ΩΡΑ...

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Nicolo Paganini, ένας θρύλος

Στις 27 Οκτωβρίου 1782 γεννήθηκε στη Γένοβα ο Niccolò Paganini, βιρτουόζος βιολονίστας και συνθέτης. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά της Teresa Bociardo και του λιμενεργάτη Antonio Paganini.
Ο Niccolò Paganini υπήρξε η πρώτη μουσική προσωπικότητα που οι στάσεις και οι συμπεριφορές του παρέπεμπαν σε ροκ σταρ της εποχής μας.


Από πολύ νωρίς, και σε ηλικία μόλις έξι ετών, ο μικρός Niccolò επέδειξε το εκπληκτικό του ταλέντο. Παρακολούθησε αρχικά μαθήματα μαντολίνου και βιολιού από τον πατέρα του ο οποίος ήταν ερασιτέχνης μουσικός. Σε μεγαλύτερη ηλικία μαθήτευσε πιθανότατα στο πλευρό του επαγγελματία βιολιστή της θεατρικής ορχήστρας Giovanni Servetto, ενώ αργότερα παρακολούθησε μαθήματα βιολιού από τον Giacomo Costa και μουσικής σύνθεσης από το Francesco Gnecco. Λόγω των εξαιρετικών δυνατοτήτων του οι περισσότεροι δάσκαλοί του δεν ήταν σε θέση να δείξουν κάτι καινούργιο στον Paganini. Το μόνο που είχε απομείνει για τον ίδιο ήταν η επίπονη και προσεκτική μελέτη, η οποία διαρκούσε ως συνήθως περίπου 15 ώρες!
Ήδη από την ηλικία των οχτώ ετών συνέθετε και από τα δώδεκά του παραχωρούσε συναυλίες σε εκκλησίες και ιδιωτικούς χώρους, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτες δεξιότητες. H πρώτη δημόσια εμφάνισή του καταγράφεται το περίπου το 1793, στη Γένοβα, η οποία στέφθηκε με επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πάρμα, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του υπό την επίβλεψη του Alessandro Rolla, ο οποίος εντυπωσιασμένος από την τεχνική του Paganini θεώρησε ότι δεν ήταν σε θέση να του μεταδώσει περισσότερες γνώσεις και τον προέτρεψε να παρακολουθήσει μαθήματα σύνθεσης με τον Ferdinando Paer. Στα τέλη του 1796, ο Paganini επέστρεψε στη Τζένοα ως ολοκληρωμένος πλέον μουσικός και έχοντας διευρύνει σημαντικά τις γνώσεις του στους τομείς της σύνθεσης και της ενορχήστρωσης.
Το πρώτο του επίσημο κοντσέρτο το έδωσε σε ηλικία 12 ετών, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να συνθέτει από τα 8 του! Όλες του οι εμφανίσεις λάμβαναν διαστάσεις θριάμβου και το κοινό έμενε εκστασιασμένο από τις εκπληκτικές ικανότητές του. Παρόλα αυτά οι κακές συνήθειες του ποτού και της χαρτοπαιξίας έρχονται να ανακόψουν για λίγο την εκπληκτική του πορεία. Ωστόσο, επανέρχεται στην ηλικία των 23 ετών αναλαμβάνοντας τη θέση του μουσικού διευθυντή στην αυλή της πριγκίπισσας της Lucca και της αδερφής του Ναπολέοντα, Elisa Baciocchi. Μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1809. Έπειτα, ως ελεύθερος πια καλλιτέχνης, περιοδεύει στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. 

Το καλλιτεχνικό του ντεμπούτο πραγματοποιείται το 1813 στο Μιλάνο ενώ οι κριτικές είναι διθυραμβικές. Από τις αρχές του 1828, ο Niccolò Paganini περιόδευσε σε χώρες εκτός των συνόρων της Ιταλίας, με πρώτο σταθμό την Αυστρία. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στη Βιέννη, πραγματοποίησε πολυάριθμες συναυλίες σε διαφορετικά θέατρα της πόλης, ενώ σύμφωνα με την αλληλογραφία του, πρέπει να ενθουσιάστηκε από τη μουσική παιδεία του κοινού. Στο ίδιο διάστημα συνέθεσε τρία έργα για βιολί και ορχήστρα: ένα καπρίτσιο που δεν διασώζεται, βασισμένο στο Là ci darem la mano του Mozart, τη σονάτα Maestosa suonata sentimentale (op. 27) που αποτελείται από παραλλαγές του εθνικού ύμνου της Αυστρίας και το έργο La tempesta (op. 36). Εγκατέλειψε τη Βιέννη το καλοκαίρι του ίδιου έτους και επόμενος σταθμός του υπήρξε η Πράγα. Η παραμονή του στην πρωτεύουσα της Τσεχίας αποδείχθηκε λιγότερη επιτυχημένη, καθώς οι συναυλίες του αντιμετωπίστηκαν από το κοινό με επιφύλαξη. Πιθανότερη αιτία για την κριτική που αντιμετώπισε αποτέλεσαν οι ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις που ενσωμάτωνε η σχολή της Βοημίας, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνική αποτελούσε περισσότερο μέσο προς την πραγμάτωση των μουσικών και εκφραστικών στόχων του ερμηνευτή και λιγότερο πεδίο επίδειξης της δεξιοτεχνίας του. Τον Ιανουάριο του 1829 και για τα επόμενα δύο χρόνια, ο Niccolò Paganini περιόδευσε στη Γερμανία και στην Πολωνία, οργανώνοντας περισσότερες από εκατό συναυλίες σε συνολικά σαράντα πόλεις και ολοκληρώνοντας παράλληλα το τέταρτο κοντσέρτο για βιολί σε ρε ελάσσονα. Παρά το γεγονός πως κατόρθωσε να κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την αναγνώριση του Γερμανικού κοινού, ορισμένοι επαγγελματίες μουσικοί και κριτικοί εστίασαν με αρνητικό τρόπο στην εκκεντρικότητα των εκτελέσεών του. Το Φεβρουάριο του 1831 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου πραγματοποίησε την πρώτη συναυλία του επί γαλλικού εδάφους, παρουσιάζοντας το πρώτο του κοντσέρτο για βιολί και τη Στρατιωτική σονάτα. Η υποδοχή του στη Γαλλία υπήρξε θερμή, καθώς τόσο ο τύπος όσο και οι κριτικοί εξήραν την τεχνική και την ερμηνεία του, ωστόσο η παραμονή του διήρκεσε για μικρό χρονικό διάστημα. Το Μάιο του ίδιου έτους, κατόπιν πρόσκλησης του διευθυντή τού Βασιλικού Θεάτρου του Λονδίνου, ταξίδεψε στην αγγλική πρωτεύουσα προκειμένου να παραχωρήσει συναυλίες. Η πρώτη του εμφάνιση έλαβε χώρα στις 3 Ιουνίου και σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Πραγματοποίησε επίσης συναυλίες στην Ιρλανδία και στη Σκωτία, πριν επιστρέψει αργότερα στο Παρίσι, όπου σύμφωνα με μία επιστολή του, παραχώρησε 151 συναυλίες στη διάρκεια ενός έτους.
Την περίοδο 1832 - 1834, ο Paganini στράφηκε για πρώτη φορά στο όργανο της βιόλας, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως συνθέτης. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ζήτησε από τον Hector Berlioz να συνθέσει ένα κοντσέρτο για βιόλα, ωστόσο απέρριψε τα προσχέδια του έργου (αργότερα ο Berlioz βασίστηκε σε αυτά για τη συμφωνία «Harold en Italie») και το 1834 ολοκλήρωσε ο ίδιος τη «Σονάτα για μεγάλη βιόλα» σε ντο μείζονα, προσαρμοσμένη στην εκτελεστική δεινότητα του ίδιου. Ο όρος «μεγάλη βιόλα» οφείλεται στον τύπο του οργάνου που χρησιμοποίησε ο Paganini, μία βιόλα μεγάλων διαστάσεων που δανείστηκε από φιλικό του πρόσωπο. Η σονάτα για βιόλα του Paganini συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων συνεισφορών στο ρεπερτόριο για βιόλα του 19ου αιώνα. Στα τέλη του 1835 επέστρεψε στην Πάρμα, όπου διορίστηκε από τη Μαρία Λουίζα της Αυστρίας σύμβουλος της ορχήστρας του δούκα. Ο Paganini συνέβαλε στην αναμόρφωσή της, επωφελούμενος από τις επαφές του με τις κορυφαίες ορχήστρες της Ευρώπης, αύξησε τον αριθμό των μελών της και την κατέστησε μία από τις κορυφαίες ιταλικές ορχήστρες. Πιθανώς εξαιτίας της στάσης της Αυλής απέναντι στα σχέδιά του, ο Paganini εγκατέλειψε τη θέση του και το επόμενο διάστημα έζησε στο Τορίνο, στη Μασσαλία και στη Νίκαια, πριν επιστρέψει στη Γένοβα κατά τις αρχές του 1837. Τον ίδιο χρόνο, συμμετείχε ως μέτοχος ενός καζίνο που έφερε το όνομά του, στο Παρίσι, χώρο στον οποίο έδινε επίσης δύο συναυλίες την εβδομάδα. Η κακή κατάσταση της υγείας του δεν του επέτρεψε τελικά να είναι συνεπής στους αρχικούς του σχεδιασμούς και σύντομα η επιχείρηση αυτή απέτυχε οικονομικά. Ο Paganini αντιμετώπισε την κατηγορία της αθέτησης συμβολαίου, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να καταβάλει τελικά ένα υψηλό χρηματικό πρόστιμο. Κατά την περίοδο αυτή, η σταδιοδρομία του ως εκτελεστή και βιρτουόζου του βιολιού είχε φθάσει στο τέλος της. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με το εμπόριο έγχορδων οργάνων, τομέα στον οποίο φιλοδοξούσε να διακριθεί εκμεταλλευόμενος την αξιοπιστία τού ονόματός του. 

Στην προσωπική του ζωή ο Niccolò δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και το 1825 απέκτησε έναν γιο με μια τραγουδίστρια όπου περιόδευε μαζί, την Antonia Bianchi. Άφησε πίσω του μια αρκετά μεγάλη περιουσία ενώ πάντα ήταν γενναιόδωρος προς τους συναδέλφους του. Επίσης είχε στην κατοχή του βιολιά φημισμένων κατασκευαστών όπως Stradivarious, Guarnerious και Amati, όπως επίσης και μια βιόλα και ένα κοντραμπάσο του πρώτου κατασκευαστή από τους παραπάνω. Ως αγαπημένο όργανο του Niccolò Paganini αναφέρεται ένα βιολί του κατασκευαστή Guarneri del Gesù, κατασκευασμένο το 1742, το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «Το κανόνι» (Il cannone).
Ο Niccolò Paganini θεωρήθηκε ο πρώτος αυτόνομος καλλιτέχνης όπου περιόδευε χωρίς τη συνοδεία άλλων μουσικών, ενώ από την άλλη έθεσε ξεκάθαρα τις βάσεις για το ρόλο του σολίστα. Οι ικανότητες του ήταν τέτοιες, ώστε φημολογείται ότι το κοινό παραληρούσε, σε σημείο οι κυρίες να λιποθυμούν και οι άντρες να κλαίνε…
Τα ρεσιτάλ του στα μεγάλα μουσικά κέντρα της Ευρώπης θύμιζαν πολύ τις μετέπειτα συναυλίες των Beatles. Όπως έγραφε στον Goethe ένας φίλος του, «με τις άτιμες τις συναυλίες του ο Paganini τρέλαινε άνδρες και γυναίκες». Ο ίδιος ο Goethe τον παρομοίαζε ως «στήλη από φλόγες και σύννεφα».

Η τεχνική του αρτιότητα και η εξαιρετική δεξιοτεχνία του εξηγήθηκε στην εποχή του μέσα από διάφορους μύθους, με τον πλέον διαδεδομένο να θεωρεί πως είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο προκειμένου να αποκτήσει υπερφυσικές ικανότητες στην εκτέλεση του βιολιού. Υπερβολικές διαστάσεις έλαβαν επίσης ορισμένα στοιχεία της προσωπικής ζωής ή του χαρακτήρα του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φήμη σύμφωνα με την οποία είχε φυλακιστεί για πολλά χρόνια για το θάνατο μιας ερωμένης του, της οποίας τα εσωτερικά όργανα είχε χρησιμοποιήσει για την κατασκευή χορδών.
Είναι γεγονός, παρόλα αυτά, ότι η όψη του και το ύφος που έπαιρνε κατά την εκτέλεση, τροφοδοτούσε τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες. Πέρα από αυτούς τους μύθους, όμως, ο μεγαλύτερος βιρτουόζος όπου γνώρισε η ανθρωπότητα ήταν ένας πιστός εργάτης της τέχνης. Οι καινοτομίες του, ως αποτέλεσμα της επίπονης δουλειάς, άλλαξαν ριζικά των κόσμο των εγχόρδων με δοξάρι.
Ο Paganini έφερε επανάσταση στην τεχνική της ερμηνείας του βιολιού, στο πλαίσιο του κινήματος του Ρομαντισμού. Διαθέτοντας ένα εξαιρετικά ευκίνητο χέρι με πολύ μεγάλο άνοιγμα των δακτύλων του έκανε τις αλλαγές μεταξύ απομακρυσμένων θέσεων με εκπληκτική δεξιοτεχνία και ευκολία. Επίσης, τα άλματα με το δοξάρι (ricochet), οι διπλές τρίλιες, το ταυτόχρονο παίξιμο με δοξάρι και δάκτυλα, οι τεχνικές αρμονικές και το διαφορετικό κούρδισμα, αναλόγως την περίσταση, είναι λίγες από αυτές τις καινοτομίες όπου αποδείχτηκαν μοναδικό εργαλείο στα χέρια των μετέπειτα σολιστών και συνθετών του 19ου και 2ου αιώνα. Ο Paganini επηρέασε βαθύτατα πολλούς άλλους συνθέτες, όπως οι Liszt, Brahms και Schumann και βιρτουόζους όπως ο Pablo de Sarasate.

Παρά τις ιδιαιτερότητες της τεχνικής του, ο Paganini δεν διαμόρφωσε μία νέα σχολή στον τρόπο εκτέλεσης του βιολιού, ενώ δεν διέθετε κανένα μαθητή με ανάλογη φήμη. Μεγάλο μέρος των συνθέσεών του παρέμεινε αδημοσίευτο μέχρι το 1851, καθώς ο Paganini πίστευε πως ήταν ο μόνος που είχε την ικανότητα να τις ερμηνεύσει, όντας προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες δεξιότητες του ίδιου. Η δεξιοτεχνία του φαίνεται πως οφειλόταν σε ένα βαθμό στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κρατούσε το βιολί, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί σε αρκετές λιθογραφίες ή σχέδια ζωγραφικής. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις, ο Paganini διατηρούσε το πάνω μέρος των χεριών του κοντά στο υπόλοιπο σώμα, διατηρώντας το «λαιμό» του οργάνου με κλίση προς το έδαφος και προβάλλοντας ελαφρά το ένα πόδι μπροστά. Τα δάχτυλά του δεν ήταν ασυνήθιστου μεγέθους, διέθεταν ωστόσο μεγάλη ευλυγισία και δυνατότητα μεγάλων ανοιγμάτων που έφθαναν να καλύψουν τρεις οκτάβες του οργάνου. Έχει υποστηριχθεί πως οι δεξιότητες του οφείλονταν πιθανώς σε κάποιου τύπου διαταραχή του συνδετικού ιστού (όπως το σύνδρομο Μαρφάν ή μία ήπια παραλλαγή του συνδρόμου Ehlers - Danlos), αν και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επιβεβαιώνονται.
Η ιδιοφυία του Niccolò Paganini, ως βιρτουόζου θόλωσε, βέβαια, τη λάμψη του ως συνθέτη. Ωστόσο έγραψε μουσική για την ανάγκη των παραστάσεων του, μουσική απίστευτης δυσκολίας, σύμφωνα με τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν 24 καπρίτσια για βιολί, χωρίς τη συνοδεία οργάνου τα οποία έγραψε ανάμεσα στο 1801 και το 1807. Αυτά τα έργα θεωρούνται από τα πιο δύσκολα σε επίπεδο τεχνικής για το ρεπερτόριο του συγκεκριμένου εγχόρδου οργάνου. Το τελευταίο μάλιστα απ’ αυτά με τίτλο «Tema Quasi Presto-Variazioni-Finale» ενέπνευσε έργα των Liszt, Brahms, Schumann και Rachmaninoff. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Niccolò Paganini έπαιζε και κλασική κιθάρα, έχοντας επίσης γράψει πάμπολλες συνθέσεις. 

Από το 1815 έως το 1816 συνέθεσε το  το πρώτο από τα έξι κοντσέρτα που έγραψε. Η ορχηστρική μουσική του Ιταλού βιρτουόζου, και πιο συγκεκριμένα τα κοντσέρτα του για βιολί, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από το θέμα της τεχνικής αρτιότητας που πρέπει να διαθέτει ο βιολονίστας. Το αξιοσημείωτο σε αυτές τις συνθέσεις είναι ότι τα μέρη του βιολιού έμειναν άγνωστα μέχρι την παρουσίασή τους από τον ίδιο τον Paganini. Μέχρι το θάνατό του είχαν εκδοθεί μόνο δύο απ’ αυτά. Στις μέρες μας έχουν δημοσιευθεί συνολικά έξι κοντσέρτα, αν και στα δύο τελευταία λείπουν τα ορχηστρικά μέρη.
 Το πρώτο κοντσέρτο «Κοντσέρτο για βιολί και Ορχήστρα σε ρε μείζονα», γράφτηκε το 1817 - 1818. Σε αυτή τη σύνθεση φαίνεται ξεκάθαρα η μελωδικότητα του συνθέτη και οι επιρροές του από την ιταλική όπερα. Αποτελείται από τα εξής μέρη:
α. Allegro maestoso,
β. Adagio και
γ. Rondo: Allegro spirituoso
Το δεύτερο κοντσέρτο για βιολί (op. 7), είναι γνωστό κυρίως για το τελευταίο μέρος του, ένα ροντό, που ονομάστηκε La campanella εξαιτίας της χρήσης ενός τριγώνου για τη μίμηση του ήχου μίας καμπάνας. Το έργο ενέπνευσε αργότερα το Franz Liszt στη σύνθεση της φαντασίας «Grand fantasia de bravoure sur La clochette». 


Το 1826 είναι το έτος της σύνθεσης του τρίτου κοντσέρτου του Niccolò Paganini. Ο ίδιος επιθυμούσε να πρωτοπαρουσιαστεί το έργο αυτό στην Ιταλία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα η πρεμιέρα έγινε στη Βιέννη, τον Ιούλιο του 1828. Η συγκεκριμένη σύνθεση αποτελείται από 3 μέρη τα οποία είναι:
α. Introduzione: AndanteAllegro marziale
β. Adagio. Cantabile Spianato και
γ. Polacca: Andantino vivace
Από το 1834 και μετά πραγματοποιεί λίγες εμφανίσεις πια. Έχοντας αρρωστήσει από σύφιλη, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρείται και από καρκίνο στο λάρυγγα. Η ασθένεια του αφαιρεί τη δυνατότητα να μιλά όχι όμως και να παίζει βιολί μέχρι το τέλος του, το οποίο έρχεται στην Νίκαια στις 27 Μαΐου του 1840.
Η μακάβρια εμφάνισή του περί το τέλος της ζωής του με οφθαλμούς εισερχομένους στο οστεώδες πρόσωπό του και με τα απίθανα επιμηκυμένα δάκτυλά του σε συνδυασμό με τη δεισιδαιμονία και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής του στάθηκαν ικανά να τον περιβάλει η φήμη διαβολικού όντος. Λίγο πριν πεθάνει στη Νίκαια, από φυματίωση του λάρυγγα, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και λόγω της αδυναμίας κατάποσης η «όστια» της μετάληψης έπεσε από το στόμα του, με συνέπεια κανείς πλέον να μην αμφιβάλει της διαβολικής υπόστασής του. 

Όταν πέθανε στις 27 Μαΐου του 1840 η Εκκλησία αρνήθηκε τη ταφή του «δούλου του Σατανά» και ο νεκρός του Paganini παρέμεινε επί μήνες στο φέρετρο στα υπόγεια του νοσοκομείου, για να εκβληθεί αργότερα από εκεί όταν άρχισε να εκδηλώνεται μεταξύ των κατοίκων σχετική αναταραχή, που έμεινε γνωστή στα χρονικά της επιστήμης ως «ψύχωση Paganini». Έτσι ο νεκρός μεταφέρθηκε σε παλαιό λεπροκομείο της Villafranca. Αλλά επειδή κι εκεί οι λεπροί δεν ήθελαν τη γειτονία τους, με τον «επάρατον», εγκατέλειψαν το φέρετρο στην έρημη ακτή.
Μετά τη πάροδο ενός ακόμη μήνα τρεις Γάλλοι θαυμαστές του μεγάλου δεξιοτέχνη μεταξύ των οποίων και ο ζωγράφος Felix Ziem παρέλαβαν το φέρετρο και το μετέφεραν κρυφά στη Saint Jean όπου και το έθαψαν. Μετά τρία χρόνια ο γιος του νεκρού, Αχιλλίνος Paganini, επιτυγχάνοντας άδεια ταφής από τον Πάπα μετέφερε δια θαλάσσης το φέρετρο στη Γένουα. Λόγω όμως της επιδημίας της πανώλης που ήδη είχε ενσκήψει απαγορεύτηκε η εκφόρτωση και το πλοίο επανέπλευσε στη Μασσαλία. Αλλά και εκεί αρνήθηκαν οι Μασσαλιώτες να προσφέρουν Γη για τη ταφή του νεκρού που τελικά απετέθη σε μικρή Μονή της νησίδας του Αγίου Ονωρίου.
Τέλος με την επέμβαση της Μεγάλης Δούκισσας της Πάρμας, της άλλοτε Αυτοκράτειρας της Γαλλίας Μαρίας Λουίζας έληξε ο μεταθανάτιος αυτός διωγμός και το φέρετρο μετεφέρθη τελικά στη Πάρμα το 1845 όπου και τάφηκε στο ναό της Στεκάτας. Μετά τη παρέλευση 22 ακόμη ετών ο γιος του Niccolò Paganini κληρονόμος της κολοσσιαίας κληρονομιάς του πατέρα του ανήγειρε περισπούδαστο τάφο στο νεκροταφείο της Πάρμας, όπου και ενταφιάστηκαν οριστικά τα πολύπαθα λείψανα.

Η ζωή του παρουσιάζει και σήμερα πολλά ανεξιχνίαστα κενά, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των βιογράφων του. Απρόβλεπτος άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης, ο Niccolò Paganini εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν: ένας θρύλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου