Το φαγητό
Τώρα δεν
του έμεινε πια παρά μόνο να συμφωνήσει μια χορεύτρια, αυλητές και ένα μάγειρα,
έναν απ’ αυτούς τους τεχνίτες που έμαθαν στις Συρακούσες την τέχνη της
παρασκευής φαγητού. Τους μάγειρους μπορούσε να τους βρει κανείς κάθε μέρα σε
ένα ορισμένο μέρος της αγοράς. Έπαιζαν ρόλο αρκετά σημαντικό στη ζωή της
πόλης, αν κρίνουμε από το πλήθος τις ειρωνείες που αφθονούν στις αρχαίες
κωμωδίες. Ο τύπος του μάγειρα είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς της
ελληνικής κωμωδίας. Τον παρουσιάζουν σαν ψεύτη, κλέφτη, φαγά και φαφλατά. Ο
Ξενοφώντας ήταν αγανακτισμένος από το πλήθος των λεπτεπίλεπτων φαγητών που
μαγείρευαν στον καιρό του, ο Πλάτωνας έδιωξε, χωρίς δισταγμό, από την Πολιτεία
του όλους τους μαγείρους. Οι Σπαρτιάτες λογάριαζαν ίσως πως το λεπτό γούστο για
το φαγητό οδηγεί στην εξασθένηση του κράτους, γι’ αυτό δεν έπαιρναν παρά μόνο
μάγειρους που μαγείρευαν τα πιο απλά φαγητά από κρέας, ενώ εκείνους που
δοκίμαζαν να καθιερώσουν καινούργια φαγητά τούς έδιωχναν από την πόλη.
Αφού
τελείωνε όλες τις δουλειές, δηλαδή ανάμεσα στις 10-11 το πρωί, ο Αθηναίος
κατευθυνόταν σε μια από τις στοές που ήταν γύρω από την αγορά, όπου συναντιόταν
με τους φίλους του.
Χαιρετισμοί
Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν «Χαίρε!», που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: «Υγίαινε!», «Τα ωφέλιμα εργάζου!», «Εργάζου και ευτύχει!».
Όταν συναντιόντουσαν δυο γνωστοί χαιρετιόνταν με μια κίνηση του χεριού. Δεν ταίριαζε να υποκλιθείς, να προσκυνήσεις κάποιον, γιατί οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας θα το θεωρούσαν αυτό υπόλειμμα του καιρού της τυραννίας. Οι Αθηναίοι έδιναν το χέρι μονάχα όταν ορκίζονταν ή στους επίσημους αποχωρισμούς. Ο συνηθισμένος χαιρετισμός ήταν «Χαίρε!», που συνοδευόταν ορισμένες φορές από μια παρατήρηση για τον καιρό. Είναι γνωστοί επίσης και άλλοι τύποι χαιρετισμών: «Υγίαινε!», «Τα ωφέλιμα εργάζου!», «Εργάζου και ευτύχει!».
Συζητήσεις
Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία. Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ’ έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ’ ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για «ακοινώνητο», γιατί «δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα».
Μετά τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, ο Αθηναίος μιλούσε με τους φίλους και τους γνωστούς για την πολιτική, σχολίαζε τα τελευταία νέα ή μπλεκόταν σε φιλοσοφικές συζητήσεις, αν είχε τέτοια κλίση. Συνήθως οι συναντήσεις και οι συζητήσεις γίνονταν στα αρωματοπωλεία και στα κουρεία. Και τα υποδηματοποιεία ήταν επίσης κατάλληλος χώρος για συναντήσεις, μια φορά μάλιστα ο Σωκράτης μπήκε σ’ έναν τεχνίτη που έφτιαχνε χάμουρα για να τελειώσει μια συζήτηση. Η επίσκεψη στα καταστήματα είχε γίνει μια συνήθεια τόσο διαδεδομένη, που ο Δημοσθένης σ’ ένα λόγο του κατηγορεί έναν Αθηναίο για «ακοινώνητο», γιατί «δεν μπαίνει ποτέ σε κουρεία, αρωματοπωλεία και άλλα καταστήματα».
Ο
προτιμούμενος τόπος συναντήσεων ήταν, αναμφισβήτητα, τα κουρεία. Ο Αθηναίος
κουρέας μπορούσε να περηφανευτεί για την πλατιά και πολύπλευρη πείρα του. Οι
άντρες, όπως και οι γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ή για να τα κάνουν πιο
ανοιχτά ή για να κρύψουν τη λευκότητά τους.
Κουρεία
Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο το Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας.
Οι Αθηναίοι για να βοηθούν το μεγάλωμα των μαλλιών τα άλειφαν με λάδι ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες. Τον 6ο αιώνα οι άντρες είχαν μακριούς βοστρύχους, αλλά μετά τη μάχη του Μαραθώνα άρχισαν να τους κόβουν πιο κοντούς. Αργότερα, μετά τον Αλέξανδρο το Μεγάλο, ξύριζαν τα μουστάκια και τα γένια. Οι Έλληνες δεν άφηναν ποτέ μουστάκι χωρίς γένια. Έπειτα ο κουρέας τούς περιποιόταν τα χέρια κι όταν τελείωνε έδινε στον πελάτη έναν καθρέφτη για να θαυμάσει τον εαυτό του, έτσι ακριβώς όπως κάνουν οι κουρείς στις μέρες μας.
Τον καιρό
που ο κουρέας έφτιαχνε την κόμη ενός πελάτη, οι άλλοι περίμεναν τη σειρά τους
φλυαρώντας για όλα. Χάρη σ’ αυτό τον τρόπο ζωής, οι κουρείς έγιναν εξαιρετικά
κοινωνικοί. Ήταν κατατοπισμένοι για όλα τα νέα και τα κουτσομπολιά, που τα
διέδιδαν και τα ερμήνευαν όπως ήθελαν. Δεν είναι παράξενο που είχαν τη φήμη ότι
ήταν φλύαροι και αθυρόστομοι Ο πρώτος άνθρωπος που έφερε στην Αθήνα την είδηση
της καταστροφής στη Σικελία ήταν ένας κουρέας από τον Πειραιά. Είχε μάθει τη
θλιβερή είδηση από το δούλο ενός λιποτάκτη και χωρίς να αργήσει άφησε το
κουρείο κι έτρεξε με μια ανάσα στην Αθήνα, από φόβο μην τον προλάβει κανένας
άλλος. Στην πόλη, όπου δεν ήξεραν τίποτε, η είδηση προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Ο
κόσμος περικύκλωσε τον κουρέα και άρχισε να τον ξεψαχνίζει, μα αυτός δεν ήξερε
ούτε το όνομα εκείνου που του είχε ανακοινώσει το τραγικό νέο. Οι πολίτες
αγανακτισμένοι άρχισαν να φωνάζουν: «Ο ψεύτης στην ανάκριση!», «στα βασανιστήρια!».
Ο φουκαράς ο κουρέας είχε δεθεί κιόλας στον τροχό, όταν κατά καλή του τύχη
έφτασαν κάμποσοι οπλίτες που είχαν γλιτώσει από το μακελειό και επιβεβαίωσαν
την τρομερή αλήθεια. Αναστατωμένοι οι Αθηναίοι από τη φοβερή είδηση, σκόρπισαν
στα σπίτια τους για να κλάψουν τους χαμένους τους συγγενείς και ξέχασαν τον
κουρέα. Άφησαν δεμένο τον αγγελιοφόρο των κακών ειδήσεων. Τον θυμήθηκαν αργά τη
νύχτα. Αλλά όταν ο δήμιος ήρθε να τον λύσει, η πρώτη ερώτηση που του έθεσε ο
κουρέας ήταν αν υπήρχε, καμιά είδηση για τον Νικία, κι αν είναι γνωστό πως
πέθανε. Οι κουρείς ήταν ενήμεροι για όλα τα νέα και μιλούσαν για τα πάντα. «Πώς
θέλετε να σας κουρέψω;», ρώτησε ο κουρέας τον βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο. «Χωρίς
πολλές κουβέντες», απάντησε ο Βασιλιάς.
Κοινωνικοί
Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. Ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ’ ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. Χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις.
Στους Έλληνες δεν άρεσε να σιωπούν. Ήταν εξαιρετικά κοινωνικοί. Σ’ ένα ελληνικό τραγούδι, όπου απαριθμούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία, μετά την υγεία, την ομορφιά και τον πλούτο ακολουθεί η φιλία. Χωρίς τη φιλία δεν υπάρχει χαρά, γιατί η φιλία στολίζει τη ζωή. Φυσικά ο χαρακτήρας της φιλίας ποίκιλλε ανάλογα με την ηλικία και τις κλίσεις.
Εκτός
από την αληθινή φιλία, που τόσο ποθούσε ο Σωκράτης, στους Έλληνες άρεσε
ανείπωτα να φλυαρούν για όλα τα μικροπράγματα. Γιατί, άλλωστε, μαζεύονταν στα
κουρεία και στα αρωματοπωλεία;
Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει.
Αλλά και η φλυαρία είχε όρια, που τα καθόριζαν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όποιος ξεπερνούσε αυτά τα όρια έβγαζε τη φήμη ότι είναι αθυρόστομος κι ο κόσμος άρχιζε να τον κοροϊδεύει.
Στο σπίτι
Ο Αθηναίος
αφού χορτάσει συζήτηση πηγαίνει στο σπίτι του για φαγητό. Τρώει ή κάτω από μια
σκεπασμένη στοά ή στην εσωτερική αυλή, μαζί με την οικογένειά του. Μετά το
φαγητό ξεκουράζεται ή ίσως διαβάζει. Στη βιβλιοθήκη του βρίσκονται τα έπη του
Ομήρου ο πάπυρος είναι παλιός και σκοροφαγωμένος καθώς και τα έργα των
ξακουστών ποιητών. Κάθε χειρόγραφο φυλάγεται μέσα σ’ ένα μετάλλινο σωλήνα με
κάλυμμα. Σ’ ένα ξεχωριστό ράφι βρίσκονται οι λόγοι των ρητόρων και των
φιλοσόφων, καθώς και τα έργα των ιστορικών. Όλα έχουν αντιγραφεί με μεγάλη
φροντίδα από τους αντιγραφείς. Έτσι, λοιπόν, αν θέλει να διαβάσει, ο Αθηναίος
έχει από πού να διαλέξει. Μετά το φαγητό δεν κοιμάται. Γενικά ο ύπνος δεν
κατέχει μεγάλη θέση στη ζωή του. Του αρέσει πάρα πολύ n ζωή σ’ όλες τις
εκδηλώσεις της και δεν χάνει με τον ύπνο περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι
απόλυτα απαραίτητο.
Γυμνάσια
Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα για τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση.
Αφού ξεκουραστεί, ο Αθηναίος κατευθύνεται προς ένα από τα τρία μεγάλα δημόσια γυμνάσια των προαστίων της Αθήνας: το Λύκειο, την Ακαδημία, το Κυνόσαργες. Τα γυμνάσια ήταν μεγάλα, επιβλητικά, με σκιερούς διαδρόμους, με ευρείες στοές, λουτρά και άλλα διαμερίσματα προορισμένα για τον αθλητισμό, τις επιστημονικές απασχολήσεις και την ανάπαυση.
Γενικά
τα γυμνάσια αποτελούνταν: από το εφηβείο, μια αίθουσα προορισμένη για τις γυμναστικές
ασκήσεις της νεολαίας, τα λουτρά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλοι οι
επισκέπτες του γυμνασίου, τα αποδυτήρια, μια αίθουσα όπου οι παλαιστές άλειφαν
το σώμα τους με λάδι, μια άλλη αίθουσα όπου «πασπάλιζαν» το σώμα τους με λεπτή
άμμο, για να μπορούν να πιάνονται εύκολα στη διάρκεια της πάλης, τους
διαδρόμους, σκεπαστούς και ξεσκέπαστους για περίπατο και τρέξιμο. Οι λεγόμενες
ξυστές (δηλαδή διάδρομοι στιλβωμένοι) ήταν κάτι διάδρομοι σκεπαστοί, πιο ψηλά
στις πλευρές, που ήταν προορισμένοι για περιπάτους, ενώ το κεντρικό μέρος, που
ήταν πιο χαμηλό, προοριζόταν για ασκήσεις όταν ο καιρός ήταν ακατάλληλος και το
χειμώνα. Όλοι αυτοί οι χώροι περιβάλλονταν με στοές, με καθίσματα και εξέδρες,
μερικές αίθουσες ημικυκλικές, σκεπαστές ή ξεσκέπαστες, όπου οι φιλόσοφοι και οι
ρήτορες έκαναν μαθήματα και συζητήσεις.
Ο Αθηναίος
δεν μετείχε υποχρεωτικά στις αθλητικές ασκήσεις, αλλά παρακολουθούσε, σχολίαζε
και χειροκροτούσε. Οι γεροντότεροι πολίτες δεν ξεχνούσαν, φυσικά, να διηγηθούν
τι θαυμάσιοι αθλητές ήταν στα νιάτα τους και παραπονούνταν για την αδυναμία των
σημερινών. Οι θεατές μαζεύονταν ομάδες ομάδες και συζητούσαν διάφορα
προβλήματα. Κάποιος σχεδιάζει κάτι με το ραβδί στον άμμο, εξηγώντας στους γύρω
του μια πρωτότυπη ιδέα. Στο κέντρο μιας άλλης ομάδας ένα άτομο σιμό και άσχημο
αναλύει με τόνο ειρωνικό τι είναι προτιμότερο: να είσαι ψεύτης από άγνοια ή να
είσαι συνειδητός ψεύτης. Ο σιμός είναι ο Σωκράτης. Στην Ακαδημία ο Πλάτωνας εκθέτει,
με νέα ύφος διαλεχτό, τις φιλοσοφικές του θεωρίες, μπροστά σ’ ένα ακροατήριο
από θαυμαστές και αντιπάλους κάθε ηλικίας. Στο Λύκειο, στο μέρος που λέγεται «Περίπατος»,
ένας άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι και φανερή κλίση προς την κομψότητα, συζητεί σε
μια γλώσσα όχι τόσο ωραία, μα πολύ καθαρή και εκφραστική, τις θεμελιακές αρχές
της πολιτικής, της ηθικής, της ποίησης και της λογικής. Ο ομιλητής είναι ο
Αριστοτέλης.
Στο
γυμνάσιο ο Αθηναίος περνάει μια ή δυο ώρες. Πριν από το γεύμα θέλει να λουστεί,
γι’ αυτό κατευθύνεται προς το λουτρό. Το λουτρό είναι ένα κτίριο πολύ σεμνό,
ένα απλό δωμάτιο με ένα καζάνι για το νερό και πολλά αγγεία. Οι επισκέπτες
αλείφονταν πρώτα σ’ όλο το σώμα με ελαιόλαδο ανακατεμένο με αρωματικές ουσίες,
έπειτα έξυναν το κορμί μ’ έναν ειδικό ξύστη από ορείχαλκο (στλεγγίδα) και
ξεπλένονταν με νερό. ‘Έτσι τελείωνε το λουτρό κι ο Αθηναίος θα μπορούσε να
ντυθεί και να φύγει, αν δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει λιγάκι και να μιλήσει
με τον άνθρωπο του λουτρού, που, όπως κι ο κουρέας, ήταν μια ζωντανή εφημερίδα
και ο οποίος ήξερε συχνά για τους πελάτες του περισσότερα απ’ ό,τι ήξεραν κι
αυτοί οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Το γεύμα
Στο
σπίτι όλα ήταν έτοιμα και δεν περίμεναν παρά την άφιξη των καλεσμένων.
Τραπέζια, λεκάνες, μαξιλάρια, στεφάνια, τάπητες, ψωμιά, αρώματα, γυναίκες,
ζαχαρωτά, πίτες, κουλούρια, χορεύτριες, γλυκόψωμα και του Αρμόδιου τα
τραγούδια.
Στη
διάρκεια του γεύματος ο οικοδεσπότης συνήθως είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι, ενώ n
γυναίκα του κάθεται σε σκαμνί. Τα παιδιά εμφανίζονται στα επιδόρπια και
στέκονται όρθια ή κάθονται, ανάλογα με την ηλικία τους και τις συνήθειες της
οικογένειας. Αλλά σ’ ένα τραπέζι με καλεσμένους τα μέλη της οικογένειας δεν
παρουσιάζονται. Παίρνουν μπρος μονάχα οι άντρες, γιατί n συζήτηση θα είναι ή
φιλοσοφική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά, ή καθαρά
αντρική, επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών. Στο «Συμπόσιο» του
Πλάτωνα, n Διοτίμα, μια ξένη από τη Μαντίνεια, έγινε δεκτή μόνο στο κατώφλι της
θύρας, απ’ όπου σαν καλλιεργημένη γυναίκα που ήταν, μπορούσε να διακόπτει τις
φαντασίες του Αριστοφάνη με τις ευφραδέστατες παρεμβάσεις της κι αυτό μονάχα
γιατί στη χώρα της είχε το αξίωμα της μάντισσας. Όσο για τις συνηθισμένες
καλεσμένες στα συμπόσια που παριστάνονται συχνά στα αγγεία, n θέση κι ο ρόλος
τους είναι έξω από κάθε αμφιβολία.
Οι
γυναίκες αποζημιώνονται όμως στο γυναικωνίτη, όπου τα ζαχαρωμένα φρούτα και τα
γλυκά των ζαχαροπλαστών της Κρήτης, της Σάμου και της Αθήνας τιμόταν
εξαιρετικά. Κάθε μαγείρισσα ετοίμαζε γλυκίσματα για τα Θεσμοφόρια και τις άλλες
γιορτές, ενώ οι αξιοσέβαστες κυράδες τα κατανάλωναν σε μεγάλες ποσότητες με τη
συντροφιά των γνωρίμων τους, που είχαν έρθει επίσκεψη στο σπίτι τους.
Για τους
Έλληνες ήταν αδιανόητο να φάνε μόνοι. Ο Πλούταρχος λέει ότι το να φάει κανείς
μόνος του «δεν σημαίνει να γευματίσει, αλλά να γεμίσει το στομάχι του σαν τα
ζώα». Γι’ αυτό, εκτός της πρόσκλησης καλεσμένων, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να
φάει κανείς με συντροφιά: οργάνωναν συμπόσια στα οποία οι συνδαιτυμόνες
συνέβαλαν εξίσου ή ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Αυτά τα συμπόσια γίνονταν
σε νοικιασμένες αίθουσες ή στο σπίτι μιας εταίρας. Κάποτε κάθε συνδαιτυμόνας
έφερνε το φαγητό του στο καλάθι.
Τα
προγράμματα του φαγητού δεν ήταν υπερβολικά. Σε μια κωμωδία λέγεται ότι ένα
τραπέζι στην Αθήνα είναι πολύ ωραίο στην εμφάνιση, μα δεν χορταίνει ένα
πεινασμένο στομάχι. Στους Διαλόγους του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα οι
συνδαιτυμόνες δεν συζητούν καθόλου για τα φαγητά. Το κλασικό ιδανικό της
Αττικής απαιτούσε το φαγητό να προσφέρεται ωραία αλλά να μην είναι πολύ. Να
είναι τόσο όσο χρειάζεται για να καταπραΰνει μια κανονική πείνα, γιατί το κύριο
δεν ήταν το φαγητό αλλά n συντροφιά των συνδαιτυμόνων και οι συζητήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου