Ένα από τα πιο
διάσημα πειράματα μελέτης της υπακοής στην ψυχολογία διεξήχθη από τον Stanley
Milgram, ψυχολόγο στο Yale University των Η.Π.Α., ο οποίος στο πείραμά του επικεντρώθηκε
στη σύγκρουση μεταξύ της υπακοής στην εξουσία και της προσωπικής συνείδησης του
ατόμου. Το ηθικό αυτό ερώτημα, αν πρέπει κανείς να υπακούσει τις εντολές, όταν
έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την συνείδησή του, είχε τεθεί ήδη από τον
Πλάτωνα, είχε δραματοποιηθεί στην «Αντιγόνη», και έχει υποστεί φιλοσοφική
ανάλυση σε κάθε ιστορική εποχή. Συντηρητικοί φιλόσοφοι υποστήριξαν, πως η δομή
της κοινωνίας απειλείται από την ανυπακοή, ακόμα κι όταν οι πράξεις που
υποδεικνύουν οι αρχές είναι ύποπτες και επιλήψιμες. Από την άλλη, οι
ανθρωπιστές τονίζουν την υπεροχή της ατομικής συνείδησης σε τέτοια θέματα,
επιμένοντας ότι η ηθικές κρίσεις του ατόμου πρέπει να υπερισχύουν της αρχής,
όταν αυτές βρίσκονται σε σύγκρουση.
Τον Ιούλιο του
1961 είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και
γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και
αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων. Ο είκοσι
εφτάχρονος ερευνητής ήθελε να διερευνήσει τις αιτιολογήσεις που προέβαλαν οι
δεσμοφύλακες των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Δίκη της Νυρεμβέργης, ότι η υπακοή τους βασιζόταν
αποκλειστικά στην εφαρμογή των διαταγών των ανωτέρων τους.
Το πείραμα
ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1961, τρεις μήνες μετά την έναρξη της δίκης του ναζιστή
Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ. Ο Milgram ήθελε να αποδείξει ότι οι θηριωδίες
που διέπραξαν τα εκατομμύρια των απλών Γερμανών που είχαν εμπλακεί στο δίχτυ
του ναζισμού δεν οφείλονταν στις εγκληματικές διαθέσεις τους ή στην αυστηρή
αγωγή που πήραν, όταν ήταν ακόμα παιδιά, αλλά στο γεγονός ότι
ακολουθούσαν απλώς εντολές ανωτέρων, άσχετα αν ένιωθαν να παραβιάζονται οι
βαθύτερες ηθικές αρχές τους. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση πριν το πείραμα του Milgram
ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη, κυρίως σεξουαλικά,
παιδική ηλικία των Γερμανών.
Ο Milgram
επινόησε αυτή την ψυχολογική μελέτη για να απαντήσει στο ερώτημα: «Είχαν ο Άιχμαν
και οι συνεργοί του στο ‘’Ολοκαύτωμα’’ αμοιβαία πρόθεση, τουλάχιστον σε ό,τι
αφορά τους στόχους του ‘’Ολοκαυτώματος’’;» Με άλλα λόγια, υπήρχε αμοιβαία
αίσθηση της ηθικής μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν σ' αυτό; Το πείραμα του Milgram
έτεινε να αποδείξει πως οι συνεργοί απλά εκτελούσαν τις εντολές, παρ’ ότι
παραβίαζαν βαθύτατα τις ηθικές αρχές τους. Πως η υπακοή είναι ο ψυχολογικός
μηχανισμός που συνδέει επιμέρους ενέργειες για πολιτικό ή άλλον σκοπό.
Ο Milgram
συγκέντρωσε μερικούς εθελοντές, μετά από αγγελία που δημοσίευσε, με πρόφαση ένα
ψυχολογικό πείραμα του Yale University που θα μελετούσε την ανθρώπινη μνήμη. Οι
εθελοντές πληρώθηκαν από 4 δολάρια για την συμμετοχή τους και ήταν ηλικίας
μεταξύ 20 και 50 ετών, διαφόρων επαγγελμάτων και διάφορου μορφωτικού επιπέδου.
Κάθε εθελοντής
προσερχόμενος στο χώρο του πειράματος συναντούσε έναν άλλον εθελοντή, που
υποτίθεται πως βρίσκονταν εκεί για το ίδιο πείραμα, ο οποίος όμως στην
πραγματικότητα ήταν ένας ηθοποιός, συνεργάτης του Milgram. Οι ρόλοι που τους δινότανε
ήταν αυτοί του «μαθητευομένου» και του «δασκάλου». Ο ρόλος που ήταν το
ουσιαστικό αντικείμενο του πειράματος, ήταν αυτός του «δασκάλου» και θα έπρεπε
να τον πάρει οπωσδήποτε ο ανυποψίαστος εθελοντής, με έναν τρόπο όμως που να
φαίνεται τυχαίος και δίκαιος, έτσι ώστε να μην κινήσει καμία υποψία ως προς την
γνησιότητα του πειράματος. Έτσι διεξάγονταν μια στημένη κλήρωση με δυο
διπλωμένα χαρτάκια, όπου υποτίθεται πως το ένα έγραφε «μαθητευόμενος» και το
άλλο «δάσκαλος». Έτσι ο καθένας θα έπαιρνε τον ρόλο που θα έγραφε το χαρτάκι
που θα τραβούσε. Στην πραγματικότητα όμως, και τα δυο χαρτάκια έγραφαν «δάσκαλος»
κι έτσι ο εθελοντής έπαιρνε πάντα αυτόν τον ρόλο, ενώ ο συνεργάτης του Milgram
έλεγε, ψευδώς φυσικά, ότι το χαρτάκι του έγραφε «μαθητευόμενος».
Ο «μαθητευόμενος»
(Mr. Wallace) κλεινόταν σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο και του εφάρμοζαν ηλεκτρόδια
που συνδέονταν με τα χέρια του. Ο «δάσκαλος» μαζί με τον ερευνητή (ηθοποιός ντυμένος
με μια λευκή φόρμα, όχι ο ίδιος ο Milgram) ήταν σε ένα διπλανό δωμάτιο που
υπήρχε μια ηλεκτρική γεννήτρια και μια σειρά από 30 διακόπτες από 15 Volt
(Ελαφρύ Shock) σε 375 Volt (Κίνδυνος: Σοβαρό Shock) έως 450 Volt (ΘΑΝΑΤΟΣ). Οι
δυο τους μπορούσαν να επικοινωνήσουν, αλλά δεν μπορούσαν να βλέπουν ο έναν τον
άλλον. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως σε μια από τις εκδοχές τους πειράματος, ο «μαθητευόμενος»
ανάφερε στο «δάσκαλο» σε ανύποπτο χρόνο και πριν γίνει η «κλήρωση», πως
αντιμετώπιζε δήθεν καρδιακό πρόβλημα.
Ακολούθως, ο ερευνητής
έδινε στο «δάσκαλο» έναν κατάλογο με ζευγάρια λέξεων, η καθεμία από τις οποίες,
είχες τέσσερις δυνατές απαντήσεις - συνδυασμούς. Ο «μαθητευόμενος», σε
περίπτωση που απαντούσε λάθος, θα δεχόταν μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση από το «δάσκαλο»
(με τάση προσαύξησης 15 Volt για κάθε λανθασμένη απάντηση), αν όχι, θα
προχωρούσαν στην επόμενη λέξη. Για να γίνει πιστευτό αυτό, ο «μαθητευόμενος» προσποιήθηκε
δυσφορία όταν πληροφορήθηκε πως θα «τιμωρείται» με ένα μικρό ηλεκτροσόκ, σε
κάθε λανθασμένη απάντησή του, ενώ στο «δάσκαλο» έγινε δοκιμαστικά μια
πραγματική ηλεκτρική εκκένωση, μικρής ισχύος, αλλά ικανή να τον ταρακουνήσει,
για να έχει υπόψη του το πώς θα νιώθει ο «μαθητευόμενος», όταν θα τιμωρούνταν.
Όταν ξεκίνησε
η διαδικασία του πειράματος, η ηλεκτρογεννήτρια αποσυνδέθηκε από το χέρι του «μαθητευόμενου»
και συνδέθηκε σ' ένα μαγνητόφωνο, το οποίο αναπαρήγαγε ηχογραφημένες από πριν κραυγές
πόνου, αναλόγως με την ένταση του ρεύματος που υποτίθεται πως διαπερνούσε τον «μαθητευόμενο»,
κάθε φορά που πατούσε το πλήκτρο του ηλεκτροσόκ ο «δάσκαλος». Μετά από μερικές
«λανθασμένες» απαντήσεις κι ανάλογες ηλεκτρικές εκκενώσεις, αυξανόμενης
εντάσεως, ο «μαθητευόμενος» άρχισε να διαμαρτύρεται, να κλαίει και να
παραπονιέται για τα καρδιακά του προβλήματα, να χτυπά τον τοίχο που τον χώριζε
από το «δάσκαλο» και στην συνέχεια σταματούσε ν' απαντά, δίνοντας την εντύπωση
πως δεν έχει τις αισθήσεις του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως σύμφωνα με τους
κανόνες του πειράματος, η μη απάντηση από μέρους του «μαθητευόμενου» σε κάποια
ερώτηση, θεωρούνταν ως λάθος απάντηση και επομένως τιμωρούνταν με ηλεκτρική
εκκένωση από το «δάσκαλο».
Σ' αυτό το
σημείο, πολλοί εθελοντές εξέφρασαν την επιθυμία τους να σταματήσουν το πείραμα
και τον έλεγχο του «μαθητευόμενου». Κάποιοι άλλοι σταμάτησαν όταν η ένταση της
ηλεκτρικής εκκένωσης είχε φτάσει στα 135 Volt και άρχισαν να ρωτούν για τον σκοπό
του πειράματος. Μερικά άτομα, άρχισαν να γελούν νευρικά ή να εμφανίζουν άλλα
συμπτώματα ακραίας πίεσης την στιγμή που άκουγαν τις κραυγές πόνου που
προέρχονταν από τον «μαθητευόμενο». Οι περισσότεροι όμως συνέχισαν, αγνοώντας
τις ικεσίες ή τη σιωπή του «μαθητευόμενου», έχοντας ήδη την διαβεβαίωση από τον
ερευνητή, πως δεν θα φέρουν καμία ευθύνη για ό,τι κι αν συμβεί κατά την
διάρκεια του πειράματος. Κάθε φορά που κάποιος «δάσκαλος» εξέφραζε την επιθυμία
να σταματήσει, ο ερευνητής τού έδινε τέσσερις παραινέσεις, με την εξής σειρά:
1. Παρακαλώ συνεχίστε.
1. Παρακαλώ συνεχίστε.
2. Το πείραμα
απαιτεί να συνεχίσετε.
3. Είναι
απολύτως σημαντικό να συνεχίσετε.
4. Δεν έχετε
άλλη επιλογή· πρέπει να συνεχίσετε.
Αν ο εθελοντής
επέμενε στην αποχώρησή του, μετά κι απ’ τις τέσσερις αυτές παραινέσεις, τότε το
πείραμα διακόπτονταν. Διαφορετικά, συνεχίζονταν, μέχρι η ένταση της
υποτιθέμενης ηλεκτρικής εκκένωσης να φτάσει το μέγιστο όριο των 450 Volt, για
τρεις συνεχόμενες φορές.
Πριν την
διεξαγωγή του πειράματος, ζητήθηκε η άποψη δεκατεσσάρων ψυχολόγων του
πανεπιστημίου, για το ποιο θα ήταν κατά την γνώμη τους, το ποσοστό των
εθελοντών που θα έφταναν μέχρι το τελικό και ανώτατο όριο ηλεκτρικής εκκένωσης
των 450 Volt. Κατά μέσον όρο, εκτιμήθηκε ένα ποσοστό γύρω στα 3%. Τα αποτελέσματα
όμως, τους διέψευσαν με εντυπωσιακό τρόπο. Σχεδόν το 65% των εθελοντών (26 από
τους 40), συνέχισε μέχρι το τέλος, έστω και κάτω από καθεστώς έντονης
ψυχολογικής πίεσης, ενώ όλοι οι συμμετέχοντες συνέχισαν έως τα 300 Volt.
Τα πειράματα
του Stanley Milgram προκάλεσαν αρκετές αρνητικές κριτικές και ενστάσεις, όσον
αφορά την ηθική πλευρά του θέματος, λόγω της ψυχολογικής πίεσης που ασκήθηκε
στους εθελοντές. Ένας απ’ τους εθελοντές που αποχώρησαν από το πείραμα, ο εβραϊκής
καταγωγής Joseph Dimow, υποστήριξε πως το έπραξε αυτό, όταν υποπτεύθηκε πως το
πείραμα σχεδιάστηκε για να διαπιστωθεί αν οι απλοί Αμερικανοί θα υπάκουαν σε
ανήθικες εντολές, όπως έπραξαν πολλοί Γερμανοί κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου. Στον πρόλογο του βιβλίου του «Υπακοή στην Εξουσία» (Obedience to
Authority: An Experimental View, 1974), ο ίδιος ο Stanley Milgram ουσιαστικά
επιβεβαιώνει τις υποψίες του αποχωρήσαντα εθελοντή, καθώς γράφει:
«Το ερώτημα
που τίθεται είναι κατά πόσο υπάρχει οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε αυτά που
έχουμε σπουδάσει στο επιστημονικό εργαστήριο και τις μορφές της υπακοής που
τόσο αποδοκιμάστηκαν στη ναζιστική εποχή».
Ο Stanley
Milgram, συνόψισε το συμπέρασμα της μελέτης του στο άρθρο «Οι κίνδυνοι της
υπακοής» (The Perils of Obedience, 1974), ως εξής:
«Οι νομικές
και φιλοσοφικές πτυχές της υπακοής έχουν τεράστια σημασία, αλλά λένε πολύ λίγα
για το πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται σε συγκεκριμένες
καταστάσεις. Έστησα ένα απλό πείραμα στο Πανεπιστήμιο Yale, για να διαπιστώσω
πόσον πόνο θα μπορούσε να προκαλέσει ένας απλός πολίτης, σε ένα άλλο πρόσωπο,
μόνο και μόνο, επειδή έτσι διατάχθηκε από έναν πειραματιστή επιστήμονα... Η εξαιρετική
προθυμία των ενηλίκων ν’ ακολουθήσουν σχεδόν σε οποιοδήποτε μήκος τις εντολές
της εξουσίας, αποτελεί το κύριο εύρημα της μελέτης και το γεγονός απαιτεί
επειγόντως εξηγήσεις. Οι απλοί άνθρωποι, που κάνουν απλά τη εργασία τους, και
χωρίς καμία ιδιαίτερη εχθρότητα από την πλευρά τους, μπορούν να μετατραπούν σε
ενεργούς παράγοντες σε μια τρομερή καταστρεπτική διαδικασία. Επιπλέον, ακόμη
και όταν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της εργασίας τους γίνονται απολύτως
σαφή, και τους ζητείται να προβούν σε ενέργειες ασυμβίβαστες με θεμελιώδεις
κανόνες της ηθικής, σχετικά λίγοι άνθρωποι έχουν τους πόρους που απαιτούνται
για να αντισταθούν στην εξουσία».
Ο Milgram
έκανε περισσότερα από ένα πείραμα, συνολικά 18 παραλλαγές της μελέτης του. Το
μόνο που έκανε ήταν να μεταβάλει την κατάσταση, δηλαδή τις συνθήκες, για να δει
πώς αυτό θα επηρέαζε την υπακοή.
Το πρώτο
συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι όπου υπήρχε μειωμένο επίπεδο προσωπικής
ευθύνης η υπακοή αυξανότανε. Μάλιστα όταν οι «δάσκαλοι» μπορούσαν να ζητήσουν
βοήθεια από τον ερευνητή για να συνεχίσουν, δεν δίστασαν, ξεπερνώντας τις όποιες
αναστολές τους να ανεβάσουν και τον τελευταίο διακόπτη των 450 Volt και να «σκοτώσουν»
τον «μαθητευόμενο».
Σε κάποια άλλη
μεταβολή των συνθηκών το πείραμα διεξήχθη κάτω από υποβαθμισμένες συνθήκες, δηλαδή
σε ένα γραφείο στην πόλη, όπου ο Milgram διαπίστωσε πως τα επίπεδα υπακοής
μειώθηκαν. Απ’ αυτό συμπέρανε ότι το κύρος του εντέλλοντος, το οποίο πηγάζει πολλές
φορές απ’ το χώρο εργασίας του (πανεπιστήμιο Yale) αποτελεί σημαντική παράμετρο
για την υπακοή.
Επίσης σημαντική
ήταν η μείωση της υπακοής όταν ο «δάσκαλος» δέχτηκε τη βοήθεια από κάποιο φίλο
ή άλλον δικό του άνθρωπο που ήταν σε θέση να θέσει υπό αμφισβήτηση όλη τη
διαδικασία ή να αμφισβητήσει τις εντολές του ερευνητή.
Επίσης σημαντική
απόκλιση υπακοής της τάξης του 20.5% καταγράφηκε σε άλλη παραλλαγή όπου το
πρόσωπο κύρους (ερευνητής) αποστασιοποιήθηκε από το υποκείμενο («δάσκαλο»)
δίνοντας τηλεφωνικά τις εντολές, χωρίς φυσική παρουσία στο χώρο διεξαγωγής του
πειράματος. Αντίθετα όταν ο ερευνητής
ήταν παρών και φορούσε άσπρη ποδιά το κύρος του αυξάνονταν και μπορούσε
ευκολότερα να επιβάλλει τη θέλησή του σε απλούς ανθρώπους οι οποίοι τείνουν να
υπακούν σε μορφές κύρους που έχουν εξουσία. Σ’ αυτό ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο
τρόπος ανατροφής του υποκειμένου («δασκάλου») και η κοινωνικοποίησή του μέσω
των ομάδων στις οποίες μετείχε (οικογένεια, σχολείο, επάγγελμα κ.ά).
Αξίζει να
σημειωθεί πως όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη του Milgram ήταν όλοι άνδρες.
Δεν είναι γνωστό ποια θα ήταν τα ευρήματα για τις γυναίκες. Επίσης οι
συμμετέχοντες ήταν μια αμφιλεγόμενη επιλογή δείγματος. Οι συμμετέχοντες
ανταποκρίθηκαν σε μια πρόσκληση μέσω εφημερίδων. Μπορεί λοιπόν να έχουν μια
τυπική «προσωπικότητα εθελοντή» καθώς δεν έχουν όλοι οι αναγνώστες εφημερίδων
αυτό το είδος της προσωπικότητας. Τέλος, είναι πιθανόν, όλοι να είχαν
οικονομικά προβλήματα, ώστε να ήταν πρόθυμοι να συμμετέχουν για μερικές ώρες σε
ένα πείραμα, για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό.
Όλοι οι
συμμετέχοντες στο πείραμα εκτέθηκαν σε εξαιρετικά στρεσογόνες καταστάσεις που
θα μπορούσαν ενδεχομένως να προκαλέσουν ψυχολογική βλάβη τους. Ο Milgram
παρακολούθησε κλινικά τους συμμετέχοντες μετά το πείραμα για ένα χρονικό
διάστημα, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν διαταράχθηκε η ψυχική τους υγεία.
Πειράματα
ανάλογα μ’ αυτά του Stanley Milgram πραγματοποιήθηκαν κι αργότερα, από άλλους
επιστήμονες, με παρόμοια αποτελέσματα και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, με
ακόμη υψηλότερα αποτελέσματα υπακοής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου