Μια φορά και έναν καιρό, στην άκρη του μεγάλου δάσους, υπήρχε μια παράξενη καλύβα. Είχε μια μεγάλη πόρτα, δύο στρογγυλά παράθυρα και μια καμινάδα στην σκεπή. Αλλά το παράξενο με αυτήν την καλύβα ήταν ότι στηριζόταν σε κάτι πόδια όμοια με αυτά της χήνας! Μέσα εκεί, λοιπόν, ζούσε η καλή μάγισσα Μαλιντούσα. Όποιος πήγαινε στην καλύβα της Μαλιντούσας περνούσε πολύ όμορφα. Και εκείνη έδινε πάντα τις καλές και χρήσιμες συμβουλές της.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα της ένας ζητιάνος που έφερνε μαζί του ένα κατάλευκο κύκνο. Παραξενεμένη η Μαλιντούσα έκανε χώρο να περάσουν, κάθισαν δίπλα στο τζάκι κι ο ζητιάνος άρχισε να διηγείται μια πονεμένη ιστορία.
«Κάποτε», άρχισε να λέει, «ήμουν ένας άρχοντας και γενναίος πολεμιστής. Αγάπησα μια όμορφη κοπέλα, την Μυρτώ, που όμως την μοίρα της την κρατούσε στα χέρια του, ένας κακός μάγος που τον έλεγαν Κρατερό. Μια μέρα ο Κρατερός παρουσιάστηκε στο αρχοντικό μου, και με φωνή παγερή φώναξε:
‘’Για να παντρευτείς την Μυρτώ θα πρέπει να πρώτα να δείξεις σε μένα την γενναιότητά σου. Μόνο έτσι θα σου την εμπιστευτώ’’.
‘’Και τι πρέπει να κάνω;’’ τον ρώτησα.
‘’Θέλω να μου φέρεις εκατό χρυσά φλουριά, ώστε να φτιάξω εκατό στρατιώτες. Θέλω επίσης μια στάλα βροχής για να φτιάξω μια γυναίκα ολόδροσης ομορφιάς. Και τέλος θέλω μια τρίχα από έναν αετό για να φτιάξω ένα ισχυρό βασίλειο και ένα θρόνο. Αν δεν εκτελέσεις τις διαταγές μου, η Μυρτώ θα μεταμορφωθεί σε λευκό κύκνο και εσύ θα τον κουβαλάς μαζί σου, ώσπου να βρεις την καλή μάγισσα Μαλιντούσα να διηγηθείς την ιστορία σου, αλλά πρόσεχε, μέχρι τότε, όποιος κι αν σε ρωτάει για τον κύκνο, δεν θα λες τίποτα’’.
Περίλυπος λοιπόν τον ξαναρώτησα:
‘’Πού θα τα βρω όλα αυτά;’’
‘’Σε πέντε μήνες από τώρα θα συναντήσεις ένα παλικάρι να βγάζει νερό μέσα από ένα πηγάδι. Ρώτησέ το κι ύστερα θα δεις τι θα γίνει’’.
Λέγοντας όλα αυτά ένα τεράστιο σύννεφο εμφανίστηκε και πήρε τον μάγο. Εγώ», συνέχισε την διήγησή του, «τράβηξα απελπισμένος τον δρόμο μου έως ότου μετά από πέντε μήνες βρήκα το παλικάρι. Δυστυχώς όμως ήταν άλαλος και με τα νοήματα δεν κατάφερα να καταλάβω τι μου έλεγε. Λίγο πιο πέρα παρατηρήσαμε ότι υπήρχε ένας αετός που καθόταν σε ένα δέντρο. Το παλικάρι άναψε μια φωτιά μέσα από την οποία βγήκε ένας δράκος. Ο δράκος, λοιπόν, με μανία άρπαξε τον αετό, του έκοψε μία τρίχα, πήρε ένα αυγό του μέσα από την φωλιά του και έγινε άφαντος. Απόμεινα συλλογισμένος και έκπληκτος. Τι να σήμαινε όλο αυτό που έγινε με τον αετό άραγε; Δεν ήξερα τι να κάνω. Από πού να ζητήσω βοήθεια. Και τότε ήρθε ένα άλογο, σταμάτησε δίπλα μας και εμείς το καβαλήσαμε. Εκείνο άρχισε ένα περήφανο καλπασμό. Μας πήγε στο παλάτι του Δράκου που είχε κλέψει την τρίχα του αετού και το αυγό. Δεν ήταν εύκολο να μπούμε στο παλάτι. Έπρεπε να διασχίσουμε μια λίμνη που ήταν γεμάτη επικίνδυνους κροκόδειλους. Δεν μπορούσαμε να την περάσουμε. Δεν είχαμε τρόπο. Κι έμεινα στην άκρη κλαίγοντας. Μονομιάς συννέφιασε κι άρχισε να βρέχει. Τότε θυμήθηκα την στάλα βροχής. Τη μάζεψα, μα δεν μπορούσα να γυρίσω στον μάγο Κρατερό δίχως τα χρυσά φλουριά, την τρίχα και το αυγό. Κι έτσι αποφάσισα να γυρίσω στο άλαλο παλικάρι. Καβαλήσαμε πάλι το άλογο να γυρίσουμε πίσω. Εκείνο όμως έμεινε ακίνητο. Σκέφτηκα ότι θα διψούσε. Το πήγα λοιπόν στην λίμνη να πιει νερό. Κι εκείνη την ώρα… Η λίμνη χάθηκε και μια γέφυρα εμφανίστηκε και έτσι κατάφερα να περάσω στο παλάτι αλλά εκεί δεν βρήκα κανένα. Φώναξα και ξαναφώναξα τον Δράκο αλλά απάντηση δεν πήρα. Ξαναφώναξα πιο δυνατά αυτήν την φορά και να που εμφανίστηκε ένα ποντικάκι που με ανθρώπινη φωνή μου είπε:
‘’Γεια σου! Μου δίνεις λίγο τυράκι γιατί πεινάω;’’
‘’Μετά χαράς!’’ απάντησα, και του έδωσα λίγο που κρατούσα.
Χαμογελούσα, βλέποντας με τι χάρη έτρωγε το τυράκι, ώσπου το ποντικάκι μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη κοπέλα. Εκείνη μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Με πήγε σε μια αίθουσα όπου μέσα υπήρχε πάνω σε ένα μπαούλο μια σέλα.
‘’Πάρε αυτήν την σέλα και βάλ’ την πάνω στο άλογο σου. Είναι μαγική σέλα. Όποιος κάθεται πάνω της μπορεί να του δώσει ότι επιθυμήσει’’.
Πήρα το παλικάρι, ανεβήκαμε και της ζητήσαμε να μας πάει πίσω στο μάγο να δούμε την Μυρτώ. Ήμουν πολύ χαρούμενος και ξέχασα τελείως ό,τι μου είχε ζητήσει ο μάγος Κρατερός. Έτσι όταν έφτασα στην Μυρτώ και πήγα να την φιλήσω εκείνη έγινε ένας λευκός Κύκνος. Από τότε έχουν περάσει πέντε χρόνια, που ψάχνω να σε βρω, καλή μου Μαλιντούσα. Κουβαλάω τον κύκνο μαζί μου, διότι εσύ είσαι η τελευταία μου ελπίδα και παρηγοριά».
Συγκινημένη η Μαλιντούσα από την περιπέτειά του, σηκώθηκε δίπλα του λέγοντας:
«Πραγματικά έδειξες πόσο γενναίος είσαι. Ο Κρατερός είναι αδελφός μου. Θα πάω λοιπόν να μιλήσω μαζί του, ώστε να λυθούν τα μάγια και η Μυρτώ να ξαναγίνει άνθρωπος. Εσύ όμως περίμενε εδώ».
Η Μαλιντούσα άνοιξε την πόρτα της καλύβας, χτύπησε παλαμάκια τρεις φορές και μια χήνα παρουσιάστηκε. Ανέβηκε επάνω της και πετώντας έφτασε στον αδελφό της. Εκείνος μόλις την είδε κατάλαβε αμέσως τι τον ήθελε και της έδωσε ένα ολομέταξο πουκάμισο.
«Αυτό θα φορέσει ο Κύκνος για να ξαναγίνει άνθρωπος», της είπε.
«Σε ευχαριστώ αδελφέ μου», του είπε και έφυγε.
Όταν έφτασε πίσω στην καλύβα βρήκε τον ζητιάνο πλημμυρισμένο στην χαρά.
«Μα τι έγινε;» ρώτησε η Μαλιντούσα.
«Όταν η μαγική σέλα γύρισε πίσω στο παλάτι του Δράκου, τη βρήκε η κοπέλα και τη ρώτησε τι της είχα ζητήσει. Και όταν η κοπέλα ανακάλυψε ότι είχα ξεχάσει να ζητήσω αυτά που έπρεπε να ζητήσω, τα ζήτησε εκείνη και μου τα έφερε!»
«Ωραία! Πολύ ωραία! Πάρε τώρα το πουκάμισο αυτό και φόρεσέ το στον κύκνο».
Όταν η Μυρτώ φόρεσε το πουκάμισο ξανάγινε αμέσως άνθρωπος και ο μάγος Κρατερός ευχαριστημένος πια, έφτιαξε το δικό του παλάτι.
Ο άρχοντας πήρε την Μυρτώ, παντρεύτηκαν, έκαναν πολλά παιδιά μα ποτέ δεν ξέχασαν την καλή μάγισσα Μαλιντούσα και συχνά πήγαιναν να τη δούνε και να τη συμβουλευτούν. Σύντομα μάλιστα κατάφεραν με τις πολύτιμες συμβουλές της να κάνουν ένα τρανό κράτος όπου βασίλευαν με καλοσύνη και οι κάτοικοι του βασιλείου ζούσαν ξέγνοιαστοι κι ευτυχισμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου