ΩΡΑ...

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Μια ημέρα από τη ζωή ενός αρχαίου Αθηναίου και μιας Αθηναίας (1) - Kolobova K. M. & Ozereckaja E. L. (1999)


Στην Αθήνα η μέρα αρχίζει όπως στη φύση, με την ανατολή του ήλιου. Στον Αθηναίο δεν άρεσε η τεμπελιά. Πλούσιος ή φτωχός, σηκωνόταν μόλις φώτιζε η μέρα. Αλλιώς ούτε ήταν δυνατό. Η ζωή της Αθήνας ήταν έτσι ρυθμισμένη, που εκείνος που θα επέτρεπε στον εαυτό του να τεμπελιάσει τις πρώτες ώρες της μέρας δεν θα ‘βρισκε κανέναν στο σπίτι.
Όταν ο Ιπποκράτης ήθελε να περάσει από τον Σωκράτη να τον πάρει για να κάνουν μαζί μια επίσκεψη στον Πρωταγόρα, που είχε έρθει στην Αθήνα, πήγε στον Σωκράτη πριν από την ανατολή του ήλιου, κι όπως λέει ο Πλάτωνας «έκανε μεγάλη φασαρία χτυπώντας τη θύρα με ένα ραβδί». Ο Σωκράτης κοιμόταν. Ο Ιπποκράτης τον σήκωσε απ’ το κρεβάτι και επέμεινε να πάνε χωρίς καθυστέρηση.
Αλλά ο φιλόσοφος του απάντησε: «Όχι, είναι πολύ νωρίς. Να πάμε όταν φέξει». Μόλις φάνηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Καλλία, όπου είχε καταλύσει ο Πρωταγόρας. Όταν όμως έφτασαν εκεί, βρήκαν το σπίτι γεμάτο καλεσμένους. Ο Πρωταγόρας έκανε περίπατο στη στοά μαζί με τον Καλλία και τους ακολουθούσε μια ομάδα ξένων, που είχαν έρθει από άλλες πόλεις, ακολουθώντας τα ίχνη του Πρωταγόρα. Στην άλλη άκρη της στοάς ένας άλλος σοφιστής, ο Πρόδικος, ήταν ακόμα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με την κουβέρτα στο δωμάτιο, που είχε μετατραπεί σε κοιτώνα εξαιτίας των πολλών καλεσμένων, και συζητούσε κι αυτός για κάτι, αλλά ο Σωκράτης δεν κατάφερε να μάθει για ποιο πράγμα γινόταν λόγος γιατί ο Πρόδικος μιλούσε πάρα πολύ σιγανά.
Έτσι, λοιπόν, ο Αθηναίος έκανε τις επισκέψεις του την αυγή. Η πρωινή προετοιμασία των Αθηναίων δεν ήταν και τόσο πολύπλοκη. ‘Έπλεναν μονάχα το πρόσωπο και τα χέρια, έπειτα ντύνονταν και έβγαιναν.


Ενδυμασία
Συνήθως πιστεύουν ότι οι Έλληνες ντύνονταν στα λευκά, αλλά αυτή η γνώμη είναι λαθεμένη. Το πλήθος στην Αθήνα παρουσίαζε μια εικόνα πολύ γραφική, που δεν έμοιαζε καθόλου με μια μονότονη πομπή λευκών μορφών. Η ενδυμασία ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων): πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο.
Στους άντρες δεν άρεσε το κίτρινο χρώμα, το θεωρούσαν καλό μόνο για τις γυναίκες. Τα λευκά ενδύματα στολίζονταν με μια λωρίδα χρωματιστή. Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους.
Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ’ το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ’ τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας.
Το κεφάλι έμενε ακάλυπτο. Οι Έλληνες φορούσαν κάλυμμα μόνο όταν έβγαιναν έξω απ’ την πόλη για να προστατεύουν το κεφάλι τους από τη ζέστη και τη Βροχή. Στους δρόμους της Αθήνας μπορούσε να συναντήσει κανείς με κάλυμμα μόνο ταξιδιώτες ή ανάπηρους. Κανένας δεν μπορούσε να φαντασθεί τον Πλάτωνα ή τον Δημοσθένη να διασχίζει την Αγορά με κάλυμμα στο κεφάλι.
Υπήρχαν ορισμένα είδη καλύμματος λευκά ή καφέ. Ο πίλος ήταν ένα είδος καλύμματος από πίλημα με πολύ μικρούς γύρους ή και χωρίς γύρους και ο πέτασος ένα αληθινό καπέλο από πίλημα, ίσιο στην κορυφή, με μια κορδελίτσα. Η κορδελίτσα είχε σκοπό να σφίγγει καλά τον πέτασο κάτω από το σαγόνι ή να τον κρατάει όταν τον έβγαζαν και τον έριχναν πίσω στις πλάτες. Η κυνή ήταν ένα κάλυμμα χωρίς γύρους, δηλαδή ένας απλός στρογγυλός σκούφος, από δέρμα σκυλιού.

Κόμη
Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ’ τους κομψευόμενους νέους, βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα.


Υποδήματα
Στα πόδια οι Έλληνες φορούσαν σανδάλια, που τα ‘δεναν με δερμάτινους ιμάντες, αλλά υπήρχαν κι άλλοι τύποι υποδημάτων, όπως μπότες, άρβυλα και σκαρπίνια. Τα υποδήματα τα κατασκεύαζαν από δέρμα λευκό, μαύρο ή ερυθρό και συχνά ήταν πολύ κομψά, κυρίως αυτά που φορούσε ο Αθηναίος όταν πήγαινε επίσκεψη ή ήταν καλεσμένος σε τραπέζι. Ακριβώς η υπόδηση ήταν το αντικείμενο όπου εκδηλωνόταν η φαντασία των κομψών Αθηναίων. Μας είναι γνωστοί μερικοί τύποι υποδημάτων που συνδέονται με το όνομα ορισμένων προσώπων. Οι Αθηναίοι είχαν να λένε για τα «υποδήματα του Αλκιβιάδη», και για τα «άρβυλα του Ιπποκράτη». Γενικά τα υποδήματα γίνονταν από δέρμα, αλλά κάποτε τα έφτιαχναν κι από πίλημα, όπως τα καλύμματα της κεφαλής. Μερικοί κομψευόμενοι στόλιζαν τα υποδήματά τους με χρυσό και ασήμι.
Τα μαύρα υποδήματα τα στίλβωναν με σφουγγάρι. Σχετικά με το στίλβωμα των υποδημάτων έφτασε ως εμάς το εξής διασκεδαστικό ανέκδοτο: ένας Αθηναίος συναντήθηκε στο δρόμο με έναν γνωστό του και παρατήρησε ότι τα υποδήματά του ήταν θαυμάσια στιλβωμένα. Απ’ αυτό έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο φίλος του περνάει οικονομικές δυσκολίες και ήταν υποχρεωμένος να λουστράρει μόνος του τα υποδήματά του, γιατί ένας δούλος δεν θα του τα λουστράριζε ποτέ τόσο καλά. Στο σπίτι οι Αθηναίοι πάντα γυρνούσαν ξυπόλητοι. Οι δρόμοι όμως είχαν τέτοιες βρωμιές, που ήταν απόλυτη ανάγκη να προφυλάγει κανένας τα πόδια του. Άλλωστε αυτό ήταν και ζήτημα διάθεσης και συνήθειας. Οι ψημένοι άνθρωποι της παλιάς σχολής, όπως ο Σωκράτης ή ο Φωκίωνας, γυρνούσαν ξυπόλητοι και στους δρόμους. Ο Σωκράτης δεν φορούσε υποδήματα ούτε το χειμώνα.
Η περιβολή των Αθηναίων συμπληρωνόταν με ένα δαχτυλίδι κι ένα ραβδί. Τα δαχτυλίδια με γλυφές χρησιμοποιούνταν και σαν κόσμημα και σαν σφραγίδα. Μερικοί φορούσαν μάλιστα πολλά δαχτυλίδια. Το ραβδί ήταν ένα εξάρτημα απόλυτα υποχρεωτικό, η τελευταία λέξη της κομψότητας, για να εκφραστούμε έτσι, που ολοκλήρωνε την εμφάνιση του Αθηναίου. Ούτε περνούσε από το μυαλό ενός σεβαστού πολίτη να βγει στο δρόμο χωρίς ραβδί.
Έτσι ο Αθηναίος ήταν έτοιμος να βγει. Δεν του έμενε παρά το πρόγευμα. Το φαγητό τού έτρωγε πολύ λίγο χρόνο. Μερικά κομματάκια ψωμί βουτηγμένα σε κρασί, αυτό ήταν όλο κι όλο το πρωινό του φαγητό. Οποιαδήποτε κι αν ήταν τα ελαττώματά του, η λαιμαργία δεν περιλαμβανόταν σ’ αυτά.
Ύστερα απ’ αυτό το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί θα μετέφεραν τα ψώνια ή θα πήγαιναν κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιον φίλο. Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος, τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να διατηρεί έστω κι έναν δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην αγορά, όπου πρώτα πρώτα θα κατευθυνθεί.


Συμπεριφορά
Οι Αθηναίοι ήταν πολύ απαιτητικοί στα ζητήματα της καλής συμπεριφοράς. Δεν τους άρεσαν οι νευρικοί ή οι βιαστικοί και δεν υπέφεραν την υπεροψία. Την έπαρση, το αλαζονικό περπάτημα, οι Αθηναίοι τα κατέκριναν, μα δεν επαινούσαν και το βιαστικό περπάτημα. Δεν θεωρούνταν αξιοπρεπές για έναν άντρα να ρίχνει το βλέμμα του παντού, όπως δεν θεωρούνταν ωραίο να βαδίζει κανείς με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και με ύφος λυπημένο.
Συνεπώς, είναι άπρεπο να βαδίζεις γρήγορα και να μιλάς δυνατά. Κατά τον Αριστοτέλη, ένας που σέβεται τον εαυτό του κινείται ήσυχα, μιλάει σιγανά κι ήρεμα. Ο Θεόφραστος χαρακτηρίζει έτσι τον ανάγωγο.


Η αγορά
Ο Αθηναίος θα περάσει από τις κιονοστοιχίες που στολίζονται με τα αγάλματα των επιφανών ανδρών της πόλης και θα φτάσει μπροστά στην αγορά τροφίμων. Στις ελληνικές πόλεις η αγορά δεν ήταν ένας τόπος αποκλειστικά για τους εμπόρους. Στην αγορά της Αθήνας βρίσκονταν τα κύρια δημόσια καταστήματα: η Βουλή, τα δικαστήρια, οι ναοί, το αρχείο, καθώς και δενδροστοιχίες από πλατάνια και λεύκες.
Οι αγρότες της Αττικής πάνε στην αγορά πριν ξημερώσει σαλαγώντας γίδια και κατσίκια, ή κουβαλώντας σ’ ένα ξύλο στηριγμένο στον ώμο λαγούς και τσίχλες με τις φτερούγες γυρισμένες προς το ράμφος. Οι ιδιοκτήτες των αγροκτημάτων που ήταν γύρω από την πόλη, έστελναν τα προϊόντα τους για ανταλλαγή. Από τον Πειραιά και το Φάληρο έφταναν ψαράδες. Στα καλάθια τους έφερναν τόνο, από τον Εύξεινο Πόντο, χέλια, που τα αγαπούσαν πάρα πολύ οι Αθηναίοι, και μπαρμπούνια από το Αρχιπέλαγος.
Από τα μικρομάγαζα και τα μαγειρεία των πραματευτάδων σκορπάει στον καθαρό πρωινό αέρα το άρωμα των ώριμων φρούτων, η οσμή του θυμιάματος, η μυρωδιά από τα δέρματα, το τουρσί, την ώριμη μελιτζάνα, το πηγμένο αίμα, το κρασί, την πρασινάδα, κι απ’ τις αρμάθες των ζεστών κουλουριών, που τραβούν τη ματιά των πεινασμένων αγοραστών.
Ο θόρυβος σε ξεκουφαίνει. Το πλήθος κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο Αριστοφάνης μάς παρουσιάζει μέσα σ’ αυτό το πλήθος έναν αλλαντοπώλη που πουλάει ζεστά λουκάνικα με την τάβλα κρεμασμένη από το λαιμό και μερικούς «επόπτες» της αγοράς, τους ονομαζόμενους αγορανόμους, που παρακολουθούν αν τηρούν οι έμποροι τις διατάξεις του νόμου. Αυτοί φροντίζουν τα ψωμιά να είναι όσο χρειάζεται μακριά και να μην καταβρέχουν οι έμποροι τα ψάρια με νερό.
Οι φτωχές γυναίκες ήρθαν με φύλλα για πίτες ή με στεφάνια από λουλούδια. Στο μέρος πάλι που πουλούν τα οπωρικά και τα λαχανικά μπορεί να δει κανείς τη μάνα του Ευριπίδη, που, όπως μας διαβεβαιώνει ο Αριστοφάνης, ήταν μια απλή λαχανοπώλισσα. Πουλούσε σουσάμι, κρεμμύδια, όσπρια και σύκα.
Η αγορά είναι τακτοποιημένη με ένα ορισμένο σχέδιο. Για κάθε λογής προϊόντα είχαν καθορίσει ειδικούς χώρους. Ο αγοραστής ξέρει πού ακριβώς θα βρει ψωμί και ψάρια, τυρί σε πλεχτά καλαθάκια, λαχανικά και λάδι, ξέρει πού θα βρει να συμφωνήσει μια χορεύτρια ή μάγειρα για ένα συμπόσιο. Αν θέλει να συναντηθεί με τους φίλους του στην αγορά, θα τους πει με βεβαιότητα: «στο ιχθυοπωλείο» «στο τυροπωλείο» «στα σύκα».


Οι πωλητές κι οι πραματευτάδες άπλωναν το εμπόρευμά τους στο ύπαιθρο ή σε μερικές παράγκες από κλαδιά ή καλάμια πλεχτά, που το απόγευμα τις χαλούσαν. Γύρω από την αγορά ήταν πολλά καταστήματα που κατείχαν ειδικά κουρείς, αρωματοπώλες, σαγματοποιοί και οινοπώλες. Πολύ κοντά σ’ αυτά βρίσκονταν κάθε λογής εργαστήρια. Οι αργυραμοιβοί, που τους ονόμαζαν τραπεζίτες, στέκονταν στην αγορά μπροστά σε ένα ειδικό τραπέζι. Προς την πλευρά του Κολωνού συγκεντρώνονταν άνθρωποι ελεύθεροι που ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα και ήθελαν να συμφωνήσουν για μερικές ώρες δουλειά, το περισσότερο για μια μέρα ή ως τη δύση του ήλιου. Αργότερα (αρχίζοντας από τον 5ο αιώνα) στις ελληνικές πόλεις οικοδομήθηκαν ειδικά κτίρια για αγορές. Τον καιρό του Περικλή υπήρχε στην Αθήνα μια αίθουσα για αλεύρι στον Πειραιά, ένα κτίριο όπου είχαν εκτεθειμένα δείγματα εμπορευμάτων.
Η γυναίκα, αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη, δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά ούτε έστελνε τις υπηρέτριές της. Όλα τα ψώνια τής τα έκανε ο άντρας. Συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη, πάνοπλο, να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα. Δεν συναντήθηκε η Λυσιστράτη με μερικούς αξιωματικούς του ιππικού, που είχαν γεμίσει τις περικεφαλαίες τους με βραστά λαχανικά;
Όπως είπαμε, στη ζωηρή αγορά της Αθήνας μπορούσαν να συναντηθούν κάθε λογής άνθρωποι, πλούσιοι και φτωχοί. Να ένας ανάπηρος, πελάτης του ρήτορα Λυσία που ζει με τη σύνταξη που του πληρώνει το κράτος. Γύρω του έχουν μαζευτεί μερικοί πλούσιοι νέοι. Τα καυστικά, τα δηκτικά του αστεία τούς διασκεδάζουν. Ένας χωριάτης κουβαλάει στην πλάτη ένα σακί, μέσα από το οποίο ακούονται να γρυλίζουν μερικά γουρουνάκια. Τώρα παραμέρισε από το δρόμο για να περάσει ένας στρατηγός. Δαμαστές φιδιών συναγωνίζονται με τους ιδιοκτήτες άλλων εξημερωμένων ή άγριων ζώων. Μια ομάδα εύθυμων θεατών πηγαίνουν από τους θαυματοποιούς και τους ταχυδακτυλουργούς σ’ αυτόν που καταπίνει σπαθιά και αναμμένα ξύλα.
Τα αγαλματάκια από οπτή γη (τερακότα) μας παρουσιάζουν ορισμένους συνηθισμένους τύπους των ελληνικών δρόμων: Ένας μάγειρας δούλος με ξυρισμένο κεφάλι κρατάει με το ένα χέρι ένα πινάκιο και με το άλλο βάζει κάτι στο στόμα.
Άλλοι μάγειροι φορτώνουν από την αγορά κουνέλια και καλάθια με σταφύλια. Ένας χωριάτης κατέβηκε στην πόλη. Ο δρόμος είναι μακρύς, γεμάτος σκόνη, ο ήλιος καίει αλύπητα κι ο προβλεπτικός οδοιπόρος πήρε μαζί του ένα αγγείο με νερό. Τυλιγμένο με φροντίδα με τη χλαμύδα, ένα παιδάκι κάνει περίπατο κρατώντας το χέρι μιας γριάς και καμπούρας παραμάνας. Ένα κοριτσάκι βαδίζει μαζί με τη μητέρα του. Σηκώνει το κεφάλι προς αυτήν και τη ρωτάει για όλα όσα βλέπει γύρω του. Για να μη χαθεί κρατιέται από την άκρη του ιματίου της μητέρας του.
Πηγαίνοντας από τον ένα έμπορο στον άλλο, ο Αθηναίος διαλέγει τα τρόφιμα και τα στέλνει στην κατοικία του με το δούλο. Ο αέρας είναι γεμάτος από τις φωνές των πραματευτάδων που διαλαλούν τα εμπορεύματά τους: «άιντε στο ξίδι», «αγοράστε λάδι!», «ξεχάσατε να πάρετε κάρδαμο!», «νέε μου, ορκίζομαι στην Αφροδίτη πως η αγαπημένη σου στολισμένη με το στεφανάκι αυτό, θα γίνει ακόμα ομορφότερη!», «κρέας ψητό, μισός οβολός το κομμάτι!».
Κάθε πράγμα και κάθε άνθρωπος έχουν τιμή. Σε μερικές συνοικίες μπορείς να βρεις ό,τι υπάρχει για πούλημα στην Αθήνα: «Σύκα, συκοφάντες, σταφύλια κι αχλάδια, γογγύλια, τριαντάφυλλα, εφευρέσεις, μούσμουλα και μήλα. Κοιλιά βραστή φρέσκο τυρί και μέλι, γλυκό, μπιζέλια και ψηφοδόχες, μύρτο, υάκινθο και μάρτυρες για δίκη».


Όποιος επιθυμεί μπορεί να ντυθεί από το κεφάλι ως τα πόδια και μάλιστα εδώ, στην αγορά. Ο έμπορος των έτοιμων ενδυμάτων πουλάει για δώδεκα δραχμές (το πιο μικρό ασημένιο νόμισμα στην Αθήνα ήταν ο οβολός. Έξι οβολοί έκαναν μια δραχμή. Μια μνα είχε εκατό δραχμές. Εξήντα μνες κάναν ένα τάλαντο, που δεν ήταν πια νόμισμα αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού) το ιμάτιο και για οκτώ δραχμές ο υποδηματοπώλης προσφέρει κάθε χρώματος σανδάλια.


Ο πιο ενδιαφέρων όμως κι ο πιο ελκυστικός τομέας της αγοράς ήταν τα ιχθυοπωλεία. Η αδυναμία των Αθηναίων ήταν το ψάρι, όχι το κρέας. Απ’ όλους τους πραματευτάδες, οι πιο ανεξάρτητοι ήταν οι ιχθυοπώλες, για να μην πούμε οι πιο αυθάδεις. Ένας κωμωδιογράφος τους ονομάζει «ληστές», ένας άλλος «λωποδύτες της νύχτας»... Ζητούν για το εμπόρευμά τούς όσα θέλουν. Αν τους απαντήσεις ότι είναι πολύ ακριβά, ακούς να σου λένε κοφτά: «Αυτή είναι η τιμή, αν δεν σου αρέσει, δρόμο!». Δεν θα δίσταζαν να ζητήσουν ακόμα πιο μεγάλη τιμή αν κατάφερναν να κρατήσουν τα ψάρια φρέσκα. Αλλά οι προνοητικοί αγορανόμοι δεν τους επιτρέπουν να τα βρέξουν με νερό.
Όταν όμως φοβάται μη του χαλάσει το ψάρι, ο ψαράς βιάζεται να το πουλήσει και δεν ζητάει εξαιρετικά μεγάλη τιμή. Μια μέρα ένας Αθηναίος ζαλίστηκε και λιποθύμησε στην αγορά. ‘Ένας ιχθυοπώλης ήθελε να τον βοηθήσει για να συνέλθει κι έχυσε απάνω του ένα αγγείο με νερό. Πράγματι ο διαβάτης συνήλθε, αλλά όταν ο έμπορος άδειασε το αγγείο με το νερό, ράντισε όλους τους γειτόνους κι όλους όσοι βρέθηκαν εκεί τυχαία. Οι αγορανόμοι που ήρθαν τρέχοντας διαπίστωσαν ότι και το δοχείο με τα ψάρια γέμισε ως τη μέση νερό και τα ψάρια ζωντάνεψαν κι άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Αυτή τη φορά η παράβαση των νόμων είχε ελαφρυντικά και στους αγορανόμους δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά μόνο να τον διατάξουν να αδειάσει αμέσως το νερό από το δοχείο, πράγμα που έκανε. Ο έμπορος είχε πετύχει άλλωστε το σκοπό του! Ο περαστικός που είχε λιποθυμήσει τα ‘χε συμφωνήσει για δύο οβολούς! Για να πουλιέται όσο το δυνατόν πιο φρέσκο το ψάρι, ο ερχομός στην αγορά ενός κάρου φορτωμένου ψάρια γινόταν γνωστός στους Αθηναίους με το χτύπημα μιας ειδικής καμπάνας. Διηγούνται πως την ώρα που ένας μουσικός έπαιζε ορισμένα τραγούδια για μια ομάδα φίλων που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του, το οποίο βρισκόταν κοντά στην αγορά, ακούστηκε ο ήχος της καμπάνας του ψαράδικου. Όλοι οι φίλοι σηκώθηκαν ευθύς και τρέξαν για την αγορά, εκτός από ένα μισόκουφο γέρο. Ο μουσικός πλησίασε τον γέροντα τότε και του είπε: «Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ, είσαι ο μόνος άνθρωπος που τηρείς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και δεν με εγκατέλειψες στο άκουσμα της καμπάνας». «Τι είναι;» του απάντησε ο γέρος. «Είπες ότι ακούστηκε η καμπάνα του ψαράδικου; Ευχαριστώ! Καλή αντάμωση». Κι έφυγε βιαστικός, ακολουθώντας τα ίχνη των άλλων.



Τις πρώτες ώρες του πρωινού ο Αθηναίος λογάριαζε ότι δεν έπρεπε να λείψει από την αγορά. Αν δεν περίμενε ξένους, περιοριζόταν να αγοράσει τα συνηθισμένα τρόφιμα που ο δούλος τα πήγαινε στο σπίτι. Αν όμως είχε καλεσμένους τα πράγματα μπερδεύονταν. Τα ψάρια, το κρέας, τα λαχανικά έπρεπε να διαλεχτούν με ξεχωριστή φροντίδα.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Η λόγχη του Λογγίνου και ο Χίτλερ


Η λόγχη – που χρησιμοποιήθηκε από το ρωμαίο εκατόνταρχο Λογγίνο για να τρυπήσει τη δεξιά πλευρά του Χριστού στο σταυρό – έγινε δημοφιλής κυρίως χάρη στο κλασικό πλέον βιβλίο του Τρίβορ Ραβενσκροφτ “the spear of destiny” (λόγχη του πεπρωμένου).
Η λόγχη βρίσκεται στο παλάτι του Χόφμπουργκ στη Βιέννη και ανήκε στον Καρλομάγνο. Ο επίσημος οδηγός για τα εκθέματα του Χόφμπουργκ αναφέρει πως η λόγχη φτιάχτηκε από ένα από τα καρφιά που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη σταύρωση του χριστού, και με τα χρόνια, μετά τον Καρλομάγνο, έφτασε να θεωρείται ότι είναι η αυθεντική λόγχη του Λογγίνου.
Πιο γνωστή κατά το μεσαίωνα ήταν μια λόγχη που είχε χρησιμοποιήσει μια αντιχριστιανική ομάδα για να «επιτεθεί» σε ένα άγαλμα του Χριστού. Σύμφωνα με την «ιστορία» το άγαλμα μάτωσε και η λόγχη έγινε αντικείμενο τιμής, αφού θεωρήθηκε η αιτία ενός θαύματος. Ύστερα από αυτό έπεσε στην αφάνεια, για να αποκαλυφθεί σε ένα όραμα αιώνες αργότερα, το 1099, στους σταυροφόρους που πολιόρκησαν την Αντιόχεια.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το που μπορεί να βρίσκεται σήμερα η λόγχη. Μερικοί λένε ότι σήμερα φυλάσσεται στην καθολική εκκλησία του Εχμιατζίν, στην Αρμενία, άλλες πηγές αναφέρουν ότι η αυθεντική λόγχη βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ την εποχή του μεγάλου Κωνσταντίνου τον 4ο αι μ.Χ. Έπεσε στα χέρια των Πάρθων τον 7ο αιώνα και ανακαλύφτηκε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο, ο οποίος αφαίρεσε τις άκρες της και την έφερε πάλι πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο μέρος της αιχμής της παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ μέχρι το 715, οπότε και στάλθηκε στον Πόλη.
Το 1241, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους, ο Λουδοβίκος ο 6ος, βασιλιάς της Γαλλίας, παρουσιάστηκε με ένα κομμάτι της μύτης της λόγχης και μια συλλογή από θρησκευτικά αντικείμενα, τα οποία στέγασε στο Σεντ Σαπέλ στο Παρίσι.
Το μεγαλύτερο μέρος της αιχμής ωστόσο, παρέμεινε στην Κων/πολη κι έπεσε στα χέρια των τούρκων το 1453. Ο τούρκος σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Β την έστειλε στον Πάπα Ιννοκέντιο τον 8ο το 1492. Από τότε, βρίσκεται κάτω από τον τρούλο του Αγίου Πέτρου.
Κατά το 18ο αιώνα ο Πάπας Βενέδικτος ο 14ος είχε μια ακριβή εικόνα της άκρης της λόγχης που βρισκόταν στο Σεντ Σαπέλ και βρήκε ότι ταίριαζε τέλεια με το δικό του μεγαλύτερο κομμάτι. Κατά την γαλλική επανάσταση όμως η αιχμή εξαφανίστηκε και κανείς δεν γνωρίζει από τότε που βρίσκεται.
Τι σχέση μπορεί να έχει ο Χίτλερ με όλα αυτά; Όπως έχει αναφέρει το Onalert σε προηγούμενο δημοσίευμα, οι ναζιστές ενδιαφερόντουσαν για τον μυστικισμό συνεπώς ήταν απόλυτα φυσιολογικό ο Αδόλφος Χίτλερ, μετά από εκείνη την πρώτη επαφή με τη Λόγχη, να αρχίσει μανιωδώς να μελετάει την ιστορία της. Σύντομα συνδέθηκε με τις ισχυρές αποκρυφιστικές ομάδες που ήκμαζαν τότε στη Γερμανία. Και ήταν αυτοί οι κύκλοι, σύμφωνα με το συγγραφέα Trevor Ravenscroft, που τον ανέδειξαν στην εξουσία ως όργανό τους, παρέχοντάς του όχι μόνο πολιτική και οικονομική στήριξη, αλλά και τη βοήθεια των σκοτεινών δυνάμεων που μετέτρεψαν μια ασήμαντη και μάλλον περιφρονημένη από τον κοινωνικό περίγυρο προσωπικότητα σε έναν ηγέτη που μαγνήτιζε τα πλήθη. Κι όταν τελικά απέκτησε και τη Λόγχη, ο Χίτλερ ήταν πια σίγουρος ότι θα κυριαρχήσει στον κόσμο...


Πηγή: Onalert.gr

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Τελικά το ηλιακό μας σύστημα δεν είναι όπως πολλοί το φανταζόμαστε


Η Γη είναι σφαιρική, ο Ερμής είναι ο θερμότερος πλανήτης και ο Ήλιος είναι κίτρινος. Μας μοιάζουν πια απλά, αδιάψευστα δεδομένα που ξέρει ο καθένας, ακόμη και όσοι δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις στην αστρονομία.
Ήρθε η ώρα να σκεφτείτε καλύτερα. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα δείτε μια συλλογή από τις πιο συχνά λανθασμένες υποθέσεις σχετικά με το Ηλιακό μας Σύστημα, αλλά και τα αληθή δεδομένα που τις καταρρίπτουν.


Αυτό ισχύει, όμως ταυτόχρονα, δεν ισχύει. Πώς γίνεται αυτό; Το σχήμα του πλανήτη μας αλλάζει συνεχώς, λόγω της κίνησης των ηπειρωτικών πλακών. Βέβαια, ο ρυθμός με τον οποίο κινούνται είναι πολύ μικρός, κατά μέσο όρο 5 εκατοστά το χρόνο. Όμως συνεχίζει να επηρεάζει την “εμφάνιση” του πλανήτη, που απέχει στην πραγματικότητα από την απόλυτη σφαίρα.

: nationalgeographic


Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι η εντυπωσιακή εικόνα που ακολουθεί, υποτίθεται ότι δείχνει το πραγματικό μέγεθος της Γης, όμως στην πραγματικότητα είναι ένα μοντέλο της βαρύτητάς της. Δημιουργήθηκε από δεδομένα που πάρθηκαν από δορυφόρους και δε δείχνει την πραγματική μορφή της. Αντ’ αυτού, παρουσιάζει τις διαφορές στη δύναμη της βαρύτητας, σε διάφορα σημεία γύρω της.
: ESA


Η άποψη ότι ο Ήλιος φωτίζει μόνο τη μία πλευρά της Σελήνης, αφήνοντας την άλλη σε διαρκές σκοτάδι, είναι αρκετά εξαπλωμένη. Αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι ο δορυφόρος μας βλέπει μόνο από τη μια μεριά τη Γη, ενώ η άλλη είναι αδύνατον να παρατηρηθεί.
Όμως, στην πραγματικότητα, ο Ήλιος φωτίζει και θερμαίνει και τις δύο πλευρές της Σελήνης. Η αλήθεια είναι ότι η περίοδος που χρειάζεται η Σελήνη να περιστραφεί γύρω από τον άξονά της, συμπίπτει με το χρόνο που χρειάζεται για να περιστραφεί γύρω από τη Γη και γι’ αυτό βλέπουμε μόνο τη μία της πλευρά.
: discovermagazine


Όλα βγάζουν νόημα σ’ αυτή την περίπτωση. Ο Ερμής βρίσκεται πιο κοντά στον Ήλιο και έτσι, η θερμοκρασία της επιφάνειάς του πρέπει να είναι υψηλότερη από τους υπόλοιπους πλανήτες. Ωστόσο, όπως φαίνεται, ο θερμότερος πλανήτης είναι στην πραγματικότητα η Αφροδίτη, κι ας είναι 50 εκατομμύρια χιλιόμετρα πιο μακριά από τον Ήλιο, απ’ ό,τι ο Ερμής. Κατά μέσο όρο, η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της ημέρας στον Ερμή είναι 350 βαθμοί Κελσίου, ενώ φτάνουν τους 480 στην Αφροδίτη.
Η αιτία αυτού, είναι η ατμόσφαιρα της Αφροδίτης. Ο Ερμής δεν έχει πρακτικά σημαντική ατμόσφαιρα, ενώ η Αφροδίτη έχει ένα παχύ στρώμα, που αποτελείται επί το πλείστον από διοξείδιο του άνθρακα. Αυτό δημιουργεί ένα έντονο φαινόμενο του θερμοκηπίου, εγκλωβίζοντας όλη τη θερμοκρασία του Ήλιου, κάνοντάς της εξαιρετικά θερμή.
: universetoday



Όλοι ξέρουμε πως η θερμοκρασία στην επιφάνεια του Ηλίου είναι εξαιρετικά υψηλή: περισσότερους από 5.700 βαθμούς Κελσίου. Οπότε είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως είναι απλά μια γιγάντια μπάλα φωτιάς. Ωστόσο, αυτή η σύγκριση δεν είναι και πολύ ακριβής. Αυτό που θεωρούμε εμείς φωτιά, στην πραγματικότητα είναι ενέργεια σε μορφή θερμότητας και φωτός, που παράγεται από τις θερμοπυρηνικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στον πυρήνα του αστεριού.
Μια θερμοπυρηνική αντίδραση περιλαμβάνει τη μετατροπή μερικών στοιχείων και συνοδεύεται από την εκπομπή θερμότητας και ενέργειας φωτός. Αυτή η ενέργεια περνά από όλα τα στρώματα του Ήλιου, για να φτάσει στην επιφάνεια (τη φωτόσφαιρα), που μοιάζει να φλέγεται.
: nasa



Όσοι ξέρουν κάτι παραπάνω από αστρονομία, θα σας πουν με βεβαιότητα ότι ο Ήλιος ανήκει στην κατηγορία των αστεριών, γνωστά ως «κίτρινοι νάνοι». Απ’ αυτό, είναι λογικό να υποθέτουμε πως είναι κίτρινος στο χρώμα. Όμως, όπως κάθε άλλο αστέρι τέτοιου είδους, ο Ήλιος είναι απολύτως λευκός.
Τότε γιατί τα ανθρώπινα μάτια τον βλέπουν κίτρινο; Για όλα φταίει η γήινη ατμόσφαιρα. Όπως είναι γνωστό, το φως που έχει ένα ευρύ μήκος κύματος, στο κίτρινο και κόκκινο τμήμα του φάσματος περνά καλύτερα στην ατμόσφαιρα.
Το φως σε μικρότερα μήκη κύματος, στο πράσινο μέχρι το βιολετί τμήμα του φάσματος (που εκπέμπει κυρίως ο Ήλιος), διαχέεται σε μεγαλύτερο βαθμό από την ατμόσφαιρα. Το αποτέλεσμα αυτού, είναι ο ήλιος να φαίνεται κίτρινος. Αν αφήσετε ποτέ την ατμόσφαιρα, θα δείτε το πραγματικό χρώμα του.
: stanford




Αυτή η λανθασμένη άποψη προέρχεται φυσικά από τις ταινίες του Χόλιγουντ, που αναπαριστούν το τι θα μπορούσε να συμβεί αν ένα άτομο βρισκόταν εκτός του διαστημοπλοίου.
Στην πραγματικότητα, το δέρμα μας είναι αρκετά ευέλικτο για να κρατήσει όλα τα εσωτερικά όργανα στη θέση τους. Τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων, μπορούν επίσης να αποτρέψουν το αίμα από το να βράσει εξαιτίας της ελαστικότητας.
Επίσης, στην απουσία της εξωτερικής πίεσης στο περιβάλλον του διαστήματος, η θερμοκρασία στην οποία βράζει το αίμα, φτάνει τους 46 βαθμούς Κελσίου, που είναι πολύ υψηλότερη από τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος.
Αντ’ αυτού, είναι το νερό που περιέχεται στα κύτταρα του δέρματός μας, που βράζει στο κενό αέρος. Το αποτέλεσμα αυτού, είναι η αύξηση του μεγέθους του σώματος σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όμως σίγουρα δε θα εκρήγνυντο.
Ο κύριος λόγος, για τον οποίο θα πέθαινε κάποιος, είναι η έλλειψη οξυγόνου. 15 μόλις δευτερόλεπτα στο κενό αέρος χωρίς κάποια στολή, αρκούν για να χάσει τις αισθήσεις του και μόλις 2 λεπτά για να πεθάνει.
: space


Αυτός ο μύθος φαίνεται λογικός στην αρχή. Αν ο χειμώνας είναι πιο κρύος από το καλοκαίρι, τότε η Γη είναι πιο μακριά από την πηγή θερμότητάς της, σωστά; Ωστόσο, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: κατά τη διάρκεια του πιο κρύου τμήματος του χρόνου, ο πλανήτης μας βρίσκεται 5 εκατομμύρια χιλιόμετρα πιο κοντά στον Ήλιο, απ’ ό,τι το καλοκαίρι. Πώς συμβαίνει όμως αυτό;
Όλα προέρχονται από το γεγονός ότι σε συνδυασμό με την περιστροφή γύρω από τον Ήλιο, η Γη περιστρέφεται και γύρω από τον εαυτό της, γι’ αυτό περνάμε από τη νύχτα στη μέρα. Ο άξονας της Γης, που περνά από το Βόρειο και Νότιο Πόλο, δεν είναι ακριβώς κάθετος στην τροχιά του και στις ακτίνες του ήλιου που πέφτουν πάνω της. Για τον μισό χρόνο, ένα μεγάλο μέρος της θερμότητας του Ήλιου πέφτει στο νότιο ημισφαίριο, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο πέφτει στο βόρειο. Αυτό προκαλεί τις αλλαγές των εποχών.
Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι στο νότιο ημισφαίριο είναι θερμότερο απ’ ό,τι στο βόρειο. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι η Γη βρίσκεται πιο κοντά στην ήλιο τον Ιανουάριο, όταν το νότιο τμήμα έχει καλοκαίρι.
: nasa

Πηγή: diaforetiko.gr

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Ο άνθρωπος που δημιούργησε μια μικροσκοπική χώρα και τελικά… εξορίστηκε από αυτή

Η απίστευτη ιστορία της Λίμπερλαντ που έκανε την εμφάνισή της στην καρδιά της Ευρώπης


Σε ένα μικρό κομμάτι γης, μόλις 7 τετραγωνικών χιλιομέτρων στη μέση του Δούναβη ανάμεσα στη Σερβία και την Κροατία, ένας άνθρωπος επιδιώκει να φτιάξει τη δική του, ομολογουμένως ιδιαίτερη, χώρα. Ο Βιτ Γέντλιτσκα υποστηρίζει πως το έδαφος αυτό, το οποίο αποκαλεί «πολυαγαπημένη του πατρίδα», δεν διεκδικείται από κανέναν. Πάντως στον ίδιο έχει απαγορευτεί να πατήσει το πόδι του εκεί.
Ο Γέντλιτσκα είναι ο πρώτος πρόεδρος της… ακατοίκητης Λίμπερλαντ. Το όνειρό του περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας χώρας χωρίς υποχρεωτική φορολογία, χωρίς έλεγχο για την κατοχή όπλων και με νόμισμα το Bitcoin.
Το καλοκαίρι του 2015, ο ίδιος και η κοπέλα του και κάνα δυο ακόμη φίλοι τοποθέτησαν μια σημαία σε αυτό το κομμάτι γης. Οι άλλοι τρεις εξέλεξαν τον Γέντλιτσκα πρόεδρο της νέας χώρας. Έκτοτε, έχει εγγράψει online περίπου μισό εκατομμύριο εν δυνάμει πολίτες. Έχει ορίσει υπουργικό συμβούλιο και πρέσβεις που βρίσκονται σε αναμονή παγκοσμίως.
Έχει μαζέψει επίσης χρήματα από πλούσιους δωρητές αλλά και απλό κόσμο που αποφάσισε να τον βοηθήσει στην προσπάθειά του. Μάλιστα, έχει τυπώσει και διπλωματικά διαβατήρια.


Υπάρχει όμως ένα μικρό πρόβλημα στην υλοποίηση αυτής της ευφάνταστης ιδέας. Ούτε ο ίδιος ούτε και κανένας άλλος έχει καταφέρει να «καταλάβει» τη Λίμπερλαντ για περισσότερο από έναν χρόνο. Το 2015 φαινόταν πως η Λίμπερλαντ αποτελούσε ένα σπάνιο παράδειγμα «γης του κανενός», την οποία δεν διεκδικούσε κανένα κράτος.
Ήταν κάποτε κομμάτι της Σερβίας, αλλά όταν τα σύνορα οριοθετήθηκαν εκ νέου στο τέλος του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, κατέληξε στην Κροατία.
Η Κροατία όμως δεν την ήθελε. Αν την αποδεχόταν, θα έπρεπε να αποδεχθεί και τα νέα σύνορα, που περιόριζαν το μέγεθός της. Η Σερβία από την άλλη ήταν ικανοποιημένη με τα νέα σύνορα, παρόλο που έχασε τη Λίμπερλαντ.
Για διαφορετικούς λοιπόν λόγους, και οι δύο χώρες είπαν «όχι, ευχαριστώ» σε αυτό το μικρό κομμάτι γης. Αντιθέτως, ο 32χρονος Γέντλιτσκα, που έχει γεννηθεί στην Τσεχία, ενδιαφέρεται για αυτό. Και άνθρωποι από όλο τον κόσμο, έφτασαν στα Βαλκάνια για να εγκατασταθούν στον νέο «παράδεισο».


Η Κροατία, όμως, ενώ δεν ήθελε το έδαφος αυτό για τον εαυτό της, δεν ήθελε ούτε τη δημιουργία της νέας αυτής χώρας στα πόδια της, όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να οπλοφορούν ελεύθερα. Συνέλαβε λοιπόν και επέβαλε πρόστιμο σε οποιονδήποτε προσπάθησε να εισέλθει εκεί με οποιονδήποτε τρόπο. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Λίμπερλαντ συνελήφθη και κλήθηκε να πληρώσει πρόστιμο όταν επιχείρησε να εισέλθει εκεί μέσω της Κροατίας.
Αλλά ο Γέντλιτσκα δεν είναι ένας άνθρωπος που το βάζει εύκολα κάτω. Δραστηριοποιείται σε διεθνές επίπεδο, συμμετέχοντας σε συνέδρια, διορίζοντας υπουργούς και ξένους αντιπροσώπους και κρατώντας τη Λίμπερλαντ ζωντανή στα social media. Μάλιστα, «έτρεξε» έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη Λίμπερλαντ, που τράβηξε την προσοχή εταιριών παγκοσμίως γνωστών.

Ο Βιτ Γέντλιτσκα

Τον Σεπτέμβριο, το BBC ταξίδεψε στη Βουδαπέστη, όπου βρίσκονταν ο πρόεδρος Γέντλιτσκα και ο υπουργός Εξωτερικών του, Χοσέ Μιγκέλ Ματσιέτο. Όπως περιγράφεται στο ρεπορτάζ του, οι δύο άντρες ήταν τόσο νευρικοί και ανησυχούσαν αν θα κατόρθωναν τελικά να περάσουν τα σύνορα και να φτάσουν στην Κροατία. Τελικά κατάφεραν να περάσουν μέσω ενός μικρού συνοριακού περάσματος, όπου ο Γέντλιτσκα δήλωσε τουρίστας και όχι πρόεδρος κράτους, όπως παρατηρείται χαρακτηριστικά.


Ο πρόεδρος είχε δύο υποχρεώσεις: να παραβρεθεί σε ένα τοπικό οικονομικό συνέδριο, όπου είχε προσκληθεί, και να ασκήσει έφεση στην καταδίκη του για παράνομη είσοδο στη Λίμπερλαντ. Η συμμετοχή στο συνέδριο είχε ως στόχο να παρουσιαστεί ο ίδιος σε μια εκδήλωση ως ένας νόμιμος εκπρόσωπος ενός πραγματικού κράτους και να μοιράσει σχετικά φυλλάδια σε ευρωπαίους γραφειοκράτες. Ο ίδιος και οι υπόλοιποι «συμπατριώτες» του πιστεύουν ότι ένα μοντέλο ελεύθερης αγοράς στα Βαλκάνια θα μπορούσε να ενισχύσει την ταλαιπωρημένη από την ύφεση περιοχή.
Η δικαστική υπόθεση ήταν περισσότερο ιδιαίτερη. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κροατίας είχε ανατρέψει την αρχική καταδίκη και είχε ζητήσει την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Ο Γέντλιτσκα, όμως, ήλπιζε να «χάσει» την υπόθεση ξανά. Κι αυτό γιατί αν η Κροατία του επέβαλε πρόστιμο για παράνομη είσοδο στη Λίμπερλαντ, σύμφωνα με το σκεπτικό του, τότε υπήρχε μετά βεβαιότητας απόδειξη ότι υπήρχε διεθνές σύνορο εκεί, όπως ο ίδιος υποστήριζε πάντα. Στην πραγματικότητα, ήλπιζε ότι ένα κροατικό δικαστήριο θα αποφάσιζε εάν τα σύνορα μεταξύ Σερβίας και Κροατίας ισχύουν.

Η σημαία της Λίμπερλαντ

Προς απογοήτευσή του, το κροατικό δικαστήριο έκρινε ότι κάτι τέτοιο ήταν πέρα των αρμοδιοτήτων του και η εκδίκαση της υπόθεσης διακόπηκε.
Οπότε άρχισε να ψάχνει για βάρκες. Εφόσον δεν μπορούσε ακόμη να εγκατασταθεί στη Λίμπερλαντ, το σχέδιο του Γέντλιτσκα ήταν να φτιάξει μια προσωρινή πλωτή κατοικία στον Δούναβη, πλάι στην «πατρίδα» του. Άλλες βάρκες θα χρησίμευαν ως σημεία συνάντησης και διαβούλευσης. Η απόκτηση ιδιοκτησίας δείχνει σοβαρότητα προθέσεων, υποστηρίζει. «Θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε πραγματικοί άνθρωποι που είναι ικανοί να κάνουν πραγματικά πράγματα, αλλά με έναν ρομαντικό τρόπο», λέει.

Ο υπουργός Εξωτερικών με την πλούσια φαντασία
Τελικά βρήκε την κατάλληλη βάρκα και συμφώνησε να πληρώσει 30.000 ευρώ, όπως περιγράφει το BBC. Όλο αυτό το διάστημα, συνοδευόταν από τον Ματσιέτο, έναν όμορφο 32χρονο, πάντα ντυμένο στην τρίχα. Ως Βενετός ο ίδιος, υποστήριζε πως ήξερε πολλά από βάρκες. Κάτι όμως με αυτόν δεν κολλούσε, σύμφωνα με το BBC.
Έλεγε πως ήταν διοικητής στον ιταλικό στρατό και υπηρέτησε στο Κόσοβο με τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών. Αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει το πότε ακριβώς. Πάντα έλεγε πράγματα που αποδεικνύονταν αναληθή ή απίθανα. Υποστήριζε πως βρισκόταν σε διαρκή επαφή με τους πρέσβεις, αλλά δεν θυμόταν τα ονόματά τους.


Από την έρευνα που έκανε το BBC προέκυψε μια άλλη, ελάχιστα πιστευτή, ιστορία. Πριν από τρία χρόνια, ο Ματσιέτο είχε υποστηρίξει πως ήταν ένας διεθνούς φήμης πιανίστας και συνθέτης. Είχε κερδίσει ένα βραβείο για το σάουντρακ της ταινίας Gravity, ήταν μαέστρος στην όπερα της Πράγας, ενώ είχε κάνει εμφανίσεις και στην όπερα του Παρισιού και τα Μπολσόι.
Είχε δώσει συνεντεύξεις σε ιταλικά και τσέχικα μέσα ενημέρωσης και, επειδή είχε καταγωγή από το Εκουαδόρ -είχε υιοθετηθεί από μια ιταλική οικογένεια όταν ήταν παιδί- είχε εκθειαστεί από τον πρέσβη του Εκουαδόρ στη Γερμανία, ο οποίος ήθελε να τον διορίσει ως επίτιμο πρόξενο στην Πράγα. Μάλιστα, θα γυριζόταν και ταινία για την απίστευτη ζωή του.
Το πρόβλημα ήταν, πως ήταν όλα ψέματα. Κανένας από τους οργανισμούς, όπου είχε υποστηρίζει ότι είχε εργαστεί, δεν διέθετε κανένα αρχείο που να σχετίζεται μαζί του. Οι ικανότητές του στο πιάνο ήταν μέτριες, στην καλύτερη περίπτωση. Το έργο της αποκάλυψης της απάτης ανέλαβε μια ομάδα ομογενών από το Εκουαδόρ που ζούσε στη Γερμανία και την Πράγα, ανάμεσα στους οποίους και ένας διακεκριμένος μουσικός.
Κανείς από αυτούς δεν είχε ακούσει τον Ματσιέτο και τελικά, η κυβέρνηση του Εκουαδόρ παραδέχτηκε πως είχε εξαπατηθεί. Ο Ματσιέτο έπεσε έκτοτε στην αφάνεια, για να επανεμφανιστεί φέτος, ως υπουργός Εξωτερικών της Λίμπερλαντ, αλλάζοντας το όνομά του, προφανώς για να αποφύγει τα μπλεξίματα.
Το BBC ενημέρωσε τον Γέντλιτσκα για την πλούσια φαντασία του υπουργού των Εξωτερικών του και αυτός δήλωσε σοκαρισμένος και έκπληκτος. Ο Ματσιέτο παραιτήθηκε από τη θέση του. «Ακόμη κάνω το καλύτερο δυνατό για να επιλέξω τους καλύτερους ανθρώπους για την ομάδα και τελευταία δεν έχω υπάρξει πολύ τυχερός. Ελπίζω να μπορέσω να βρω καλύτερους ανθρώπους σύντομα. Ίσως θα ενδιαφερόσασταν να εργαστείτε για την υπηρεσία πληροφοριών μας;», έγραψε προς τον ρεπόρτερ του βρετανικού δικτύου.



Εάν η Κροατία και η Σερβία καταφέρουν κάποια στιγμή να βγάλουν μια άκρη αναφορικά με τα σύνορά τους, δεν θα υπάρχει πλέον αυτό το μικρό κομμάτι γης για τη δημιουργία του ιδιαίτερου αυτού κράτους. Αλλά, όπως λέει συχνά ο Γέντλιτσκα, «όλες οι χώρες είναι φαντασιώσεις. Όλες υπάρχουν στο κεφάλι σου».
Πηγή: Newsbeast.gr

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Να κοιμηθούμε αγκαλιά (2007) - Βασίλης Παπακωνσταντίνου


Να κοιμηθούμε αγκαλιά (2007)
Στίχοι: Γιώργος Κλεφτογιώργος
Μουσική: Σοφία Βόσσου
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου


Πάλι μέτρησα τ’ αστέρια κι όμως κάποια λείπουνε
μόνο τα δικά σου χέρια δε μ’ εγκαταλείπουνε
πώς μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου στη βροχή να βρέχονται
τα φεγγάρια στο κορμί σου να πηγαινοέρχονται.

Να κοιμηθούμε αγκαλιά να μπερδευτούν τα όνειρά μας
και στων φιλιών τη μουσική ρυθμό να δίνει η καρδιά μας.
Να κοιμηθούμε αγκαλιά να μπερδευτούν τα όνειρά μας
για μια ολόκληρη ζωή να είναι η βραδιά δικιά μας.

Τα φιλιά σου στο λαιμό μου μοιάζουνε με θαύματα
σαν τριαντάφυλλα που ανοίγουν πριν απ’ τα χαράματα
στων ματιών σου το γαλάζιο έριξα τα δίχτυα μου
στις δικές σου παραλίες θέλω τα ξενύχτια μου.

Να κοιμηθούμε αγκαλιά να μπερδευτούν τα όνειρά μας
και στων φιλιών τη μουσική ρυθμό να δίνει η καρδιά μας.
Να κοιμηθούμε αγκαλιά να μπερδευτούν τα όνειρά μας
για μια ολόκληρη ζωή να είναι η βραδιά δικιά μας.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Η καλύτερή μου αρχιχρονιά - Χρήστος Χρηστοβασίλης


Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης γεννήθηκε στο Σουλόπουλο Ιωαννίνων. Ήταν γιος του εύπορου κτηματία Αναστάσιου Βασιλείου, ενώ παππούς του ήταν ο Χρήστος Βασιλείου (από όπου το ψευδώνυμο του λογοτέχνη), άρχοντας του Σουλόπουλου τον 19ο αιώνα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή, τοποθετείται από τους μελετητές γύρω στο 1860.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο Σχολαρχείο Ξάνθης και συνέχισε με τη βοήθεια του θείου του Σπυράκη Βασιλείου ως μαθητής στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1875 συνελήφθη από τις Τουρκικές Αρχές με αφορμή την Ανατολική κρίση και οδηγήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από τρία χρόνια σπουδών στο εκεί Αυτοκρατορικό Λύκειο δραπέτευσε και έφυγε για την Κέρκυρα, από όπου πέρασε στην Ήπειρο, πήρε μέρος σε συμπλοκή εναντίον των Τούρκων στους Αγίους Σαράντα, αιχμαλωτίστηκε και εξορίστηκε στα Τρίκαλα. Εκεί εργάστηκε ως γραμματέας του θείου του Σπυράκη Βασιλείου επιστάτη στα κτήματα του Χρηστάκη Ζωγράφου. Το 1882 επέστρεψε στη γενέτειρά του, κατόπιν όμως νέας συμμετοχής του σε επαναστατικά κινήματα καταδικάστηκε σε θάνατο. Δραπέτευσε και επέστρεψε στη Θεσσαλία.
Στα Τρίκαλα χαιρέτησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία με το μακροσκελές ποίημα «Στ’ αδέρφια μας», ενέργεια που πλήρωσε με ολιγοήμερη φυλάκιση στη Ζίτσα, όπου πήγε για να παντρευτεί τη Σιάνα Παπασταύρου.
Από το 1885 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποίησε την επίσημη εμφάνισή του στη λογοτεχνία με το διήγημα Η καλύτερή μου αρχιχρονιά που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Ακρόπολης του Γαβριηλίδη. Στην ίδια εφημερίδα εργάστηκε από το 1889, δημοσιεύοντας διηγήματα και πολιτικά άρθρα (ως ανταποκριτής στη Ρωσία, τη Βουλγαρία και αλλού). Το 1896 παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά με την Αλεξάνδρα Γιώτη από το Καρπενήσι. Το 1899 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Εταιρεία του Ελληνισμού του Νικόλαου Καζάζη, από τη θέση του διευθυντή και στη συνέχεια δημοσίευσε πραγματείες στο περιοδικό της Εταιρείας (ομώνυμό της) με το ψευδώνυμο Ζευς Δωδωναίος. Μια από τις πραγματείες αυτές είχε τίτλο Εθνικά Άσματα 1453-1821 και στάθηκε αφορμή διαφωνίας του με το Νικόλαο Πολίτη. Τελικά αποχώρησε από την Εταιρεία το 1909 και έφυγε για τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν ο θείος του Σπυράκης. Το 1913 επέστρεψε στην Αθήνα, χαιρέτησε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων με το ποίημα «Τα ελευθερωμένα Γιάννινα» από την Ακρόπολη και έφυγε για τη γενέτειρά του, όπου εξέδωσε την εφημερίδα Ελευθερία και συμμετείχε στους πολιτικούς αγώνες γύρω από το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα. Για τη δράση του εκτοπίστηκε στη Νάξο του 1917. Τότε (1916-1919) τοποθετείται η συγγραφή των Διηγημάτων του Μικρού Σκολειού. Εκλέχτηκε βουλευτής Ιωαννίνων το 1926 και το 1935 με το Λαϊκό Κόμμα και από το 1923 ως το θάνατό του διηύθυνε την έκδοση του περιοδικού Ηπειρωτικά Φύλλα.
Λίγο πριν το θάνατό του επισκέφτηκε ξανά την Αθήνα, όπου έλαβε βραβείο για το λογοτεχνικό του έργο από το Υπουργείο Παιδείας και τιμήθηκε με το χρυσό Σταυρό του Σωτήρα για την πατριωτική του δράση. Η έκταση του έργου του Χρηστοβασίλη (λαογραφικού, ιστορικού , διηγηματογραφικού, πεζογραφικού , ποιητικού, γλωσσικού, δραματικού, μεταφραστικού) είναι τεράστια και μεγάλο μέρος της βρίσκεται σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Το λογοτεχνικό έργο του είναι κυρίως ηθογραφικό και λαογραφικό, γραμμένο στη δημοτική και με κυρίαρχη την παρουσία ειδυλλιακών και φυσιολατρικών στοιχείων, καθώς επίσης στοιχείων επιτηδευμένης και σκόπιμα «απλής» και «αφελούς» γραφής. Η σύγχρονη κριτική επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ψυχογραφική διάσταση του έργου του Χρηστοβασίλη και στη μεγαλοπρέπεια των περιγραφών του επαρχιακού τοπίου.
Στο έργο του κυριαρχούν έργα πεζογραφίας όπως τα «Διηγήματα της Στάνης» (1898), «Διηγήματα της ξενιτειάς» (1899), «Διηγήματα Θεσσαλικά» (1900), «Διηγήματα· Από τα χρόνια της σκλαβιάς» (1927), «Διηγήματα του μικρού σκολειού · Απομνημονεύματα μιας ζωής» (1934), «Η αγάπη· Τριλογία» (1906), τα ποιητικά του έργα «Στ’ αδέρφια μας» (1881), «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς» (1901), «Οι δυο Κωνσταντίνοι» (1917), «Ο Μάρκο Μπότσαρης» (1923), «Η όμορφη νύφη» (1931), «Οι θερίστρες» (1933).
Σημαντικά είναι και τα θεατρικά του έργα, όπως «Ο ερωτόληπτος υποδηματοποιός» (1893), «Αγώνες του Σουλίου - Για την πατρίδα» (1901), «Για την τιμή» (1904). Τέλος, σημαντικές είναι οι Λαογραφικές μελέτες του και τα ιστορικά του έργα, όπως «Εθνικά Άσματα (1453-1821)» (1901), «Η δύναμις του ελληνισμού εν Ηπείρω και τα δίκαια αυτού. Ήπειρος και Αλβανία» (1904), «Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον» (1905), «Ηπειρωτικά παραμύθια» (1906), «Το ιστορικόν της αρπαγής των 16 χωρίων της επαρχίας Φιλιατών» (1914), «Η Ιμπλιακοποίησις των 79 χωρίων της Ηπείρου και οι αγώνες των κατοίκων των προς ανάκτησιν αυτών επί τε Τουρκοκρατίας και Ελληνικοκρατίας» (1915).


Είχα τελειώσει τα μαθήματά μου κι έμεινα στο σπίτι μου, που είναι σ’ ένα χωριουδάκι έξ ακέριες ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Μην έχοντας πλιο καμιά φροντίδα, ούτε τι να μελετήσω για να παρουσιαστώ ευπρόσωπος στους δασκάλους μου και στους συμμαθητάδες μου, ούτε τι δουλειά να επιχειριστώ για να βγάζω το ψωμί μου, γιατί μπορούσε τότε το σπίτι μου να θρέψει όχι μονάχα τους ανθρώπους του, αλλ’ έθρεφε καθημερινώς και πολλούς ξένους ακόμα, κατά τη συνήθεια που είχε μείνει από τους πρώτους χτίτορές του. Σκότωνα λοιπόν τον καιρό μου στα κοπάδια μου, σε περίπατους μέσα στα χωράφια, στ’ αμπέλια και στα περίχωρα, στο ψάρεμα μέσα στον μεγάλο μας ποταμό, τον Καλαμά, και στο κυνήγι μες στα λόγγα του χωριού μου, ή στ’ αντικρινά βουνά.
Μ’ είχε πιάσει μια τέτοια αποστροφή προς τα γράμματα, που δεν ήθελα να ξέρω καθόλου από χαρτί, πέννα, μελάνη και βιβλία. Τα είχα αποστραφεί τόσο πολύ, αφόντας βγήκα από το σκολειό, που μ’ έπιανε φρίκη στα σωστά, άμα έβλεπα, πράγματα, που μου θύμιζαν το διάβασμα ή το γράψιμο, κι απορούσα, όταν σκέφτομουν σε τι θα μου χρησίμευαν τα γράμματα, που είχα μάθει, αν δεν θα μπορούσα να πιάσω πέννα, χαρτί και βιβλία στη ζωή μου. Δεν ήθελα να γνωρίζω από ανάγνωση, δεν ήθελα ν’ ακούω από γράψιμο! Πολύ λίγο έμενα στο σπίτι μου, γιατί με στενοχωρούσαν οι άγριοι και χοντροί τοίχοι του και βρίσκομουν, πες, πάντα έξω.
 Κι όμως, τι δεν θα ’δινα σήμερα, κατάδικος κι αυτοεξόριστος από την αγαπημένη μου Πατρίδα, ξένος κι άγνωστος σε ξένα μέρη, βιοπαλαιστής και στενοχωρημένος, να βρεθώ μέσα στους άκομψους κι ακαλαίστητους τοίχους σου, ω πολυαγαπημένο μου Σπίτι μου, που τους είχαν χτίσει οι παππούδες μου σε πολύ πονηρές μέρες, για να φυλάγωνται όχι μοναχά από το κρύο του χειμώνα κι από τη ζέστη του καλοκαιριού, αλλά και να υπερασπίζουν τη ζωή τους και την τιμή τους από τες επιδρομές των εχτρών της Πίστης μας και της Πατρίδας μας!
 Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1878 βρέθηκα στο χειμάδι μου, γιατί είχε αρχίσει ο γέννος των προβάτων μας, δεκαριές την ημέρα. Νόμισα αναγκαίο να μείνω όλην την ημέρα στο χειμάδι, με έναν σκοπό: να τηράω τες γεννημένες προβατίνες, πώβοσκαν μέσα σ’ ένα κριθάρι και μ’ έναν άλλον ακόμα: να μπορέσω να σκοτώσω κανέναν αητό, γιατί εκεί κοντά ήταν ένα χοντρό ψοφίμι κι η μυρουδιά του τραβούσε πολλά όρνια.  Κατά το δειλινό έπιασε μια φοβερή βροχή. Νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός είχε γίνει ένας απέραντος καταρράχτης κι ήθελε να πνίξει τη Γη. Τα όρνια και τ’ άλλα πετούμενα πιάστηκαν ανεπάντεχα από τ’ αγριοκαίρι εκεί που κυνηγούσαν ή εκεί που βοσκούσαν, κι έτρεχαν αγέλες  - αγέλες στ’ αντικρυνά βουνά, όπου είχαν τες φωλιές τους, αλλά τα βαρειά κοράκια, επειδή δεν βαστούσαν, φαίνεται, να εξακολουθήσουν τον δρόμο τους για τες φωλιές τους, μαζεύτηκαν στα πυκνά κλωνάρια των αιωνόβιων πουρναριών, που ήταν γύρα - γύρα στο χειμάδι μου, και κρακράκιζαν με μεγάλον αλαλαγμό, σαν να ’βλεπαν κανέναν τρομερό κίντυνο για τη ζωή τους.  Θα είχαμε ακόμα δυο ώρες μέρα, αλλ’ ήταν τόσο πυκνό το σκότος, που νόμιζε κανείς ότι είχε βασιλέψει ο ήλιος! Κι αυτό ακόμα το κοπάδι γελάστηκε από το πρώιμο σκοτάδι, και μ’ όλες τες προσπάθειες των πιστικών για να το μποδίσουν, πήγαινε τρέχοντας στο χειμάδι, βελάζοντας «μπααα! μπααα! μπααα!» κι ακολουθώντας τον Σιούτο, το περιφημότερο γκεσέμι όλων των κοπαδιών, που βρίσκονταν γύρα - γύρα στα περίχωρά μας και τον ζήλευαν όλα τα τσιελεγκάτα, ενώ έρχονταν πολύ μακριά πίσω από το κοπάδι οι τρεις πιστικοί λαχανιασμένοι, μαζί με τα τέσσαρα μαντρόσκυλα: τον Μούργκα, τον Γκεσούλη, τον Λιάρο και τον Κοράκη.
* * *
Ήταν χαλασμός κόσμου, ήταν οργή Κυρίου εκείνη η ώρα! Κάθε στιγμή χύνονταν στη γη μια φοβερή και απαίσια λάμψη, ακολουθουμένη από τρομερή ξεκουφαντική βροντή, που τράνταζε τα βουνά και τα θεμέλια της γης. Νόμιζε κανείς ότι έτρεμε όλη η Γη κι ότι κλονίζονταν και κυμαίνονταν σαν βάρκα απάνω στα κύματα. Σταυροκοπιόταν οι πιστικοί από τον φόβο τους, και παρακαλούσαν τον Θεό με τα «Γλύσε μας, Θεέ μου!» να τους σώσει από κείνο το διοσημειό, προντίζονταν τα πρόβατα σε κάθε βροντή, σαν να είχαν μπει στο χειμάδι δέκα λύκοι, κι ούρλιαζαν τα σκυλιά σαν να προαιστάνονταν κάποιο μεγάλο κακό. αλλά κι εγώ, αν κι ήμουν σε θέση να μην παρεξηγήσω καθόλου εκείνη τη θύελλα, που μας παρουσιάζονταν με θεϊκή αγριότητα, άρχισα να στενοχωριούμαι και να φοβούμαι κανένα αναποδογύρισμα των φυσικών νόμων, κανέναν δεύτερον κατακλυσμό, και να σκέφτομαι πώς να πιάσω τον συντομότερον  δρόμο για τ’ αντικρινό βουνό. 
Ο ποταμός, αν και δεν ήταν μακρύτερα από τριακόσια - τετρακόσια μέτρα από μας, δεν φαίνονταν καθόλου από το σκότος, αλλ’ ακούγονταν να βουΐζη άγρια σαν μυριόφωνο θεριό. Διώχνοντας με τη λογική τον φόβον, αιστάνομουν μια όρεξη μέσα μου να καταίβω στον όχτο του ποταμού, για να θαμάξω τη φοβερή μεγαλοπρέπεια της κατεβασιάς,  αλλά μ’ εμπόδιζε η βροχή. Δεν έβρεχε ούτε με τη σήττα ούτε με την αργιόσηττα, ούτε με την ποκνάδα, ούτε με τον κόσκινο, ούτε με το ντρυμόνι, αλλά με το καρδάρι. Έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε κι όλο έβρεχε! Δυο πατημασιές αν επιχειρούσα να κάνω έξω από το χειμάδι, θα χώνομουν στες λάσπες και θα γένομουν παπί από την βροχή. Σ’ αυτήν απάνω τη σκέψη μου, άκουσα τον τσιέλεγκα να διατάζει  το πιστικούδι.
 - Να πας στο χωριό ως που ’ναι γλήγορα, και να πάρεις ψωμί! Ακούς; 
- Πού να πάω μ’ αυτόν τον κατακλυσμό; θα πνιγώ! 
Απολογήθηκε το πιστικούδι. 
- Να πας γάλι -  γάλι, του απολογήθηκε ο τσιέλιγκας, κι όσο πολύ κι αν βραχείς, σε κουλουριάζω με την κάπα μου τη νύχτα  και κοιμάσαι. Μια χαψιά άνθρωπος είσαι εσύ... Τι να κάνω εγώ, αν βραχώ, που είμαι μεγάλος και δεν με χωράει η κάπα σου, κι’ απέ συ!... 
Κίνησε το καημένο το παιδί να πάει, αλλά γλιστρούσε σε κάθε του πατημασιά κι έπεφτε καταγής. Το λυπήθηκα το καημένο και το γύρισα πίσω, και διάταξα τον δεύτερο πιστικό να πάει  για ψωμί, να πη και στο σπίτι ότι θα κοιμόμουν στο χειμάδι, για να μη με καρτερούν, κι ότι θα ‘βγαινα το πρωί ολόισια στην εκκλησιά με το πρώτο σήμαντρο.


Θεωρείται ως θεάρεστο πράγμα να κοιμάται κανείς στα πρόβατα και να πηγαίνει  στην εκκλησιά, χωρίς να μπει πρώτα σε σπίτι. Ο άνθρωπος που κοιμάται στα πρόβατα - όχι όμως και στα γίδια, γιατί έχει να κάνη ο Εξαπέδως στα γίδια, επειδή γένεται κι αυτός συχνά γίδι και πειράζει τον κόσμο - είναι μακριά από την εξουσία του Διαβόλου. Κοιμάται σαν να ‘ναι στον Παράδεισο, μακριά από διαβολική πείραξη. Αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τη μάννα μου, που ήταν πάρα -  πολύ θρήσκα, και μπορούσε να θυσιάσει όλον τον κόσμο, κι εμένα ακόμα, για να πάει  στον Παράδεισο, χωρίς να λογαριάζει γι’ αυτό κανέναν κόπο, κανέναν μόχτο, και καμιά θυσία. Ένας λόγος ακόμα πλειότερος, που αποφάσισα να μείνω εκείνη τη βραδιά στο χειμάδι, είναι και το ότι δεν έχει καμιά επισημότητα ιδιαίτερη η παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Πατρίδα μου, αλλ’ είναι σαν όλες τες κοινές βραδιές.
 Δεν πέρασε πολλή ώρα και να σου γυρίζει με τα χέρια αδειανά και σαν φάντασμα ο πιστικός που είχε πάει για ψωμί.
- Πού ’ναι το ψωμί; 
Τον ρώτησα.
- Δεν μπόρεσα να περάσω στο χωριό... 
Μου απάντησε ξέκαρδα, ενώ η βροχή έτρεχε πουρνάρα από πάνω του.
- Και γιατί δεν μπόρεσες; 
Τον ξαναρώτησα.
- Πάει η λειάσα!... Την πήρε! 
Και λέγοντας αυτά, έκανε μια χειρονομία που μώδωκε να καταλάβω την τύχη της λειάσας. 
Λειάσα λέγεται το φτωχό γεφύρι, που ένωνε το λιβάδι που βρισκόμαστε με το χωριό. Το ποτάμι, που περνάει κάτω από τη λειάσα, δεν έχει το καλοκαίρι πλειότερο από πεντέξι μυλαύλακα νερό, ενώ τον χειμώνα γίνεται θεριό, κάθε φορά που βρέχει πολύ. Κι η φράση: «Πάει η λειάσα» δηλούσε ότι είχε πλημμυρίσει το ποτάμι και παρέσυρε το πλεχτό γεφύρι, κι ένεκα απ’ αυτό, θα είμαστε, για δυο τρεις ημέρες το λιγότερο, αποκλεισμένοι από το χωριό. 
* * *
Το πνίξιμο του πλεχτού γεφυριού, της λειάσας, δεν στοίχιζε τίποτε άλλο από κόπο, γιατί οι χωριανοί, δουλεύοντας όλοι μαζί κοινοτικώς, θαπλεχαν σε μια μέρα καινούργιο γεφύρι, χωρίς κανένα έξοδο, επειδή κι όλη η απαιτούμενη ξυλική έβγαινε από τον χωριάνικον λόγγο, και το μόνο πράγμα που μου σκότιζε τον νου ήταν πώς θα περνούσαμε εκείνη τη βραδιά χωρίς ψωμί. Είχαμε γάλα ανθό, τυρί ασκίσιο νοστιμότατο, και γκουλιάστρα αφράτη, αλλά χωρίς ψωμί όλα αυτά ήταν λειψά. Το ψωμί είναι η ψυχή του φαγιού και του τραπεζιού. Τη στιγμή όμως, πώκανα εκείνη τη σκέψη, πέρασε από τη φαντασία μου η εικόνα της μάνας μου, φορτωμένης ένα μεγάλο σακούλι γεμάτο ζωοτροφίες, κι αμέσως μου ‘ρθε η ιδέα ότι θα σκέφτονταν η μάννα μου, αμέσως ύστερα από το πνίξιμο της λειάσας, τον αποκλεισμό μας και τα λοιπά, και θα ‘κανε κάθε τρόπο να μας στείλει ψωμί από το χωριό, σφεντονίζοντάς το από τη μιαν άκρα του ποταμού ως την άλλη με κανέναν δυνατόν χωριανό μας. Εν τω άμα, λοιπόν, διατάζω πάλι τον δεύτερο πιστικό να ξαναπάει στο λειασοπόρι, και να περιμένει εκεί να του ρίξουν ψωμί από το χωριό.
Στην διαταγή μου ξεκίνησε πάλι ο πιστικός ξέκαρδα και  πριν περάσει  πολλή ώρα, να σου και γύρισε φορτωμένος ζωοτροφίες, που του είχε πετάξει από την πέρα οχτιά του ποταμού μέσα στο σακούλι ο ζευγίτης του σπιτιού μας. 
Ευχαριστήθηκα πολύ, που είχε νυχτώσει στα καλά, μπήκα στην ανθρωποκαλύβα και κάθισα σταυροπόδι κοντά στην φωτιά, που είχε ετοιμασμένη ο γεροπιστικός, ο τσιέλεγκας. 
Η ανθρωποκαλύβα, ξέρετε, είναι εκείνη η καλύβα του χειμαδιού, όπου κάθονται και κοιμούνται οι πιστικοί. Έχει σχήμα τριγωνικής σκηνής, σκεπασμένη με σάλιμα.
 Η κακοκαιρία μολαταύτα εξακολουθούσε άγρια και τρομαχτική. Νόμιζες ότι θαλυονε η καημένη η Γη από την πολλή νεροποντιά, σαν βώλος ζάχαρης, που πέφτει απάνω του μια βαριά σταλαματιά νερού. Οι αστραπές κι οι βροντές πήγαιναν η μια κοντά στην άλλη σε κάθε στιγμή, σαν να ήταν χυνόπωρος ή άνοιξη, κι’ η γη κλονίζονταν συθέμελη, σαν να την αναμόχλευαν χίλιοι Θεοί. Έρχονταν καμιά φορά τέτοιες φοβερές πνοές του Νότου, που νομίζαμε ότι θα σήκωναν στον αέρα χειμάδι, κοπάδι κι ανθρώπους. Μαίνονταν σαν λυσσιασμένα τα Στοιχειά. Γη κι Ουρανός είχαν πιαστεί μαλλιά  - μαλλιά και γροθοκοπιώνταν αλύπητα, και κάθε φορά που θέριευε πολύ ο σάλος, σταυροκοπιώνταν περίλυπος ο γεροπιστικός κι έλεγε:
- Γλύσε μας, Θεέ μου, τους αμαρτωλούς! 
Βλέποντας στα υστερνά ο γεροπιστικός ότι δεν έπαυε το αγριοκαίρι, πήρε τον βοηθό του - αυτόν, που μας είχε φέρει το ψωμί - και το πιστικούδι, και πήγαν να κόψουν καμπόσο κισσόκλαρο για τα πρόβατα, κι ανέθεσε σ’ εμένα να επιθεωρήσω με το φαναράκι τ’ αυλάκια, που ήταν γύρα στο μαντρί από την απάνω τη μεριά, μην είναι κανένα χαλασμένο ή αδύνατο, και μπει  μέσα το νερό και μας πνίξει κι εμάς και τα πρόβατα.
 Άμα τράβηξαν και βγήκαν ο γεροπιστικός κι οι άλλοι δυο πιστικοί, βγήκα κι εγώ να παρακυττάξω τ’ αυλάκια, κι όταν μπόρεσα να ιδώ και να βεβαιωθώ ότι ήταν καλά τ’ αυλάκια και δεν είχαμε κανέναν φόβο, γύρισα γλήγορα στην ανθρωποκαλύβα, σταυροποδιάστηκα δίπλα στη φωτιά, κι ακούμπησα σ’ ένα είδος σκαμνί, που χρησίμευε ως τραπέζι στους πιστικούς. Εκεί που διαλογίζομουν μόνος μου, ήρθε και κάθισε στον νου μου ολάκερο το Έτος, που τέλειωνε εκείνη την ημέρα και δεν άφηνε πίσω του ακόμα παρά λίγες μαύρες ώρες χωρίς ήλιο, σαν άκρη μαύρης ουράς. Είχε ένα πένθιμο ήθος απάνω του και το λυπήθηκα από την καρδιά μου, που πήγαινε να πνιγεί στον απέραντον ωκεανό των Περασμένων. Το λυπήθηκα προπάντων, γιατί αυτό το έτος με γλίτωσε από τα νύχια του Σκολειού, της Σκλαβιάς του Σκολειού και πλάκωσε την καρδιά μου μια μεγάλη μελαγχολία. Μου φάνηκε ότι βρίσκομουν μπροστά σ’ έναν ευεργέτη μου, που ψυχομαχούσε.
 — Τι καλό που στάθηκε αυτό το έτος για μένα! ψιθύρισα. Με παρέδωκε στην Κοινωνία φωτισμένον, ανεξάρτητον κι ευτυχισμένον. Άμποτε να μου είναι ευεργετικό και το νέο Έτος. Άμποτε να φέρει τον αιώνιον πόθο του Γένους μας, που τον καρτερούμε τετρακόσια είκοσι πέντε χρόνια. 
Τότε άφησα το πλοιαράκι μου στο πέλαγο της χρυσόφτερης φαντασίας μου... Χίλιες εικόνες, χρυσόντυτες, χαρωπές, γελαστές, διάφανες, αλαφρές σαν αγεράκι μαγιάτικο, που φυσάει πριν ανατείλη  ακόμα ο ήλιος, περνούσαν από μπροστά μου. κι ενώ έτρεχα με τον νου μου καταπόδι της μιανής και της αλληνής, σαν σκιά, κυνηγώντας σκιές, ψηλά στον κατάχρυσον αιθέρα, μπήκαν βαριοί οι πιστικοί με τα κοφτερά τους και μ’ έκαναν να βγω από εκείνη την  μαγική φαντασμαγορία και κοιτάζοντας τον γεροπιστικό, τού είπα: 
- Ε! γεροτσιέλεγκα! Τι λες; Καθόμεστε απόψε ως τα μεσάνυχτα για να ιδούμε πώς θα φύγει ο παλιός ο Χρόνος και πώς θα ‘ρθει ο καινούργιος;
- Εγώ, παιδί μου, μου απολογήθηκε μελαγχολικά ο γεροπιστικός, είμαι ογδοήντα χρονών, απάνω κάτω, άνθρωπος, πε και τα εβδομήντα χρόνια, ως τα τώρα, τα πέρασα πιστικός. Έχω περίττο από πενήντα χρόνια, ως τώρα, που είμαι συγκρατούμενα τσιέλεγκας. Ξέρεις τι θα ειπεί  πενήντα χρόνια όλο τσιέλεγκας; Μια ζωή ακέρια! Ε! πώς φορτώνονται απάνω μας τα έρημα τα χρόνια, χωρίς να το καταλαβαίνομε! Μας κλέφτουν τρίχα -  τρίχα τα νιάτα μας, τη λεβεντιά μας, την  ζωή μας, μας ζαρώνουν το πετσί, που γυαλοκοπούσε πριν, μας ασπρίζουν τα μαύρα ή τα ξανθά μαλλιά, και μας τα μαδούν, μας βγάζουν τα δόντια, μας θαμπώνουν τα μάτια, μας κουφαίνουν τ’ αυτιά, μας αδυνατίζουν τα χέρια και τα ποδάρια, μας σκρυμπόνουν το κορμί, και - ας το ειπώ κι αυτό! - μας κάνουν μισά ζώα! Τα ζώα έχουν τέσσερα ποδάρια κι εμείς οι γερόντοι τρία. Εσύ, καλότυχος, είσαι παιδί ακόμα! Αλλά... εγώ γέρασα, ακούμπησα, πάει, βασίλεψα! Εγώ, παιδί μου, αφόντας κάνω αυτό το έργος της κλύτσας, δεν βρέθηκα ποτέ με τα μάτια κοιμώμενα τη στιγμή που φεύγει ο ένας χρόνος και δίνει τα κλειδιά του Κόσμου στον άλλο, πώ’ρχεται να κάτσει στον τόπο του. Εγώ, το λοιπόν, θα κάτσω, που θα κάτσω... Εσύ κοίταξε να μην κοιμηθείς. 
- Θα καθίσω, γέρο, θα καθίσω! 
Του είπα αποφασιστικά.
- Αα! είν’ όμορφο πράγμα, παιδί μου! Γίνεται ένας κλονισμός στην Πλάση, ένα βαθυυυυύ... βαθύ βουητό, που πρέπει να ‘χεις πολυυυύ... πολύ αλαφρό αυτί για να το καταλάβεις. Γίνεται ένα τρομερό απόκοσμο κλάμα... Δεν είναι μικρό πράγμα να ‘ρχεται ένας άλλος και να σου παίρνει  από τα χέρια σου τα κλειδιά του Κόσμου! σαν καληώρα να ‘ρθει απόψε ένας άλλος και να μας πει: - «Φευγάτε από το χειμάδι! θα καθίσω εγώ!» Είδες τι πόλεμος γένηκε έξω; Τι ήταν, παντεχαίνεις, αυτή η τρομερή νεροποντή; αυτό το στοιχειοπάλεμα; αυτά τ’ αστροπελέκια; αυτά τα τραντάγματα της γης μας; Τι άλλο ήταν, παρά πόλεμος ανάμεσα του ενός χρόνου και τ’ αλλουνού; Ήθελε ακόμα να κυριέψει ο Αντίχριστος! Ήθελε να χύσει  ακόμα ανθρώπινο αίμα, χριστιανικό αίμα! Αλλ’ όσο κι αν έκανε, όσο κι αν κάνει ακόμα ως τα μεσάνυχτα... δεν θα του περάσει! θα κόψει  το  λαιμό του, και θα γκρεμοτσακιστεί να φύγει! 
* * *
 Έτσι, λοιπόν, αφού είπαμε και κάμποσα άλλα με τον γέροντα, παράθηκε ο δεύτερος πιστικός το φαγητό ψηλά στο σκαμνί, κι αρχίσαμε να τρώμε με τα ξύλινα χουλιάρια αφράτη πηχτή γκουλιάστρα.
Γκουλιάστρα λέγεται το πρώτο γάλα, ευτύς ύστερα από τον γέννο της προβατίνας ή της γίδας, κι είναι το νοστιμότερο απ’ όλα τα φαγητά, που γένονται από το ευλογημένο και τρισευλογημένο γάλα. 
Στα υστερνά, τελειώσαμε το φαγί κι αρχίσαμε τες ομιλίες, για να βαστάξωμε άγρυπνοι ως τα μεσάνυχτα, αλλά βλέποντας ο γεροπιστικός ότι με τες κουβέντες του θ’ αποκοιμόμουν, πήρε τον γλυκόφωνό του τον ταμπουρά κι άρχισε «ντιγγ -  ντιγγ!» να τον κουρτίζει.  κι αφού τον καλοκούρτισε, άρχισε να τραγουδάει  και συνάμα να βαρεί  τον ταμπουρά με δύναμη και με γλύκα άρρητη.
«Τ’ ακούσαταν τι γένηκε στου Φώτου τα χειμάδια, 
Μπήκανε Τούρκοι στα μαντριά και πήραν τα κοπάδια,
Πήραν πρατίνες με τ’ αρνιά, γίδες με τα κατσίκια,
Πήραν τον Νιάγγρο τον τρανό, τον Μπέλο, το γκεσέμι 
Πήραν τη Στρεφοκάλεσα με το λαμπρό κουδούνι,
Τέσσερους χρόνους το λαλεί κι αρνί δεν έχει κάνει
Και σκότωσαν τους πιστικούς με την αράδαν όλους
Δώδεκα αδερφοξάδερφα, καθάρια παλικάρια, 
Και ρήμαξαν τα μαντριά και ρήμαξαν οι στρούγκες
Κλαιν οι μανάδες τα παιδιά και οι αδερφές τ’ αδέρφια 
Κλαίει κι’ η  γυναίκα του Γιωβά, παρηγοριά δεν έχει
Που της σκοτώσαν τον Γιωβά, τον δόλιο της τον άντρα,
Και δεν τον χάρηκε γαμπρόν ούτε καν μια βδομάδα.»


Αυτό το τραγούδι με συγκίνησε και γιατί το τραγουδούσε όμορφα ο γεροπιστικός, και γιατί το πήγαινε καλά με τον ταμπουρά, αλλά το πλειότερο γιατί αναφέρονταν στην καταστροφή των κοπαδιών του προπροπάππου μου, που, χώρια από τα γιδοπρόβατα, που μας πήραν οι Τουρκοτσάμηδες ξημερώνοντας του Βαγγελισμού, εκατό χρόνια πριν, σκότωσαν και καμιά δεκοχτώ πιστικούς, όλους αδερφοξάδερφα, παιδιά του σπιτιού μου, αλλ’ ο Φώτος τούς πρόφτασε με τους Ραβενιώτες απάνω στη Βίγλα της Κεραμίτσας, σκότωσε καμιά τριανταριά απ’ αυτούς και γλίτωσε και τα γιδοπρόβατα από τα χέρια τους. 
* * *
Αυτό το τραγούδι μνημονεύει το τέλος της μεγάλης ποιμενικής δόξας του Σπιτιού μου, που βόσκανε ως δυόμιση χιλιάδες γιδοπρόβατα.
 Ήταν η ώρα 11½ κι η φωνή του γέροντα, σιγαλή και γλυκιά, σμίγονταν αδερφικά με τη λυγερή φωνή του ωριόηχου ταμπουρά, σαν δυο πολυαγαπημένα στόματα, που σμίγονται με πόνο στο χαρμόσυνο φιλί της αγάπης. Έξω άρχισαν να κοπάζουν και ν’ ανακωχεύουν τα στοιχεία και να συφιλιώνονται ο Ουρανός κι η Γη.
Τέλειωσε το τραγούδι κι απόθεκε τον ταμπουρά ο γέρος λέγοντάς μου:
- Πόση ώρα θέλομε ως το ζύγιασμα της Νύχτας; 
- Μισή ώρα! 
Του απολογήθηκα.
- Ααα! Τότε ας καθήσωμε καραούλι! Σιωπηηή ως που να περάσει αυτή η μισή ώρα. Σιωπηηηηηηηή!
Κι έβαλε ορθό το δάκτυλό του κάτω από την μύτη του, απάνω στην χωρίστρα των άσπρων μουστακιών του.
Ως που να περάσει αυτή η μισή ώρα, μου φάνηκε πως πέρασε ένας χρόνος, και την στιγμή που πάτησε ο λεφτοδείχτης του ωρολογιού μου απάνω στον ωροδείχτη, κι έκαναν οι δύο δείχτες μαζί μια μοναχή γραμμή απάνω στον αριθμό ΧΙΙ, μου φάνηκε ότι είδα μπροστά μου τους δύο χρόνους σαν δυο εκατόχρονους γερόντους, με μακριά άσπρα γένια και μαλλιά, που κρατούσαν ο καθένας στο χέρι του από ένα χοντρό ραβδί και στήριζαν απάνω το σκρυμπό κορμί τους. Τη στιγμή που ανταμώθηκαν οι δυο Γέροι μέσα σε ένα θεόρατο  κι απέραντο παλάτι, άφηκε ο ένας τον θρόνο, που κάθονταν, και τον έπιασε ο άλλος. Κατέβαινε ο ένας τα σκαλοπάτια  του θρόνου ζερβιά και τ’ ανέβαινε ο άλλος δεξιά. Σωστή ζωντανή εικόνα, ζωγραφισμένη με τα ζωηρότερα χρώματα του καλύτερου ζωγράφου του κόσμου.
- Καλή χρονιά, γέρο.
Του φώναξα και χωρίς να γνωρίζω γιατί, χτυπούσε «τικ - τακ» η καρδιά μου.
- Ζύγιασε η Νύχτα;
Με ρώτησε.
- Ζύγιασε. Του απήντησα. Αυτήν την στιγμή βρίσκεται απανωθιό στη ράχη...
- Ε! Καλή χρονιά το λοιπόν! Είπε και ο γέρος. Να χιλιάσει το κοπάδι μας και να μυριάσει! Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακριά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν.
Και παίρνοντας από πλάγι του ένα πουρναρίσιο κλαδί, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του και τ’ απόθεκε ψηλά στην φωτιά. Έφεξε πλειότερο η ανθρωποκαλύβα, και βάλαμε κι εμείς οι άλλοι από ένα πουρναρίσιο κλαδί στην φωτιά, επαναλαμβάνοντας τες ίδιες ευκές του γεροπιστικού.
Σαν νάχε λησμονήσει να ειπεί κάτι ακόμα ο γεροπιστικός, ξανάκανε τον σταυρί του και ξαναείπε!
- Να ζήσετε παιδιά μου! Ο Θεός να μας αξιώσει να διώξουμε τον εχτρό, τον Αγαρηνό, από τον τόπο μας, που μας τρώει τα σπλάχνα.
Και λέγοντας αυτά, αναστέναξε βαθειά ο καημένος ο γέρος, σαν να μην το πίστευε ότι θα ‘βλεπε με τα μάτια του εκείνη την ονειροφάνταχτη μέρα.
***
Σωπάσαμε όλοι για τέσσερα πέντε λεφτά, κι είμαστε σαν βουβοί. Μας είχε πιάσει μια μεγάλη μελαγχολία και θλίψη.  Εκείνην την στιγμήν είχαμε γηράσει όλοι κατά έναν χρόνο κι είχαμε προχωρήσει ο καθένας κατά ένα σταθμό προς τον τάφο του!
Εκείνη η σιωπή με βοήθησε ν’ ακούσω μια δυνατή φωνή πώρχονταν πέρα από το χωριό, απάνω από τη ράχη των Αγναντιών...
Βγήκα από την ανθρωποκαλύβα κι αφηκράστηκα.
Ήταν η μάννα μου, που βγήκε μεσάνυχτα στην ράχη και φώναζε να μάθει αν ήμουν καλά κι εγώ και τα πρόβατα, κι αφού της απάντησε ότι είμαστε όλοι καλά, ξαναμπήκα στην ανθρωποκαλύβα και ξαπλώθηκα παρεστιάς και αποκοιμήθηκα.
Πες όμως και δεν κοιμήθηκα καλά - καλά, όπως κοιμόμουν αλλά λαγοκοιμήθηκα μόνον κι όταν ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του, χαιρέτισα την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ανάμεσα στα συμπαθητικά βελάσματα των προβατιών, και στ’ αλυχτήματα των σκυλιών. Κι αφού ξαναείπαμε τες πρωτοχρονιάτικες ευκές, περάσαμε αμέσως τ’ αϊβασιλιάτικα κουλούρια στα κέρατα των κριαριών, ξαναβάλαμε πάλι κι από ένα πουρνάρι ακόμα στη φωτιά και ξαναείπαμε τα ίδια.
- «Καλή χρονιά μας.. Να χιλιάσει και να μυριάσει το κοπάδι μας.  Σερκά παιδιά και θηλυκά αρνιά και κατσίκια! Χαβωμένος ο τρισκατάρατος λύκος. Μακριά από μας κι από τα σύνορά μας παρμάρα, αβδέλλα, ψώρα, βλογιά, αυγολήτα και κάθε άλλο κακό. Χρόνια πολλά Αμήν!»
Σε λίγο άνοιξαν οι ποριές του χειμαδιού. Όλο το κοπάδι πήρε τα πλάγια του λιβαδιού κι έμειναν μοναχά οι γεννημένες οι προβατίνες για να τες βάλει το πιστικόπουλο στο χωράφι, που ήταν επίτηδες σπαρμένο κριθάρι γι’ αυτές.
Κι έτσι τελείωσε εκείνη την χρονιά η τελετή της πρωτοχρονιάς και ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά, πόχω περάσει στη ζωή μου.