Στο σπίτι
Πέρα από
το παράθυρο βρισκόταν ένας άλλος κόσμος, σχεδόν απρόσιτος στη γυναίκα. Το
σύνορο αυτού του κόσμου το αποτελούσε η θύρα, που φυλαγόταν από ένα θυρωρό. Στα
χτυπήματα του μικρού μεταλλικού ρόπτρου, που ήταν κρεμασμένο στην εξώθυρα,
απαντούσε πρώτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί από την αυλή. Έπειτα έβγαινε ο
θυρωρός, ο οποίος άφηνε ή όχι τον επισκέπτη να μπει στην αυλή. Η αυλή αυτή, που
στη μέση της υψωνόταν ο βωμός του Ερκείου Δία, προστάτη της εστίας, ήταν το κέντρο
του σπιτιού. Εδώ έτρωγαν, εδώ περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους τα μέλη της
οικογένειας και εδώ επίσης γίνονταν δεκτοί οι καλεσμένοι. Απ’ τις δυο πλευρές
κάτω απ’ τις στοές, βρίσκονταν τα δωμάτια. Στο βάθος, στο απέναντι από την
είσοδο μέρος, βρισκόταν η πύλη που οδηγούσε στο δωμάτιο του άνδρα, κύρια
αίθουσα της κατοικίας.
Στο γυναικωνίτη μπορείς να φτάσεις μόνο περνώντας απ’
αυτό το δωμάτιο. Ο γυναικωνίτης περιλάμβανε τον κοιτώνα των συζύγων, τα δωμάτια
των κοριτσιών και τα διαμερίσματα όπου εργάζονταν οι δούλες. Εκτός από το
σύζυγο, κανένας άλλος άντρας δεν επιτρεπόταν να μπει εκεί. Ο γυναικωνίτης ήταν
τόσο απρόσιτος που κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σαν αυτό που
διηγείται ο Δημοσθένης. Μια φορά στο σπίτι ενός αθηναίου, που είχε φύγει σε
ταξίδι, τρύπωσαν ληστές. Οι γείτονες άκουσαν τα ξεφωνητά των γυναικών και είδαν
πως γινόταν αρπαγή. Άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια, αλλά κανένας δεν τόλμησε να
μπει στο γυναικωνίτη, αν και έβλεπαν πως οι ληστές έβγαζαν τα πράγματα από το
σπίτι.
Οικιακός εξοπλισμός
Όταν
έκανε κρύο, στο σπίτι δεν ήταν πολύ ευχάριστα, γιατί, εκτός από ένα μαγκάλι με
κάρβουνα, τα δωμάτια δεν είχαν άλλο μέσο θέρμανσης. Μονάχα στο μαγειρείο υπήρχε
εστία. Από τα κάρβουνα που σιγόκαιγαν μέσα στη στάχτη της εστίας έπαιρναν φωτιά
όταν νύχτωνε και έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι. Κάποτε, αντί λυχνάρι
χρησιμοποιούσαν μια χούφτα δαδιά. Άλλοτε για λυχνάρι μεταχειρίζονταν ένα
μετάλλινο κουτί ή ένα πήλινο αγγείο, γεμάτο από στουπί αλειμμένο με μια
ρητινώδη ουσία. Αυτό το τοποθετούσαν στο μέσο ενός πιο μεγάλου αγγείου από
πηλό, όπου έπεφτε το αναμμένο φιτίλι και κυλούσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι
κάπνιζε και πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους και την οροφή. Η αλήθεια
είναι πως η ζημιά δεν ήταν μεγάλη. Για πολύ καιρό στην Αθήνα οι τοίχοι
ασπρίζονταν μόνο με ασβέστη. Ο Αλκιβιάδης υπήρξε ο πρώτος Αθηναίος που στόλισε
τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι’ αυτό το σκοπό έκλεισε στο σπίτι το ζωγράφο
Αγάθαρχο και δεν τον άφησε να βγει πριν τελειώσει τη δουλειά του. Γενικά, όμως,
για τα δωμάτια προτιμούσαν λυχνάρια με λάδι. Αυτά τα έφτιαχναν με μέταλλο ή με
πηλό και είχαν δυο τρύπες. Η μια για να βάζουν το λάδι, η άλλη για να βγαίνει
το φιτίλι. Πρέπει να πούμε πως σ’ αυτά τα λυχνάρια έδιναν τις πιο ποικίλες
μορφές.
Σχεδόν
όλα τα σπίτια είχαν δυο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν και τότε
στα πάνω δωμάτια ανέβαινες απευθείας από το δρόμο με μια εξωτερική κλίμακα. Στα
πιο μέτρια σπίτια η σκάλα ήταν εσωτερική και στο ισόγειο βρίσκονταν οι αποθήκες
και συχνά και ο γυναικωνίτης.
Η
πλειοψηφία των ιδιωτικών σπιτιών της Αθήνας ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των
μέτριων σπιτιών, ή καλύτερα ήταν ένα είδος καλύβας αποτελούμενης από δυο
μικροσκοπικά καλυβάκια το ένα επάνω στο άλλο, που έβλεπαν απευθείας στο δρόμο.
Οι στέγες τις περισσότερες φορές ήταν ίσιες, τα δωμάτια του ισογείου δεν είχαν
παράθυρα, το φως της αυλής έμπαινε από τη θύρα. Τα δωμάτια του επάνω πατώματος
όμως είχαν παράθυρα, κι από εδώ άρεσε στις γυναίκες να παρακολουθούν την κίνηση
του δρόμου.
Τα
σπίτια δεν είχαν ξύλινες θύρες, εκτός από εκείνη που έβγαζε στο δρόμο και τη
θύρα του δωματίου όπου φύλαγαν τα πολύτιμα αντικείμενα. Στα άλλα δωμάτια
μπροστά στις θύρες υπήρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα
σπίτια των ευκατάστατων ανθρώπων ήταν επιπλωμένα αρκετά πλούσια. Ας αρχίσουμε
από τα καθίσματα. Υπήρχαν καθίσματα με ερεισίνωτο (πλάτη δηλ.) Ή χωρίς
ερεισίνωτο, καθώς και ο θρόνος, δηλαδή ένα κάθισμα με υψηλό ερεισίνωτο.
Πολύ πιο
γερές ήταν οι καλάθες, που δεν έλειπαν από τα σπίτια των Αθηναίων, οι οποίες
αντικαθιστούσαν τις ντουλάπες. Οι καλάθες ήταν τόσο μεγάλες, που καθεμιά τους
μπορούσε να χωρέσει δύο ανθρώπους. Οι καλάθες έκλειναν με κάτι βαριές
κλειδαριές και συχνά ήταν στολισμένες με κεντίδια, εγκόλλητα, γεωμετρικά
σχήματα κ.ά. Στο σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα αγγεία. Αυτά είχαν διάφορες
μορφές και διαστάσεις και πολλές φορές ήταν ωραία.
Το πιο μεγάλο αγγείο - ο πίθος - ήταν μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σύκα, τρόφιμα αλατισμένα.
Το πιο μεγάλο αγγείο - ο πίθος - ήταν μια μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ή ίσιο. Στους πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σύκα, τρόφιμα αλατισμένα.
Για
μακρόχρονη διατήρηση το κρασί και το λάδι το έβαζαν σε αμφορείς, κάτι αγγεία με
δύο χερούλια και μακρύ λαιμό. Τα στόμια των αμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το
αγγείο στο οποίο αναμίγνυαν στο τραπέζι το κρασί με νερό ονομαζόταν κρατήρας. Ο
κρατήρας είχε σχήμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δυο χερούλια. Το σερβίτσιο
του κρασιού συμπληρωνόταν με τις οινοχόες, αγγεία με ένα χερούλι κι ένα στόμιο
απ’ όπου χυνόταν το ποτό, και τον σκύφο, ένα είδος κυπέλλου ή κανάτας με ψηλό
χερούλι. Εξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεία που
χρησιμοποιούνταν για το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι και τέλος τα
ρυτά. Το ρυτό ήταν ένα κέρατο πελεκημένο και γλυμμένο στη μυτερή του άκρη, που
είχε μορφή κεφαλής ζώου, συνήθως κριαριού. Εδώ, στο κεφάλι, υπήρχε μια τρύπα
για να χύνεται το υγρό, που έκλεινε με ένα μικρό καπάκι.
Τα
δοχεία του φαγητού των Ελλήνων μάς είναι λιγότερο γνωστά. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν
η χύτρα, ένα δοχείο με πόδια ή χωρίς πόδια, αλλά με κυκλικό πυθμένα, για να
μπορεί να κάθεται σε τρίποδα. Στη χύτρα έβραζαν κρέας και λαχανικά. Για τα
ψάρια υπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεία. Το ψωμί και τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά
κάνιστρα. Μια σκάρα, μαχαίρια και πιρούνια συμπλήρωναν τα εξαρτήματα του μαγειρείου.
Όλα τα
δοχεία των αρχαίων Αθηναίων ήταν φτιαγμένα από πηλό κόκκινο ή κιτρινωπό, που
τον προμηθεύονταν από τα κεραμουργεία των προαστίων της πόλης. Στο κόκκινο
βάθος του αγγείου ζωγράφιζαν ωραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεία αναφέρονται
για πρώτη φορά στον Αριστοφάνη. Προηγουμένως από γυαλί κατασκεύαζαν μόνο
κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια. Ο χρόνος μετριόταν με
το ρολόι: το γνώμονα, ένα ηλιακό ρολόι, εγκατεστημένο στον κήπο του σπιτιού,
και την κλεψύδρα, ένα ρολόι με νερό, με το οποίο μετριόταν ο χρόνος ανάλογα με
την ποσότητα του νερού που έτρεχε ομοιόμορφα σ’ ένα δοχείο. Ορισμένα σχέδια σε
αρχαία ελληνικά αγγεία παριστάνουν σκηνές από τη ζωή και τις ασχολίες των
γυναικών. Τα σχέδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σύμφωνα με το
θέμα τους: οικιακές ασχολίες, καλλωπισμός των γυναικών και διασκεδάσεις τους
στην αποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.
Ενδυμασία
Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρή εσωτερική ενδυμασία και σ’ ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου.
Η γυναικεία ενδυμασία εκείνης της εποχής δεν έθετε ζητήματα κοπτικής αλλά απαιτούσε μεγάλη ευχέρεια στην τέχνη του στολισμού. Τα γυναικεία ενδύματα, όπως και τα αντρικά, χωρίζονταν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στην ελαφρή εσωτερική ενδυμασία και σ’ ένα φόρεμα πιο χοντρό, τον πέπλο, που φοριόταν από πάνω. Ο χιτώνας των γυναικών ήταν συνήθως πιο μακρύς από τον αντρικό, ήταν απλό, μακρύ πουκάμισο, που έπεφτε ελεύθερα κατά μήκος του σώματος και πιανόταν μόνο με ένα κορδόνι. Οι παντρεμένες γυναίκες έδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω από το στήθος τους, ενώ τα νεαρά κορίτσια στο θώρακα ή στους γοφούς. Κάποτε ο χιτώνας είχε σχιστά μανίκια. Οι άκρες του πιάνονταν με μια πόρπη από το δεξιό ώμο ή τις έδεναν φιόγκο πάνω στο στήθος. Στις παρυφές ο χιτώνας ήταν στολισμένος με μια ταινία άλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου.
Στο
σπίτι οι γυναίκες φορούσαν μόνο χιτώνα αλλά όταν έβγαιναν στο δρόμο φορούσαν
από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα κομμάτι ύφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο και
μακρύ 3-4 μέτρα, με το οποίο οι Ελληνίδες καλύπτονταν επιδέξια, αφήνοντάς το να
πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, όταν δεν φορούσαν βέλο, άφηναν ελεύθερη μιαν άκρη του
πέπλου και κάλυπταν μ’ αυτήν το κεφάλι.
Την
ενδυμασία των γυναικών την έφτιαχναν από μάλλινο ύφασμα, πανί και λινάρι και
ένα ύφασμα από άγνωστο υλικό, πολύ λεπτό και διάφανο, όπως η μουσελίνα. Τα
χρώματα που προτιμούσαν ήταν: κίτρινο, κόκκινο, ερυθρό, πράσινο ανοιχτό,
πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ανοιχτό και λευκό. Τους άρεσαν υφάσματα με
σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα και κεντήματα. Μπορούμε να σχηματίσουμε μια
ιδέα για τα κεντητά πέπλα αν κοιτάξουμε τα σχέδια των αγγείων ή αν διαβάσουμε
στον Αισχύλο την περιγραφή της ενδυμασίας του Ορέστη.
Στο
δρόμο οι γυναίκες σπάνια φορούσαν στο κεφάλι τους καλύμματα, αλλά όταν έβγαιναν
έξω από την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή
κορυφή. Στα πόδια φορούσαν σανδάλια, υποδήματα λευκά ή κίτρινα και ένα είδος
ψηλά άρβυλα. Όταν έβγαιναν στο δρόμο έπαιρναν μια ομπρέλα και ένα ριπίδι από
φτερά παγονιού ή ένα πιο ελαφρύ από ξύλο, με μορφή λωτού. Η ενδυμασία
συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδή ή μακριά σκουλαρίκια, χρυσά
περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αυτά τα φορούσαν στο πάνω μέρος του
βραχίονα), δαχτυλίδια και κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στην κλείδωση του
χεριού.
Ο
καθρέφτης ήταν ένα αντικείμενο που δεν έλειπε από τη ζωή της γυναίκας. Οι
καθρέφτες γίνονταν από καλοδουλεμένο μέταλλο κι είχαν ένα χερούλι λιγότερο ή
περισσότερο στολισμένο. Όταν οι εταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες
τους στην Αφροδίτη για την προστασία και τη μέριμνα που τους είχε η θεά.
Καλλωπισμός
Οι Ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οι Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες. Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
Οι Ελληνίδες είχαν μακριά και πυκνά μαλλιά. Τα έπλεκαν και τα έκαναν βοστρύχους και πλεξούδες, τα έπιαναν με ταινίες και καρφίδες (τσιμπιδάκια) και τους έκαναν διάφορα χτενίσματα. Στις ελεύθερες γυναίκες το κοντό μαλλί ήταν σημάδι πένθους ή αναγνώριση γηρατειών. Οι δούλες είχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οι Ελληνίδες χρησιμοποιούσαν κρέμα για να ασπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές για τα φρύδια και τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναίκες είχαν ολόκληρο εργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με αρώματα και αρωματικές ουσίες, δοχεία με κρέμες. Για το βάψιμο του προσώπου και των χειλιών χρησιμοποιούσαν μολύβια ή ρίζα του φυτού αλκέα (είδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ή με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ελαφρά με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις έβαφαν πρώτα μαύρες, έπειτα με ένα μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι. Οι γυναίκες έβαζαν πολλά μυρωδικά, όπως άλλωστε και οι άντρες, πράγμα που φαίνεται από τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
Διασκεδάσεις
Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι Έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση.
Η μουσική κατείχε σημαντική θέση στη ζωή της γυναίκας. Οι θωπευτικοί τόνοι της λύρας και τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου αντηχούσαν συχνά στα διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οι Έλληνες ήταν μεγάλοι φίλοι της μουσικής και απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην ηθική της επίδραση.
Οι Έλληνες
προτιμούσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Για τις διάφορες κλίμακες υπήρχαν ειδικές
ονομασίες. Οι νότες της φωνητικής μουσικής και της ενόργανης μουσικής ήταν
επίσης διαφορετικές.
Η
αρμονία ήταν ξένη προς την ελληνική μουσική. Παρ’ όλο που οι Έλληνες γνώριζαν
τις συγχορδίες, χρησιμοποιούσαν μονάχα την κλίμακα που την ονόμαζαν αντιφώνηση.
Συνήθως τραγουδούσαν σε μια φωνή.
Μια άλλη
διασκέδαση των γυναικών ήταν τα οικιακά ζώα και τα πουλερικά. Είχαν σκυλιά και
γάτες παιχνιδιάρικες, που τους άρεσε να παίζουν με τις κλωστές από ένα
ατέλειωτο κέντημα, κοκόρια και κότες, χήνες, κάργες αυθάδικες, που ήξεραν να
σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες και να κρατούν μια μικροσκοπική ασπίδα,
γερανούς, πέρδικες και άλλα εξημερωμένα πουλιά, που τις εικόνες τους μπορεί να
τις δει κανείς στα σχέδια των αγγείων.
Μια
εποχή έγιναν της μόδας οι πίθηκοι της Αιγύπτου, αλλά πιθήκους μπορούσε να δει
κανείς πιο σπάνια και δεν ήταν εύκολο να τους προμηθευτεί.
Μα θα
ήταν μεγάλο λάθος να πιστέψει κανείς ότι όλες οι αθηναίες περνούσαν τον καιρό
τους μπροστά στον καθρέφτη ή χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Η τέχνη του 5ου
- 4ου αιώνα παρουσίασε ιδιαίτερα τη ζωή της εύπορης γυναίκας. Υπήρχε
όμως και μια άλλη ζωή γυναίκας, που συνήθως οι καλλιτέχνες αγνοούσαν. Η σκληρή,
η πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων άπορων οικογενειών δεν αποτελούσε πηγή έμπνευσης
για τους ζωγράφους και τους ποιητές του ισχυρού ναυτικού κράτους. Η αθηναϊκή
τέχνη εμπνέεται από τις πτυχώσεις των κομψών ενδυμάτων κι όχι από τους
χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτώνες που αποτελούσαν την αμοιβή του
καθημερινού μόχθου. Η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Εκείνοι που πλήρωναν τα
αγάλματα και τα αγγεία δεν θα έδιναν χρήματα για τόσο αποκρουστικές εικόνες,
ενώ οι λίγοι οβολοί των φτωχών δεν προορίζονταν για την αγορά αντικειμένων
πολυτελείας. Συχνά δεν έφταναν ούτε για το καθημερινό ψωμί.
Οι φτωχές
Παρ’ όλα
αυτά στις εμπνευσμένες ομιλίες των θεών και των ηρώων αντηχούσε και η γεμάτη
φροντίδες ζωή του αθηναϊκού δήμου. Η γυναίκα του λαού, η γυναίκα του μόχθου, η
κουρασμένη, η πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιών, ενώ στις
κωμωδίες του Αριστοφάνη κλαίει μπροστά σ’ όλους τη μαύρη της τύχη.
Στις
φτωχές οικογένειες η γυναίκα δουλεύει δίπλα στον άντρα. Σε μια επιγραφή γίνεται
λόγος για τη γυναίκα ενός χρυσοχόου που βοηθάει τον άντρα της να φτιάχνει
περικεφαλαίες για τις παρελάσεις και να τις επιχρυσώσει. Η ανάγκη υποχρεώνει
την Αθηναία να κάνει ακόμα και δουλειές δούλας, να εργαστεί σαν τροφός.
Με τον
τελευταίο οβολό η φτωχή γυναίκα αγοράζει λίγο αλεύρι ή δανείζεται από το
γείτονα για να ‘χει με τι να κάνει χυλό σε μια πήλινη γαβάθα, να ψήσει κουλούρια
και να τα πάει στην αγορά να τα πουλήσει. Τα μέλη της οικογένειάς της τα τρέφει
με «ξηρά φύλλα ραδικιού», με «ρίζες ραδικιού» και άλλα φαγώσιμα φυτά. Από τότε
που θα φέξει η μέρα κι ως τη δύση του ήλιου θα την δεις να γυρνάει εδώ και ‘κεί
σαν τη σαΐτα στον αργαλειό.
Δεν έχει
καιρό να τεμπελιάζει στο γυναικωνίτη, άλλωστε για ποιο γυναικωνίτη μπορεί να
γίνεται λόγος στο άθλιο καλύβι της, το κολλημένο στο Βράχο ή το σκαμμένο σ’
αυτόν σαν φωλιά θηρίου.
Δεν έχει
δούλες για να κάνουν όλες τις δουλειές του νοικοκυριού. Κι αν ακόμα έχει (οι
δούλοι είναι τόσο φτηνοί!), αυτοί πεινούν μαζί μ’ ολόκληρη την οικογένεια ή βγάζουν
το ψωμί τους όπως μπορούν. Τα παιδιά της δεν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια
χαμηλωμένα σεμνά στη γη, συνοδευόμενα από έναν παιδαγωγό. Παίζουν κι
ανακατεύουν τη σκόνη των δρομίσκων της Αθήνας. Μόλις μάθουν να διαβάζουν,
πιάνουν δουλειά.
Αν είναι
χωριάτισσα κουράζεται ακόμα πιο πολύ. Πολύ πριν ξημερώσει ετοιμάζει φαγητό για
τον άντρα και τα παιδιά, έπειτα Βγάζει τα βόδια από το στάβλο και τα ποτίζει.
Μαζεύει χόρτο για τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει και υφαίνει, ράβει τα ρούχα
όλης της οικογένειας, περιποιείται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, αρμέγει τις
γίδες, πλένει τα ρούχα στο ρέμα, φορτώνεται συχνά και κουβαλάει μακριά τα βαριά
δέματα με τα άπλυτα ρούχα.
Κάθε χρόνο
βοηθάει τον άντρα να πετάει τις πέτρες από το μικρό της κλήρο. Και κάθε χρόνο,
όταν λιώνουν τα χιόνια, οι χείμαρροι κατεβάζουν απ’ τα βουνά άλλες πέτρες.
Αυτών
των γυναικών, είτε ζουν στην πόλη είτε στο χωριό, η μέρα δεν τους φαίνεται ποτέ
μεγάλη. Αντίθετα, δεν τα καταφέρνουν να τελειώσουν, πριν νυχτώσει, όλες τις
δουλειές τους.
Μονότονα
κυλούσε η ζωή μονάχα της εύπορης γυναίκας. Η υποδεέστερη όμως θέση της και η
υπακοή που όφειλε στο σύζυγο δεν την εμπόδιζαν να του βάζει συχνά τα δυο πόδια
σ’ ένα παπούτσι. Είναι γνωστή η διαβεβαίωση του Θεμιστοκλή ότι ο μικρότερος
γιος του είχε τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στους Έλληνες, γιατί «επικεφαλής των Ελλήνων
βρίσκονται οι Αθηναίοι, επικεφαλής των Αθηναίων είναι αυτός, αυτόν τον
διευθύνει η γυναίκα του και τη γυναίκα του ο γιος του!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου