ΩΡΑ...

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Αντώνης Χριστοφορίδης, ο πυγμάχος που ρεζίλεψε τον Χίτλερ


 
Παραθέτουμε σήμερα μια εξαιρετική βιογραφία του Έλληνα πυγμάχου, πρωταθλητή Ευρώπης μέσων βαρών και παγκόσμιου πρωταθλητή ημιβαρέων βαρών, Αντώνη Χριστοφορίδη, που επιμελήθηκε ο σπουδαίος δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτριος Λυμπερόπουλος. 
Ο Αντώνης Χριστοφορίδης γεννήθηκε στην πόλη Μερσίνη της Μικράς Ασίας στις 26 Μαΐου 1917. Τελείωσε την καριέρα του με 53 νίκες (οι 13 με νοκ-άουτ), 15 ήττες και 8 ισοπαλίες. Εγκατέλειψε την πυγμαχία αρκετά νέος. Σε όλη του την καριέρα αρνήθηκε όλες τις υπηκοότητες που του προτάθηκαν. Ήθελε πάντα να αγωνίζεται ως Έλληνας, παρότι η Ελλάδα τον είχε πικράνει.
Πέθανε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 1985.


 
Του Δημητρίου Λυμπερόπουλου

ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ τους Έλληνες που παρουσίασα ως τώρα στις «Εικόνες», ο πιο αξιοθαύμαστος στάθηκε αυτός που θα τον ιστορήσω σε λίγες συνέχειες: Πρόκειται για τον Αντώνη Χριστοφορίδη, το προσφυγόπουλο της Μικρασιατικής καταστροφής, που έγινε πρωτοπυγμάχος Ευρώπης και παγκόσμιος Πρωταθλητής. Ο Χριστοφορίδης, το 1938, είχε νικήσει στο κατάμεστο από Ναζί Σπορτ Πάλας του Βερολίνου τον Γερμανό πρωταθλητή Έντερ, αναγκάζοντας τον Χίτλερ να φύγει πριν λήξει ο αγώνας.

Σ' αυτή τη βιογραφία θα μάθετε  όχι μόνο για την καριέρα ενός πυγμάχου με παγκόσμια λάμψη αλλά θα πάρετε μια ιδέα για το σπορ που αναζητά τα είδωλα του στα φτωχόπαιδα που διψάνε για χρήμα και δόξα και φτάνουν ως την παραμόρφωση του προσώπου και την αποβλάκωση... Έζησα την ατμόσφαιρα του ρινγκ  στο θρυλικό Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης. Πάνω του πετσοκόβονταν οι πυγμάχοι και στις μπροστινές πανάκριβες θέσεις, προσωπικότητες, σταρ και καλλονές, αποζητούσαν τη μερίδα τους από τα φλας  και τις κάμερες... Το μποξ, κυρίως στην Αμερική, δεν είναι μόνο γροθιές, αλλά χρήμα, δόξα, διαφήμιση... Γεννήθηκε με τον  Τζέντλεμαν Τζιμ, έφτασε στην εφηβεία του με τις μονομαχίες Τούνει-Ντέμσει και ανδρώθηκε τη χρυσή εποχή των Μαύρων, που ανάμεσά τους ξεχώρισαν ο δυναμίτης  Τζόε Λούις και ο ελαφρύτερος ζαχαρένιος Σιούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον. Μετά, πέρασε σαν σίφουνας ο αήττητος Λευκός Ρόκι Μαρτσιάνο, ώσπου να φανεί το μεγάλο είδωλο των Αφροαμερικάνων,ο ταλαντούχος καυχησιάρης  Μωχάμετ Άλι... Η πυγμαχία άρχισε να γίνεται σόου υπερφίαλο του νικητή κι αργότερα τσίρκο, κυρίως με την εμφάνιση  του καραγκιόζη του ρινγκ Τάισον. Την χρυσή εποχή της πυγμαχίας, ένας Έλληνας έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής στα ημιβαρέα βάρη, μέσα στη χώρα του μποξ. Είναι αυτός που τον γνώρισα από κοντά, γίναμε φίλοι και παρ’ όλη τη σεμνότητά του, του απέσπασα πληροφορίες για την καταπληκτική καριέρα του.

Γροθιές Μπρεχτ και Χίτλερ

1η  ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1939, Σαιν Μαλό Νορμανδίας: Οι τελευταίοι παραθερι­στές έχουν φύγει από τη λουτρόπολη, όχι γιατί μπήκε το φθινόπωρο, αλλά γιατί ακολουθεί πίσω του ο πόλεμος... Ο ανταποκριτής γερμανικών εφημερίδων στο Παρίσι, Χανς Ρίγκελ, ετοιμάζει τη βαλίτσα του κι από το παράθυρο του βλέπει τον  Αντουάν  Κριστοφορίντις  και τον  προπονητή  του  Πιερ  Γκαντόν να τριγυρίζουν στο πρόχειρο ρινγκ του κήπου. Πάνω σε αυτό γυμναζόταν κάθε μέρα ο Αντουάν, για να ξανακερδίσει τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης από το Γάλλο Τενέ. Ο Έλληνας πυγμάχος, που είχε χάσει αυτό το στέμμα μάλλον άδικα, δε θα το ξαναδιεκδικήσει... Ο Χανς το ξέρει πως τώρα που ο στρατός του Χίτλερ μπήκε στην Πολωνία, ο πόλεμος έρχεται σαν κι εκείνη την αφάνα στο βάθος του έρημου δρόμου, που ο άνεμος την κυλάει προς το ξενοδοχείο τους. Πριν δώδεκα χρόνια, στο Βισμπάντεν, ο Χανς είχε δει μια παράσταση του Μπρεχτ και του Βάιλ, που διαδραματιζόταν πάνω σε ένα ρινγκ... Οι ηθοποιοί τραγουδούσαν αρκετά τραγούδια μα ένα από αυτά είχε σφηνωθεί στο μυαλό του... Καθώς έκλεινε τη βαλίτσα του άρχισε να το τραγουδάει: Κι ένα πλοίο με οχτώ πανιά και πενήντα  κανόνια στο λιμάνι θα βρεθεί για να βομβαρδίσει την πόλη... Και θα ρωτήσουνε μένα «ποιούς να σκοτώσουμε»; «Όλους»...

Ο Γάλλος Γκαντόν, όπως κι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, δεν είχε ιδέα τότε από Μπρεχτ και «Μαχαγκόνι». Γι' αυτό αγρίεψε με το Γερμαναρά που τραγουδούσε τη στιγμή που χανόταν το παν... Ημέρωσε όμως, όταν τον είδε να πλησιάζει για να τους αποχαιρετήσει με βουρκωμένα μάτια... Κι ο Αντώνης δεν μπορούσε να του κρατήσει κακία, γιατί όταν επέστρεφε θριαμβευτής από το Βερολίνο, μέσα στο κουπέ του τρένου, ο  αντιναζιστής αθλητικογράφος  πανηγύριζε γιατί είχε χάσει ο  Έντερ  μπροστά στον Χίτλερ...

Θεέ μου, τι ημέρα κι εκείνη... Ας τη θυμηθούμε όπως την περιγράφει ο Αθηναίος γιατρός Δημήτρης Παπακώστας, φοιτητής τότε στο Παρίσι, που πήγε στο Βερολίνο το Γενάρη του 1938, για τον αγώνα του Χριστοφορίδη με τον πρωταθλητή Γερμανίας Γκούσταβ Έντερ:

 
«Ιανουάριος 1938, στο Σπορτ Πάλας του Βερολίνου. Ο Αντώνης αντιμετωπίζει μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα είκοσι χιλιάδων, κυρίως Ναζί, το καμάρι της χιτλερικής Γερμανίας: τον Γκούσταβ Έντερ, οχτώ χρόνια αήττητο στα ρινγκ όλης της Ευρώπης. Μαζί με τον Χριστοφορίδη, τους Γάλλους Τιλ και Τενέ και τον Ολλανδό Κλάβερεν, αποτελούν τους πέντε καλύτερους πυγμάχους του ευρωπαϊκού χώρου στα μεσαία βάρη. Ο Αντώνης έχει νικήσει τους πρωταθλητές Τσεχοσλοβακίας Βίλντα Τζακς, Ισπανίας Μαρτινέζ Αρφάρα, Ιταλίας Μάριο Κασαντέι, τον Κιντ Τζανάς από τη Μαρτινίκα, που έγινε πρωταθλητής Γαλλίας και άλλους πολλούς...

Στο ματς   ήταν κι ο Αδόλφος Χίτλερ, συνοδευόμενος από τον  θρύλο της Γερμανίας Μαξ Σμέλιγκ, που είχε αναδειχθεί ένα φεγγάρι παγκόσμιος πρωταθλητής νικώντας τον Αμερικανό Τζόε Λούις στο πρώτο ματς, αλλά χάνοντας στη ρεβάνς. Ο γιατρός Δημήτρης Παπακώστας, θυμάται:

«Στη διάρκεια  του αγώνα, ούτε μια στιγμή δεν ακούστηκε μια ενθαρρυντική φωνή για τον Αντώνη... Όλοι ούρλιαζαν για τον δικό τους... Κι όμως, ο δικός μας, απτόητος, δεχόταν κι ανταπέδιδε τα χτυπήματα και, όπως ήξερα, σκεφτόταν πως αν έχανε εκείνο το παιχνίδι θα του φράζανε το δρόμο για τον ευρωπαϊκό τίτλο... Και δεν κιότεψε... Ούτε για μια στιγμή δεν έχασε την ψυχραιμία του και το στιλ του κι οι ελάχιστοι Έλληνες που τον βλέπαμε κλαίγαμε από συγκίνηση, καθώς γύρο με γύρο μάζευε βαθμούς... Στον τελευταίο γύρο μάλιστα στρίμωξε τον αντίπαλο του στη γωνιά και τον σφυροκοπούσε... Όταν το γκογκ σήμανε τη λήξη, ο Χίτλερ δε βρισκόταν  τη θέση του... Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι πετούσαν τα χειρόγραφα τους έξαλλοι από χαρά και φιλούσε ο ένας τον άλλο... Ο ίδιος ο Έντερ, πριν δώσουν οι κριτές τη βαθμολογία, σήκωσε το χέρι του Αντώνη, του νικητή του... Και ξαφνικά, όλο εκείνο το φανατισμένο πλήθος, κάτω από τις σβάστικες, ηρέμησε κι όταν σε λίγο ο διαιτητής σήκωσε το χέρι του Αντώνη Χριστοφορίδη, ο κόσμος ικανοποιήθηκε που ο σπίκερ ανέφερε το νικητή ως Έλληνα... Αν έχανε, σίγουρα θα τον πολιτογραφούσε Γάλλο...»

Το Παρίσι επεφύλαξε στον Κριστό, που τον θεωρούσε δικό του παιδί,  θερμή υποδοχή. Στο σιδηροδρομικό σταθ­μό τον περίμεναν χιλιάδες Γάλλοι. Τον φέρανε στο αυτοκίνητο στα χέρια, σαν ήρωα, κουνώντας γαλλικές σημαίες. Δίπλα στο δήμαρχο, ο Μορίς Σεβαλιέ, η Μιστεγκέτ, ο Αλμπέρ Πρεζάν... Ένας παχύς ροδοκόκκινος τον αγκάλιασε και τον φίλησε και του 'πε «να 'ρθεις στη γιορτή μας...». Ήταν ο Μορίς Τορέζ, αργότερα γενικός γραμματέας του Κ.Κ. Γαλλίας... Ο Χριστοφορίδης πήγε, μαζί με άλλους ηθοποιούς και καλλιτέχνες και το πλήθος με τις κόκκινες κονκάρδες τον αποθέωσε... Μετά τον καλούν οι σοσιαλιστές κι όλα τα κόμματα... Πηγαίνει παντού... Όλοι οι Γάλλοι μιλούν για  τον πρωταθλητή που γελοιοποίησε τον Χίτλερ στο Βερολίνο... Όπως, δυο χρόνια πριν, ο Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς. Τώρα μάλιστα που ο Εντουάρ Τενέ είχε χάσει τον τίτλο Ευρώπης, οι Γάλλοι ελπίζανε να τον ξαναπάρουν με το ίνδαλμα τους, τον Κρι­στό, που έμαθε να πυγμαχεί τόσο ωραία στα δικά τους ρινγκ.

Μικρασιατική καταστροφή

Η ζωή του Αντώνη Χριστοφορίδη ξεκινάει από την Μικρά Ασία, όπου οι μνήμες του είναι απόμακρες και θαμπές και μπερδεμένες από τις διηγήσεις της μάνας του και της μεγαλύτερης αδερφής του:

«Οι Τσέτες, οι Τσέτες...»

Η Σμύρνη να καίγεται... Χιλιάδες πανικόβλητοι να τρέχουνε κατά τη θάλασσα, να προλάβουνε να μπούνε στις βάρκες, στα πλοία, να σωθούνε... Τα γυναικόπαιδα να ξεφωνίζουνε, να κλαίνε... Η μάνα του να σέρνει από το χέρι στο φευγιό τους τον πεντάχρονο Αντώνη, να τον κρατάει σφιχτά για να μην τον χάσει στην αναμπουμπούλα... Όλοι να φωνάζουνε ονόματα δικών τους, που τους χάνανε μέσα από τα μάτια τους... Πέτρος, ο αδερφός του... Φεβρωνία, η αδερφή του... Κυριάκος, ο μικρανεψιός του... Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί, εθελοντής, στον πόλεμο του 1917... Πώς τα κατάφερε η μάνα του και τους ανέβασε σ' ένα καράβι η ψυχή της το ξέρει... Φτάσανε πρόσφυγες στον Πειραιά, μάνα και γιος, χωρίς τους άλλους τρεις, που τους βρήκαν αργότερα... Έξι νομάτοι από την οικογένεια χαθήκανε για πάντα...

Η μάνα του άρχισε να ξενοπλένει για να ζήσει τα ορφανά κάπου εκεί στους Αμπελοκήπους, σε μια παράγκα που έμπαζε κρύο από παντού κι έσταζε νερό πάνω στα στρωσίδια τους... Φτώχεια και εξαθλίωση με τα παιδιά σαν πεινασμένα σπουργιτάκια, να τεντώνουνε τα λαιμουδάκια για λίγο ψωμί, αλειμμένο με ζάχαρη και λάδι... Ο Αντώνης δε θυμάται να τρώγανε παρά μόνο χόρτα, που μάζευαν στα χωράφια... Κρέας αρταινόντουσαν καμιά φορά, από φιλευσπλαχνία του χασάπη, που τους τύλιγε σ' εφημερίδα σπλάχνα και λαρύγγια σφαχτών... Καθώς τα έπλενε καλά η μάνα του και τα έριχνε στο τσουκάλι, τα κουτσούβελα τριγυρίζανε τον αχνό, ρουφώντας προκαταβολικά τη νοστιμάδα... Μια μέρα ο Αντώνης είδε στη ματωμένη εφημερίδα μια φωτογραφία δυο πυγμάχων που χτυπιόντουσαν και το αίμα από τα εντόσθια νόμισε πως ήτανε δικό τους αίμα... Ρώτησε τη μάνα του γιατί μαλώνανε και κείνη του είπε πως είναι πεχλιβάνηδες και του εξήγησε: 

«Αλείφονται με λάδι και παλεύουνε σαν τα ταυριά... Κερδίζουνε όμως παράδες».

Στα εφτά του χρόνια τον έπιασε ελώδης πυρετός, έκαιγε ολόκληρος. Η Χριστοφορίδαινα τον τύλιξε σε μια κουβέρτα κι έψαχνε να βρει γιατρό. Έφτασε ως το κέντρο της Αθήνας, την έπιασε η νύχτα κι απάγκιασε δίπλα στο φυλάκιο στα Παλαιά Ανάκτορα... Ο σκοπός την πείραξε:

«Κυρά μου, βασιλόπουλο είναι το παιδί σου που το κουβάλησες στο Παλάτι;»

Η βασανισμένη μάνα σκούπισε τον ιδρώτα στο φλογισμένο μέτωπο του γιου της κι απάντησε:

«Για μένα βασιλόπουλο είναι...»

Ένα χρόνο μετά, η μάνα του πεθαίνει και ο Αντώνης δε θέλει να θυμάται την τραγική εκείνη νύχτα. Τα μάτια του βουρκώνουνε και τρέχει στο μπάνιο για να συνέλθει... Μου τα έχει πει η αδερφή του. Λείπει η μάνα και τα ορφανά να κουρνιάζουνε το ένα σφιχτά στο άλλο και να στάζει η παράγκα... Μάνα τους τώρα είχε γίνει η Φεβρωνία που δούλευε να τα ζήσει... Ο Αντώνης έκανε θελήματα και πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο του Παρνασσού, για να τηρήσει την επιθυμία της μακαρίτισσας που, πριν κλείσει τα μάτια της, τον είχε ορκίσει να μάθει γράμματα... Στα δεκατρία του, ένας συμμαθητής του τού έδωσε μια γροθιά και τ' άλλα παιδιά τον συμβουλέψανε να μην προσπαθήσει να την ανταποδώσει. Ξέρει πυγμαχία, του είπανε... Γυρίζοντας από το σχολείο στην παράγκα τους, σκεφτότανε πως έπρεπε να μάθει κι αυτός να δίνει γροθιές... Μπράτσα γερά είχε, η τέχνη του έλειπε... Περνώντας συχνά από την Ασκληπιού είχε δει παιδόπουλα αναψοκοκκινισμένα να ανεβοκατεβαίνουνε σε κάτι σκαλοπάτια. Ήταν η υπόγα του Αγαθοκλή Μπάρκα, που δίδασκε πυγμαχία. Κατέβηκε κι αυτός δειλά - δειλά κι από εκεί κάτω ξεκίνησε για ν' ανεβεί σκαλί-σκαλί στο άθλημα που πραγματικά τον ανέδειξε σε βασιλόπουλο των ευρωπαϊκών ρινγκ...

Θα παραλείψω τη ζωή του Αντώνη ως τα 17 του χρόνια στην Αθήνα, τότε που δούλευε γκρουμ στο ξενοδοχείο «Μυστράς», στην οδό Βαλαωρίτου. Το αφεντικό του, Σεβαστός Μοσχούλας, τον αγαπούσε πολύ και του είχε δώσει μια συμβουλή: «Μακριά από τους πεχλιβάνηδες», όπως έλεγε ανακατεμένους παλαι­στές και πυγμάχους. Γι’ αυτό κι εκείνος απόφευγε να του σπάσουνε τη μύτη στο ρινγκ, μην πάρει είδηση ο γέρος πως πυγμαχούσε... Ο Αντώνης ποτέ δε μου εξι­στόρησε ο ίδιος τι τράβηξε ώσπου να γίνει πυγμάχος, αλλά τα έχω μάθει από τον Βαγγέλη Καλαβρυτινό, τον Μέμο Ευαγγελίδη, τον Μπέμπη Δέρβη... Κάθε φορά που ψάχνω στη ζωή αυτών των παράτολμων και ταλαντούχων δικών μας, που λάμψανε στο εξωτερικό, με πιάνει αναγούλα για όλους εκείνους τους συμπα­τριώτες μας που προσπαθήσανε να σταθούνε εμπόδιο στην ανάδειξη τους... Τα ταλέντα, από την Κάλλας και τον Ζαχαρίου, ως το Χριστοφορίδη, βρίσκανε εμπόδια στην ίδια τους την πατρίδα, τους δένανε τα φτερά για να μην πετάξουνε στα ύψη... Εδώ αναθεματίζανε Ακαδημαϊκοί και αμπελοφιλόσοφοι τον Καζαντζάκη και θ' αφήνανε σε χλωρό κλαρί οι πεχλιβάνηδες και τραμπούκοι του αθλητισμού - που δυστυχώς υπάρχουν ακόμη - ένα τόσο γνήσιο αυτοφυές ταλέντο; Μα ο Αντώνης Χριστοφορίδης, στα 17 του χρόνια, πίστευε τόσο στο ταλέντο του που 'χε πείσει πια και το γερο-Μοσχούλα πως δεν έπρεπε πια να κουβαλάει βαλίτσες και να δέχεται πουρμπουάρ... «θα πάω να βρω, με την ευχή σας, την τύχη μου στο Παρίσι...»

 
«Στο Παρίσι! Πάει το παιδί τρελάθηκε», σκέφτηκε ο ξενοδόχος, που δεν τολμούσε να πάει ούτε ο ίδιος, με όλο τον παρά που είχε στον μπεζαχτά και στην Τράπεζα.

Κάνανε συμβούλιο ο Μοσχούλας, ο Μέμος Ευαγγελίδης - μάνατζέρ του - και η Φεβρωνία και δώσανε την άδεια στον ανήλικο Αντώνη να πραγματοποιήσει το όνειρο του.

«Κι αν δεν πετύχεις», του είπε ο Μοσχούλας, «κράτησε τα ναύλα επιστροφής και η δουλειά σου θα σε περιμένει, στη ρεσεψιόν αυτή τη φορά».

Την ήθελε αυτή τη θέση ο Αντώνης, να κλείνει δωμάτια και να βάζει τα κλειδιά και τα γράμματα στα χωρίσματα, αντί να κουβαλάει βαλίτσες, αλλά τώρα το όνειρο του ήταν εκεί στο Παρίσι, την πρωτεύουσα του ευρωπαϊκού μποξ... Οι πρωτοπυγμάχοι εκεί γινόντουσαν πρωτοσέλιδα θέματα στις εφημερίδες και είχανε καταθέσεις στις Τράπεζες, του είχανε πει... Έτσι ο νεαρός πυγμάχος, που είχε νικήσει όλες τις φίρμες στην Αθήνα, εκτός από εκείνες που τον αποφεύγανε, κάνει τις οικονομίες του γαλλικά φράγκα. Του τα κρύβει στη φόδρα του σακακιού του, ο πατέρας του Μέμου, που ήτανε ράφτης. Του αφήνουνε στις τσέπες κάτι ψιλά, για τα μικροέξοδα... Καθώς το πλοίο σαλπάρει από τον Πειραιά, του κουνάνε τα χέρια η αδερφή του, ο Μέμος και μερικοί φίλοι. Η Φεβρωνία κρατάει ένα μαντήλι, περισσότερο για να σκουπίζει τα μάτια της... Ο Αντώνης, με το δέμα τους κεφτέδες και το ψωμί, βολεύεται σε μια καρέκλα στο κατάστρωμα και ξεφυλλίζει μια μέθοδο εκμάθησης της γαλλικής, βουαλά δια το πλησίον, βουασί δια το μακράν...

Μασσαλία λοιπόν, 1934,όπου ο νεαρός Έλληνας φτάνει, έχοντας φάει τους κεφτέδες και τις φρατζόλες της Φεβρωνίας... Παίρνει το τρένο, τρίτη θέση, για το Παρίσι. Στη διαδρομή, τυλώνεται με κουλούρια και γλυκά που πουλάνε στους σταθμούς... Κι όλο χαζεύει από το παράθυρο, καθώς περνάνε αδιάκοπα σπίτια, δρόμοι, αγροί... Και αυτοκίνητα και κάρα φορτωμένα και ζώα και άνθρωποι, που δουλεύουνε στα χωράφια... Αποκοιμιέται λίγο, αλλά ξυπνάει από το στρίγκλισμα των φρένων του τρένου σε κάποιο σταθμό... Μια κοπελούδα πουλάει σοκολάτες, του χαμογελάει και σκύβει στο παράθυρο και αγοράζει μία... Εκείνη καταλαβαίνει πως είναι ξένος και του χαμογελάει ακόμη περισσότερο... Καθώς το τρένο ξεκινάει, ο Αντώνης αναρωτιέται αν είναι νόστιμος... θυμάται όμως τα λόγια του Μέμου: «Και πρόσεξε! Όχι γυναίκες».

Στο Παρίσι

Στον τεράστιο σταθμό του Παρισιού, με τη βαλίτσα στο χέρι, ο Αντώνης φοβάται πως δε θα βρει το φίλο που τον περιμένει. Νάτος όμως, που εμφανίζεται χαμογελαστός και του απλώνει το χέρι. Είναι ο Πολύβιος Εξαρχόπουλος, που έχει έρθει από χρόνια και πυγμαχεί με αντιπάλους της σειράς... Ο Αντώνης θυμάται:

«Τα είχα χαμένα καθώς διασχίζαμε τους δρόμους, με τη βαλίτσα εγώ στο χέρι... Ο Πολύβιος προφασίστηκε πως με τα πόδια θα έβλεπα το Παρίσι καλύτερα παρά από ταξί... Μεγαλοπρεπή παλιά κτίρια, πολύς κόσμος, αυτοκίνητα, κίνηση μεγαλύτερη από την Αθήνα... Όταν φτάσαμε στο δωμάτιο του φίλου μου, μια σοφίτα, αντίκρισα από ψηλά το Παρίσι... Ήταν Σεπτέμβρης, βράδιαζε, ανάβανε τα φώτα... Καθώς είδα τη φωτισμένη πόλη στα πόδια μου, αναρωτήθηκα τι είχα έρθει να κάνω εγώ σ’ αυτό τον άγνωστο για μένα κόσμο, που δεν καταλάβαινα ούτε τη γλώσσα του...» Από την άλλη μέρα κιόλας, ο Αντώνης ζήτησε από τον Πολύβιο να τον πάει σε φημισμένο προπονητήριο. Ήθελε να γραδάρει με τα δικά του μάτια την κατά­σταση, να δει γνωστούς  πυγμάχους  που  διάβαζε τα ονόματα τους στις εφημερίδες στην Αθήνα, να βάλει γάντια, να μετρήσει την αξία του... Μόνο που στις βαλίτσες του δεν είχε φέρει κανένα τίτλο, γιατί στην πατρίδα αποφεύγανε οι πρωταθλητές να του δώσουνε την ευκαιρία να τους αντιμετωπίσει σε επίσημα ματς... Οι νίκες του στα φιλικά δεν είχαν αντίκρισμα...

Στο προπονητήριο τον «έκοψε» αμέσως ένας μάνατζερ ονόματι Αρντί και προθυμοποιήθηκε να τον αναλάβει. Δεν είχε να χάσει τίποτα ο νεοφερμένος, αλλά απόφυγε να υπογράψει συμβόλαιο με τη δικαιολογία, σαν ανήλικος, ότι χρειαζόταν την έγκριση του κηδεμόνα του... Ο Αρντί βιαζόταν όμως και έκλεισε στο καινούργιο απόχτημά του έναν αγώνα με τον Ζαν Σενέλ, που παλιότερα είχε κερδίσει στα σημεία τον επίσημο πρωταθλητή Ελλάδας Κώστα Βάση. Το ματς ήταν προκαταρκτικό δύο άλλων αγώνων, γι’ αυτό θα διαρκούσε έξι γύρους των τριών λεπτών ο καθένας.

Έτσι, δέκα μόλις μέρες μετά τον ερχομό του στο Παρίσι, ο άπειρος νεαρός Έλληνας ανεβαίνει στο ρινγκ με αντίπαλο έναν επαγγελματία πυγμάχο... Κι ο Πολύβιος, αντί να του δίνει θάρρος, όλο να τον προειδοποιεί: «Πρόσεξε, Αντώνη, μη σε σκοτώσει»... Και καθώς πηγαίνανε, με τα πόδια, στην αίθουσα των αγώνων, ο Αντώνης ν’ αναρωτιέται μήπως τέλειωνε η καριέρα του στο Παρίσι, πριν καν αρχίσει...

Πάνω στο ρινγκ, ο Αντώνης βλέπει πως ο αντίπαλος του είναι και κατά πολύ βαρύτερος του... Έτσι το τρακ του γίνεται μεγαλύτερο, σε καμιά στιγμή όμως φόβος, γιατί αποφεύγει τα χτυπήματα του Σενέλ και, στο δεύτερο γύρο, αποφασίζει να περάσει από την άμυνα στην επίθεση... Οι κριτές δίνουνε ισοπαλία και ο Αντώνης είναι χαρούμενος, ενώ ο Αρντί τρίβει τα χέρια...

Ο Αντώνης πλένεται, ντύνεται και γυρίζει στην αίθουσα για να παρακολουθήσει τα δύο άλλα ματς. Κάποιος αθλητικός συντάκτης τον ρωτάει «που ξεφύτρωσες εσύ στο ρινγκ», αλλά δεν καταλαβαίνει λέξη, εκτός την τελευταία. Ο Πολύβιος του εξηγεί του Γάλλου πως είναι Έλληνας και δεν ξέρει ούτε μια λέξη γαλλική...

«Δεν πειράζει, λέει ο αθλητικογράφος, ο μικρός μιλάει με τις γροθιές του». Και ζητάει τα βιογραφικά στοιχεία του Αντώνη Χριστοφορίδη, που δυστυχώς είναι ασήμαντα αγωνιστικά. Δεν είναι ούτε πρωταθλητής Ελλάδας, γιατί δεν του το είχε επιτρέψει το κατεστημένο...

Γι’ αυτές τις γροθιές, τις σφιγμένες, που κλείνανε μέσα τους καταπίεση, στερήσεις, πόνο κι ατέλειωτα μερόνυχτα πείνας και δυστυχίας, θα μιλήσω στο επόμενο. Και να ‘σαστε σίγουροι, πως μ’ αυτή την περιληπτική αναβίωση της χρυσής εποχής της πυγμαχίας, που ανέβασε σε δύο από τους θρόνους της έναν Έλληνα, θα μάθετε πολλά. Γιατί αυτά τα ξεχωριστά παιδιά της κατώτατης τάξης, την εποχή του Μπρεχτ, γίνονταν ινδάλματα όχι μόνο του αγνού λαού, αλλά και της παμπόνηρης ανώτατης λεγόμενης κοινωνίας... Και όχι τυχαία ο μεγάλος αυτός της Τέχνης, είχε διαλέξει από το 1927 σαν σκηνικό του θεατρικού «Μαχαγκόνι» (λέτε, μάχη και αγωνία;) το  ρινγκ.

Δύσκολα χρόνια 

Όπως  είπαμε,  ο Αντώνης έφτασε  στο Παρίσι κι  ο μάνατζερ  Αρντί, τον έβαλε σε 10 ημέρες να πυγμαχήσει με τον πεπειραμένο επαγγελματία Ζαν Σενέλ, από τον οποίο πήρε ισοπαλία. Ο Αρντί άρχισε να χρησιμοποιεί τον Αντώνη σε προκαταρκτικά ματς, με άγνωστους αντίπαλους. Οχτώ αγώνες σερί, με ισάριθμες νίκες στα σημεία και μερικές με νοκ άουτ. Ο νικητής όμως όχι μόνο δεν έπαιρνε καμιά αμοιβή, αλλά δεν του παρείχαν ούτε τα απαραίτητα για την εμφάνιση του. Στο ρινγκ ανέβαινε με το ίδιο πανταλονάκι και τα τριμμένα παπούτσια που είχε φέρει από την Αθήνα.

Στο ένατο παιχνίδι του, ο Αντώνης δεν μπόρεσε να αγωνιστεί, γιατί είχε πάθει μόλυνση στα δάχτυλα και πονούσε στην προσπάθεια του να βάλει γάντια. Ο Αρντί θύμωσε και του έκανε μια φοβερή σκηνή με αποτέλεσμα ο νεαρός να μαζέψει το μπογαλάκι του και να φύγει... Αυτό στάθηκε η σωτηρία του...

Ο ίδιος θυμάται  από το ξεκίνημα της καριέρας του, 1935 πια, στο Παρίσι:

«Έμενα στο Κολόμπονς Σονρσέν, στο σπίτι ενός Έλληνα, που έφτιαχνε γιαούρτια με τη γυναίκα του. Είχα βρει άσυλο κοντά τους, γιατί εκεί έμενε άλλος ένας Έλληνας πυγμάχος, ο Γιώργος Μιαούλης. Τα χέρια μου είχαν χειροτερέψει και πέντε έξι μήνες δεν μπορούσα όχι μόνο να προπονηθώ, αλλά ούτε να δουλέψω. Ό,τι οικονομίες είχα τις ξόδεψα... Τα παπούτσια μου είχανε τρυπήσει κι έβαζα χαρτόνια... Μια μέρα συνάντησα ένα μεσόκοπο με πλακουτσωτή μύτη, που με ρώτησε γιατί εξαφανίστηκα από τα ρινγκ. Τον έδειξα τα χέρια μου... Με πήρε αμέσως και πήγαμε σπίτι του, όπου μου είπε να μείνω. Η γυναίκα του άρχισε να περιποιείται τα χέρια μου, να μου βάζει κομπρέσες... Οι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες από αγώνες μποξ... Βρισκόμουνα στο σπίτι του Πιερ Γκαντόν, παλιού πρωταθλητή Γαλλίας στα μεσαία βάρη. Έγινε ο επίσημος μάνατζερ και προπονητής μου. Ο Γκαντόν στάθηκε πατέρας μου, πολύτιμος σύμβουλος, μου αποκάλυψε μυστικά του μποξ που ούτε υποψιαζόμουν ως τότε... Αυτός ο άνθρωπος δεν βιαζόταν σαν τον Αρντί... Με προπονούσε στο Νειγί και, βδομάδα με τη βδομάδα χαμογελούσε πιο πολύ, σίγουρος για την πρόοδο μου, για το μεγάλο δρόμο που με προόριζε... Όταν έδωσα το πρώτο ματς, στα χέρια του, με τον πρωταθλητή Μαρτινίκας Χασάν Ντιουφ μου είπε:

‘’Σήμερα αρχίζει η καριέρα σου’’.

Κι άρχισε με νίκη. Πρώτη φορά είδα το όνομα μου στις γαλλικές εφημερίδες και τότε άρχισα εγώ να βιάζομαι...»

Ο Γκαντόν όμως προχωρούσε βήμα σημειωτόν... Ως το τέλος του χρόνου ο μάνατζερ, που είχε συμφωνήσει να κρατάει το ένα τρίτο από τις εισπράξεις, ανέβασε το πουλέν του δύο φορές ακόμη στο ρινγκ. Ο Αντώνης νίκησε και στις δύο εύκολα και, αρχές 1936, δέχεται την ξαφνική ερώτηση:

«Αντουάν, νιώθεις έτοιμος να παίξεις με τον Τουνερό; Τι λες, βαστάνε τα κότσια σου;»

Αντίπαλος του Κουβανού

Ο Χριστοφορίδης θυμάται:

«Και μόνο που άκουσα το όνομα του Κιντ Τουνερό, πρωταθλητή Κούβας, ένιωσα δέος... Αυτός, παιδί μου, είχε φέρει ισοπαλία με τον πρωταθλητή Κό­σμου Μαρσέλ Τιλ και θα δεχότανε να παίξει μαζί μου; Ναι, όχι μόνο δέχτηκε, αλλά ήρθε και πολύς κόσμος στον αγώνα... Και στα πρώτα καθίσματα, η Μιστεγκέτ, ο Σεβαλιέ, ο Πρεζάν, όλη η καλλιτεχνική αφρόκρεμα... Ο Τύπος έδινε μία μόνο πιθανότητα στις δέκα να χάσω στα σημεία... Στις εννιά με βλέπανε ξαπλωμένο στο καναβάτσο...».

Αξίζει να μας περιγράψει αυτό το ματς ο ίδιος ο Αντώνης Χριστοφορίδης, που στα δεκαεφτάμισι χρόνια του έδινε εξετάσεις στο παρισινό κοινό:

«Στον πρώτο γύρο, αμέσως με το καμπανάκι, ο Τουνερό μου έκανε δύο τρεις επιθέσεις, αλλά τις απέφυγα κι είδα στο πρόσωπο του την έκπληξη. Συνέχισε την προσπάθεια να με πετύχει κατάφατσα, αλλά πάλι ξέφυγα... Στο δεύτερο γύρο έπεσε πάνω μου σαν κεραυνός και με στρίμωξε στα σκοινιά... Μια γροθιά του μου κλείσε το αριστερό μάτι κι άρχισε να με πονάει και το δεξί, γιατί είχε έρθει σε επαφή με τα μαλλιά του, που γυάλιζαν από κάποια λοσιόν... Με σφυροκοπούσε συνέχεια και θα ‘πεφτα αν δε μ’ έσωζε το καμπανάκι... Στον τρίτο γύρο χίμηξε να μ’ αποτελειώσει και θυμάμαι ένα τρομερό του άπερκατ στο στομάχι... Κουλουριάστηκα, αλλά και πάλι δεν έπεσα, άντεξα... Στη διακοπή, ενώ μου δίνανε να μυρίσω αιθέρα και μερεμετίζανε την κατάντια μου, σκύβει ο Γκαντόν και μου σφυρίζει στο αυτί: ‘’Μπράβο, αμύνεσαι καλά. Αλλά δεν προσπαθείς να δώσεις κι εσύ καμιά γροθιά’’. Δεν το είχα σκεφτεί... Στην προσπάθεια μου να μη με ρίξει, είχα ξεχάσει πως είχα κι εγώ γροθιές...

Κι ο Αντώνης συνεχίζει:

Έτσι στον τέταρτο γύρο δεν προσπαθούσα μόνο να αποφύγω τα χτυπήματα, αλλά και να τα ανταποδώσω... Το πρώτο που πέτυχε τον Κιντ, τον κατέ­πληξε... Το δεύτερο τον θύμωσε... Το τρίτο τον εξενεύρισε... Αυτό ήταν... Ο Κουβανός πρωταθλητής άρχισε να κάνει λάθη, να επιτίθεται με πείσμα, ακάλυπτος... Κάθε σφάλμα του όμως πληρωνόταν με μια γροθιά μου... Τότε άκουσα και τις πρώτες εκδηλώσεις για μένα, που σε λίγο έγιναν έντονες... Από κάθε πλευρά της αίθουσας αντηχούσε ομαδικά το όνομα μου ‘’Κριστό - Κριστό’’... Οι Γάλλοι είχαν εκδηλωθεί πια με μένα και πέντε γύρους συνέχεια εγώ καραδοκούσα ψύχραιμα κι εκείνος, τυφλωμένος από λύσσα, έπεφτε στις γροθιές μου...

 
Στον ένατο γύρο ήξερα πως θα ήμουνα ο νικητής. Ο Τουνερό δεν άκουγε ούτε τις συμβουλές της γωνιάς του κι όταν τις άκουσε ήταν πια πολύ αργά... Στο τελευταίο γύρο, που τα είχε όλα χαμένα, συσσώρευσε όλες του τις δυνάμεις, συγκεντρώθηκε κι έκανε πως υποχωρεί... Κι ενώ εγώ ακόμη νόμιζα πως περιμένει το καμπανάκι για να τελειώσουνε τα βάσανα του, ξαφνικά μου κατάφερε ένα ντιρέκτ - κεραυνό! Νόμισα πως το σαγόνι μου θρυμματίστηκε, καθώς είδα τον ουρανό με τ’ άστρα... Φαίνεται όμως ότι δεν ήτανε τόσο δυνατό, όσο νόμισα, γιατί το μυαλό μου δούλευε ακόμη και σκέφτηκα τι αδικία να πέσω νοκ-άουτ στο κατώφλι του θριάμβου μου... Ευτυχώς δεν έπεσα, αλλά εδώ που τα λέμε, δεν άκουσα ούτε το καμπανάκι της λήξης, ούτε τα χειροκροτήματα του κόσμου... Μόνο έβλεπα τα μάτια του Γκαντόν που αγωνιούσαν μπας και πέσω τη στιγμή που ο διαιτητής θα μου σήκωνε το χέρι... Κι όμως δεν μου το σήκωσε, γιατί μας ανακήρυξαν ισόπαλους... Έκανα ώρα να συνέλθω από το τελευταίο χτύπημα, καθώς μου βάζανε κομπρέσες στο σαγόνι...

Χίλιοι φίλαθλοι με περίμεναν απ' έξω, φώναζαν Κριστό και χειρο­κροτούσαν. Στο ξενοδοχείο, όπου θα έδινα συνέντευξη και θα τρατάραμε τους αθλητικογράφους - έστω κι αν με βγάλανε ισόπαλο - ο Γκαντόν έφερε ένα φρεσκοτυπωμένο φύλλο, μιας έκτακτης έκδοσης της «Οτό». Έγραφε στον τί­τλο: ‘’Απόψε γεννήθηκε καινούργιο αστέρι στο μποξ, που ξεπρόβαλε πίσω από τα μάρμαρα των Αθηνών!’’»

Δεν μπορώ να περιγράψω όλους τους αγώνες του Χριστοφορίδη στην Ευρώπη, γιατί ούτε ο ίδιος μετά τόσα χρόνια, δεν θυμάται λεπτομέρειες. Ο παλιός μάνατζέρ του στην Ελλάδα Μέμος Ευαγγελίδης τους διάβαζε στις τότε αθλητικές εφημερίδες, που τις κρατούσε αρχείο, αλλά τις έχασε στη κατοχή. Ο Ζορζ Γκεταρί μου είχε πει για την αναμέτρησή του με τον Κιτ Τζανάς, που τον νίκησε με νοκ άουτ. Επρόκειτο για ένα πυγμάχο ευρωπαϊκού κύρους, που δεν έπεφτε νοκ άουτ, αλλά ο Αντώνης τον σακάτεψε. Παίζοντας μαζί του γκολφ, προσπαθώ να τον παρασύρω σε διηγήσεις από τις νίκες του, αλλά σεμνός και λιγομίλητος αποφεύγει  λεπτομέρειες. Αχ φίλε Αντώνη, είχες ρίξει μαύρη πέτρα σ’ εκείνη την εποχή, γιατί ενώ σε χειροκροτούσανε στα ρινγκ της Ευρώπης, στην Ελλάδα οι παράγοντες σου φέρνανε εμπόδια  να διεκδικήσεις τον τίτλο του πρωταθλητή της πατρίδας σου... 

Ο Αντώνης είχε χωρίσει και από τη δεύτερη Αμερικάνα γυναίκα του και ολομόναχος είχε λιγοστούς φίλους, κυρίως στο Γκολφ της Γλυφάδας, όπου πήγαινε κάθε πρωί, εκτός κι αν έβρεχε με το τουλούμι...  Παίζει σχεδόν κάθε μέρα, με βιομηχάνους, τραπεζίτες, λεφτάδες που συχνάζουν εκεί. Παίζει και με Αμερικάνους και Γιαπω­νέζους, που λατρεύουν το υγιεινό αυτό σπορ. Ένας από τους αντιπάλους του είναι και ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, που στα νιάτα του δεν έχα­νε αγώνα του. Ήταν η χρυσή εποχή της Πυγμαχίας, τη δεκαετία του ‘30. Δεν θα ξεχάσω που στο Γκολφ Γλυφάδας, τον συνάντησε ο ναύαρχος του 6ου αμερικανικού στόλου και ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε μας πήγε, τον Αντώνη, τον Μπέμπη Δέρβη και μένα, στο αεροπλανοφόρο στο Νέο Φάληρο. Ως το ηλιοβασίλεμα μιλούσε για μποξ και τους αγώνες του Αντώνη. 

Το διαβατήριο για τον ευρωπαϊκό τίτλο

Στις σημειώσεις μου βρίσκω λεπτομέρειες από την προσωρινή επιστροφή του Αντώνη στην Αθήνα, όπου μοναδικός σκοπός του είναι ο τίτλος του πρωταθλητή Ελλάδας. Χωρίς αυτόν δεν μπορεί να διεκδικήσει το ευρωπαϊκό στέμμα.

Πριν έρθει στην Αθήνα παρακολουθεί προπόνηση του Τενέ.

Τελικά ο αγώνας έγινε στις 21 Νοέμβρη 1937 στο «Παλλάς» της Βουκουρεστίου κι ο 30χρονος πρωταθλητής έχασε τον τίτλο του, πέφτοντας εννιά φορές νοκ-ντάουν... Ο Αντώνης έφυγε από την Αθήνα με τον τίτλο που χρειαζόταν, αλλά τα δύο ταξίδια του στην πατρίδα τον είχανε απογοητεύσει... Είχε αηδιάσει με το φθόνο πολλών παραγόντων και συναθλητών του... Τον πιέζω να θυμηθεί:

«Φτάσανε σε σημείο να βάλουνε να με προκαλέσει φορτικά στο προπονητήριο του Λαμπίδη, στον Πειραιά, ένας νταής πυγμάχος ονόματι Μπαρούμ... Αρμένης ήτανε, τρομερός σ’ εμφάνιση και πολύ δυνατός, αλλά με τεχνική πεχλιβάνη... Αναγκάστηκα να βάλω γάντια και στα μάτια μερικών είδα τον πόθο να με δούνε ξαπλωμένο στο καναβάτσο... Απόφυγα δύο χτυπήματα - αλίμονο αν τα ‘τρωγα - και μ’ ένα ντιρέκτ τον σώριασα κάτω... Όπως ήταν ζαλισμένος τον βοήθησα να σηκωθεί και του ‘πα πως γλί­στρησε... Όταν συνήλθε, μου ζήτησε συγνώμη και μου ευχήθηκε να πετύχω στην Ευρώπη, για να γλιτώσω από τους μοχθηρούς και ζηλόφθονους... Με φίλησε και μετά, έφτυσε κατά το μέρος εκείνων που τον είχαν βάλει να με προκαλέσει...»

Ο Αντώνης Χριστοφορίδης πραγματικά είχε γλιτώσει από τους φθονερούς συμπατριώτες του, που από τις μακρινές εποχές, του Σωκράτη και του Αρι­στείδη, κουβαλάνε αυτό το ελάττωμα... Ναι, δυστυχώς, εμείς οι Έλληνες δε διαθέτουμε μόνο παράτολμους και ταλαντούχους εκπροσώπους, αλλά και ζηλόφθονους... Με μαυρισμένη την καρδιά, ο Αντώνης γύρισε στο Παρίσι, τάζοντας στον εαυτό του πως έπρεπε να κερδίσει τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης, για όλους εκείνους, τους πολλούς Έλληνες, που τον θαυμάζανε στην Αθήνα, που τον είχανε σαν θεό. Έτσι έβαλε και του ράψανε στο πανταλονάκι του μια ελληνική σημαιούλα και ρίχτηκε στον έναν αγώνα μετά τον άλλο... Με τα ελληνικά χρώματα νίκησε τον σκοτώστρα Καρμέλο Καντέλ, τον πρωταθλητή Μαρτινίκας Κιντ Τζανάς, τους πρωταθλητές Τσεχοσλοβακίας Βίλντα Ζιακ, Ισπανίας Μάριο Κασαντέι, Γερμανίας Γκούσταβ Έντερ και τέλος τον πρωταθλητή Ευρώπης Ολλανδό Πεπ Βαν Κλάβερεν, μέσα στο σπίτι του, στο Ρότερνταμ...

Είναι αδύνατο να χωρέσουν οι περιγραφές όλων των αγώνων του Χριστοφορίδη σε τρεις συνέχειες, θα αρκεστώ σε μερικές χαρακτηριστικές, που δείχνουνε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε αυτός ο νέος στο κατεστημένο της πυγμαχίας, που έδρευε στο Παρίσι. Οι δύο σπουδαίοι Γάλλοι πυγμάχοι που μονοπωλούσαν τίτλους, δόξα και χρήμα, ήταν ο Μαρσέλ Τιλ και ο Εντουάρ Τενέ. Πίσω τους βρισκόταν ο δαιμόνιος μάνατζερ Τετάρ, που όταν έβλεπε επικίνδυνο αντίπαλο για τ’ αστέρια του, πρότασσε για φραγμό τον Καρμέλο Καντέλ, τον επιλεγόμενο «σκοτώστρα». Αυτό τον τύπο έβαλε μπροστά στον Κριστό ο Τετάρ και, με το άτσαλο και βρώμικο παιχνίδι του, νίκησε το νέο ταλέντο, που ερχόταν από τα μάρμαρα του Παρθενώνα, αλλά με μικρή διαφορά στα σημεία. Ο Γκαντόν ζήτησε αμέσως ρεβάνς για τον πυγμάχο του. Ο Καντέλ δεχόταν μόνο αν γινόταν στη Μασ­σαλία, τη γενέτειρα του...

Ο αγώνας  έγινε στη Μασσαλία, σε  ατμόσφαιρα εφιαλτική, που όλοι φώναζαν «Καρμέλο σκότωσε τον Παριζιάνο»... Πριν τον αγώνα, ο παλιός αντίπαλος του Ντέμσεϊ και θρύλος της Γαλλίας Ζορζ Καρπαντιέ, είχε θυμίσει στον Αντώνη κάτι σημαντικό. Ότι ο Καρμέλο Καντέλ ήταν πυγμάχος δεύτερης επιλογής. Μοναδικό του προσόν το δυνατό χτύπημα, που σπάνια εύρισκε το στόχο του...

«Κούρασε τον λοιπόν και μετά θα τον παίξεις όπως η γάτα το ποντίκι», τον συμβούλεψε ο μεγάλος Καρπαντιέ. Αυτό έκανε ο Αντώνης και η αρχική εφιαλτική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι λιμενεργάτες, οι ναυτικοί και οι άνθρωποι της πιάτσας, ζητώντας το θάνατο του, κατέρρευσε απότομα στον όγδοο γύρο... Τότε που ο κατάκοπος «σκοτώστρας» με έναν κεραυνό του αντιπάλου του είδε χιλιάδες αστράκια και ξεκουράστηκε στο καναβάτσο...

Παρόμοια ατμόσφαιρα του ‘τυχε του Χριστοφορίδη και στο Ρότερνταμ, όπου έπαιξε για τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης μεσαίων βαρών, με τον κάτοχο του Πεπ Βαν Κλάβερεν... Εφτά γύρους χιλιάδες θεατές παροτρύνουν τον συμπα­τριώτη τους, κάθε φορά που κάνει επίθεση... Και γιουχάρουν όταν ο ξένος αντεπιτίθεται... Ο Κριστό όμως έχει κάποιον εκεί ψηλά, που τον προστατεύει... Και να που στη διακοπή, ανάμεσα έβδομο και όγδοο γύρο, κοιτάζει ψηλά και ψιθυρίζει:

«Μάνα,  δεν έμαθα γράμματα, όπως επιθυμούσες... Έμαθα όμως γροθιές...».

Ο νεαρός με το γαλάζιο πανταλονάκι και την ελληνική σημαιούλα τινάζεται σαν ελατήριο από τη γωνιά του... Δεν τον κρατάει τίποτα... Οχτώ γύρους συνέχεια τα μπράτσα του δουλεύουν σαν ταχυβόλα... Ο «αρτίστ» κι ο «εσκριμέρ» των γαλλικών ρινγκ δικαιώνει τη φήμη του... Με το καμπανάκι του τέλους η σάλα έχει βουβαθεί... Και ξαφνικά όλο εκείνο το εχθρικό μέχρι πριν λίγο πλήθος ξεσπάει σε χειροκροτήματα, αποθεώνει το νέο πρωταθλητή Ευρώπης. Ο νέος τσάμπιον κλαίει και γελάει στην αγκαλιά του Πιερ Γκαντόν, που του λέει:

«Βρε Έλληνα, το ξέρεις ότι τη Mασσαλία την έχτισαν οι Έλληνες;...»

Ο Γερμανός αντιχιτλερικός δημοσιογράφος Χανς Ρίγκελ να τον περιμένει κάτω από το ρινγκ μ’ ανοιχτή αγκαλιά και να τραγουδάει:

«Ο καρχαρίας έχει δόντια και τα δείχνει, άσπρα σαν μαργαριτάρια...».

Μα πού να ξέρει ο νεαρός πρωταθλητής ποιος είναι ο Μπρεχτ και ποια η Όπερα της Πεντάρας και ποιος ο καρχαρίας, που εκεί, από το Βερολίνο, έδειχνε τα σαγόνια του στην ανθρωπότητα... Το Παρίσι υποδέχτηκε τον Κριστό σαν παιδί του... Λαός, ηθοποιοί, καλλιτέχνες, διασημότητες των σπορ, ακόμη κι ο δήμαρχος, περίμεναν στο σταθμό Γκαρ ντι Νόρντ... Κι ανάμεσα τους η ελληνική παροικία, με επικεφαλής τον πρόξενο Τρανό, τους ορθόδοξους παπάδες, τους φοιτητές... Και δίπλα στον Σεβαλιέ και στη Μιστεγκέτ, το σπουργιτάκι που άνοιγε τα φτερά του, η Εντίθ Πιάφ, κι ένας νεαρούλης από την Αίγυπτο, ο Γιώργος Λάμπρου Μάρλοου, που αργότερα θα γίνει διάσημος ως Ζωρζ Γκεταρί...

Τη συγκινητική συνάντηση Χριστοφορίδη - Γκεταρί, μετά 40 χρόνια στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας», την έδειξα σε  τηλεοπτική εκπομπή μου.  Στη φωτογραφία με τον Ζορζ Γκεταρί, που παρουσιάσαμε μαζί στο αμφιθέατρο της ΥΕΝΕΔ τηλεοπτικό σόου, με καλεσμένο και τον Αντώνη Χριστοφορίδη. Ο Γκεραρί μου διηγήθηκε περιστατικά από τη ζωή τους στο προπολεμικό Παρίσι, όπου τους αποκαλούσαν οι καλλιτεχνικοί και αθλητικοί κύκλοι «οι ωραίοι Έλληνες». Και μου τόνισε, ότι ο Αντώνης ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος στο άθλημά του, ώστε απόφευγε τις θεατρίνες που τον πολιορκούσαν.

Εκπρόσωπος της Ευρώπης, στη χώρα του μποξ

Τελειώνουμε με την καταπληκτική καριέρα, σε παγκόσμια κλίμακα, του Αντώνη Χριστοφορίδη. Τον γνώρισα από κοντά, μίλησα ατέλειωτες ώρες μαζί του αλλά και με παλιούς πυγμάχους και παράγοντες του μποξ και κατάλαβα τούτο: Ο πυγμάχος είναι ο τραγικός πρωταγωνιστής σε ένα θέαμα που ο κόσμος ζητάει αίμα... Ο αθλητής με τα πέτσινα γάντια αγωνίζεται λουσμένος στο φως του ρινγκ, για να ικανοποιηθούν  τα ένστικτα τα θηριώδη και απάνθρωπα του εξαγριωμένου όχλου.

Ανακεφαλαίωση: ΓΕΝΑΡΗΣ 1938, Σπορτ Παλλάς Βερολίνου: Ο Χριστοφορίδης νικάει μπρο­στά στον Χίτλερ τον Έντερ και γίνεται πρώτος διεκδικητής του ευρωπαϊκού τί­τλου μεσαίων βαρών στην πυγμαχία. Τον ίδιο χρόνο κερδίζει τον τίτλο από τον Ολλανδό Βαν Κλάβερεν μέσα στο Ρότερνταμ και στην επιστροφή του στο Παρίσι, ο Έλληνας πρωταθλητής αποθεώνεται. Οι Παρισινοί θεωρούν δικό τους παιδί τον Κριστό.  Τον επόμενο χρόνο, ο πρώην πρωταθλητής Ευρώπης Εντουάρ Τενέ αποσπά τον τίτλο από τον Κριστό, με ένα μόνο σημείο διαφορά που αμφισβητούν οι χιλιάδες θεατές του Πάλε ντε Σπορ. Η αυθεντία στο μποξ Ζαν Εσκεναζί σχολιάζει στη «Φρανς Σουάρ»: «Νίκησε ο Γάλλος, αλλά οι Γάλλοι φίλαθλοι αποθέωσαν τον Έλληνα, γιατί αυτός ανήκε στην καρδιά τους».

Κι ο Ρομπέρ Κολομπινί σημειώνει:

«Για πρώτη φορά ένας πρωταθλητής χάνει στα σημεία τον τίτλο του, υπερέχοντας σε δέκα γύρους».

1η ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1939: Τα γερμανικά στρατεύματα του Χίτλερ μπαίνουν στην Πολωνία. Ο Χριστοφορίδης κι ο μάνατζερ του Πιερ Γκαντόν, γυρίζουν από τη Νορμανδία, όπου ο πρώτος ετοιμαζόταν για τη ρεβάνς με τον Τενέ. Βρίσκουνε το Παρίσι ανάστατο... Ο Γκαντόν, που πιστεύει στον Έλληνα, τηλεφωνεί στη Νέα Υόρκη στο διάσημο μάνατζερ Λου Μπέρστον και του λέει πως του στέλνει το μεγαλύτερο ταλέντο των ευρωπαϊκών ρινγκ. Ο Αντώνης όμως δεν έχει συνειδητοποιήσει για το μακελειό που έρχεται κι έχει το νου του ακόμη στον Τενέ...

«Αυτός θ’ αγωνιστεί με τον Έντερ, όχι όμως στον ρινγκ αλλά στο μέτωπο» λέει ο Γκαντόν.

Όλοι οι περί την πυγμαχία  συμβουλεύουνε τον Κριστό να φύγει. Ακόμη κι ο Ζορζ Καρπαντιέ κι ο Αλμπέρ Πρεζάν. Τον βάζουνε και υπογράφει ένα προσύμφωνο που τηλεφώνησε ο Μπέρστον και του βγάζουν εισιτήριο με το τρένο για την Ιταλία. Μόνο από εκεί μπορεί να βρει πλοίο για την Αμερική... Τρέχει ο Αντώνης να πάρει τις καταθέσεις του... Στο δρόμο κάτι μαντραχαλάδες βαστούν ένα πανό με κόκκινα γράμματα «πουρκουά»... Σ’ ένα φορτηγό, μερικοί νεοσύλλεκτοι τραγουδούν «Εμπρός, παιδιά της Γαλλίας»... Όταν  πηγαίνει στην Τράπεζα, δεν μπορεί ν’ αποσύρει ούτε φρά­γκο. Η χώρα βρίσκεται σ’ εμπόλεμη κατάσταση, οι καταθέσεις των ξένων έχουν μπλοκαριστεί... Ο πιο ακριβοπληρωμένος πυγμάχος της Ευρώπης, που έπαιρνε 60 - 70 χιλιάδες φράγκα τον αγώνα, δεν έχει παρά μόνο 30 χιλιάδες φράγκα... Δεν μπορεί να χωνέψει πως θα φύγει χωρίς τα λεφτά του, που τα είχε κερδίσει με ιδρώτα και αίμα... Μετά τον αγώνα, όταν κουδούνιζε το κεφάλι του σαν κλούβιο κι ένιωθε φλογισμένο το πρόσωπο του, παρηγοριόταν με τη μεγάλη αμοιβή που έπαιρνε...

Τι να κάνει όμως, τέλη Σεπτέμβρη, το παίρνει απόφαση... Ο μάνατζερ του βάζει στη βαλίτσα το προσύμφωνο με τον Μπέρστον. Τον φιλάνε με τη σειρά οι φίλοι. Ο τραγουδιστής Γιώργος Λάμπρου (όπως είπαμε Ζορζ Γκεταρί αργότερα), κλαίει... Ο Ζορζ Καρπαντιέ, ο μεγάλος αυτός δημιουργός της γαλλικής σχολής της πυγμαχίας, του δίνει το χέρι. Η μια σιδερένια γροθιά σφίγγει την άλλη.

Ο Χριστοφορίδης θυμάται:

«Ο Καρπαντιέ, αυτός ο τεχνίτης των παγκοσμίων ρινγκ, που είχε παίξει με μεγαθήρια, όπως ο Τουνεϊκι ο Ντέμσεϊ, ήταν ένας πραγματικός τζέντλεμαν. Μου είπε:

‘’Αντουάν, παιδί μου, πηγαίνεις στην πατρίδα του μποξ. Να θυμάσαι πως το Παρίσι σ’ έκανε τσάμπιον και να το τιμήσεις...’’

Όταν το τρένο ξεκίνησε, είχα βουρκωμένα τα μάτια, που άφηνα πίσω τον Πιερ και τη γυναίκα του, τον Καρπαντιέ, τον Τενέ, τον Σεβαλιέ, την Μιστεγκέτ, όλους τους φίλους μου... Και κυρίως αυτό το υπέροχο παρισινό κοινό, τους απλούς ανθρώπους που μου είχανε δώσει με την αγάπη τους, κουράγιο και δύναμη να γίνω κάτι».

Στο λιμάνι της  Γένοβας ανέβηκα  στο ‘’Σατούρνια’’, ένα καράβι που είχε μεταφέρει χιλιάδες μετανάστες στην Αμερική... Είχα χάσει το κουράγιο μου... Μόλις είχα μάθει τα γαλλικά κι είχα νιώσει τη Γαλλία για δεύτερη πατρίδα μου και να πάλι φτου κι από την αρχή. πρόσφυγας... Άλλη άγνωστη χώρα, καινούργια γλώσσα και κυρίως κάτι γροθιές, που όπως μου λέγανε, σκοτώνανε και ταύρο...

Στη Νέα Υόρκη!

Στην προπολεμική  Αμερική  κυριαρχεί   το μποξ, που οι ρίζες του βρίσκονται σε μυθικά ονόματα, όπως του Ντέμσει και του Τούνει. Το 1939  βασιλεύει ο πρώτος μαύρος θεός του ρινγκ, ο Τζόε Λούις. Ο Χριστοφορίδης, λοιπόν, όταν πάτησε  το πόδι του στη Νέα Υόρκη, πίστευε ότι θ’ αντιμετώπιζε  μποξέρ  ανίκητους για τις δυνάμεις του, θεριά ανήμερα...  Αυτό το ένιωσε όταν πρωτομπήκε στο προπονητήριο του Στίλμαν στη Νέα Υόρκη. Δεκάδες νέοι, άσπροι και μαύροι, στα όργανα γυμναστικής, στους σάκους, στα γάντια... Τα σώματα τους ταυρίσια, οι γροθιές τους σφυριές...

Ο Εβραίος Λου Μπέρστον, μόλις έβαλε τον καινούργιο ν’ αντιμετωπίσει δοκιμαστικά δυο πυγμάχους, κατάλαβε πως είχε πέσει σε φλέβα. Πήγε στον Μάικ Τζέικομπς, το μεγαλύτερο διοργανωτή αγώνων και του το είπε. Ο προπονητής Τσάρλι Μπράουν έτριβε τις παλάμες από χαρά για το εύρημα. «Οκέι,» είπε. Στο συμβόλαιο έγραφε ότι αφαιρουμένων των εξόδων, δύο τρίτα θα έπαιρνε ο πυγμάχος και ένα τρίτο ο μάνατζερ.

Ο Αντώνης εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα 62 Γουέστ, 89 Στριτ. Βρήκε κι ένα ελληνικό εστιατόριο να τρώει μεσημέρι, βράδυ. Ο ιδιοκτήτης Τσάρλι Μάνος τον πήγε στο Σέντραλ Παρκ, όπου από τα ξημερώματα ο Αντώνης έτρεχε στο γκαζόν... Μετά, πήγαινε στο προπονητήριο, όπου έχυνε ποτάμι τον ιδρώτα... Ακόμη και τις Κυριακές και τις γιορτές γυμναζόταν... Δεν είχε φίλους, εκτός από τον Έλληνα εστιάτορα, παρά μόνο συνεργάτες, που τον βοηθούσαν να φτάσει στο όνειρο του... Όταν το Γενάρη του 1940, του κλείσανε το πρώτο του ματς στην Αμερική, ήξερε πως άρχιζε η καινούργια του καριέρα... θ’ αντιμετώπιζε τον Γουίλι Παύλοβιτς, 13 πάουντς βαρύτερο του, πριν τον κύριο αγώνα Μέλιο Μπετίνα - Φρεντ Αποστόλι, στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν. Ο πρώτος ήτανε παγκόσμιος πρωταθλητής στα ημιβαρέα κι ο δεύτερος πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής στα μεσαία, αλλά τώρα είχε βαρύνει...

«Όταν ανέβηκα στο ρινγκ, δεν έβλεπα πέρα από τη μύτη μου, λουσμένος στους εκτυφλωτικούς προβολείς... Άκουγα το βουητό των θεατών... Αντωνάκη, είπα στον εαυτό μου, δεν τρέχει τίποτα... Έχεις παίξει σ’ όλα τα ρινγκ της Ευρώπης... Χειρότερα από το Βερολίνο και το Ρότερνταμ, αποκλείεται να ‘ναι... Και δεν ήτανε. Κάποιος εκεί ψηλά με προστάτευε... Νίκησα παμψηφεί στα σημεία...»

Η εμφάνιση του ξένου στο Μάντισον κακοφάνηκε στους πυγμαχικούς κύκλους, γιατί άλλοι πυγμάχοι είχανε σειρά πιο μπροστά από αυτόν, στο ναό αυτό του μποξ... Έτσι στους επόμενους αγώνες, τον στέλνουν να παίξει στο Σικάγο και στο Ντιτρόιτ... Κερδίζει και τους δύο αγώνες με νοκ-άουτ! Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και χάρις στους Μπέρστον και Τζέικομπς, ξανα­μπαίνει στο Μάντισον, πριν τον αγώνα Τζόε Λούις - Τζόνι Πέτσεκ... Αντίπαλος του ο Φράνκι Ζαμόρις, προστατευόμενος του παλιού άσου Τόνι Γκαλέντο.

«Στ’ αποδυτήρια, λίγο πριν βγω στο ρινγκ, ήρθε ο Γκαλέντο και μασουλώντας ένα πούρο, με χτύπησε φιλικά στην πλάτη... Μου έδωσε ένα νόμισμα στο χέρι και μου ‘πε κάτι που δεν κατάλαβα. Ο Μάνος μου μετάφρασε:

‘’Να καλέσεις μετά το ματς τις πρώτες βοήθειες...’’

Έτσι ήταν οι Ιταλοί. Εγωιστές και προκλητικοί».

Να μην τα πολυλογούμε, ο Χριστοφορίδης νίκησε τον Ζαμόρις κι επειδή ο Λούις είχε ρίξει τον Πέτσεκ στον πρώτο γύρο, οι εφημερίδες ασχοληθήκανε με την καταπληκτική εμφάνιση του Ευρωπαίου άσου. Αλλά ας δώσω πάλι το λόγο στον Χριστοφορίδη:

«Όπως το Παρίσι έτσι κι η Νέα Υόρκη είχε πολλούς πειρασμούς για ένα νέο... Ήμουνα 23 χρονών και γρήγορα ξαναβρέθηκα περικυκλωμένος από προσωπικότητες: ωραίες γυναίκες, καιροσκόπους, απατεώνες... Αλλά και στην Αμερική, όπου άρχισα να κερδίζω δέκα χιλιάδες δολάρια το ματς, δεν παρασύρθηκα... Μοναδικός σκοπός μου ήτανε ν’ ανέβω ένα - ένα τα σκαλοπάτια, δίνοντας και τρώγοντας γροθιές... Επιδίωξη μου ο παγκόσμιος τίτλος, αυτή τη φορά των ημιβαρέων, γιατί είχα πάρει κιλά... Έδωσα 20 αγώνες συνέχεια, χωρίς να χάσω ούτε ένα, ώσπου να φτάσω στον Τζίμι Ριβς, πρώτο διεκδικητή του παγκοσμίου τίτλου, που κατείχε ο Μπίλι Κον... Η συνάντηση θα γινότανε στο κλειστό στάδιο του Κλίβελαντ και ήρθανε 4.000 μόνο θεατές να δούνε το Νέγρο πυγμάχο που νικούσε συνήθως με νοκ-άουτ και εμένα, που σίγουρα θα έπεφτα... Κι όμως έπεσε νοκ-άουτ ο Ριβς στον τρίτο μόλις γύρο».

Ο Χριστοφορίδης με μερίδιο 14.000 δολάρια, γύρισε στη Νέα Υόρκη και στο μπαρ του Ντέμσεϊ, μεταξύ 51 και 52 δρόμου, τον δεχτήκανε ο Τζόε Λούις, ο Χένρι Άμστρογκ, ο Μπάρνεϊ Ρος, ο Γκας Λέσνεβιτς, φίρμες του μποξ... Έμπαινε στο κλαμπ των μεγάλων...

Ο Μπέρστον (εβραιστί: Μπερστάιν) έτριβε τα χέρια από χαρά, αλλά έπρεπε να βγάλουν από τη μέση έναν ακόμη διεκδικητή, τον Τζίμι Μπίβενς. Ο αγώνας έγινε στο Σικάγο. Ο Αντώνης προς γενική έκπληξη, χάνει στα σημεία και κατεβαίνοντας από το ρινγκ νιώθει σχεδόν τυφλός... Ο αρχισυντάτης της «Κλίβελαντ Νιους», Εντ Μπένσον, φανατικός φίλος του μποξ, αποκαλύπτει ότι τα γάντια του νικητή ήσαν αλειμμένα με ρετσίνι... Το διαπιστώνει ο οφθαλμίατρος εξετάζοντας τα μάτια του χαμένου... Ο αγώνας επαναλαμβάνεται, παρουσία 18.000 θεατών και με τις εισπράξεις για φιλανθρωπικό σκοπό. Ο Λευκός νικάει αυτή τη φορά το Νέγρο με νοκ-άουτ...

«Γυρίζοντας στη Νέα Υόρκη,  δεν μπορώ να είμαι χαρούμενος, έστω κι αν διαβάζω στις εφημερίδες ότι ο Μπίλι Κον, λόγω βάρους, εγκατέλειψε τον παγκόσμιο τίτλο ημιβαρέων, που θα τον διεκδικήσουν έξι πυγμάχοι κι ανάμεσά τους κι εγώ! Η σκέψη του πετάει πέρα από τον Ατλαντικό και την Ευρώπη, στην Ελλαδίτσα που πολεμάει τους Ιταλούς στ’ αλβανικά βουνά... Οι νίκες του στρατού μας ξεσηκώνουν τους Έλληνες της Νέας Υόρκης. Μαζί τους κι εγώ... Ο παμπόνηρος Εβραίος ο Μπέρστον κι ο βαστάζος μου Μορίς Αρνού, παλιός πρωταθλητής Ευρώπης στα ελαφρά βάρη, μου δίνουνε κουράγιο.

‘’Απάνω τους Έλληνα και θα τους φάμε όλους!’’

Πώς να τους φάω όμως, που κάθε βράδυ οι γροθιές μου δεν κλείνουνε καλά και τα δάχτυλά μου πονάνε... Οι γιατροί μου λένε πως είναι αρθριτικά, είναι και λαβωμένες οι κλειδώσεις στα δάχτυλα...

Όλες οι κακουχίες της προσφυγιάς, τα βασανισμένα παιδικά του χρόνια στο κρύο και τα νερά, στην παράγκα... κι η βλακεία του να δίνει  γροθιές στα λαμαρινένια λούκια... Και δεν ήτανε μόνο οι σουβλιές στα δάχτυλα... Φοβότανε μήπως οι γροθιές του τον προδίδανε πάνω στο ρινγκ... Ο χώρος δε μου επιτρέπει να επεκταθώ. Γι' αυτό, σας παραπέμπω στα λεγόμενα του Αντώνη Χριστοφορίδη, του Μακρυγιάννη αυτού του ελληνικού αθλητισμού:

«Περπατούσαμε με τον Αρνού σε κάποιο δρόμο του Μανχάταν, όταν ακούσαμε έναν εφημεριδοπώλη να φωνάζει:

‘’Έξτρα έξτρα... Ο Μπετίνα παίζει με τον Κριστοφορίντες στο Κλίβελαντ για τον τίτλο... Έξτρα έξτρα... Οι Έλληνες κυνηγάνε τον Μουσολίνι στην Αλβανία...’’

Ούτε κατάλαβα πώς βρεθήκαμε με πολλούς άλλους Έλληνες στην Πέμπτη Λεωφόρο... Δύο χιλιάδες, πέντε χιλιάδες και βάλε... Κάποιος κρατούσε μια ελληνική σημαία... Τραγουδούσαμε κάτω από τους ουρανοξύ­στες το ‘’Σε γνωρίζω από την κόψη...’’. Γελούσαμε και κλαίγαμε... Αυτή η μειονότητα, που είχε δουλέψει σε καταφρονεμένα επαγγέλματα, στις σιδηρο­δρομικές γραμμές, στα λουστράδικα, στα πιάτα... Κι εγώ, μαζί, που ζούσα τρώγοντας γροθιές, χαστουκίζαμε ολόκληρη την Ευρώπη, που είχε υποκύψει αμαχητί στο Χίτλερ... Δίπλα μου έκλαιγε ο Αρνού, μουρμουρίζοντας:

‘’Μπράβο Αντουάν, εσείς δε γνωρίζετε τη λέξη πουρκουά...’’

Στο σταθμό του Κλίβελαντ με περιμένανε δύο χιλιάδες Έλληνες, οι περισσότεροι μαγαζάτορες... Είχανε καταληφθεί όλοι από μίσος για τον Μπετίνα που ήτανε Ιταλός, αλλά γεννημένος στην Αμερική... Σ’ ένα προάστιο υπάρχει ένα ρινγκ και προπονιέμαι κάθε μέρα μ’ ένα Μεξικάνο, Τζάνι Ρομέρο τ’ όνομα του... Τι τύπος... Έρχεται πότε με μια Εβραία και πότε με μια Μεξικάνα... Την πρώτη μέρα μου δίνει κάτι γροθιές, που αν δε φορούσα την προστατευτική κάσκα, θα με σακάτευαν... Τη δεύτερη, οι γροθιές, μία μου και μία σου... Την τρίτη δεν μπόρεσε να μ’ αγγίξει, κουρασμένος, βλέπεις, από τις φιλενάδες... Την τέταρτη, έδιωξα την κοπελιά - μια καινούργια - και τον έσπασα στο ξύλο... Δεν άντεχε πάνω από τρεις γύρους, σίγουρα όμως σ’ αυτούς έπρεπε να φυλάγεσαι...

Την παραμονή του ματς, ήρθε και πληρώθηκε... Κρατούσε ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ και μου το ‘δειξε...

‘’Αν δεν νικήσεις Έλληνα τον Ιταλό’’, μου είπε, ‘’θα σου σπάσω το κεφάλι μ' αυτό...’’

Βλέποντας τον Ρομέρο, τον ανέμελο γυναικά, κατάλαβα γιατί αυτό το δυνατό και προικισμένο με ταλέντο παλικάρι δεν είχε φτάσει εδώ που βρισκόμουνα εγώ, στο σκαλοπάτι ενός παγκόσμιου τίτλου... Ποτέ δεν είχα ξεμυαλιστεί από γυναίκα, από τζόγο, απ’ οποιοδήποτε πάθος, εκτός εκείνου για το μποξ...

Όταν την παραμονή συναντηθήκαμε εγώ κι ο Μπετίνα στη ζυγαριά, μπροστά στους φωτογράφους, κοιταχτήκαμε κατάματα... Μοιάζαμε σαν δύο σταγόνες νερό, λες κι ήμασταν αδέλφια... Δεν ένιωθα κανένα μίσος για τον Μέλιο, που μου χαμογελούσε φιλικά... Σκεφτόμουνα, όμως, ότι αν δεν τον νικούσα αύριο αλίμονο μου... θα πηγαίνανε χαμένοι όλοι οι κόποι μου, ολόκληρη η αφοσιωμένη ζωή μου στο μποξ...

Το βράδυ δε μ' έπαιρνε ύπνος... Κατέβηκα από το ξενοδοχείο και περπάτησα στους έρημους δρόμους... Έκανε κρύο... Στο γυρισμό με περίμενε ο Μορίς ανήσυχος κι αυτός, αλλά μου είπε:

‘’Κοιμήσου Αντουάν, γιατί θα ξενυχτήσουμε αύριο, που θα ‘σαι βασιλιάς...’’

Θα είμαι;

Μ’ αυτήν την απορία αποκοιμήθηκα κι είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου, στην παράγκα μας... Έβρεχε, έσταζε και τα δάχτυλα μου με σουβλίζανε.

Κι ο αντίπαλός μου μάνα είχε...

Αντώνης Χριστοφορίδης: «Κι ο αντίπαλός μου  μάνα είχε, αλλά τη στιγμή που έπρεπε, τον κοίταξα κατάματα και με ένα ντιρέκτ - παρντόν ή σόρυ - του τη σβούριξα κατάμουτρα...» 

Την ημέρα που ο ελληνικός στρατός στην Αλβανία, κυνηγούσε τους Ιταλούς και καταλάμβανε την Κορυτσά, ο Αντώνης Χριστοφορίδης νικούσε στο Κλίβελαντ τον Ιταλοαμερικάνο Μέλιο Μπετίνα.  (Μοιάζαμε,  λέει ο Αντώνης, σαν δυο σταγόνες νερό). 

«Δυο βδομάδες τώρα, πετάω στα ουράνια... Οι πατριώτες εδώ στο Κλίβελαντ, έχουνε παραφρονήσει... Όταν νίκησα τον Μπετίνα οι εφημερίδες γράψανε, οι Έλληνες νικάνε πα­ντού τους Ιταλούς. Και στα βουνά της Αλβανίας και στα ρινγκ της Αμερικής... Στα ελληνικά μαγαζιά - και είναι τόσα πολλά στο Οχάιο - με κερνάνε συνέχεια ουίσκι... Έχω πιαστεί από τις χειραψίες κι όχι από τις γροθιές... Ο Μέλιο ήταν ιπποτικός αντίπαλος... με φίλησε με ματωμένο χαμόγελο, πριν ο διαιτητής μου σηκώσει το χέρι μπροστά στους 20.000 θεατές της αρένας του Κλίβελαντ που με χειροκροτούσανε... Θεέ μου, είχα νικήσει! Ήμουνα παγκόσμιος πρωταθλητής ημιβαρέων βαρών! Ένας Έλληνας τσάμπιον οφ δη γουόρλντ, όπως βροντοφωνούσε το μεγάφωνο».

Αυτά τα λίγα για την καριέρα του Αντώνη Χριστοφορίδη, του μοναδικού Έλληνα παγκόσμιου πρωτοπυγμάχου, που η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού έπρεπε να του έχει φτιάξει μουσείο. Εύχομαι κάποιος εκδότης να βρεθεί να κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία του πρόσφυγα από τη Μερσίνα, του μέτοικου του Παρισιού και του τσάμπιον στη χώρα του μποξ... Εγώ, που τον βοήθησα να τη γράψει, δε θέλω καμιά αμοιβή. Γιατί ήδη ανταμείφθηκα, μαθαίνοντας τόσα πολλά από τη ζωή ενός υπερπρωταθλητή με τόσο υψηλό ήθος. Επίλογος:

 
(Ο Αντώνης Χριστοφορίδης πέθανε στην Αθήνα το 1985 και η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού δεν του έστειλε ούτε στεφάνι… Παλιοί και νέοι πυγμάχοι παρατάχθηκαν με υψωμένα πυγμαχικά γάντια, καθώς το φέρετρο εφέρετο στους ώμους άλλων πυγμάχων. Όσοι ήξεραν ποιός ήταν ο Κριστό, χειροκροτούσαν). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου