιοχές. Η επέμβασή του είναι εμφανής στα κάστρα Ανθούσας, κοντά στην Πάργα, Μαργαριτίου, Παραμυθιάς, Ηγουμενίτσας, Ελευθεροχωρίου κ.ά. Σκοπός του ήταν να ελέγχει όλα τα περάσματα της περιοχής και να διαθέτει κέντρα εφοδιασμού για τις δυνάμεις του. Ο Αλής έκτισε επίσης στην περιοχή πολλούς πύργους, τους επονομαζόμενους «οι κούλιες». Οι πύργοι αυτοί χρησίμευαν μάλλον ως παρατηρητήρια και σταθμοί είσπραξης διοδίων και φόρων. Βέβαια ήταν άριστα εξοπλισμένοι και στελεχωμένοι. Από αυτά τα κτίσματα κανένα δεν διασώθηκε, και είναι γνωστά από τις αφηγήσεις των περιηγητών, κυρίως του Leake.

ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΤΟΥ. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ 
Η δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα (1810 - 1820) αποτελεί την «χρυσή περίοδο» του Αλή Πασά. Είναι η περίοδος που τον καθιέρωσε ανάμεσα στις ηγετικές Ευρωπαϊκές προσωπικότητες και τον κατέστησε ισότιμο με τους ξένους ηγεμόνες της εποχής. Στα 1812 το κράτος του είναι εκτεταμένο, και περιλαμβάνει ολόκληρη περίπου την Ελλάδα και την Αλβανία. Κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του ευρίσκονται η Ήπειρος, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αλβανίας, η Μακεδονία μέχρι την Θεσσαλονίκη, ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα και το βόρειο τμήμα της Εύβοιας. Επίσης ελέγχει τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο (εκτός της Μάνης) μέσω των γιων του Μουχτάρ και Βελή, διοικητών των περιοχών αυτών.
Έξω από τα σύνορα της αχανούς επικράτειάς του, ευρίσκονται μόνον η Αττική, την οποίαν ουδέποτε επιδίωξε να προσαρτήσει, και η Πάργα. Ο πληθυσμός του κράτους του πλησιάζει το 1.500.000, όταν η Ελλάδα που θα προκύψει από την Επανάσταση δεν θα ξεπερνά τους 500.000 κατοίκους. Εσωτερικά η εξουσία του έχει εδραιωθεί απολύτως. Με τα απόλυτα και αδυσώπητα μέτρα που έλαβε, η ασφάλεια και η τάξη βασιλεύουν από άκρη σε άκρη. Αφήνοντας πίσω του τις συμπεριφορές και νοοτροπίες του ανατολίτη διοικητή, προσεγγίζει έναν καινούργιο ρόλο που δεν έχει καμιά σχέση με τα οθωμανικά αποστεωμένα, και απαρχαιωμένα, πρότυπα διακυβέρνησης.
Επιβάλλει στους υπηκόους του απόλυτη ισοπολιτεία και έτσι Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι και Εβραίοι ζουν αρμονικά κάτω από την στιβαρή του εξουσία. Ελευθερώνει εντελώς το εμπόριο, και τα περιώνυμα δημόσια έργα του δημιουργούν σταθερό υπόβαθρο για γεωργική εκμετάλευση. Η οικονομία βελτιώνεται συνεχώς και σαν επακόλουθο έρχεται η πνευματική και η πολιτιστική ανάπτυξη. Ανεξίθρησκος ο ίδιος επιτρέπει στους λαούς του να ασκούν ελεύθερα τα λατρευτικά τους «καθήκοντα». Οι Χριστιανικές εκκλησίες, τα Μουσουλμανικά τζαμιά και οι Εβραϊκές συναγωγές, συνυπάρχουν χωρίς οποιαδήποτε διάκριση. Οι σχέσεις του με την σουλτανική διοίκηση της αυτοκρατορίας, επίσης, δεν έχουν πρόβλημα.
Αν και, ουσιαστικώς, έχει αυτονομηθεί, η Υψηλή Πύλη δεν αντιδρά. Αλλά και ο ίδιος όμως, επιφανειακά, εμφανίζεται νομοταγής προς το Διβάνι, φροντίζοντας πάντοτε να πληρώνει κανονικότατα τους φόρους που του αναλογούν. Άλλωστε δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί και την τέχνη που τόσο καλά κατείχε, την δωροδοκία, εξαγοράζοντας με μεγάλα ποσά τους εκάστοτε ανώτατους Οθωμανούς αξιωματούχους της Πόλης. Ακόμη και ο ίδιος ο σουλτάνος Μαχμούτ έμεινε έκπληκτος, ευχάριστα βέβαια, όταν πήρε «δώρο» 2.000.000 πουγκιά, ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή.
Και κάτι άλλο σημαντικό. Ενώ μέχρι τότε συμμετείχε πειθαρχημένα σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (είχε πολεμήσει ακόμη και στην Σόφια και το Δούναβη), μετά το 1812 ο στρατός του δεν ξαναβγήκε από τα σύνορα του κράτους του, κάτι που ούτε ο επίσης ανεξάρτητος ηγεμόνας Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, κατόρθωσε. Την απαλλαγή του αυτή από τους εξωτερικούς και εσωτερικούς πολέμους με τους Οθωμανούς επιτύγχανε πάλι με τα ατελείωτα πλούτη του. Για παράδειγμα στα 1815 κατέβαλε στην Υψηλή Πύλη 6,5 εκατομμύρια κορώνες για τη μη συμμετοχή στην εκστρατεία, του Σουλτάνου εναντίον των Σέρβων.
Την οικονομική του αυτή απώλεια αναπλήρωσε γρήγορα, επιβάλλοντας έκτακτο φόρο σε όλους τους υπηκόους του. Στην εξωτερική του πολιτική την περίοδο της παντοδυναμίας του λειτούργησε ως αυτοκέφαλος μονάρχης, μακριά από την επίσημη πολιτική της Πύλης. Ενεπλάκη στον πολυετή ανταγωνισμό Αγγλίας και Γαλλίας, τον οποίον εκμεταλλεύτηκε για ίδιο όφελος, ενώ, δευτερευόντως είχε, κατά κανόνα, καλές σχέσεις με τη Ρωσία, γιατί πίστευε ότι αυτές θα τον βοηθούσαν σε ενδεχόμενη σύγκρουσή του με την Πύλη. Έτσι έγινε το «μήλο της έριδος» μεταξύ των «μεγάλων δυνάμεων», οι οποίες πάντοτε προσπαθούσαν να τον προσεταιριστούν, η κάθε μια βέβαια για λογαριασμό της.
Ο Βοναπάρτης και ο βασιλιάς της Βρετανίας του έστελναν ως δώρα ακριβά όπλα (ήξεραν αυτή την αδυναμία του), ενώ, επί πλέον, οι μεν Γάλλοι του χάρισαν ένα πολεμικό ιστιοφόρο, οι δε Άγγλοι τον προμήθευαν αφειδώς με πυρομαχικά. Ακόμη του απέστειλαν αμφότεροι, ως στρατιωτικούς συμβούλους, εξαιρετικές προσωπικότητες (οι Βρετανοί τον Leake, και οι Γάλλοι τον Vaudoncourt), πιστεύοντας ότι θα τον κάνουν όργανό τους, οι δε Ρώσοι στέλνουν στο νησί Κάλαμο, στις ακτές της Ακαρνανίας, τον ναύαρχο Τamara, για να τον συναντήσει και να του ζητήσει να επιστρατεύσει τους «οπλαρχηγούς» του κατά των Γάλλων των Επτανήσων.


Οι διπλωματικές παρουσίες του Τεπελενλή κατά τα χρόνια της ακμής του στο πολιτικό γίγνεσθαι της Ευρώπης ήταν έντονη. Είναι χαρακτηριστικό ότι είχε εκπρόσωπό του τόσο στην συνάντηση του Τιλσίτ, το 1807, μεταξύ του Ναπολέοντα, του Ρώσου Τσάρου Αλέξανδρου Α΄, και του Αυτοκράτορα της Πρωσίας Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄, όσο και στο -περιβόητο- Συνέδριο της Βιέννης, του 1815. Παράλληλα εγκατέστησε αντιπροσώπους του στις μεγάλες πρωτεύουσες, ενώ και οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν το ίδιο ιδρύοντας στα Γιάννενα προξενεία. Ο στόχος της εργώδους αυτής διπλωματικής του κινητικότητας, ήταν και η προσάρτηση της Κέρκυρας, της Λευκάδας και των λοιπών νησιών του Ιονίου, κάτι που δεν μπόρεσε να το πετύχει, κατάφερε όμως τελικά να προσαρτήσει, έστω και στο τέλος της ηγεμονίας του, την Πάργα. Κατά την περίοδο της παντοδυναμίας του εξελίχτηκε και σε ένα ισχυρό οικονομικό παράγοντα. Δεδομένης και της έμφυτης φιλοχρηματίας του, κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος «τσιφλικάς» και γαιοκτήμονας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο πρώτος κτηνοτρόφος της σατραπείας του. Διοργάνωσε δικό του εμπορικό δίκτυο, και τα καράβια του μετέφεραν προϊόντα μέχρι και την Τυνησία. Έτσι συσσώρευσε αμύθητα πλούτη, για τα οποία τόσα πολλά έχουν γραφτεί.
Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων του έπαιξε το πράγματι άριστο επιτελείο των Ελλήνων συμβούλων του, οι οποίοι είχαν πολύ μεγάλη πείρα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά και ισχυρές «διασυνδέσεις» στην Ευρώπη, όπως επίσης και το πυκνό δίκτυο πληροφοριών και προπαγάνδας το οποίο είχε μεθοδικά δημιουργήσει. Στα 1815 ο Τεπελενλής διάγει πλέον το 75ο έτος της ηλικίας του, λίγο επάνω - λίγο κάτω. Και, όμως, λειτουργεί, οραματίζεται και εργάζεται σαν πολύ νεώτερος. Κάνει σχέδια για το μέλλον και προγραμματίζει πολύχρονες δράσεις - με σφρίγος και ζωντάνια αντιστρόφως ανάλογα με την ηλικία του. Είναι ένα πραγματικό «φαινόμενο».
Οι ιστορικοί και βιογράφοι του δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να δώσουν πειστική απάντηση στο ερώτημα της βιολογικής αντοχής του Βεζίρη των Ιωαννίνων. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι αυτή οφειλόταν στην αγαθοποιό και ευεργετική παρουσία δίπλα του της Κυρά Βασιλικής, η οποία του μετέδωσε την δική της νεανική αισιοδοξία και ενεργετικότητα. Στα 1812 ο σατράπης των Ιωαννίνων έχει φτάσει στο απόγειο της δύναμής του. Από τα Γιάννενα εξαρτιόταν μεγάλο μέρος των δυτικών Βαλκανικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Κατόρθωσε να έχει στην περιοχή τέτοια επιρροή και εξουσία, όση δεν είχε στον καιρό του, ούτε ο Μαχμούτ Μπουσατλής της Σκόδρας.
Αυτή η πολιτική επιτυχία ήταν πράγματι πρωτοφανής, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αλής, σε αντίθεση από τον ονομαστό Πασά της Σκόδρας, ξεκίνησε από το μηδέν. Οι σύγχρονοί του και οι βιογράφοι του αποδίδουν τις διοικητικές του επιτυχίες στα προσωπικά του προσόντα: σκληρότητα, ασυνειδησία και πολιτική επιδεξιότητα. Αναμφίβολα είχε όλα τούτα τα γνωρίσματα, αλλά δεν ήταν, μόνον, αυτά που τον χαρακτήριζαν. Ο Γάλλος απεσταλμένος του Ναπολέοντα Julien Bessieres, που δεν ήταν ευνοϊκά διατιθέμενος απέναντί του, γράφει:
«Αν και στερούνταν μορφώσεως, ήταν προικισμένος με μια έξοχη λογική, εφευρετικό μυαλό, σπάνια σοφία, καταπληκτική μνήμη, και γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, επιμονή στις απόψεις του, ενεργητικότητα, και σωφροσύνη στην πραγματοποίηση των σχεδίων του». Ωστόσο από μόνες τους οι προσωπικές ικανότητές του δεν αρκούσαν για την δημιουργία, ίσως, του πιο σημαντικού από τα πασαλίκια της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το οποίο επέζησε για πολλές δεκαετίες. Χρειάστηκε και η ιδιόμορφη εσωτερική και εξωτερική κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και η επίδραση των οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων στην Αλβανία και Ήπειρο, τους οποίους ο Αλή Πασάς κατάφερνε να χρησιμοποιήσει, για να αναρριχηθεί.
Όπως όμως, ήδη, ειπώθηκε, ήξερε πάρα πολύ καλά να χρησιμοποιεί τις οξείες αντιθέσεις της εποχής του και ιδιαίτερα τον Γαλλοαγγλικό ανταγωνισμό, πάντοτε όμως για τα προσωπικά του συμφέροντα. Ο Ι. Καποδίστριας έγραφε: «Κανένας από τους ξένους αντιπροσώπους που τον περιστοιχίζουν δεν μπορεί να τον αποπροσανατολίσει από το στόχο του. Αντιθέτως μάλιστα, με πονηριά χρησιμοποιεί, προς όφελός του, τις βλέψεις τις οποίες το Διβάνιο και τα Ευρωπαϊκά κράτη θα μπορούσαν να έχουν για αυτόν τον ίδιο και για την επιρροή του».
Κάπου εκεί, στα μέσα στης δεκαετίας του 1810, ένιωσε τόσο ισχυρός, ώστε άρχισε να οραματίζεται και την ίδρυση ενός κληρονομικού Ελληνοαλβανικού κράτους με βασιλιά τον ίδιο και διαδόχους τους απογόνους του. Το όραμά του αυτό το ήξεραν οι Έλληνες πολιτικοί και οι οπλαρχηγοί της προεπαναστατικής περιόδου και του ενίσχυσαν την ψευδαίσθηση ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, επιδιώκοντας να τον ωθήσουν σε αποστασία και σύγκρουση με την Πύλη, αποβλέποντας στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την επικείμενη έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.
Το εξωπραγματικό αυτό όνειρο του Αλή Πασά, ούτε πραγματοποιήθηκε, αλλά και δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις τότε συνθήκες. Ο ίδιος όμως πίστευε μέχρι το τέλος ότι όχι μόνο θα το επιτύχει, αλλά και θα συμπεριλάβει στα όρια του νέου κράτους του και αυτή την... Κωνσταντινούπολη. Το πίστευε μάλιστα τόσο πολύ ώστε όταν άρχισε η σύγκρουσή του με το σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ είπε: «Σύντομα θα δει τον στρατό μου μπροστά στα τείχη της πρωτεύουσάς του».
Στην αυλή του συνωστίζονταν γαλαζοαίματοι και τυχοδιώκτες, διπλωμάτες και απατεώνες, πολιτικοί και μυστικοί πράκτορες. Σπουδαίοι επιστήμονες και αλχημιστές, Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι, ιερωμένοι και εξωμότες, με δύο λόγια, κάθε καρυδιάς καρύδι. Ο κάθε ένας είχε τον δικό του ξεχωριστό ρόλο στα Γιάννενα, όλοι τους όμως θέλγονταν από την ιδέα και μόνον ότι θα γνωρίσουν από κοντά το «Λέοντα της Ηπείρου». Λίγα πρόσωπα της εποχής εκείνης διέθεταν τέτοια αίγλη όση ο Αλής. Αυτή η δημοσιότητα άρεσε πολύ και στον ίδιο, και φρόντιζε με κάθε τρόπο να καλλιεργεί το μύθο του «παράξενου και μυστηριώδη Πασά» της ρομαντικής και άγνωστης Ανατολής.



ΛΥΚΟΦΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ
Η σχέση μεταξύ Βεζίρη και Ναπολέοντα ήταν αντιφατική. Ο μεν Αλής αποσκοπούσε στην απόκτηση της Κέρκυρας και των Ηπειρωτικών κτήσεων της Γαλλίας, ο δε Γάλλος Αυτοκράτορας ήθελε έναν ισχυρό σύμμαχο στη Βαλκανική. Μεταξύ τους αντάλλασσαν και δώρα. Ο Ναπολέων χάρισε στο Βεζίρη ένα όπλο και μία ταμπακιέρα, αυτός δε του έστειλε 120 αμφορείς από τον Παρθενώνα. Στις 11 Ιουνίου 1798 ο Αλής γράφει στο Ναπολέοντα: «Οι ηρωικές σας πράξεις, τις οποίες θαυμάζω μαζί με όλη την οικουμένη, με προτρέπουν να επιθυμώ την ιδιαίτερη φιλία σας και να συσφίξω, με τους ήρωες της Γαλλίας, τα δεσμά της αδελφοσύνης. Τα αισθήματα αυτά στρατηγέ μου, με ενθαρρύνουν να ζητήσω ως χάρη την αποστολή για ένα ή δύο χρόνια, δύο ευδόκιμων εκπαιδευτών και δύο βομβαρδιστών». Ο Βοναπάρτης, τότε, του απέστειλε τους λοχαγούς Claude - Ponseton (1768 - 1844) και Νικόλαο Παπάζογλου - Τσεσμελή (1758 - 1819), δύο τηλεβόλα, πυρομαχικά και πυροβολητές. Συγχρόνως διαμηνύει στο διοικητή της Κέρκυρας στρατηγό Gentili: «Αυτός ο Πασάς που επικρατεί όλων των αντιπάλων του δρα προς όφελος της Γαλλικής Δημοκρατίας και επομένως μπορεί να γίνει ένας άξιος πρίγκιπας στην υπηρεσία της». Στις 17 Ιουνίου 1798 ο Ναπολέων γράφει στον Αλή από την Μάλτα:
«Υπερσεβαστέ μου φίλε, σου εύχομαι ευημερία και υγεία και σε πληροφορώ ότι από πολύ καιρό μου είναι γνωστή η αγάπη σου προς τη Γαλλική Δημοκρατία, αγάπη η οποία μου προξενεί την επιθυμία να βρω τρόπους για να δείξω και εγώ δείγματα υπολήψεως προς το πρόσωπό σας. Σας υποβάλλω στη συνέχεια τις προτάσεις μου και παρακαλώ τάχιστα να μου απαντήσετε ιδιοχείρως στα τουρκικά, χωρίς να γνωρίζει άλλος το περιεχόμενο της επιστολής σας». Βέβαια οι φιλοφρονήσεις και η φιλική αλληλογραφία δεν εμπόδισαν τον Αλή, τέσσερις μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1798, να καταλάβει την υπό γαλλική κατοχή Πρέβεζα και να κατασφάξει τους γρεναδιέρους Γάλλους υπερασπιστές της.

Ο ΑΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΛΣΙΤ
Ο Αλής ήταν ικανότατος διπλωμάτης. Η διαίσθησή του υποκαθιστούσε επιτυχώς την έλλειψη παιδείας, ενώ στην υπηρεσία του υπήρχαν εξαιρετικοί σύμβουλοι. Έτσι πληροφορήθηκε από τον Γάλλο πρεσβευτή στην Πόλη Horace Sébastiani (1771 - 1851) ότι ο Ναπολέων και ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ θα συναντηθούν, τον Ιούλιο του 1807, στο Τιλσίτ για να αποφασίσουν για το μέλλον της Τουρκίας και επί πλέον για την τύχη των Επτανήσων. Αποφάσισε λοιπόν να στείλει αντιπρόσωπο. Στην αρχή σκέφτηκε τον Ψαλίδα, αλλά άλλαξε γνώμη λόγω των φιλορωσικών απόψεών του, γιατί ο ιδιοφυής σατράπης διέβλεπε ότι ο νέος κυρίαρχος της Ευρώπης θα ήταν ο Ναπολέων.
Έτσι ανέθεσε την αποστολή στον τέως αξιωματικό του Βοναπάρτη κατά την εκστρατεία του στην Αίγυπτο, εξομώτη Marco Guerini, που υπηρετούσε στην αυλή του, με το όνομα Μεχμέτ Εφέντης. Ο Guerini έφτασε πράγματι στο Τιλσίτ και ζήτησε από τον Γάλλο Αυτοκράτορα να δοθεί στον Αλή η Κέρκυρα. Δεν υπήρχε όμως πιο ακατάλληλη στιγμή για ένα τέτοιο αίτημα, αφού ο Ναπολέων εποφθαλμιούσε για λογαριασμό του τα Επτάνησα. Έτσι απάντησε διπλωματικά στο Μεχμέτ Εφέντη «πώς να του δώσω την Κέρκυρα, αφού δεν είναι δικιά μου;» Φεύγοντας άπραγος ο απεσταλμένος του Τεπελενλή πήρε μαζί του δυο επιστολές με ημερομηνία 9 Ιουλίου 1807. Η μία ήταν του υπουργού εξωτερικών του Βοναπάρτη Charles Maurice de Talleyrand (1754 - 1838), ο οποίος προσφωνούσε τον Αλή «πολύ μεγάλε, πολύ εξαιρετικέ και λαμπρέ άρχοντα», και η δεύτερη, προερχόταν από τον ίδιο το Ναπολέοντα, και ήταν ψυχρή, χωρίς να απαντά στο αίτημα του Αλή. Έτσι τα σχέδιά του απέτυχαν και τα Επτάνησα τέθηκαν υπό Γαλλική «προστασία».

Ο ΑΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και τον εκτοπισμό του στην Έλβα, συνήλθε από το Νοέμβριο του 1814 μέχρι τον Ιούνιο του 1815 στην Βιέννη, το περίφημο ομώνυμο Συνέδριο, προκειμένου να καθορίσει τις τύχες της Ευρώπης. Συμμετείχαν οι νικήτριες δυνάμεις Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία και η μεταβοναπαρτική Γαλλία, καθώς και αντιπρόσωποι από όλη την Ευρώπη. Των εργασιών του προήδρευσε ο Αυστριακός υπουργός εξωτερικών Klemens W. von Metternich. Το συνέδριο παρακολούθησαν 450 σύνεδροι.
Ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες, όπως ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος, ο Άνθιμος Γαζής, ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Ιωάννης Καποδίστριας (ως διπλωματικός σύμβουλος του Τσάρου) κ.ά. Με την έναρξή του ο ηπειρώτης εθνικός ευεργέτης βαρώνος Γεώργιος Σίνας (1783 - 1856) παρέθεσε στους Έλληνες και ξένους συνέδρους δεξίωση. Ο Βεζίρης δεν μπορούσε να είναι απών από μια τέτοια συνάθροιση που θα καθόριζε το μέλλον της Ευρώπης. Έτσι έστειλε ως διπλωματικό απεσταλμένο τον Γεώργιο Τουρτούρη. Αυτός επέδωσε μια προσωπική επιστολή του Αλή στο Βρετανό πρόξενο των Ιωαννίνων Σ. Φορέστη που ήταν στη Βιέννη την εποχή εκείνη και μία άλλη στον έμπιστό του τραπεζίτη της Αυστριακής πρωτεύουσας Σταύρο Ιωάννου, με την οποία του έδινε εντολές πώς να χειριστεί το θέμα της Επτανήσου. Προφανώς πόνταρε στο γεγονός ότι ο Ιωάννου ήταν ταυτόχρονα δικός του σύμβουλος, αλλά και διαχειριστής του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, και θέλησε έτσι -μέσω αυτού- να πιστοποιήσει τη φιλία του στον τσάρο, αφού σκέφτηκε το ενδεχόμενο να περιέλθουν τα Επτάνησα στη Ρωσία. Τελικά ο Αλής πάλι απογοητεύτηκε, αφού τα νησιά του Ιονίου πέρασαν τελικά στην επικυριαρχία της Αγγλίας.



ΟΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΕΠΙ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο θεσμός της συντεχνίας έχει τις ρίζες του στη Βυζαντινή περίοδο. Διατηρήθηκε και στηρίχτηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέβη ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης των πόλεών της. Όταν ο Αλής κατέλαβε την εξουσία οι Γιαννιώτες έμποροι, βιοτέχνες και επαγγελματίες ήταν ήδη οργανωμένοι σε συντεχνίες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ηγεμονίας του ο αριθμός τους μεγάλωνε και το 1818 έφταναν τις 33, με 728 μέλη. Η ισχυρότερη οικονομικά και αριθμητικά συντεχνία των Ιωαννίνων ήταν εκείνη των γουναράδων (66 μέλη), με δραστηριότητα όχι μόνο παραγωγική, αλλά και εμπορική, η οποία κάλυπτε ολόκληρη, σχεδόν, την Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εθνικοί ευεργέτες Ζώης Καπλάνης, Παναγιώτης Χατζηνίκος και Μιχαήλ Τοσίτσας ξεκίνησαν την καριέρα τους ως γουναράδες. Σημαντική συντεχνία είχαν και οι ταμπάκηδες (βυρσοδέψες), που ήταν από τις πιο πλούσιες της Ηπείρου. Επίσης αντίστοιχες είχαν δημιουργήσει οι τζαρτζήδες (υφασματέμποροι), εξαιρετικά εύποροι, που διατηρούσαν υποκαταστήματα σε μεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις και οι μπακάληδες, που ήταν από τις πιο πολυάριθμες συντεχνίες, με εβδομήντα περίπου μέλη.
Συντεχνίες επίσης, είχαν, οι σιμιτζήδες (αρτοποιοί), οι μποσταντζήδες (κηπουροί), οι ψαράδες, με 4 μόνο μέλη (όλοι τους νησιώτες), οι τακιαντζήδες, που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν φέσια, οι καποτάδες, από τις πιο παλιές, που έφτιαχναν κάπες, και οι τερζήδες (ή συρμακέσηδες), από τις πιο αξιόλογες, τα μέλη των οποίων έραβαν στολές, που ξεχώριζαν σε όλη την Βαλκανική, για την καλλιτεχνική τους αρτιότητα και τη μεγαλοπρέπεια. Όλες οι παραπάνω συντεχνίες καθώς και οι υπόλοιπες απαρτίζονταν από Έλληνες. Μόνο μία αποτελούσε εξαίρεση, εκείνη των μπαρμπέρηδων -από τα 37 κουρεία των Ιωαννίνων μόνο τα 5 ήταν «ρομέγικα»- και αυτό γιατί ήταν από τα λίγα επαγγέλματα με τα οποία ασχολούνταν οι Οθωμανοί.
Ο Αλή Πασάς είχε θεσπίσει ποικιλόμορφες χρηματικές επιβαρύνσεις στις συντεχνίες των Ιωαννίνων. Το 1819 τους επέβαλε έκτακτη φορολογία για την ανοικοδόμηση του σεραγιού του στο Τεπελένι. Για πέντε χρόνια, υποχρέωσε τους ταμπάκους, τους σαράτσηδες (είδη ιπποσκευής) και τους χοντροπαπουτσήδες να πληρώνουν ένα γρόσι για κάθε τομάρι που αγόραζαν, ώστε να εξοφλήσει ένα δάνειο που είχε πάρει από τον ταμία του Σταύρο Ιωάννου - Τσαπαλάμο. (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου