ΩΡΑ...

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Ο φαντασμένος κόκορας - Αίσωπος






Σε μια αυλή ζούσε κάποτε ένας κόκορας φαντασμένος που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
«Κικιρίκου!» φώναζε κάθε τόσο, «με βλέπετε εμένα; Έχω την πιο δυνατή φωνή! Το λειρί μου είναι κόκκινο και μεγάλο και τα φτερά μου πλουμιστά! Κι όσο για τα νύχια μου, μπορώ μ’ αυτά να νικήσω οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο!»
Και δώσ’ του κι έκανε συνέχεια βόλτες στην αυλή και καμάρωνε.

«Κικιρίκου!» άρχιζε πάλι χωρίς να κουράζεται. «Εμπρός, λοιπόν, ποιος κόκορας θέλει να παραβγεί μαζί μου στη δυνατή φωνή; Ποιος κόκορας έχει τη δική μου πολύχρωμη ουρά; Κικιρίκου! Εγώ είμαι ο πιο θαυμαστός κόκορας!»
Μια μέρα, τα παιδάκια του σπιτιού άφησαν στην αυλή ένα μικρό αμαξάκι, ένα παιχνιδάκι που τους το είχε αγοράσει ο πατέρας τους.
«Αυτό το αμαξάκι μου αρέσει!» είπε ο φαντασμένος κόκορας. «Μ’ αυτό το αμάξι πρέπει να ταξιδέψω σ’ όλον τον κόσμο, να με δουν όλες οι κότες και τα κοκόρια και να θαυμάσουν την ομορφιά, τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπεια μου».
Δυο γάτοι που τον άκουσαν, τον πλησίασαν και του είπαν:

«Ναι, αυτό το αμάξι ταιριάζει στην αρχοντιά σου! Ανέβα επάνω κι εμείς θα το σύρουμε και θα σε γυρίσουμε σε όλο τον κόσμο».
«Μπράβο!» φώναξε ο κόκορας. «Ωραία ιδέα, ας ξεκινήσουμε! Εσείς οι δυο θα γίνετε τ’ άλογα της άμαξας μου!»
Πήδησε με καμάρι στο αμάξι και οι δυο γάτοι άρχισαν να το τραβούν και βγήκαν από την αυλή.
«Πιο γρήγορα!» φώναζε ο φαντασμένος κόκορας, «πιο γρήγορα! Να δει ο κόσμος όλος την αφεντιά μου! Να θαυμάσει τη δύναμη και την ομορφιά μου!»

Μα, στη γωνία του κήπου οι γάτοι σταμάτησαν, όρμησαν πάνω στον κόκορα και τον έφαγαν!
Ήταν δυο πονηροί γάτοι που κατάφεραν να τον βγάλουν από την αυλή για να τον φάνε με την ησυχία τους.
Κι αυτός ο φαντασμένος, όπως όλοι οι φαντασμένοι του κόσμου ετούτου, την έπαθε. Πλήρωσε με τη ζωή του την κουταμάρα του και την καυχησιά του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου