Πριν λίγες
ημέρες, στις 16 Ιανουαρίου 2014 έφυγε ήσυχα από τη ζωή ενώ κοιμόταν στο σπίτι
του στο Τόκιο ο Ιάπωνας Hiroo Onoda σε ηλικία 91 ετών. Με αφορμή το θάνατό του
ήρθε στο φως η απίστευτη ιστορία του που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια του Β΄
Παγκοσμίου πολέμου και έως το 1974.
Ο Onoda
γεννήθηκε στις 19 του Μαρτίου του 1922, στο χωριό Kamekawa της περιοχής Wakayama,
στην Ιαπωνία. Σε ηλικία 20 ετών στρατολογήθηκε στον Αυτοκρατορικό ιαπωνικό
στρατό, όπου εκπαιδεύτηκε ως αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών στη σχολή
καταδρομέων Futamata-bunko. Στις 26 Δεκεμβρίου 1944 στάλθηκε στο νησί Lubang
στις Φιλιππίνες με την εντολή να κάνει ό,τι μπορούσε για να παρεμποδίσει τις
επιθέσεις του εχθρού στο νησί, καταστρέφοντας το διάδρομο προσγείωσης και την
προβλήτα στο λιμάνι. Είχε επίσης τη ρητή εντολή να μην παραδοθεί ποτέ και να
αντισταθεί μέχρι να φθάσουν ενισχύσεις.
Όταν προσγειώθηκε
στο νησί, ο Onoda ένωσε τις δυνάμεις του με μια ομάδα Ιαπώνων στρατιωτών που
είχαν σταλεί εκεί στο παρελθόν. Η κατάληψη του νησιού από δυνάμεις των Η.Π.Α. στις
28 Φεβρουαρίου του 1945 οδήγησε τον Onoda, ο οποίος είχε προαχθεί σε υπολοχαγό,
στην απόφαση να διατάξει τους συστρατιώτες του Yuichi Akatsu, Shoichi Shimada
και Kinshichi Kozuka να τον ακολουθήσουν στο δασωμένο βουνό προκειμένου να
κάνουν ανταρτοπόλεμο.
Κατά τη
διάρκεια της παραμονής τους στο βουνό ο Onoda και οι σύντροφοί του σκότωσαν
περίπου 30 Φιλιππινέζους κατοίκους του νησιού ενώ συχνά αντάλλασαν πυροβολισμούς
με την αστυνομία.
Την πρώτη φορά
που η ομάδα του Onoda είδε ένα φυλλάδιο που ανακοίνωνε ότι η Ιαπωνία παραδόθηκε
ήταν τον Οκτώβριο του 1945, αλλά μετά από προσεχτική μελέτη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το φυλλάδιο ήταν
απλά προπαγάνδα. Στα τέλη του 1945 φυλλάδια ρίχθηκαν από αέρος με τυπωμένη πάνω
τους εντολή παράδοσης όλων των Ιαπώνων στρατιωτών υπογεγραμμένη απ’ το διοικητή
του Γενικού Επιτελείου της 14ης Ιαπωνικής Στρατιάς. Ο Onoda και η ομάδα του
μελέτησαν πολύ προσεκτικά το φυλλάδιο και αποφάσισαν ότι δεν ήταν γνήσιο.
Το Σεπτέμβριο του
1949, ένας από τους τέσσερις, ο Yuichi Akatsu αποχώρησε απ’ την ομάδα και μετά
από έξι μήνες μοναχικής ζωής παραδόθηκε τελικά στις δυνάμεις των Φιλιππίνων το
1950. Το γεγονός αυτό η ομάδα του Onoda το θεώρησε πρόβλημα ασφάλειας και
έγιναν ακόμα πιο προσεκτικοί. Το 1952 επιστολές και φωτογραφίες των οικογενειών
των τριών έπεσαν από αεροσκάφη καλώντας τους να παραδοθούν, αλλά οι τρεις
στρατιώτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και αυτό δεν ήταν παρά ένα ακόμη τέχνασμα
του εχθρού.
Στις 7 Μαΐου του
1954, ο Shoichi Shimada σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας αναζήτησης και το Δεκέμβριο
του 1959 οι Onoda και Kozuka κηρύχτηκαν επισήμως νεκροί, καθώς καμία από τις ομάδες
που στάλθηκαν δεν κατάφερε να τους βρει.
Ο τελευταίος
συστρατιώτης του Onoda, ο Kinshichi Kozuka σκοτώθηκε απ’ την τοπική αστυνομία
στις 19 Οκτωβρίου του 1972, όταν ο ίδιος και ο Onoda, στο πλαίσιο των
δραστηριοτήτων τους, έκαψαν το ρύζι που είχαν συλλέξει οι αγρότες. Ο Onoda απέμεινε
πλέον μόνος.
Στις 20 Φεβρουαρίου
1974, ο Onoda συνάντησε ένα νεαρό Ιάπωνα, τον Norio Suzuki, ο οποίος ταξίδευε σε
όλο τον κόσμο ψάχνοντας τρία σπάνια πράγματα, τον αντιστράτηγο Onoda, ένα panda
και τον χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων. Ο
Suzuki βρήκε τον Onoda μετά από αναζήτηση τεσσάρων ημερών και παρότι έγιναν
φίλοι ο Onoda αρνήθηκε να παραδοθεί, λέγοντας ότι περιμένει διαταγές από
ανώτερο αξιωματικό. Ο Suzuki επέστρεψε στην Ιαπωνία με φωτογραφίες δικές του
μαζί με τον Onoda ως απόδειξη της συνάντησής τους και η ιαπωνική κυβέρνηση βρήκε
τον διοικητή του Onoda, Yoshimi Taniguchi, ο οποίος είχε γίνει μετά την
αποστρατεία του βιβλιοπώλης και τον έστειλε στο Lubang.
Στις 9 Μαρτίου του 1974
ο Yoshimi Taniguchi συναντήθηκε τελικά με τον Onoda και εκπλήρωσε με τη
συνάντηση αυτή τα λόγια που του είχε πει φεύγοντας το 1944: «ό,τι κι αν συμβεί,
θα γυρίσω για σένα». Ο Yoshimi Taniguchi απάλλαξε των στρατιωτικών καθηκόντων
του τον Onoda, ο οποίος επέστρεψε το σπαθί του, το όπλο του, 500 φυσίγγια και
αρκετές χειροβομβίδες, καθώς και το στιλέτο που του είχε δώσει η μητέρα του το
1944 για την προστασία του. Αν και είχε σκοτώσει ανθρώπους και είχε ανταλλάξει
πυροβολισμούς με την αστυνομία, λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις και ο Onoda
έλαβε χάρη από τον Πρόεδρο των Φιλιππίνων Ferdinand Marcos.
Με την
επιστροφή του στην Ιαπωνία ο Onoda έγινε τόσο δημοφιλής που πολλοί Ιάπωνες τον
παρότρυναν να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής. Ο ίδιος αρκέστηκε να γράψει την
αυτοβιογραφία του όπου περιέγραφε λεπτομερώς τη ζωή του ως αντάρτης. Ο Onoda όμως
ήταν δυσαρεστημένος απ’ το γεγονός ότι έγινε το αντικείμενο τόσο μεγάλης προσοχής
και προβληματιζόταν απ’ το μαρασμό των παραδοσιακών ιαπωνικών αξιών που έβλεπε
στην ιαπωνική κοινωνία. Ένα ντοκιμαντέρ από
τις Φιλιππίνες στο οποίο έδιναν συνεντεύξεις άνθρωποι που έζησαν στο νησί Lubang
κατά τη διάρκεια της παραμονής του Onoda, αποκάλυψε πως ο Onoda είχε σκοτώσει
πολλούς ανθρώπους που δεν είχε αναφέρει στην αυτοβιογραφία του.
Τον Απρίλιο του
1975 ακολούθησε το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του Tadao και άφησε την
Ιαπωνία για τη Βραζιλία, όπου ασχολήθηκε με τα βοοειδή. Παντρεύτηκε το 1976 και
ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην Colônia Jamic (Jamic Colony), την ιαπωνική κοινότητα
στην Terenos του Mato Grosso do Sul στη Βραζιλία. Όταν όμως διάβασε ότι ένας έφηβος
Ιάπωνας είχε δολοφονήσει τους γονείς του το 1980, ο Onoda επέστρεψε στην
Ιαπωνία το 1984 και ίδρυσε την ‘’Onoda Shizen Juku’’, εκπαιδευτική κατασκήνωση
για νέους, που είχε παραρτήματα σε διάφορες περιοχές της Ιαπωνίας.
Το 1996 ο Onoda
επισκέφτηκε πάλι το νησί Lubang δωρίζοντας 10.000 αμερικάνικα δολάρια για το
τοπικό σχολείο. Η σύζυγός του, Machie Onoda, έγινε η επικεφαλής του Ιαπωνικού
συντηρητικού Συλλόγου Γυναικών το 2006. Η οικογένεια συνήθιζε να περνάει τρεις
μήνες του έτους στη Βραζιλία.
Ο Onoda γνώρισε
απανωτές βραβεύσεις στη Βραζιλία πριν αφήσει τελικά τη στερνή του πνοή στο
Τόκιο, εξαιτίας των επιπλοκών μιας πνευμονίας, σε ηλικία 91 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου