Το μαντήλι παίζει μεγάλο ρόλο
στην ζωή των ανθρώπων και στα διάφορα έθιμα της κάθε χώρας.
Στην αρχαία Ελλάδα το λέγανε
σουβάριον ή σωδάριον καθώς λέγεται, στην Δωρική γλώσσα. Ήταν ένα κομμάτι ύφασμα
που το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να σκουπίζουν τον ιδρώτα του
προσώπου τους.
Οι Ρωμαίοι που μιμούνταν τους
Έλληνες το χρησιμοποιούσαν επίσης για να σκουπίζουν τον ιδρώτα. Διέθεταν όμως
και ειδικά μαντήλια για το στόμα και την μύτη καθώς και μεγαλύτερα μαντήλια για
την προφύλαξη του κεφαλιού.
Αναφέρεται μάλιστα και
περίπτωση όπου «η αρπαγή του μαντηλιού από την κεφαλή της κόρης υποχρεοί ταύτην
να αρραβωνιασθή τον αρπάσαντα». Σιγά σιγά διαδόθηκε η χρήση του μαντηλιού σ’
ένα σωρό περιπτώσεις που θα μας ενδιέφερε να τις απαριθμήσουμε εδώ.
Το μαντήλι με έχει παιδέψει
για πολλά χρόνια, μπορώ να πω μάλιστα απ’ την αρχή. Και αυτό γιατί συνεχώς μου
έκαναν σχετικές ερωτήσεις οι θεατές, είτε στην Ελλάδα, στο θέατρό μας, είτε στο
εξωτερικό, τους δημιουργούσε πάντα ένα ερωτηματικό.
Αλλά τα ίδια ερωτηματικά
δημιουργούσε και σε μένα. Βέβαια στον ελληνικό παραδοσιακό χορό, ο
πρωτοχορευτής, που κάνει πολλά τερτίπια και επίδειξη δεξιοτεχνίας, συνήθως
βασίζεται στον δεύτερο χορευτή που τον κρατά, και τον προσέχει ιδίως στα
Τσάμικα, τα Καλαματιανά, αλλά και σε πολλούς άλλους χορούς.
Κι ο πρωτοχορευτής δεν
μπορεί να χορέψει με άνεση αν δεν έχει τον δικό του «βαστάζο» ας πούμε. Ιδίως
στα ζεστά κλίματα Που μπορεί εύκολα να σπάσει κανένα πόδι ή χέρι ή πλάτη κιόλας.
Και ο ελληνικός χορός βασίζεται συνήθως στους άνδρες.
Οι άνδρες κάνουν όλες τις
δύσκολες φιγούρες, τα εντυπωσιακά πηδήματα, κι ο κάθε χορευτής έχει το δικό του
ύφος, τη δικιά του διάθεση, τα δικά του τσακίσματα. Οι γυναίκες πρέπει να είναι
σεμνές και χαμηλοβλεπούσες. Γι’ αυτό και οι γυναικείοι χοροί είναι συνήθως
συρτοί.
Μπορεί και το μαντήλι να το
χρησιμοποίησαν με το πέρασμα του χρόνου από σεμνότητα για να μην ακουμπάει το
χέρι του νέου στο χέρι της νέας, ή για να μην ακουμπάει το ιδρωμένο χέρι του
χορευτή στο χέρι του διπλανού του και γλιστρήσει στον χορό του.
Το μαντήλι το βλέπουμε σε
χρησιμοποίηση γενικά, σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Έχει τη δική
του υπόσταση, ύπαρξη, αλλάζει κίνηση με την αλλαγή της μουσικής φράσης, σαν να
το μεταχειρίζεται όπως ένα απαραίτητο μουσικό όργανο. Ποια θα μπορούσε να είναι
άραγε η εξήγηση αυτής της συνεχούς μεταχειρίσεως του μαντηλιού; Και με τόσους
διαφορετικούς τρόπους;
Και ήρθε μια μέρα που είδα
επιτέλους καθαρή την πιθανή - έστω μία πιθανή - εξήγηση. Χάρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο
Αθηνών με τη θαυμάσια, από κάθε πλευρά, έκθεση Σενιέ, και χάρη στα ανεκτίμητα
γράμματα της μητέρας του Αντρέα Σενιέ - του μεγάλου γαλλοέλληνα ποιητή που
λάτρευε την Ελλάδα - και τις διάφορες φωτοτυπίες που μου παρεχώρησαν, για μια
μελέτη.
Αλλά και χάρη στον φίλο
Καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Λουκάτο, τον γνωστότατο λαογράφο, που μου
υπέδειξε να πάω να δω αυτή την Έκθεση. Πιστεύω απόλυτα πως το γεγονός ότι δεν
υπάρχει σχεδόν ποτέ ελληνικός χορός χωρίς μαντήλι – με εξαίρεση εκείνους που
έχουν πολεμική προέλευση, όπως ο Πυρρίχιος - μας οδηγεί να πιστέψουμε στην
ανάγκη της βαθύτερης σημασίας του και να αρχίζουμε να προσέχουμε περισσότερο
κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση του μαντηλιού σχετικά με το χορό. Γιατί βασικά το
θέμα μαντήλι μας ενδιαφέρει πολύ.
Γουμένιτσα, Κιλκίς
Μακεδονίας
Υπάρχει χορός στα περίχωρα
της Θεσσαλονίκης - αλλά και αλλού - που σε ορισμένες στιγμές στρίβουν το
μαντήλι να γίνεται σαν σκοινί σε αντικριστό χορό. (Γουμένιτσα, Κιλκίς Μακεδονίας).
Με βάση αυτή την κίνηση μεταχειρίστηκαν το μαντήλι αργότερα σε διάφορες άλλες
χορευτικές εκφράσεις, πχ. στην Αλεξάνδρεια, στο χορό «Κερά - Μαρία», όπου η
πρωτοχορεύτρια κρατάει το μαντήλι και το μεταχειρίζεται όπως η πρωτοχορεύτρια της
αρχαιότητας τα κρόταλα.
Η φιγούρα αυτή, πολύ
εντυπωσιακή, γίνεται ακόμα πιο πιστευτή όταν δει κανείς μια αναπαράσταση χορού
σε αρχαίο αγγείο με τη χορεύτρια να μεταχειρίζεται τα κρόταλα κατά τον ίδιο τρόπο
που η γυναίκα της Αλεξάνδρειας κρατάει και μεταχειρίζεται το μαντήλι.
Το μαντήλι δε αυτό παίρνει μια
σημασία και μια βαρύτητα εντελώς ξεχωριστή, τόσο που σχεδόν είναι σαν η πρώτη
χορεύτρια να κρατάει μουσικό όργανο και να διευθύνει μ’ αυτό το χορό. Στην
Αλεξάνδρεια, είχα τύχη να βρω τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο του γνήσιου χορού
με την βαρύτητα και την εσωτερικότητα τη Μακεδονική.
Η φυσιογνωμία αυτής της
γυναίκας, η έκφραση του προσώπου της, το αυστηρό βλέμμα, το σώμα, η εσωτερικότητα,
μαζί με την καταπληκτική ενδυμασία και τον κεφαλόδεσμο που φορούν οι γυναίκες του
Ρουμλουκίου - μια περιφέρεια από πενήντα χωριά που συντελούν το Ρουμλούκι, -
ήταν τόσο επιβλητική που νόμιζε κανείς ότι έβλεπε τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεκινά
για τα πέρατα του κόσμου για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό του, να
κατακτήσει, να εκπολιτίσει και να ενώσει τον κόσμο όλο.
Η Κυρά Ελισάβετ Γιαννόπουλου,
σε καθήλωνε και σε παρέσυρε σ’ αυτά τα ονειροπολήματα! Ο χορός αυτός ο τόσο επιβλητικός
και αργός – και πρέπει να πω αρκετά δύσκολος - ονομάζεται με το πιο απίθανο όνομα!
Τον λένε «Τι κλαις Κερά - Μαρία;». Συμβαίνει πολύ συχνά στα τραγούδια μας και
στους χορούς μας, να μην έχουν σχέση τα λόγια του τραγουδιού με το ύφος του χορού.
Πιστεύω ότι αυτό θα
οφείλεται σε διαθέσεις της στιγμής ή της εποχής όπως δηλαδή όταν κάποιος
εντυπωσιάζεται με μια κοπέλα ή αρραβωνιάζεται με την αγαπημένη του κτλ, και
βάζει λόγια δικά του στη μουσική του χορού. Ο οραματισμός της κυρίας Σενιέ για
τον πέπλο της Αριάδνης όχι μόνο, είναι βάσιμος κατά την γνώμη μου, αλλά και
δίνει μια εξήγηση της υπάρξεως και χρησιμοποιήσεως του μαντηλιού στον παραδοσιακό
μας χορό.
Ο Φ. Κουκουλές μας λέει ότι
ο πέπλος που φορούσαν πάνω από το κεφάλι τους οι αρχαίες χορεύτριες εξελίχτηκε
με τον καιρό σε μικρές χειρίδες, στους βυζαντινούς χρόνους. Τα φορέματά τους
ήταν μακριά και καμιά φορά στολισμένα με χρυσά κεντήματα.
«Το γνώρισμα δε των χορευτών
και χορευτριών ήταν ότι από τους αγκώνες και κάτω έφεραν μακράς χειρίδας,
αίτινες ηδύνατο να αναδιπλωθώσι προς τα επάνω, συνέχειαν ίσως του υπέρ την
κεφαλήν κυκλικώς ανεμιζομένου πέπλου». Βέβαια η ενδυμασία συντείνει πολύ στην ολοκλήρωση
της εικόνας ενός χορού: στην περιφέρεια του Ρουμλουκίου, οι ενδυμασίες και
ιδίως ο κεφαλόδεσμος είναι συνταρακτικοί.
Ο κεφαλόδεσμος πολύπλοκος
στην κατασκευή του και αβάστακτος στο κεφάλι της χορεύτριας είναι καμωμένος από
διάφορα κομμάτια - ανάμεσά τους και ένα ξύλινο αυγό! - κρόσσια, κεντήματα,
λουλούδια διαφόρων χρωμάτων και πολλά ασημένια κοσμήματα έτσι που το σύνολο αυτό
δίνει την εικόνα περικεφαλαίας αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών.
Μακεδονία
Η δεύτερη ανακάλυψη για το
μαντήλι, μου ήρθε εντελώς ξαφνικά από έναν ηλικιωμένο χορευτή που έφερα από το
Σοχό της Μακεδονίας και μου άνοιξε καινούργιους και απρόβλεπτους ορίζοντες.
Υπάρχει ένας χορός που λέγεται «Σιγανός», και χορεύεται από άντρες συνήθως, που
κάνουν ο καθένας κατά το κέφι του ορισμένα «τερτίπια».
Είναι όμως δύσκολος χορός
γιατί είναι πολύ αργός και πρέπει ο χορευτής να έχει έλεγχο γερό στα αργά
βήματα και τις αργές στροφές που κάνει επίσης και στο πώς μεταχειρίζεται το
μαντήλι που βαστάει στο δεξί του χέρι. Εκοίταξα για ώρες την πρόβα αυτού του
χορού με τον χορευτή που είχα επισημάνει… Τόσο καταπληκτικός ήταν, ώστε δεν χόρταινα
να κοιτάζω, αλλά και να προβληματίζομαι στο τι ακριβώς κάνει και τι μου
θυμίζουν αυτά που έκανε σαν βηματισμούς όσο και σαν περίεργους σχηματισμούς με
το μαντήλι…
Δεν είχα ξαναδεί τέτοια
κίνηση, τέτοια άνεση να στέκει με το ένα μόνο πόδι και το άλλο το - αριστερό -
τυλιγμένα γύρω από το δεξί, με τέτοια μαστοριά, θα ‘λεγε κανείς ότι γεννήθηκε
με το ένα πόδι διπλοτυλιγμένο στο άλλο. Αδύνατος, ψηλός όλο του το σώμα ένα
νεύρο με αυτή την απίθανη ισορροπία και ρυθμό που ήταν σαν να άρχιζε η κίνησή
του από τη στιγμή που άρχιζε να ρίχνει την ανάσα του στο Ζουρνά ο
οργανοπαίκτης!
Με ένα μαντήλι στο χέρι συνόδευε,
θα ‘λεγα τη μουσική φράση που χόρευαν τα πόδια του αλλά και το κορμί του όλο,
και σε κάθε μουσική φράση, σε κάθε αλλαγή της μουσικής φράσης, το μαντήλι
έπαιρνε ενεργό μέρος σαν να ‘τανε μουσικό όργανο κι αυτό. Όταν ο χορευτής στεκότανε
έξαφνα με το ένα πόδι και το άλλο διπλωμένο στο όρθιο πόδι, πάνω σε μουσική
φράση του ζουρνά, που έκανε σαν «αραβουργήματα» μουσικά, ακολουθούσε με το
μαντήλι αυτά τα μουσικά ανεβοκατεβάσματα, σαν το μαντήλι να ήταν μουσικό όργανο
κι αυτό, ή κανένα τραγούδημα πουλιού, ή σαν να ζωγράφιζε στον αέρα φανταστικά
τραγούδια, με το νταούλι που κρατούσε το ρυθμό και έδινε το «γιόμισμά» του στη
μελωδία της κινήσεως του μαντηλιού.
Το μαντήλι ήταν ένα με το
χέρι του, σαν προέκταση του χεριού του. Σε όλο αυτό το διάστημα στέκονταν
ακίνητος και ολόισιος σαν λαμπάδα! Μετά ακολουθώντας τη μουσική και το κτύπημα του
νταουλιού, ξεκινούσε, σαν κυνηγός που ψάχνει το θήραμα, με το κεφάλι σε κίνηση
και τα πόδια αργά - αργά, σαν να ψάχνει προσεκτικά, μην το ακούσει - το υποτιθέμενο
ζώο - που ψάχνει να βρει ή τυχόν ο άνθρωπος… Γιατί μπορεί και να ψάχνει
άνθρωπο, αφού δεν ξέρουμε, τουλάχιστον εγώ δεν βρήκα την απάντηση σ’ αυτό το
ψάξιμο. Φυσικά κύριο θέμα για μένα ήταν το μαντήλι.
Και από κει πια θυμήθηκα και
το μαντήλι, όπως το κρατούνε και το σείουν οι γυναίκες της Γουμένιτσας, Κιλκίς Μακεδονίας,
σ’ ένα χορό που χορεύεται μόνο από γυναίκες και που σου φέρνει αμέσως στη σκέψη
την επίκληση για τη βροχή. Ανεβάζουν το χέρι, σείοντας το μαντήλι τρεμουλιαστά,
προς τον ουρανό, στέκουν για λίγο, και φωνάζουν «Ιη-η-η» και το κατεβάζουν αργά
- αργά σείοντάς το και πάλι στη γη.
Αυτό γίνεται τρεις φορές.
Σαφώς δε σου θυμίζει επίκληση. Και είναι σαν να κάνουν επίκληση στο Θεό για να
στείλει τη βροχή για τη βλάστηση της γης. Στην ιεροτελεστία της Ελευσίνας,
αναφέρει ο Καθηγητής Αρχαιολόγος-Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ε. Μυλωνάς στο βιβλίο του
«Ελευσίς και τα Ελευσίνια Μυστήρια», ατένιζαν προς τον ουρανό και φώναζαν
δυνατά «βροχή», κατόπιν κοίταζαν κάτω στη γη και φώναζαν «σύλληψη».
Είναι δε αξιοπερίεργο ότι
γύρω - γύρω στο χείλος ενός πηγαδιού κοντά στην πύλη του Διπύλου των Αθηνών
ήταν χαραγμένη μια επιγραφή που λέει τα παρακάτω: «Ω Πάν, ω μην έχετε καλή
διάθεση, ωραίες Νύμφες, βροχή, ξεχείλισμα». Η επιγραφή ήταν χαραγμένη πάνω σ’
ένα κεραμίδι που περικύκλωνε το άνοιγμα του πηγαδιού. (Προσπάθησα να βρω τα
κομμάτια του κεραμιδιού, που είχαν κατατεθεί στο Μουσείο Επιγραφών. Δυστυχώς όμως
χάθηκαν μετά τον πόλεμο του 1940-44).
Το επιφώνημα πάλι θυμίζει το
αρχαίο επιφώνημα «Ιη Παιάν»:
«Μέσα από την ιστορία η
χαρακτηριστική επωδός ‘’Ιηη παιάν’’ φαίνεται να μην έχει παραγκωνισθεί…» γράφει
η Λίλιαν Λόουερ, αυθεντία στους αρχαίους χορούς και τις ομοιότητες με αυτούς που
υπάρχουν, στην Ελλάδα.
Μετά το επιφώνημα αυτό
πιάνονταν από την ζώνη ή μια της άλλης - χορός «ζωναράδικος» - και ξανασταματούν
πάλι για την επίκληση που επαναλαμβάνεται, όπως είπαμε, τρεις φορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου