Το γνωστό παραμύθι των αδερφών Γκριμ στην πρώτη του εκδοχή.
Προσέξτε τον τρόπο μεταμόρφωσης του βατράχου σε πρίγκιπα και συγκρίνετέ τον με
την πιο γνωστή σε όλους εκδοχή του φιλιού.
Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι ευχές
βοηθούσαν ακόμα στις δύσκολες περιστάσεις και οι κατάρες των κακών μαγισσών
έδιναν κι έπαιρναν, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες οι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες,
η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, που τόσα είχαν δει τα
μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπό της. Κοντά στον πύργο του
βασιλιά υπήρχε ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος. Και μέσα στο δάσος, κάτω από μια
γέρικη φλαμουριά, ανάβλυζε μια πηγή τις πολύ ζεστές μέρες.
Η μικρή βασιλοπούλα πήγαινε συχνά στο δάσος,
καθόταν να δροσιστεί πλάι στα νερά της πηγής και για να περνάει την ώρα της,
είχε ένα χρυσό τόπι, που το πετούσε ψηλά και το ‘πιανε πάλι. Το τόπι αυτό ήταν
το πιο αγαπημένο της παιχνίδι.
Κάποια φορά όμως καθώς η βασιλοπούλα είχε
σηκώσει ψηλά τα χέρια της για να το πιάσει, ξαστόχησε και το χρυσό τόπι κατρακύλησε
στο χώμα κι έπεσε μέσα στα νερά της πηγής. Η βασιλοπούλα ξεφώνισε τρομαγμένη
και προσπάθησε να μην το χάσει απ’ τα μάτια της, το τόπι όμως εξαφανίστηκε μέσα
στα νερά. Η πηγή ήταν τόσο βαθιά που δεν μπορούσες να διακρίνεις τον πάτο. Η κόρη
άρχισε να κλαίει και σταδιακά το κλάμα της δυνάμωνε, τόσο που στο τέλος δεν
είχε παρηγοριά. Καθώς έκλαιγε και χτυπιόταν, άκουσε ξάφνου μια φωνή να τη
ρωτάει:
«Τι έχεις, βασιλοπούλα μου, και θρηνείς
τόσο σπαραχτικά, που κι από πέτρα να ‘ταν η καρδιά του ανθρώπου, θα ράγιζε;»
Η πεντάμορφη γύρισε, και τι να δει; Ένας
κακάσχημος βάτραχος είχε βγάλει το χοντρό κεφάλι του έξω απ’ τα νερά και της
μιλούσε μ’ ανθρώπινη φωνή.
«Αχ, εσύ είσαι, κυρ - βάτραχε», είπε. «Κλαίω
για το χρυσό μου τόπι, που μου ‘πεσε στο νερό».
«Ησύχασε κι άλλο μην κλαις», αποκρίθηκε ο
βάτραχος. «Εγώ θα σε βοηθήσω να το ξαναβρείς. Αλλά τι θα μου δώσεις, αν σου
φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι;»
«Ό,τι κι αν μου γυρέψεις, καλέ μου
βάτραχε», απάντησε αστόχαστα η βασιλοπούλα. «Τα φορέματα μου, τα μαργαριτάρια μου
και τα πολύτιμα πετράδια μου, ακόμα και τη χρυσή κορόνα που φορώ».
Ο βάτραχος γέλασε τότε και είπε :
«Δεν θέλω ούτε τα φορέματά σου, ούτε τα
μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια σου, ούτε τη χρυσή κορόνα που φοράς. Τι
να τα κάνω άλλωστε; Το μόνο που θέλω είναι να μ’ αγαπάς, να μ’ έχεις φίλο σου
και σύντροφο στα παιχνίδια σου. Να μ’ αφήνεις να κάθομαι δίπλα σου στο τραπέζι
σου, να τρώω από το χρυσό πιατάκι σου, να πίνω απ’ το ποτήρι σου και να κοιμάμαι
στο κρεβατάκι σου. Αν μου τα υποσχεθείς όλα αυτά, τότε θα βουτήξω ως τον πάτο
και θα σου φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι».
«Αχ, ναι», είπε η βασιλοπούλα, «σου
υπόσχομαι πως θα έχεις ό,τι θελήσεις. Φτάνει να μου ξαναφέρεις το χρυσό μου
τόπι».
Μέσα της όμως σκεφτόταν: «Α, μα τι
κουταμάρες είναι τούτες που λέει ο κακομοίρης ο βάτραχος… Αφού εδώ μόνο μπορεί
να ζήσει, μέσα στο νερό, μαζί με τους άλλους βατράχους, κοάζοντας ολημερίς. Άκου
να πιάσει φιλίες με τους ανθρώπους!»
Ο βάτραχος, μόλις η βασιλοπούλα του έδωσε
την υπόσχεσή της, βούτηξε με το κεφάλι κάτω στα νερά. Και πριν περάσει πολλή ώρα,
ξαναβγήκε στο χορτάρι πλάι στα χείλη της πηγής κρατώντας στο στόμα του το χρυσό
τόπι. Η κόρη καταχαρούμενη που ξανάβρισκε το ωραίο της παιχνίδι, το άρπαξε στα
χέρια της κι έφυγε τρέχοντας.
«Περίμενε, περίμενε», φώναξε ο βάτραχος
πίσω της. «Πάρε με κι εμένα μαζί σου, δεν μπορώ να τρέξω σαν εσένα».
Άδικα όμως ξεφώνιζε πίσω της. Η βασιλοπούλα
δεν του ‘δωσε καμιά σημασία. Τρέχοντας γύρισε στο παλάτι και ξέχασε αμέσως τον
καημένο το βάτραχο, που άλλο δεν του ‘μενε να κάνει, παρά να γυρίσει και πάλι
στα νερά της πηγής του.
Την άλλη μέρα, μόλις η βασιλοπούλα κάθισε
στο τραπέζι μαζί με το βασιλιά και όλους τους παλατιανούς κι άρχισε να τρώει απ
το χρυσό της το πιατάκι, ακούστηκαν ξαφνικά ήχοι, σαν κάτι να ανέβαινε
σερνόμενο τις μαρμάρινες σκάλες του παλατιού. Μετά οι ήχοι σταμάτησαν και η
πόρτα του παλατιού χτύπησε δυνατά. Μια φωνή ακούστηκε:
«Βασιλοπούλα, μικρή βασιλοπούλα, άνοιξε
μου!»
Η πεντάμορφη έτρεξε να δει ποιος χτυπούσε.
Αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μπροστά της το βάτραχο. Αμέσως σφάλισε
την πόρτα, τη μαντάλωσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κάθισε πάλι στο τραπέζι. Η
καρδιά της όμως είχε παγώσει απ’ το φόβο. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι η μικρή του
κόρη έτρεμε και τη ρώτησε:
«Παιδί μου, τι φοβάσαι; Μην είναι κανένας
γίγαντας, που χτύπησε την πόρτα μας, και θέλει να σε πάρει;»
«Αχ, όχι, πατέρα», αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν
είναι γίγαντας. Είναι μόνο ένας απαίσιος βάτραχος».
«Ένας βάτραχος;» έκανε ο βασιλιάς
παραξενεμένος. «Και τι θέλει ο βάτραχος από σένα, κόρη μου;»
«Αχ, πατέρα μου καλέ, χτες που ήμουνα στο
δάσος κι έπαιζα πλάι στην πηγή, έχασα το χρυσό μου τόπι μέσα στα νερά. Έβαλα τα
κλάματα κι ο βάτραχος που μ’ άκουσε, βούτηξε και μου το ‘φερε πίσω. Κι επειδή
επέμενε πολύ του ‘ταξα πως από εδώ και πέρα θα ‘μαστε φίλοι. Δεν φανταζόμουνα όμως
πως θα μπορούσε να βγει και να ζήσει έξω απ’ το νερό, γι’ αυτό του το ‘ταξα. Να
όμως που αυτός βγήκε απ’ το νερό και τώρα περιμένει να τον πάρω κοντά μου».
Τη στιγμή εκείνη η πόρτα χτύπησε πάλι κι ο
βάτραχος φώναξε :
«Βασιλοπούλα όμορφη, του βασιλιά κόρη
μικρή, έλα να μ’ ανοίξεις! Δεν θυμάσαι τι μου ‘ταξες χτες;,»
Ο βασιλιάς τότε είπε στην κόρη του:
«Όταν δίνεις το λόγο σου, πρέπει και να τον
κρατάς. Πήγαινε και άνοιξέ του».
Η βασιλοπούλα πήγε, λοιπόν, και του άνοιξε,
κι ο βάτραχος μπήκε χοροπηδώντας και την ακολούθησε καταπόδι μέχρι την καρέκλα
της. Εκεί στάθηκε και φώναξε:
«Μη στέκεσαι. Σήκωσέ με και πάρε με κοντά
σου».
Η βασιλοπούλα δίστασε, ώσπου ο βασιλιάς την
πρόσταξε να το κάνει. Όταν ο βάτραχος βρέθηκε στην καρέκλα, θέλησε ν’ ανέβει και
στο τραπέζι. Κι όταν ανέβηκε και στο τραπέζι, είπε στη βασιλοπούλα:
«Σπρώξε τώρα πιο κοντά μου το χρυσό πιατάκι
σου, για να φάμε μαζί, όπως μου υποσχέθηκες».
Η όμορφη βασιλοπούλα έκανε πράγματι αυτό
που της ζήτησε, αλλά φαινόταν πως το ‘κανε με κρύα καρδιά. 0 βάτραχος καλόφαγε,
εκείνη όμως δεν κατάφερε να καταπιεί μπουκιά. Τέλος της είπε:
«Έφαγα και χόρτασα και τώρα είμαι
κουρασμένος. Πήγαινε με λοιπόν στην κάμαρα σου και στρώσε τα μεταξωτά σεντόνια
στο κρεβατάκι σου, να πέσουμε για ύπνο».
Η βασιλοπούλα έβαλε τα κλάματα. Ο κρύος βάτραχος
την αηδίαζε. Ούτε να τον πιάσει δεν ήθελε. Όχι και να κοιμηθεί μαζί του στο
ίδιο κρεβάτι! Ο βασιλιάς όμως θύμωσε και είπε:
«Αυτόν που σε βοήθησε όταν είχες την ανάγκη
του, δεν πρέπει μετά να τον ξεχνάς και να τον περιφρονείς».
Τότε τον πήρε κι εκείνη με τα δυο της
δάχτυλα, τον ανέβασε στην κάμαρα της και τον άφησε σε μια γωνιά. Όταν όμως
πλάγιασε στο κρεβατάκι της, ο βάτραχος σύρθηκε κοντά της και της είπε:
«Είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ στα
πούπουλα όπως κι εσύ. Πάρε με κοντά σου, ειδάλλως θα το πω στον πατέρα σου».
Εκείνη τότε θύμωσε τόσο πολύ, που τον
άρπαξε και τον πέταξε μ’ όλη τη δύναμή της στον τοίχο:
«Τώρα πια θα μ’ αφήσεις ήσυχη, παλιο - βάτραχε!»
Το χτύπημα στον τοίχο ήταν πολύ δυνατό.
Φανταστείτε την έκπληξη της μικρής βασιλοπούλας όταν ξαφνικά ο βάτραχος, μετά
το δυνατό χτύπημα, μεταμορφώθηκε σε ένα βασιλόπουλο με όμορφα, καλοσυνάτα μάτια.
Και με την ευχή του πατέρα της, το βασιλόπουλο αυτό έγινε άντρας της. Της
διηγήθηκε τότε πως μια κακιά μάγισσα τον είχε καταραστεί και κανείς δεν θα
μπορούσε να τον σώσει απ’ την κατάρα της, παρά μονάχα εκείνη η μικρή, η
πανέμορφη βασιλοπούλα.
Την άλλη κιόλας μέρα, της έταξε, θα έφευγαν
για το βασίλειο του. Κι έτσι τους πήρε ο ύπνος. Το πρωί, σαν έφεξε ο Θεός τη
μέρα, μια άμαξα ήρθε να τους πάρει.
Οχτώ άσπρα άλογα την έσερναν. Άσπρα λοφία
είχαν στα κεφάλια τους και χρυσές αλυσίδες στα χάμουρα τους. Και στη θέση του
αμαξά στεκόταν ο πιστός Χάινριχ, ο υπηρέτης του νεαρού βασιλιά. Ο πιστός
Χάινριχ το ‘χε πάρει κατάκαρδα, όταν ο αφέντης του μεταμορφώθηκε σε βάτραχο.
Και για να μη σπάσει η καρδιά του απ’ τον πόνο, την είχε σφίξει με τρεις σιδερένιες
αλυσίδες.
Αλλά η ώρα είχε φτάσει, κι η άμαξα θα
έφερνε το βασιλόπουλο πίσω στο βασίλειό του. Ο πιστός Χάινριχ τους βοήθησε ν’
ανέβουν κι οι δυο στην άμαξα, κι ανέβηκε κι ο ίδιος από πίσω. Ήταν
τρισευτυχισμένος που τα μάγια είχαν λυθεί κι ο αφέντης του είχε σωθεί. Δρόμο πήραν,
δρόμο άφησαν κι όταν προχώρησαν κάμποσο το βασιλόπουλο άκουσε έναν θόρυβο από
πίσω, λες και κάποιο σίδερο είχε σπάσει. Γύρισε τότε και φώναξε:
«Το νου σου, Χάινριχ, η ρόδα μας θα
σπάσει».
«Όχι, αφέντη, μη χαλάς τη χαρά σου. Είναι
τα σίδερα που είχα σφίξει στην καρδιά, για να μη σπάσει απ’ την πολλή θλίψη,
όταν η μάγισσα σ’ είχε μαγέψει και είχε κλέψει τη μορφή σου».
Άλλη μια φορά, κι άλλη μία ακούστηκε στο
δρόμο ο ίδιος θόρυβος. Και κάθε φορά το βασιλόπουλο νόμιζε ότι είχε σπάσει η
ρόδα της άμαξας. Αλλά δεν ήταν παρά οι τρεις αλυσίδες που είχε σφίξει γύρω απ’
την καρδιά του ο πιστός Χάινριχ. Η χαρά του τώρα ήταν τόση, που μια - μια
τινάζονταν κι έφευγαν από πάνω του, μιας κι ο αφέντης του είχε σωθεί και γύριζε
πίσω ευτυχισμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου