Ο Mário Coelho Pinto de
Andrade γεννήθηκε στο Golungo Alto της Αγκόλα στις 21 Αυγούστου του 1928.
Γνωστότερος ως Mário Pinto de Andrade, υπήρξε δοκιμιογράφος και πολιτικός
ακτιβιστής στη χώρα του.
Τελειώνοντας τις δευτεροβάθμιες
σπουδές του στη Λουάντα το 1948 γράφτηκε στο Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής
Σχολής του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας. Μαζί με άλλους φοιτητές και διανοούμενους
δημιούργησε το Κέντρο Αφρικανικών Σπουδών το 1951, με στόχο τον προβληματισμό σχετικά
με ζητήματα που είναι σημαντικά για την Αφρική.
Το 1954 εξορίστηκε στο
Παρίσι, όπου συνδέθηκε με άτομα από άλλες αφρικανικές χώρες όπως ο Léopold
Senghor και ο Nelson Mandela. Διετέλεσε μεταξύ των ετών 1951 – 1958 αρχισυντάκτης
του διάσημου περιοδικού ‘’Presence Africaine’’, ενώ συμμετείχε και στα δύο
πρώτα συνέδρια των Μαύρων Συγγραφέων και Καλλιτεχνών, το 1956 και το 1959.
Στη δεκαετία του '60,
έγινε πολιτικός ακτιβιστής. Από το 1959 έως και το 1962 διετέλεσε Πρόεδρος του Λαϊκού
Κινήματος για την Απελευθέρωση της Αγκόλας (MPLA) και Γενικός Γραμματέας του
κινήματος αργότερα (1963 – 1972).
Παράλληλα μελέτησε κοινωνιολογία
και δημοσίευσε μεταξύ πολλών άλλων τα έργα «Ανθολογία της ποίησης των Μαύρων Πορτογαλόφωνων»
(1958), «La Poésie anglaise Africaine d' Presence» (1969), «Amilcar Cabral:
Essai de Biographie Politique» (1980), «Η προέλευση του αφρικανικού εθνικισμού»
(1997).
Θεωρείται ως ένα από τους
πιο σημαντικούς δοκιμιογράφους της Αγκόλας κατά τον 20ό αιώνα. Προς τιμήν του το
Υπουργείο Πολιτισμού της Αγκόλας αποφάσισε να θεσμοθετήσει το Βραβείο
Λογοτεχνίας ‘’Mário Pinto de Andrade’’.
Ο Mário Coelho Pinto de
Andrade πέθανε το 1990 στο Λονδίνο.
«Μέτρησα τα
χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’
ό,τι έχω ζήσει μέχρι τώρα... Έχω περισσότερο παρελθόν από ό,τι μέλλον.
Αισθάνομαι όπως
αυτό το παιδάκι που του έδωσαν ένα γεμάτο μπολ με κεράσια: τα πρώτα τα καταβρόχθισε
με λαιμαργία, αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγα, άρχισε να τα γεύεται
με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια
χρόνο να ασχοληθώ με τις μετριότητες.
Δε θέλω να
βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.
Με ενοχλεί η
ζήλια και όσοι προσπαθούν να καταστρέψουν εκείνους που θαυμάζουν, να
υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο
τους και την τύχη τους.
Μισώ να είμαι
μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα.
Δεν έχω χρόνο
για ατέλειωτες φλυαρίες, για άχρηστες συζητήσεις θεμάτων που σχετίζονται με τις
ζωές των άλλων που δεν αποτελούν μέρος της ζωής τους.
Δεν έχω πια
χρόνο για να διαχειριστώ τις ευαισθησίες των ανθρώπων που παρά τη χρονολογική
τους ηλικία είναι ανώριμοι.
Δεν έχω πια
χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται πράγματα που γνωρίζω από
πριν ότι δε θα καταλήξουν πουθενά.
Δεν μπορώ να
δεχτώ και να ανεχτώ τους καιροσκόπους.
Οι άνθρωποι δεν
συζητούν πια για το περιεχόμενο, μετά βίας κάνουν λόγο απλά για τις ετικέτες. Ο
χρόνος μου είναι σπάνιος για να συζητώ για τους τίτλους, τις ετικέτες. Θέλω την
ουσία, η ψυχή μου βιάζεται...
Δεν υπάρχουν πια
πολλά κεράσια στο μπολ…
Θέλω να ζήσω
δίπλα σε ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι. Που ξέρουν να γελούν με τα λάθη
τους. Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. Που δε θεωρούν τον εαυτό τους
εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που
υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και που το μόνο που επιθυμούν είναι
να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες
είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να
περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων... Άνθρωποι
τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με
απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
Ναι, βιάζομαι,
αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην
πάει χαμένο κανένα από τα κεράσια που μου απομένουν… Είμαι σίγουρος ότι ορισμένα
θα είναι πιο νόστιμα απ’ όσα έχω ήδη φάει.
Σκοπός μου
είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και
τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο
δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ...»
(σ.σ. Σχεδόν
το σύνολο των ελληνικών, αλλά και πολλών ξένων sites δημοσιεύουν το κείμενο
αναπαράγοντας δύο ουσιώδη λάθη: Πρώτον ότι το κείμενο ανήκει στο
Βραζιλιάνο Mário Raul de Morais Andrade (9.10.1893 – 25.02.1945), ο οποίος
υπήρξε ποιητής, μυθιστοριογράφος, μουσικολόγος, ιστορικός και κριτικός τέχνης
καθώς και φωτογράφος, αντί του αληθινού συγγραφέα Mário Coelho Pinto de
Andrade (1928 - 1990), από την Αγκόλα και δεύτερον ότι το κείμενο έχει κάποια
αναφορά σε καραμέλες, ενώ ο δημιουργός του αναφέρει σαφώς ότι νιώθει σαν
παιδί που του χάρισαν ένα μπολ με κεράσια).