ΩΡΑ...

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Η καλύτερή μου αρχιχρονιά - Χρήστος Χρηστοβασίλης


Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο Σουλόπουλο Ιωαννίνων. Ήταν γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου, ενώ παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου το ψευδώνυμο του λογοτέχνη), άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή, τοποθετείται από τους μελετητές γύρω στο 1860.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και συνέχισε με τη βοήθεια του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ως μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1875 συνελήφθη από τις Τουρκικές Αρχές με αφορμή την Ανατολική κρίση και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο δραπέτευσε και έφυγε για την Κέρκυρα, από όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων στους Αγίους Σαράντα, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, κατόπιν όμως νέας συμμετοχής του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία.
Στα Τρίκαλα χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία με το μακροσκελές ποίημα «Στ’ αδέρφια μας», ενέργεια που πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου.
Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποίησε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα Η καλύτερή μου αρχιχρονιά που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ακρόπολης του Γαβριηλίδη. Στην ίδια εφημερίδα εργάστηκε από το 1889, δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα (ως ανταποκριτής στη Ρωσία, τη Βουλγαρία και αλλού). Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι. Το 1899 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη, από τη θέση του διευθυντή και στη συνέχεια δημοσίευσε πραγματείες στο περιοδικό της Εταιρείας (ομώνυμό της) με το ψευδώνυμο Ζευς Δωδωναίος. Μια από τις πραγματείες αυτές είχε τίτλο Εθνικά Άσματα 1453-1821 και στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν ο θείος του Σπυράκης. Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα «Τα ελευθερωμένα Γιάννινα» από την Ακρόπολη και έφυγε για τη γενέτειρά του, όπου εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες γύρω από το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο του 1917. Τότε (1916-1919) τοποθετείται η συγγραφή των Διηγημάτων του Μικρού Σκολειού. Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρωτικά Φύλλα.
Λίγο πριν το θάνατό του επισκέφτηκε ξανά την Αθήνα, όπου έλαβε βραβείο για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση. Η έκταση του έργου του Χρηστοβασίλη (λαογραφικού, ιστορικού , διηγηματογραφικού, πεζογραφικού , ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού, μεταφραστικού) είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα «απλής» και «αφελούς» γραφής. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου.
Στο έργο του κυριαρχούν έργα πεζογραφίας όπως τα «Διηγήματα της Στάνης» (1898), «Διηγήματα της ξενιτειάς» (1899), «Διηγήματα Θεσσαλικά» (1900), «Διηγήματα· Από τα χρόνια της σκλαβιάς» (1927), «Διηγήματα του μικρού σκολειού · Απομνημονεύματα μιας ζωής» (1934), «Η αγάπη· Τριλογία» (1906), τα ποιητικά του έργα «Στ’ αδέρφια μας» (1881), «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς» (1901), «Οι δυο Κωνσταντίνοι» (1917), «Ο Μάρκο Μπότσαρης» (1923), «Η όμορφη νύφη» (1931), «Οι θερίστρες» (1933).
Σημαντικά είναι και τα θεατρικά του έργα, όπως «Ο ερωτόληπτος υποδηματοποιός» (1893), «Αγώνες του Σουλίου - Για την πατρίδα» (1901), «Για την τιμή» (1904). Τέλος, σημαντικές είναι οι Λαογραφικές μελέτες του και τα ιστορικά του έργα, όπως «Εθνικά Άσματα (1453-1821)» (1901), «Η δύναμις του ελληνισμού εν Ηπείρω και τα δίκαια αυτού. Ήπειρος και Αλβανία» (1904), «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον» (1905), «Ηπειρωτικά παραμύθια» (1906), «Το ιστορικόν της αρπαγής των 16 χωρίων της επαρχίας Φιλιατών» (1914), «Η Ιμπλιακοποίησις των 79 χωρίων της Ηπείρου και οι αγώνες των κατοίκων των προς ανάκτησιν αυτών επί τε Τουρκοκρατίας και Ελληνικοκρατίας» (1915).


Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου κι έμεινα στο σπίτι μου, που είναι σ’ ένα χωριουδάκι έξ ακέριες ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Μην έχοντας πλιο καμιά φροντίδα, ούτε τι να μελετήσω για να παρουσιαστώ ευπρόσωπος στους δασκάλους μου και στους συμμαθητάδες μου, ούτε τι δουλειά να επιχειριστώ για να βγάζω το ψωμί μου, γιατί μπορούσε τότε το σπίτι μου να θρέψει όχι μονάχα τους ανθρώπους του, αλλ’ έθρεφε καθημερινώς και πολλούς ξένους ακόμα, κατά τη συνήθεια που είχε μείνει από τους πρώτους χτίτορές του. Σκότωνα λοιπόν τον καιρό μου στα κοπάδια μου, σε περίπατους μέσα στα χωράφια, στ’ αμπέλια και στα περίχωρα, στο ψάρεμα μέσα στον μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, και στο κυνήγι μες στα λόγγα του χωριού μου, ή στ’ αντικρινά βουνά.
Μ’ είχε πιάσει μια τέτοια αποστροφή προς τα γράμματα, που δεν ήθελα να ξέρω καθόλου από χαρτί, πέννα, μελάνη και βιβλία. Τα είχα αποστραφεί τόσο πολύ, αφόντας βγήκα από το σκολειό, που μ’ έπιανε φρίκη στα σωστά, άμα έβλεπα, πράγματα, που μου θύμιζαν το διάβασμα ή το γράψιμο, κι απορούσα, όταν σκέφτομουν σε τι θα μου χρησίμευαν τα γράμματα, που είχα μάθει, αν δεν θα μπορούσα να πιάσω πέννα, χαρτί και βιβλία στη ζωή μου. Δεν ήθελα να γνωρίζω από ανάγνωση, δεν ήθελα ν’ ακούω από γράψιμο! Πολύ λίγο έμενα στο σπίτι μου, γιατί με στενοχωρούσαν οι άγριοι και χοντροί τοίχοι του και βρίσκομουν, πες, πάντα έξω.
 Κι όμως, τι δεν θα ’δινα σήμερα, κατάδικος κι αυτοεξόριστος από την αγαπημένη μου Πατρίδα, ξένος κι άγνωστος σε ξένα μέρη, βιοπαλαιστής και στενοχωρημένος, να βρεθώ μέσα στους άκομψους κι ακαλαίστητους τοίχους σου, ω πολυαγαπημένο μου Σπίτι μου, που τους είχαν χτίσει οι παππούδες μου σε πολύ πονηρές μέρες, για να φυλάγωνται όχι μοναχά από το κρύο του χειμώνα κι από τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και να υπερασπίζουν τη ζωή τους και την τιμή τους από τες επιδρομές των εχτρών της Πίστης μας και της Πατρίδας μας!
 Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1878 βρέθηκα στο χειμάδι μου, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος των προβάτων μας, δεκαριές την ημέρα. Νόμισα αναγκαίο να μείνω όλην την ημέρα στο χειμάδι, με έναν σκοπό: να τηράω τες γεννημένες προβατίνες, πώβοσκαν μέσα σ’ ένα κριθάρι και μ’ έναν άλλον ακόμα: να μπορέσω να σκοτώσω κανέναν αητό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένα χοντρό ψοφίμι κι η μυρουδιά του τραβούσε πολλά όρνια.  Κατά το δειλινό έπιασε μια φοβερή βροχή. Νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός είχε γίνει ένας απέραντος καταρράχτης κι ήθελε να πνίξει τη Γη. Τα όρνια και τ’ άλλα πετούμενα πιάστηκαν ανεπάντεχα από τ’ αγριοκαίρι εκεί που κυνηγούσαν ή εκεί που βοσκούσαν, κι έτρεχαν αγέλες  - αγέλες στ’ αντικρυνά βουνά, όπου είχαν τες φωλιές τους, αλλά τα βαρειά κοράκια, επειδή δεν βαστούσαν, φαίνεται, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους για τες φωλιές τους, μαζεύτηκαν στα πυκνά κλωνάρια των αιωνόβιων πουρναριών, που ήταν γύρα - γύρα στο χειμάδι μου, και κρακράκιζαν με μεγάλον αλαλαγμό, σαν να ’βλεπαν κανέναν τρομερό κίντυνο για τη ζωή τους.  Θα είχαμε ακόμα δυο ώρες μέρα, αλλ’ ήταν τόσο πυκνό το σκότος, που νόμιζε κανείς ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος! Κι αυτό ακόμα το κοπάδι γελάστηκε από το πρώιμο σκοτάδι, και μ’ όλες τες προσπάθειες των πιστικών για να το μποδίσουν, πήγαινε τρέχοντας στο χειμάδι, βελάζοντας «μπααα! μπααα! μπααα!» κι ακολουθώντας τον Σιούτο, το περιφημότερο γκεσέμι όλων των κοπαδιών, που βρίσκονταν γύρα - γύρα στα περίχωρά μας και τον ζήλευαν όλα τα τσιελεγκάτα, ενώ έρχονταν πολύ μακριά πίσω από το κοπάδι οι τρεις πιστικοί λαχανιασμένοι, μαζί με τα τέσσαρα μαντρόσκυλα: τον Μούργκα, τον Γκεσούλη, τον Λιάρο και τον Κοράκη.
* * *
Ήταν χαλασμός κόσμου, ήταν οργή Κυρίου εκείνη η ώρα! Κάθε στιγμή χύνονταν στη γη μια φοβερή και απαίσια λάμψη, ακολουθουμένη από τρομερή ξεκουφαντική βροντή, που τράνταζε τα βουνά και τα θεμέλια της γης. Νόμιζε κανείς ότι έτρεμε όλη η Γη κι ότι κλονίζονταν και κυμαίνονταν σαν βάρκα απάνω στα κύματα. Σταυροκοπιόταν οι πιστικοί από τον φόβο τους, και παρακαλούσαν τον Θεό με τα «Γλύσε μας, Θεέ μου!» να τους σώσει από κείνο το διοσημειό, προντίζονταν τα πρόβατα σε κάθε βροντή, σαν να είχαν μπει στο χειμάδι δέκα λύκοι, κι ούρλιαζαν τα σκυλιά σαν να προαιστάνονταν κάποιο μεγάλο κακό. αλλά κι εγώ, αν κι ήμουν σε θέση να μην παρεξηγήσω καθόλου εκείνη τη θύελλα, που μας παρουσιάζονταν με θεϊκή αγριότητα, άρχισα να στενοχωριούμαι και να φοβούμαι κανένα αναποδογύρισμα των φυσικών νόμων, κανέναν δεύτερον κατακλυσμό, και να σκέφτομαι πώς να πιάσω τον συντομότερον  δρόμο για τ’ αντικρινό βουνό. 
Ο ποταμός, αν και δεν ήταν μακρύτερα από τριακόσια - τετρακόσια μέτρα από μας, δεν φαίνονταν καθόλου από το σκότος, αλλ’ ακούγονταν να βουΐζη άγρια σαν μυριόφωνο θεριό. Διώχνοντας με τη λογική τον φόβον, αιστάνομουν μια όρεξη μέσα μου να καταίβω στον όχτο του ποταμού, για να θαμάξω τη φοβερή μεγαλοπρέπεια της κατεβασιάς,  αλλά μ’ εμπόδιζε η βροχή. Δεν έβρεχε ούτε με τη σήττα ούτε με την αργιόσηττα, ούτε με την ποκνάδα, ούτε με τον κόσκινο, ούτε με το ντρυμόνι, αλλά με το καρδάρι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όλο έβρεχε! Δυο πατημασιές αν επιχειρούσα να κάνω έξω από το χειμάδι, θα χώνομουν στες λάσπες και θα γένομουν παπί από την βροχή. Σ’ αυτήν απάνω τη σκέψη μου, άκουσα τον τσιέλεγκα να διατάζει  το πιστικούδι.
 - Να πας στο χωριό ως που ’ναι γλήγορα, και να πάρεις ψωμί! Ακούς; 
- Πού να πάω μ’ αυτόν τον κατακλυσμό; θα πνιγώ! 
Απολογήθηκε το πιστικούδι. 
- Να πας γάλι -  γάλι, του απολογήθηκε ο τσιέλιγκας, κι όσο πολύ κι αν βραχείς, σε κουλουριάζω με την κάπα μου τη νύχτα  και κοιμάσαι. Μια χαψιά άνθρωπος είσαι εσύ... Τι να κάνω εγώ, αν βραχώ, που είμαι μεγάλος και δεν με χωράει η κάπα σου, κι’ απέ συ!... 
Κίνησε το καημένο το παιδί να πάει, αλλά γλιστρούσε σε κάθε του πατημασιά κι έπεφτε καταγής. Το λυπήθηκα το καημένο και το γύρισα πίσω, και διάταξα τον δεύτερο πιστικό να πάει  για ψωμί, να πη και στο σπίτι ότι θα κοιμόμουν στο χειμάδι, για να μη με καρτερούν, κι ότι θα ‘βγαινα το πρωί ολόισια στην εκκλησιά με το πρώτο σήμαντρο.


Θεωρείται ως θεάρεστο πράγμα να κοιμάται κανείς στα πρόβατα και να πηγαίνει  στην εκκλησιά, χωρίς να μπει πρώτα σε σπίτι. Ο άνθρωπος που κοιμάται στα πρόβατα - όχι όμως και στα γίδια, γιατί έχει να κάνη ο Εξαπέδως στα γίδια, επειδή γένεται κι αυτός συχνά γίδι και πειράζει τον κόσμο - είναι μακριά από την εξουσία του Διαβόλου. Κοιμάται σαν να ‘ναι στον Παράδεισο, μακριά από διαβολική πείραξη. Αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τη μάννα μου, που ήταν πάρα -  πολύ θρήσκα, και μπορούσε να θυσιάσει όλον τον κόσμο, κι εμένα ακόμα, για να πάει  στον Παράδεισο, χωρίς να λογαριάζει γι’ αυτό κανέναν κόπο, κανέναν μόχτο, και καμιά θυσία. Ένας λόγος ακόμα πλειότερος, που αποφάσισα να μείνω εκείνη τη βραδιά στο χειμάδι, είναι και το ότι δεν έχει καμιά επισημότητα ιδιαίτερη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Πατρίδα μου, αλλ’ είναι σαν όλες τες κοινές βραδιές.
 Δεν πέρασε πολλή ώρα και να σου γυρίζει με τα χέρια αδειανά και σαν φάντασμα ο πιστικός που είχε πάει για ψωμί.
- Πού ’ναι το ψωμί; 
Τον ρώτησα.
- Δεν μπόρεσα να περάσω στο χωριό... 
Μου απάντησε ξέκαρδα, ενώ η βροχή έτρεχε πουρνάρα από πάνω του.
- Και γιατί δεν μπόρεσες; 
Τον ξαναρώτησα.
- Πάει η λειάσα!... Την πήρε! 
Και λέγοντας αυτά, έκανε μια χειρονομία που μώδωκε να καταλάβω την τύχη της λειάσας. 
Λειάσα λέγεται το φτωχό γεφύρι, που ένωνε το λιβάδι που βρισκόμαστε με το χωριό. Το ποτάμι, που περνάει κάτω από τη λειάσα, δεν έχει το καλοκαίρι πλειότερο από πεντέξι μυλαύλακα νερό, ενώ τον χειμώνα γίνεται θεριό, κάθε φορά που βρέχει πολύ. Κι η φράση: «Πάει η λειάσα» δηλούσε ότι είχε πλημμυρίσει το ποτάμι και παρέσυρε το πλεχτό γεφύρι, κι ένεκα απ’ αυτό, θα είμαστε, για δυο τρεις ημέρες το λιγότερο, αποκλεισμένοι από το χωριό. 
* * *
Το πνίξιμο του πλεχτού γεφυριού, της λειάσας, δεν στοίχιζε τίποτε άλλο από κόπο, γιατί οι χωριανοί, δουλεύοντας όλοι μαζί κοινοτικώς, θαπλεχαν σε μια μέρα καινούργιο γεφύρι, χωρίς κανένα έξοδο, επειδή κι όλη η απαιτούμενη ξυλική έβγαινε από τον χωριάνικον λόγγο, και το μόνο πράγμα που μου σκότιζε τον νου ήταν πώς θα περνούσαμε εκείνη τη βραδιά χωρίς ψωμί. Είχαμε γάλα ανθό, τυρί ασκίσιο νοστιμότατο, και γκουλιάστρα αφράτη, αλλά χωρίς ψωμί όλα αυτά ήταν λειψά. Το ψωμί είναι η ψυχή του φαγιού και του τραπεζιού. Τη στιγμή όμως, πώκανα εκείνη τη σκέψη, πέρασε από τη φαντασία μου η εικόνα της μάνας μου, φορτωμένης ένα μεγάλο σακούλι γεμάτο ζωοτροφίες, κι αμέσως μου ‘ρθε η ιδέα ότι θα σκέφτονταν η μάννα μου, αμέσως ύστερα από το πνίξιμο της λειάσας, τον αποκλεισμό μας και τα λοιπά, και θα ‘κανε κάθε τρόπο να μας στείλει ψωμί από το χωριό, σφεντονίζοντάς το από τη μιαν άκρα του ποταμού ως την άλλη με κανέναν δυνατόν χωριανό μας. Εν τω άμα, λοιπόν, διατάζω πάλι τον δεύτερο πιστικό να ξαναπάει στο λειασοπόρι, και να περιμένει εκεί να του ρίξουν ψωμί από το χωριό.
Στην διαταγή μου ξεκίνησε πάλι ο πιστικός ξέκαρδα και  πριν περάσει  πολλή ώρα, να σου και γύρισε φορτωμένος ζωοτροφίες, που του είχε πετάξει από την πέρα οχτιά του ποταμού μέσα στο σακούλι ο ζευγίτης του σπιτιού μας. 
Ευχαριστήθηκα πολύ, που είχε νυχτώσει στα καλά, μπήκα στην ανθρωποκαλύβα και κάθισα σταυροπόδι κοντά στην φωτιά, που είχε ετοιμασμένη ο γεροπιστικός, ο τσιέλεγκας. 
Η ανθρωποκαλύβα, ξέρετε, είναι εκείνη η καλύβα του χειμαδιού, όπου κάθονται και κοιμούνται οι πιστικοί. Έχει σχήμα τριγωνικής σκηνής, σκεπασμένη με σάλιμα.
 Η κακοκαιρία μολαταύτα εξακολουθούσε άγρια και τρομαχτική. Νόμιζες ότι θαλυονε η καημένη η Γη από την πολλή νεροποντιά, σαν βώλος ζάχαρης, που πέφτει απάνω του μια βαριά σταλαματιά νερού. Οι αστραπές κι οι βροντές πήγαιναν η μια κοντά στην άλλη σε κάθε στιγμή, σαν να ήταν χυνόπωρος ή άνοιξη, κι’ η γη κλονίζονταν συθέμελη, σαν να την αναμόχλευαν χίλιοι Θεοί. Έρχονταν καμιά φορά τέτοιες φοβερές πνοές του Νότου, που νομίζαμε ότι θα σήκωναν στον αέρα χειμάδι, κοπάδι κι ανθρώπους. Μαίνονταν σαν λυσσιασμένα τα Στοιχειά. Γη κι Ουρανός είχαν πιαστεί μαλλιά  - μαλλιά και γροθοκοπιώνταν αλύπητα, και κάθε φορά που θέριευε πολύ ο σάλος, σταυροκοπιώνταν περίλυπος ο γεροπιστικός κι έλεγε:
- Γλύσε μας, Θεέ μου, τους αμαρτωλούς! 
Βλέποντας στα υστερνά ο γεροπιστικός ότι δεν έπαυε το αγριοκαίρι, πήρε τον βοηθό του - αυτόν, που μας είχε φέρει το ψωμί - και το πιστικούδι, και πήγαν να κόψουν καμπόσο κισσόκλαρο για τα πρόβατα, κι ανέθεσε σ’ εμένα να επιθεωρήσω με το φαναράκι τ’ αυλάκια, που ήταν γύρα στο μαντρί από την απάνω τη μεριά, μην είναι κανένα χαλασμένο ή αδύνατο, και μπει  μέσα το νερό και μας πνίξει κι εμάς και τα πρόβατα.
 Άμα τράβηξαν και βγήκαν ο γεροπιστικός κι οι άλλοι δυο πιστικοί, βγήκα κι εγώ να παρακυττάξω τ’ αυλάκια, κι όταν μπόρεσα να ιδώ και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά τ’ αυλάκια και δεν είχαμε κανέναν φόβο, γύρισα γλήγορα στην ανθρωποκαλύβα, σταυροποδιάστηκα δίπλα στη φωτιά, κι ακούμπησα σ’ ένα είδος σκαμνί, που χρησίμευε ως τραπέζι στους πιστικούς. Εκεί που διαλογίζομουν μόνος μου, ήρθε και κάθισε στον νου μου ολάκερο το Έτος, που τέλειωνε εκείνη την ημέρα και δεν άφηνε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο, σαν άκρη μαύρης ουράς. Είχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου, που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των Περασμένων. Το λυπήθηκα προπάντων, γιατί αυτό το έτος με γλίτωσε από τα νύχια του Σκολειού, της Σκλαβιάς του Σκολειού και πλάκωσε την καρδιά μου μια μεγάλη μελαγχολία. Μου φάνηκε ότι βρίσκομουν μπροστά σ’ έναν ευεργέτη μου, που ψυχομαχούσε.
 — Τι καλό που στάθηκε αυτό το έτος για μένα! ψιθύρισα. Με παρέδωκε στην Κοινωνία φωτισμένον, ανεξάρτητον κι ευτυχισμένον. Άμποτε να μου είναι ευεργετικό και το νέο Έτος. Άμποτε να φέρει τον αιώνιον πόθο του Γένους μας, που τον καρτερούμε τετρακόσια είκοσι πέντε χρόνια. 
Τότε άφησα το πλοιαράκι μου στο πέλαγο της χρυσόφτερης φαντασίας μου... Χίλιες εικόνες, χρυσόντυτες, χαρωπές, γελαστές, διάφανες, αλαφρές σαν αγεράκι μαγιάτικο, που φυσάει πριν ανατείλη  ακόμα ο ήλιος, περνούσαν από μπροστά μου. κι ενώ έτρεχα με τον νου μου καταπόδι της μιανής και της αλληνής, σαν σκιά, κυνηγώντας σκιές, ψηλά στον κατάχρυσον αιθέρα, μπήκαν βαριοί οι πιστικοί με τα κοφτερά τους και μ’ έκαναν να βγω από εκείνη την  μαγική φαντασμαγορία και κοιτάζοντας τον γεροπιστικό, τού είπα: 
- Ε! γεροτσιέλεγκα! Τι λες; Καθόμεστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πώς θα φύγει ο παλιός ο Χρόνος και πώς θα ‘ρθει ο καινούργιος;
- Εγώ, παιδί μου, μου απολογήθηκε μελαγχολικά ο γεροπιστικός, είμαι ογδοήντα χρονών, απάνω κάτω, άνθρωπος, πε και τα εβδομήντα χρόνια, ως τα τώρα, τα πέρασα πιστικός. Έχω περίττο από πενήντα χρόνια, ως τώρα, που είμαι συγκρατούμενα τσιέλεγκας. Ξέρεις τι θα ειπεί  πενήντα χρόνια όλο τσιέλεγκας; Μια ζωή ακέρια! Ε! πώς φορτώνονται απάνω μας τα έρημα τα χρόνια, χωρίς να το καταλαβαίνομε! Μας κλέφτουν τρίχα -  τρίχα τα νιάτα μας, τη λεβεντιά μας, την  ζωή μας, μας ζαρώνουν το πετσί, που γυαλοκοπούσε πριν, μας ασπρίζουν τα μαύρα ή τα ξανθά μαλλιά, και μας τα μαδούν, μας βγάζουν τα δόντια, μας θαμπώνουν τα μάτια, μας κουφαίνουν τ’ αυτιά, μας αδυνατίζουν τα χέρια και τα ποδάρια, μας σκρυμπόνουν το κορμί, και - ας το ειπώ κι αυτό! - μας κάνουν μισά ζώα! Τα ζώα έχουν τέσσερα ποδάρια κι εμείς οι γερόντοι τρία. Εσύ, καλότυχος, είσαι παιδί ακόμα! Αλλά... εγώ γέρασα, ακούμπησα, πάει, βασίλεψα! Εγώ, παιδί μου, αφόντας κάνω αυτό το έργος της κλύτσας, δεν βρέθηκα ποτέ με τα μάτια κοιμώμενα τη στιγμή που φεύγει ο ένας χρόνος και δίνει τα κλειδιά του Κόσμου στον άλλο, πώ’ρχεται να κάτσει στον τόπο του. Εγώ, το λοιπόν, θα κάτσω, που θα κάτσω... Εσύ κοίταξε να μην κοιμηθείς. 
- Θα καθίσω, γέρο, θα καθίσω! 
Του είπα αποφασιστικά.
- Αα! είν’ όμορφο πράγμα, παιδί μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην Πλάση, ένα βαθυυυυύ... βαθύ βουητό, που πρέπει να ‘χεις πολυυυύ... πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβεις. Γίνεται ένα τρομερό απόκοσμο κλάμα... Δεν είναι μικρό πράγμα να ‘ρχεται ένας άλλος και να σου παίρνει  από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! σαν καληώρα να ‘ρθει απόψε ένας άλλος και να μας πει: - «Φευγάτε από το χειμάδι! θα καθίσω εγώ!» Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν, παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; αυτό το στοιχειοπάλεμα; αυτά τ’ αστροπελέκια; αυτά τα τραντάγματα της γης μας; Τι άλλο ήταν, παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και τ’ αλλουνού; Ήθελε ακόμα να κυριέψει ο Αντίχριστος! Ήθελε να χύσει  ακόμα ανθρώπινο αίμα, χριστιανικό αίμα! Αλλ’ όσο κι αν έκανε, όσο κι αν κάνει ακόμα ως τα μεσάνυχτα... δεν θα του περάσει! θα κόψει  το  λαιμό του, και θα γκρεμοτσακιστεί να φύγει! 
* * *
 Έτσι, λοιπόν, αφού είπαμε και κάμποσα άλλα με τον γέροντα, παράθηκε ο δεύτερος πιστικός το φαγητό ψηλά στο σκαμνί, κι αρχίσαμε να τρώμε με τα ξύλινα χουλιάρια αφράτη πηχτή γκουλιάστρα.
Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από τον γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι είναι το νοστιμότερο απ’ όλα τα φαγητά, που γένονται από το ευλογημένο και τρισευλογημένο γάλα. 
Στα υστερνά, τελειώσαμε το φαγί κι αρχίσαμε τες ομιλίες, για να βαστάξωμε άγρυπνοι ως τα μεσάνυχτα, αλλά βλέποντας ο γεροπιστικός ότι με τες κουβέντες του θ’ αποκοιμόμουν, πήρε τον γλυκόφωνό του τον ταμπουρά κι άρχισε «ντιγγ -  ντιγγ!» να τον κουρτίζει.  κι αφού τον καλοκούρτισε, άρχισε να τραγουδάει  και συνάμα να βαρεί  τον ταμπουρά με δύναμη και με γλύκα άρρητη.
«Τ’ ακούσαταν τι γένηκε στου Φώτου τα χειμάδια, 
Μπήκανε Τούρκοι στα μαντριά και πήραν τα κοπάδια,
Πήραν πρατίνες με τ’ αρνιά, γίδες με τα κατσίκια,
Πήραν τον Νιάγγρο τον τρανό, τον Μπέλο, το γκεσέμι 
Πήραν τη Στρεφοκάλεσα με το λαμπρό κουδούνι,
Τέσσερους χρόνους το λαλεί κι αρνί δεν έχει κάνει
Και σκότωσαν τους πιστικούς με την αράδαν όλους
Δώδεκα αδερφοξάδερφα, καθάρια παλικάρια, 
Και ρήμαξαν τα μαντριά και ρήμαξαν οι στρούγκες
Κλαιν οι μανάδες τα παιδιά και οι αδερφές τ’ αδέρφια 
Κλαίει κι’ η  γυναίκα του Γιωβά, παρηγοριά δεν έχει
Που της σκοτώσαν τον Γιωβά, τον δόλιο της τον άντρα,
Και δεν τον χάρηκε γαμπρόν ούτε καν μια βδομάδα.»


Αυτό το τραγούδι με συγκίνησε και γιατί το τραγουδούσε όμορφα ο γεροπιστικός, και γιατί το πήγαινε καλά με τον ταμπουρά, αλλά το πλειότερο γιατί αναφέρονταν στην καταστροφή των κοπαδιών του προπροπάππου μου, που, χώρια από τα γιδοπρόβατα, που μας πήραν οι Τουρκοτσάμηδες ξημερώνοντας του Βαγγελισμού, εκατό χρόνια πριν, σκότωσαν και καμιά δεκοχτώ πιστικούς, όλους αδερφοξάδερφα, παιδιά του σπιτιού μου, αλλ’ ο Φώτος τούς πρόφτασε με τους Ραβενιώτες απάνω στη Βίγλα της Κεραμίτσας, σκότωσε καμιά τριανταριά απ’ αυτούς και γλίτωσε και τα γιδοπρόβατα από τα χέρια τους. 
* * *
Αυτό το τραγούδι μνημονεύει το τέλος της μεγάλης ποιμενικής δόξας του Σπιτιού μου, που βόσκανε ως δυόμιση χιλιάδες γιδοπρόβατα.
 Ήταν η ώρα 11½ κι η φωνή του γέροντα, σιγαλή και γλυκιά, σμίγονταν αδερφικά με τη λυγερή φωνή του ωριόηχου ταμπουρά, σαν δυο πολυαγαπημένα στόματα, που σμίγονται με πόνο στο χαρμόσυνο φιλί της αγάπης. Έξω άρχισαν να κοπάζουν και ν’ ανακωχεύουν τα στοιχεία και να συφιλιώνονται ο Ουρανός κι η Γη.
Τέλειωσε το τραγούδι κι απόθεκε τον ταμπουρά ο γέρος λέγοντάς μου:
- Πόση ώρα θέλομε ως το ζύγιασμα της Νύχτας; 
- Μισή ώρα! 
Του απολογήθηκα.
- Ααα! Τότε ας καθήσωμε καραούλι! Σιωπηηή ως που να περάσει αυτή η μισή ώρα. Σιωπηηηηηηηή!
Κι έβαλε ορθό το δάκτυλό του κάτω από την μύτη του, απάνω στην χωρίστρα των άσπρων μουστακιών του.
Ως που να περάσει αυτή η μισή ώρα, μου φάνηκε πως πέρασε ένας χρόνος, και την στιγμή που πάτησε ο λεφτοδείχτης του ωρολογιού μου απάνω στον ωροδείχτη, κι έκαναν οι δύο δείχτες μαζί μια μοναχή γραμμή απάνω στον αριθμό ΧΙΙ, μου φάνηκε ότι είδα μπροστά μου τους δύο χρόνους σαν δυο εκατόχρονους γερόντους, με μακριά άσπρα γένια και μαλλιά, που κρατούσαν ο καθένας στο χέρι του από ένα χοντρό ραβδί και στήριζαν απάνω το σκρυμπό κορμί τους. Τη στιγμή που ανταμώθηκαν οι δυο Γέροι μέσα σε ένα θεόρατο  κι απέραντο παλάτι, άφηκε ο ένας τον θρόνο, που κάθονταν, και τον έπιασε ο άλλος. Κατέβαινε ο ένας τα σκαλοπάτια  του θρόνου ζερβιά και τ’ ανέβαινε ο άλλος δεξιά. Σωστή ζωντανή εικόνα, ζωγραφισμένη με τα ζωηρότερα χρώματα του καλύτερου ζωγράφου του κόσμου.
- Καλή χρονιά, γέρο.
Του φώναξα και χωρίς να γνωρίζω γιατί, χτυπούσε «τικ - τακ» η καρδιά μου.
- Ζύγιασε η Νύχτα;
Με ρώτησε.
- Ζύγιασε. Του απήντησα. Αυτήν την στιγμή βρίσκεται απανωθιό στη ράχη...
- Ε! Καλή χρονιά το λοιπόν! Είπε και ο γέρος. Να χιλιάσει το κοπάδι μας και να μυριάσει! Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακριά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν.
Και παίρνοντας από πλάγι του ένα πουρναρίσιο κλαδί, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του και τ’ απόθεκε ψηλά στην φωτιά. Έφεξε πλειότερο η ανθρωποκαλύβα, και βάλαμε κι εμείς οι άλλοι από ένα πουρναρίσιο κλαδί στην φωτιά, επαναλαμβάνοντας τες ίδιες ευκές του γεροπιστικού.
Σαν νάχε λησμονήσει να ειπεί κάτι ακόμα ο γεροπιστικός, ξανάκανε τον σταυρί του και ξαναείπε!
- Να ζήσετε παιδιά μου! Ο Θεός να μας αξιώσει να διώξουμε τον εχτρό, τον Αγαρηνό, από τον τόπο μας, που μας τρώει τα σπλάχνα.
Και λέγοντας αυτά, αναστέναξε βαθειά ο καημένος ο γέρος, σαν να μην το πίστευε ότι θα ‘βλεπε με τα μάτια του εκείνη την ονειροφάνταχτη μέρα.
***
Σωπάσαμε όλοι για τέσσερα πέντε λεφτά, κι είμαστε σαν βουβοί. Μας είχε πιάσει μια μεγάλη μελαγχολία και θλίψη.  Εκείνην την στιγμήν είχαμε γηράσει όλοι κατά έναν χρόνο κι είχαμε προχωρήσει ο καθένας κατά ένα σταθμό προς τον τάφο του!
Εκείνη η σιωπή με βοήθησε ν’ ακούσω μια δυνατή φωνή πώρχονταν πέρα από το χωριό, απάνω από τη ράχη των Αγναντιών...
Βγήκα από την ανθρωποκαλύβα κι αφηκράστηκα.
Ήταν η μάννα μου, που βγήκε μεσάνυχτα στην ράχη και φώναζε να μάθει αν ήμουν καλά κι εγώ και τα πρόβατα, κι αφού της απάντησε ότι είμαστε όλοι καλά, ξαναμπήκα στην ανθρωποκαλύβα και ξαπλώθηκα παρεστιάς και αποκοιμήθηκα.
Πες όμως και δεν κοιμήθηκα καλά - καλά, όπως κοιμόμουν αλλά λαγοκοιμήθηκα μόνον κι όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, χαιρέτισα την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ανάμεσα στα συμπαθητικά βελάσματα των προβατιών, και στ’ αλυχτήματα των σκυλιών. Κι αφού ξαναείπαμε τες πρωτοχρονιάτικες ευκές, περάσαμε αμέσως τ’ αϊβασιλιάτικα κουλούρια στα κέρατα των κριαριών, ξαναβάλαμε πάλι κι από ένα πουρνάρι ακόμα στη φωτιά και ξαναείπαμε τα ίδια.
- «Καλή χρονιά μας.. Να χιλιάσει και να μυριάσει το κοπάδι μας.  Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακριά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν!»
Σε λίγο άνοιξαν οι ποριές του χειμαδιού. Όλο το κοπάδι πήρε τα πλάγια του λιβαδιού κι έμειναν μοναχά οι γεννημένες οι προβατίνες για να τες βάλει το πιστικόπουλο στο χωράφι, που ήταν επίτηδες σπαρμένο κριθάρι γι’ αυτές.
Κι έτσι τελείωσε εκείνη την χρονιά η τελετή της πρωτοχρονιάς και ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, πόχω περάσει στη ζωή μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου