ΩΡΑ...

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

ΝΕΟ – Ελληνικό Λεξικό (1)




Για να μην σας λέει το παιδί σας «έφαγα Χ» και εσείς να του απαντάτε «σου έχω πει χιλιάδες φορές να μην τρως απ’ έξω», ρίξτε μια ματιά στο λεξιλόγιο των νέων, μήπως και συνεννοηθούμε τέλος πάντων…

Absolut: H γκομενάρα.
Bridge: O κολλημένος.
By the way: Μια που το ‘φερε η κουβέντα.
Klain main: Ό,τι να ‘ναι.
Kokomploko: Κόλλησα.
Koukouroukou: Δεν είσαι καλά, κάτι τρέχει με σένα.
Loser: Ο χαμένος.
No comment: Ουδέν σχόλιον.
Noob: Ο πρωτάρης.
Pamela: Γυναίκα με μεγάλο στήθος.
Respect: Προσκυνώ, σέβομαι.


Αγκάλιασε η φάση: Κανονίστηκε.
Αγρότης: Αγροτικό αυτοκίνητο.
Αέρα - πατέρα: Γυναίκα με πολλές ερωτικές σχέσεις.
Άμπλα - ούμπλα: Ασυνεννοησία.
Ανάβουν τα λαμπάκια μου: Νευριάζω.
Άναψαν κόκκινα: Τσαντίστηκα.
Άναψαν τα αίματα: Δημιουργήθηκε εκρηκτική κατάσταση.
Άραξε στην πέτσα σου: Χαλάρωσε.
Άραξε: Χαλάρωσε.
Αργύρης Χαλιλόπουλος: Αυτός που φοράει πολλά χρυσαφικά.
Αυτός είναι γκάου μπίου: Είναι χαζός.
Αχώνευτος: Αντιπαθητικός.


Βαζέλας: Φίλαθλος του Παναθηναϊκού.
Βάζω γκολ: Πετυχαίνω, τα καταφέρνω.
Βάλε gag: Κάνε μόκο, σώπα.
Βαράω ενέσεις: Βαριέμαι.
Βάρεσε μπιέλα: Χάζεψε.
Βγάζω εφημερίδα: Διαδίδω διάφορα.
Βγάζω φανέλα: Διαδίδω διάφορα.
Βισματώθηκα: Έχω πολύ δουλειά.
Βλήτο: Ανίκανος διανοητικά.


Γαμάει: Είναι φοβερό, αχτύπητο.
Γαύρος: Φίλαθλος του Ολυμπιακού.
Γιαούρτογλου: Βλάκας, πανηλίθιος.
Γιάφκα: Συγκέντρωση φίλων στο σπίτι.
Γιαχαμπίμπης Γιαλελέλης: Αυτός που φορά πολλά χρυσαφικά.
Γίναμε μπίλιες: Φάγαμε τα μουστάκια μας, τσακωθήκαμε.
Γίνομαι ρόμπα: Ρεζιλεύομαι.
Γκάζιας: Ο μηχανόβιος.
Γκαζοφονιάς: Μηχανόβιος που αναπτύσσει μεγάλες ταχύτητες.
Γκάμπριο: Καραφλός.
Γκαμπριολέ: Καραφλός.

Δεν νιώθει: Δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Δεν παίζεσαι με τίποτα: Δεν σε αντέχω.
Δεν παίζεται: Είναι υπέροχο, το καλύτερο.
Δεν παλεύεται: Είναι αφόρητο.
Δεν πατάς: Δεν είσαι στα καλά σου.
Δεν την παλεύεις: Είσαι στον κόσμο σου.
Δεν την παλεύω: Τα έχω παίξει, δεν την βγάζω.
Δεν της το ‘χα: Δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο.
Δεν τρέχει τσάι: Δεν τρέχει τίποτα.
Δεν υπάρχει: Είναι άριστης ποιότητας, είναι απίστευτο.
Δίνω πασαπόρτι: Διώχνω.


Έγινα παζλ: Κουράστηκα.
Έγινα χώμα: Κουράστηκα.
Έγινε αλοιφή: Μέθυσε.
Έγινε πίτα: Μέθυσε.
Είναι (κα)ρέκλας: Είναι τεμπέλης, βλάκας.
Είναι άπαιχτο: Είναι υπέροχο, το καλύτερο.
Είναι καμένος: Τα εγκεφαλικά του κύτταρα έχουν καταστραφεί.
Είναι κομπλέ: Όλα εντάξει.
Είναι ρεμπεσκές: Είναι τεμπέλης, αλήτης.
Είναι ρούχλας: Είναι τεμπέλης, βαρεμένος.
Είναι φιδέμπορας: Είναι ψεύτης, απατεώνας, πονηρός άνθρωπος.
Είναι φτέλι: Είναι ξεφτιλισμένη.
Είσαι lol: Είσαι ό,τι να ‘ναι.
Είσαι για format: Είσαι για επανεκκίνηση, τα έχεις παίξει.
Είσαι κουκουρούκου: Δεν καταλαβαίνεις.
Είχα ένα fail: Είχα μια αποτυχία.
Είχα μπούκα ή δεν είχα μπούκα: Ήμουν ή δεν ήμουν θυμωμένος.
Έκατσε η φάση: Κανονίστηκε.
Έκλασα μέντες: Φοβήθηκα.
Έκλεισε η φάση: Κανονίστηκε.
Έκοψα λάσπη: Απομακρύνθηκα από κάποιον ή κάτι για να μην γίνω αντιληπτός.
Έλα γεια: Παράτα τα.
Έμεινα κάγκελο: Έμεινα άφωνος.
Έμεινα κουφέτο: Έμεινα άφωνος.
Έμεινα παγωτό: Έμεινα άφωνος.
Έμεινα: Σοκαρίστηκα
Ένα και ένα milko: Πολύ κοντός (ένα μέτρο και άλλο λίγο).
Εξάτμιση: Ο πούστης.
Έπαθα black out: Κόλλησα.
Έπαθα νίλα: Την πάτησα.
Έπαθα φρίκη: Τα έφτυσα.
Έφαγα αγγούρι: Ζορίστηκα, είχα πολύ δουλειά.
Έφαγα ήττα: Έπαθα σοκ.
Έφαγα παλούκι: Είχα πολύ δουλειά, ζορίστηκα.
Έφαγα πατάτα: Έπαθα σοκ, κόλλησα.
Έφαγα πενταήμερη: Μου επιβλήθηκε ως ποινή πέντε μέρες αποβολή από το σχολείο.
Έφαγα πίκρα: Απογοητεύτηκα.
Έφαγα σκάλωμα, σκάλωσα: Κόλλησα, έχασα τα λόγια μου, δυσκολεύτηκα.
Έφαγα φλας: Μου ήρθε ξαφνικά.
Έφαγα φλασιά: Κάτι θυμήθηκα.
Έφαγα Χ: Απορρίφθηκα ερωτικά.
Έχω δόντι: Έχω μέσον.

Η goa: Η rave γκόμενα.
Η γκόμενα είναι «γεια σου»: Είναι απλησίαστη.
Η γκόμενα είναι «όπου»: Δεν μπορείς να την πλησιάσεις.

Και καλά: Δήθεν.
Καίει κάρβουνο: Είναι αργόστροφος.
Καίει κοπριά: Είναι πολύ αργόστροφος.
Καϊνάρι: Στραβοπόδα ή ξεφτιλισμένη γκόμενα.
Καίω φλάντζα: Τρελαίνομαι, τα χάνω.
Καλώς τα ζαντολάστιχα: Καλώς το «βλάχο», το χωριάτη.
Καλώς το Ντάτσουν: Καλώς το γύφτο.
Καλώς τον αδελφό ξεφτίλα: Καλώς τον κολλητό που είναι ομοϊδεάτης και ομοιοπαθής.
Καμπιονάτο (κάμπια: η άσχημη κοπέλα): Παρέα από κάμπιες.
Κάν’ την: Άδειασέ μας τη γωνιά.
Κάνε μόκο: Σταμάτα να μιλάς.
Κάνει τον Κινέζο: Κάνει ότι δεν ξέρει τίποτε, ότι δεν καταλαβαίνει.
Κάνει τον Σημίτη: Κάνει πως δεν ξέρει, πως δεν καταλαβαίνει.
Κάνω πάσα: Στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλον.
Κάνω τσακωτό: Συλλαμβάνω, πιάνω κάποιον.
Καραγκιοζοplayer: Βλάκας, πανηλίθιος.
Καρφώνω: Προδίδω.
Κατά του απέναντι στόχου βά – λααα - τε: Όρμα.
Κατέβασα παροχή: Αδιαφόρησα.
Κενάρω: Έχω κενό, δηλαδή ελεύθερη ώρα, λόγω απουσίας κάποιου καθηγητή.
Κόλαρέ με: Πάρε με τηλέφωνο.
Κόλλησα: Κόλλησε το μυαλό μου.
Κολύμπα: Ηρέμησε.
Κομπλέ: Όλα εντάξει.
Κόντρα πλακέ: Η γυναίκα με το μικρό στήθος.
Κοπέλα - γαρίδα: Κοπέλα με ωραίο σώμα και άσχημο πρόσωπο (όπως οι γαρίδες αλλά πετάς το κεφάλι).
Κουκουρούκου: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Κουλάρισε, κούλαρε: Ηρέμησε.
Κουραδοκόφτης: Το τάγκα εσώρουχο.
Κουτουλάω: Νυστάζω.
Κουφάθηκα: Είναι αδιανόητο αυτό που άκουσα.
Κόφ’ το!: Σταμάτα, πάψε.
Κόψε λάσπη: Άδειασέ μας τη γωνιά.
Κρανιώνομαι: Θυμώνω.
Κρατάω μούτρα: Θυμώνω.


Λέμε: Και εννοούμε.
Λιώνω: Κάνω κάτι για πολλή ώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου