Το ζεϊμπέκικο ή ζεϊμπέκικος, είναι ένας παραδοσιακός χορός με αρχαιοελληνικές
ρίζες. Πιθανότερη πρώτη του εμφάνιση ήταν στην περιοχή της Θράκης, για να
μεταφερθεί αργότερα, λόγω των αποικιών, στη Μικρά Ασία.
Η λέξη σύμφωνα
με τη λαϊκή ετυμολογία και την επικρατέστερη λαογραφική άποψη προέρχεται από το
«Ζεί», παραλλαγή του Ζεύς, και το «βεκός» που σημαίνει ψωμί, κατά τον Ηρόδοτο.
Δήλωνε δηλαδή το λαό που κατά τους αρχαίους χρόνους υμνούσε το Δία και
χορεύοντας, προσευχόταν για γήινη γονιμότητα και ψωμί και συμβολίζει την ένωση
του πνεύματος με το σώμα που γίνεται προς τιμήν των θεών του Ολύμπου. Κατά
δεύτερο λόγο ο εννιάσημος (9/8) χορός πήρε το όνομά του απ’ τους Ζεϊμπέκους ή Ζεϊμπέκηδες,
Έλληνες από την Θράκη που μετανάστευσαν στην Προύσα και την περιοχή του Aϊδινίου της Μικράς Ασίας και οι
οποίοι τον χόρευαν με πολλές παραλλαγές.
Οι Ζεϊμπέκηδες
αποτελούσαν επίλεκτη κοινωνική τάξη από την οποία οι Τούρκοι Ντερεμπέηδες στρατολογούσαν
μια ένοπλη δύναμη που αποτελούσε την τοπική χωροφυλακή (βασιβουζούκοι). Οι
Τούρκοι τους αποκαλούσαν γκιαούρηδες (άπιστους). Σταδιακά οι Ζεϊμπέκηδες εξισλαμίστηκαν.
Όμως δεν ξέχασαν ποτέ την καταγωγή τους και τις παραδόσεις του τόπου τους και
διατήρησαν την τοπική Θρακική λαϊκή τους ενδυμασία μέχρι το 1883, οπότε ο
σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ τους διέταξε ή να παραδώσουν τα όπλα ή να εναρμονιστούν
με την ενιαία στολή της χωροφυλακής. Οι περίπου 40.000 Ζεϊμπέκηδες
επαναστάτησαν και στην άνιση αναμέτρηση με τον τακτικά στρατό αποδεκατίστηκαν.
Όμως από τα έθιμα της μακρινής πατρίδας τους επέζησε και εξακολουθεί να επιζεί
θριαμβευτικά ως τις μέρες μας ο Ζεϊμπέκικος χορός.
Οι Ζεϊμπέκηδες
διατηρούσαν δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια ενδυμασία που τόνιζε τη
θεματολογία του χορού τους. Ο άγριος χορός τους μοιάζει με εκείνους των
Ποντίων. Ένας ιδιότυπος ζεϊμπέκικος καταγράφεται ότι το 1856 χορευόταν από τους
Ζεϊμπέκηδες ή μάηδες της Μακρυνίτσας Βόλου. Το χαρακτηριστικό του ζεϊμπέκικου
είναι ότι είναι μονήρης χορός και δεν έχει βήματα, αλλά μόνο φιγούρες. Κάθε
χορευτής κάνει τις προσωπικές του φιγούρες και χορεύει ένα συγκεκριμένο
τραγούδι, συνήθως μόνο μία φορά. Ο Ζεϊμπέκικος είναι ο χορός της «μιας φοράς κι
έξω». Στη διάρκειά του ο χορευτής εξαγνίζει με το χορό τα συναισθήματά του πριν
παραδοθεί στον οικιοθελή όλεθρο. Ο χαρακτήρας του χορού, εκπέμπει συναισθήματα
μοναξιάς, θλίψης, νοσταλγίας, ψυχικού βασανισμού και μελαγχολίας, ενώ ο
χορευτής κοιτάζει αγέλαστος τη γη. Ο Ζεϊμπέκικος είναι χορός σεμνός, σχεδόν
ιερατικός. Ο χορευτής την ώρα που χορεύει εκθέτει τον εαυτό του σε κοινή θέα,
αλλά ταυτόχρονα παραδίδει τον εσωτερικό ψυχισμό του σε κοινή θέα. Εκτίθεται. Γι’
αυτό ο χορός είναι ατομικός. Αλίμονο σε όποιον διακόψει το χορευτή.
Από δω
ξεκίνησε ο «θεσμός» της παραγγελιάς, σύμφωνα με τον οποίο οι μουσικοί
προαναγγέλλουν το όνομα του ιδιοκτήτη του χορού που θα επακολουθήσει για ν’
αποφευχθούν τα «νταηλίκια». Η χρονική δομή αυτού του 9/8 παραλλάζει από
ζεϊμπέκικο σε ζεϊμπέκικο. Μέσα στην απειρία των ρυθμικών αγωγών του 9/8
προστίθεται κάθε φορά ένας άλλος ηχοχρωματισμός, μια άλλη χρονική ταχύτητα και
μια διαφορετική ψυχική ατμόσφαιρα. Έτσι, ο χορευτής διάνθιζε τους περίτεχνους
αυτοσχέδιους βηματισμούς του πηδώντας πάνω από καρέκλες ή κραδαίνοντας
μαχαίρια. Ενίοτε, όπως αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος, τελείωνε την επίδειξη του
με μια ανάλια (λέξη της τουρκικής αργκό), μια τελετουργία, σύμφωνα με την οποία
ο ερωτευμένος άνδρας, κάτω από το παράθυρο της καλής του, έσκιζε χορεύοντας τα
μπράτσα του με μαχαίρι. Το έθιμο, που έχει εκλείψει σήμερα, πέρασε και στην
Ελλάδα, όπου κάθε βαρύμαγκας κάρφωνε την κάμα στη φτέρνα του και συνέχιζε
απτόητος το χορό.
Ο Εβλιγιά
Τσελεμπή αναφέρει ότι ο ζεϊμπέκικος ευχερώς συνάπτεται προς τον τσάμικο. Η
αλήθεια είναι πως και οι δύο είναι πολεμικοί χοροί, χοροί προετοιμασίας της ψυχής
να δοθεί ατόφια στον κίνδυνο αδιαφορώντας για τα αποτελέσματα. Το σίγουρο είναι
ότι στο ζεϊμπέκικο υποκρύπτονται μια σειρά αδελφών χορών. Ο ρυθμός ακολουθεί το
βυζαντινό μέτρο (9/8), τα οποία αναλύονται σε 2/8 + 2/8 + 2/8 + 3/8, κι αυτό,
σύμφωνα με ορισμένους, παρουσιάζει ομοιότητα με την αντίστροφη ανάλυση του
καλαματιανού (3/8 + 2/8 + 2/8 = 7/8).
Ο τούρκικος
ζεϊμπέκικος χορεύεται ομαδικά, ενώ ο κυπριακός μόνο από γυναίκες. Υπάρχουν
ζεϊμπέκικοι χοροί που χορεύονται με γοργό βάδισμα περιμετρικά της πίστας, αλλά
οι μόρτηδες προτιμούν το γιουρούκικο (βαρύ ζεϊμπέκικο), που το χορεύουν
σέρτικα, σχεδόν ακίνητοι. Δεν είναι ο ρυθμός που διαφοροποιεί τα είδη ζεϊμπέκικου,
αλλά το ύφος. Αφού δεν υπάρχει τυποποιημένος βηματισμός, οι φιγούρες αποκτούν
εξέχουσα σημειολογική θέση και εναλλάσσονται με ευκολία. Ο χορευτής
απαγορεύεται να σκύψει να μαζέψει ό,τι του πέσει από την τσέπη. Ενίοτε σηκώνει
με το στόμα ένα τσιγάρο αναμμένο ή ένα ποτήρι κρασί που του ακουμπά στο δάπεδο συνωμοτικά
ένας φίλος που τον συνοδεύει, χτυπώντας παλαμάκια γονατιστός. Μια θεαματικότατη
φιγούρα είναι αυτή όπου ο χορευτής σηκώνει με τα δόντια τραπέζι με πιάτα και
ποτήρια, σκηνή που έχει απαθανατίσει ο Αλέξης Δαμιανός στην ταινία «Ευδοκία».
Όσο για το χτύπημα μηρού με την παλάμη, δηλώνει έκπληξη στο άκουσμα λυπηρής
είδησης.
Ο ζεϊμπέκικος,
ως αρχαίος πολεμικός χορός, είναι κυρίως αντρικός, γι’ αυτό και ορισμένες φορές
αποκαλείται εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως «ο χορός του
αετού». Τέλος σύμφωνα με κάποιους μελετητές ο χορός περιγράφει τη ζωή του
φυλακισμένου και συνακόλουθα τις κινήσεις που κάνει προκειμένου να
απελευθερωθεί απ’ το μικρό, στενάχωρο κελί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου