ΩΡΑ...

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Νικόλας Ανδρέας Δάνδολος (Nick the Greek) (2)



«Η τύχη είναι μια κυρία και αυτός είναι ο έρωτας της ζωής μου».
 Nick ‘’the Greek’’ Dandοlo

Το 1931 ο τζόγος έγινε νόμιμος στην πολιτεία της Nevada. Ο θάνατος του Arnold Rothstein από πυροβολισμό και η μείωση του τζόγου στην ανατολική ακτή οδήγησε τον Nick να επισκέπτεται όλο και πιο συχνά και τελικά το 1943 να μετοικήσει στο Las Vegas, παρότι ποτέ του δεν του άρεσε ως πόλη. Φάνταζε ωστόσο ως το καλύτερο μέρος για κάποιον που επιζητούσε την δράση. Η εγκατάσταση του στο Las Vegas άνοιγε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που θα επηρέαζε όχι μόνο την ζωή του αλλά και το τζόγο γενικά της χώρας.
“Ο Nick θα μπορούσε να έχει αγοράσει το Las Vegas από άκρη εις άκρη”, έλεγε κάποιος από τους ιδιοκτήτες ξενοδοχείων στο Las Vegas θέλοντας να καταδείξει τα τεράστια ποσά που κέρδισε εκεί ο Nick, “αλλά φαίνεται ότι δεν ενδιαφερόταν για επενδύσεις σε ακίνητα”.
Η ζωή του όμως πια είχε πάρει μυθικές διαστάσεις. Κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες του Las Vegas κατέβαλαν κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταφέρουν να τον δουν από κοντά. Έφτασαν να αγνοήσουν τη δοκιμή της ατομικής βόμβας που έγινε εκεί κοντά προκειμένου να τρέξουν στο ‘’Flamingo Casino’’ για να δουν τον Nick να χάνει αρχικά έως και 120.000 δολάρια και τελικά να κερδίζει στο παιχνίδι με τα ζάρια.
“Ξοδεύουμε κάθε εβδομάδα 40.000 δολάρια σε shows”, είπε ο ιδιοκτήτης ενός καζίνου, “αλλά ο Nick εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος κράχτης στην πόλη”.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1953 μία εφημερίδα του Las Vegas έκανε μία δημοσκόπηση σε πάνω από 100 εκτός πολιτείας τουρίστες με την εξής ερώτηση: «Ποιο μεγάλο φυσικό θαύμα της South Nevada θα επιθυμούσατε περισσότερο απ’ όλα να δείτε;»
Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης άφησε έκπληκτο όλον τον κόσμο: Ο Nick συγκέντρωσε οχτώ ψήφους περισσότερους από το διάσημο φράγμα Hoover!
Στον κόσμο του τζόγου μάλιστα ήταν τόσο διάσημος που και η παραμικρή του κίνηση μπορούσε να έχει αντίκτυπο σε όλη τη χώρα. Κάποτε χόρευε με την Ava Gardner σε ξενοδοχείο του Las Vegas. Είχε άψογο βραδινό ντύσιμο εκτός από τα παπούτσια του, σε χρώμα καφέ - άσπρο, τα οποία παραμέλησε ν’ αλλάξει.
Τρεις μέρες αργότερα ένας δημοσιογράφος από την New York City αποκάλυψε ότι η τύχη δεν ευνοούσε τον Nick εκείνον τον καιρό και ο Έλληνας φόρεσε παπούτσια διαφορετικού χρώματος, ένα μαύρο και ένα άσπρο, προκειμένου να ξορκίσει το κακό. Μερικές μέρες αργότερα οι μισοί από τους τακτικούς πελάτες στον ιππόδρομο του Belmont της συνοικίας Bronx της New York City εμφανίστηκαν με ένα μαύρο και ένα άσπρο παπούτσι.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες από παιχνίδια του που όλες κατατείνουν πως ο Nick the Greek υπήρξε ένας εξαιρετικά τολμηρός παίχτης, ένας άνθρωπος που μπορούσε να ρισκάρει σε ένα χαρτί ή μια ζαριά κολοσσιαία ποσά. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες δύο ιστορίες:

 

Κάποτε έπαιζε με έναν Νεοϋορκέζο πολυεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη ενός δικηγορικού γραφείου, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με πολλούς θεατές. Μετά από αρκετή ώρα ο Nick κέρδιζε ένα ποσό περίπου 550.000 δολαρίων. Τότε, καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο δικηγόρος τον ρώτησε:
«Πάντα τρέχεις να φύγεις όταν κερδίζεις;»
Ο Nick ξαναγύρισε στο τραπέζι, ανακάτεψε την τράπουλα και την άφησε μπροστά στον δικηγόρο.
«Διάλεξε ένα» του είπε. «Το μεγαλύτερο φύλλο κερδίζει 550.000 δολάρια».
Περίμενε τρία λεπτά μέσα σε απόλυτη σιωπή το δικηγόρο να κάνει την κίνηση του, αλλά αυτός φαινόταν μαρμαρωμένος. Ο κάτωχρος δικηγόρος κοιτούσε ακόμη ανήμπορος την τράπουλα καθώς ο Nick άφηνε το δωμάτιο.
Μια άλλη φορά στη New York City, ο Nick αναμετρήθηκε με τον «νονό» της νεοϋορκέζικης Μαφίας, Frank Costello, έχοντας πολλούς V.I.P. θεατές, όπως ο βασιλιάς της Αιγύπτου Farouk. Όταν ο μαφιόζος έχασε ό,τι είχε είπε στον Nick ειρωνικά:
«Έλληνα, φεύγεις και δεν συνεχίζεις γιατί είσαι δειλός!»
Τότε ο Nick παρακάλεσε τον Farouk να ανακατέψει την τράπουλα.
«Και τώρα amigo», είπε στον Costello, «έλα να τραβήξουμε από ένα χαρτί. Το μεγαλύτερο θα κερδίσει 500.000 δολάρια»!
Ο μαφιόζος τον κοίταξε έντονα, άναψε το πούρο του, έριξε το παλτό στους ώμους του κι αποχώρησε με τη συνοδεία του.
Την άλλη κιόλας μέρα, οι «New York Times» εξυμνούσαν τον έλληνα τζογαδόρο ως τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά του πόκερ που ταπείνωσε τον Costello! Τότε είναι που τον γνώρισαν και έγιναν φίλοι και θαυμαστές του οι Frank Sinatra, Τέλης Σαβάλας, Αριστοτέλης Ωνάσης, Groucho Marx, Chico Marx και Albert Einstein, τον οποίον ο Nick ξενάγησε στο Las Vegas συστήνοντάς τον στους ανθρώπους που έκαναν κουμάντο στη νύχτα ως «ο μικρός Al από το Princeton, που ελέγχει τη δράση στο New Jersey!», για να μην τον κοροϊδέψουν που ήταν επιστήμονας και άσχετος με τον τζόγο!
Ο Nick παρέμεινε σε όλη του τη ζωή ανεξάρτητος τζογαδόρος και ποτέ του δεν εργάστηκε για λογαριασμό του καζίνο ή της Μαφίας. Το 1951, σε συζήτηση που είχε με τον διαβόητο Benny Binion, αφεντικό της Μαφίας του Las Vegas και τρομερό τζογαδόρο, του είπε πως ήταν πρόθυμος να τα βάλει με όποιον παίκτη ήθελε ο «νονός». Ο Binion αποδέχτηκε την πρόκληση και κάλεσε τον καλύτερο, μετά τον Nick, παίχτη των ΗΠΑ, τον επίσης θρύλο Johnny Moss, τον μόνο άνθρωπο που κατά κοινή ομολογία θα μπορούσε να παίξει στα ίσα τον Έλληνα τζογαδόρο. Κι αυτός όμως, μόλις έφτασε στο Las Vegas και πληροφορήθηκε την πρόθεση του Nick για τα χρηματικά ποσά που θα έπαιζε αναφώνησε πως θα ήταν προτιμότερο να έφευγε απ’ την πόλη εκείνη την ώρα, παρά να παίξει με τον Έλληνα. Ο Binion ωστόσο κατάφερε να τον κρατήσει υποσχόμενος να τον καλύπτει οικονομικά στη διάρκεια όλου του τουρνουά, πράγμα που αναγκάστηκε να κάνει πολλές φορές, καθώς η επίθεση του Nick χρεοκόπησε πολλές φορές τον Moss, ο οποίος για να μη βγει απ’ το παιχνίδι έπαιρνε νέα υπέρογκα ποσά απ’ τον μαφιόζο.
Ο μαφιόζος έστησε έτσι το παιχνίδι ώστε να βγει ο ίδιος κερδισμένος ό,τι κι αν γινόταν: η παρτίδα, όσο κι αν κρατούσε, θα διεξάγονταν στο λόμπι του καζίνου ‘’Horseshoe’’, ιδιοκτησίας του Binion, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να το παρακολουθούν οι θαμώνες. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει πασίγνωστο το καζίνο του «νονού», κάτι που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν οι έως τότε τεράστιες διαφημιστικές καμπάνιες που είχε κάνει μέχρι τότε.
Κι αυτό γιατί η μάχη του 68χρονου πια Nick με τον 44χρονο Moss, ο οποίος στα 44 χρόνια του διένυε την καλύτερη του περίοδο στο πόκερ, κράτησε περισσότερο από πέντε μήνες (Ιανουάριος - Μάιος 1951), με διαλείμματα μόνο για φαγητό και ύπνο! Ήταν μια μονομαχία που απαιτούσε τεράστια ικανότητα, καλή ψυχολογία και, βέβαια, αντοχή μυαλού και σώματος. Οι δύο τζογαδόροι για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού σε αμείωτα επίπεδα, αναμετρήθηκαν σε μια σειρά παραλλαγών της πόκας, καθώς φάνηκε νωρίς ότι στο poker ήταν σχεδόν ισοδύναμοι. Μέρα με τη μέρα, τεράστια ποσά άλλαζαν χέρια και χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την παρτίδα που δεν έλεγε να τελειώσει. Το παιχνίδι απαιτούσε υψηλή συγκέντρωση, κάτι που επέφερε κόπωση. Στις διακοπές για να ξεκουραστούν ο νεαρότερος Moss χρειαζόταν πολύωρο ύπνο για να επανέλθει στο τραπέζι, όπου με έκπληξη έβρισκε πάντα τον Nick να τον περιμένει παίζοντας ζάρια, έχοντας κοιμηθεί και ξεκουραστεί ελάχιστα.   
Τελικά, ένα απόγευμα, με τον Έλληνα τζογαδόρο σχεδόν απένταρο, καθώς είχε ήδη χάσει 4.000.000 δολάρια, ο Nick σηκώθηκε και είπε ιπποτικά στον αντίπαλό του:
«Κύριε Moss, θα πρέπει να σας αφήσω να φύγετε».
Κατόπιν αποτραβήχτηκε σε μιαν άκρη και αναζήτησε παρηγοριά σε ένα σύγγραμμα του Πλάτωνα.
Χρόνια αργότερα, η αξιομνημόνευτη μάχη θα γεννούσε έναν σημερινό θρύλο του πόκερ, το ‘’World Series of Poker’’.
Συχνά υπερέβαλε εαυτόν και κάποτε βρέθηκε σε πολύ δυσάρεστη θέση. Η τύχη εκείνο το βράδυ ήταν μαζί του, αλλά το σώμα του έστελνε δυσάρεστα μηνύματα. Το ένα του πόδι, πρησμένο και πονεμένο, κυριαρχούσε στις αισθήσεις του και έφθειρε την προσήλωση του στο παιχνίδι.
Είχε έρθει η ώρα να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Γνώριζε ωστόσο ότι αν έφευγε απ’ το τραπέζι για να πάει στο γιατρό δεν θα έβρισκε ξανά την τύχη που είχε το βράδυ εκείνο να τον περιμένει, όταν θα ξαναγύριζε μία εβδομάδα αργότερα. Έτσι αναγκάστηκε να παραμείνει 55 ώρες στο τραπέζι κερδίζοντας διαρκώς, ενώ όλες αυτές τις ώρες ο γιατρός του ξενοδοχείου του χορηγούσε πενικιλίνη.
«Σαν και τραυματισμένος κέρδισα 54.000 δολάρια», έλεγε γελώντας «και το πόδι μου γιατρεύτηκε μέχρι την ώρα που τελείωσε το κερδοφόρο μου σερί. Μπορούσα πια να πάω στο σπίτι μου για να ξεκουραστώ».
Αληθεύει επίσης πως κάποτε έπαιξε το παιχνίδι ‘’Φάρο’’ για οκτώ μέρες και νύχτες χωρίς να κοιμηθεί καθόλου.
Άλλη φορά, όταν ρωτήθηκε για τον τρόπο που κατάφερνε σχεδόν πάντα να κερδίζει απάντησε πως το μυστικό μεταξύ ενός χαμένου και ενός κερδισμένου είναι η πειθαρχία. Αυτό σημαίνει ότι ο κερδισμένος διαχειρίζεται τα χρήματα του, ενώ ο χαμένος αφήνει τα χρήματα να τον διαχειρίζονται.
Η διαχείριση των χρημάτων, σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ένα από τα απώτερα τεστ για τον ανθρώπινο χαρακτήρα και την νοημοσύνη του ανθρώπου. Απαιτεί όμως να διακατέχεται κανείς απ’ την βασική πρόθεση, την πρόθεση της νίκης. Πίστευε δηλαδή, ότι μπορεί κάποιος να κερδίσει μόνο εάν έχει την πρόθεση να το κάνει. Αντίθετα, ο χαμένος χάνει επειδή στο πίσω μέρος του μυαλού του θέλει να κάνει ακριβώς αυτό, να τιμωρήσει, δηλαδή, τον εαυτό του για κάτι. Μπορεί η αποτυχία να καταδεικνύει, για την δική του ικανοποίηση, το πόσο ανάξιος είναι. Όπως και να έχει το πράγμα υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί να έχει κάποιος για να επιθυμεί να χάσει. Ακόμη κι αν αυτός ο άνθρωπος είχε τη μεγαλύτερη τύχη στον κόσμο θα του ήταν άχρηστη, καθώς θα ήταν φοβισμένος να φύγει κερδισμένος. Για το λόγο αυτό θα έμενε στο τραπέζι για ώρες, μέχρι τελικά να αποκτήσει αυτό που θέλει, μία άδεια τσέπη και έναν άδειο λογαριασμό.
Ο Nick ήταν πεπεισμένος ότι ο οποιοσδήποτε παίχτης με κάποια γνώση του παιχνιδιού ξέρει πότε έρχεται η ώρα γι’ αυτόν να φύγει από το παιχνίδι. Οι νικητές πιστεύει ότι προσέχουν αυτήν την γνώση, ενώ οι χαμένοι την παραβλέπουν.
«Χρειάζεται πραγματικός χαρακτήρας για να σταματήσεις και να φύγεις κερδισμένος. Εάν το κάνεις αυτό, θα πρέπει να περιμένεις τον θαυμασμό και τον φθόνο των άλλων παικτών, ακόμη και από την διεύθυνση του καζίνο. Κανείς δεν θα σκεφτεί να λυπηθεί έναν κερδισμένο. Έτσι ερχόμαστε στο ζήτημα του τι πραγματικά επιθυμείς, θαυμασμό ή λύπηση; Σκέψου το, κι όταν καταλήξεις, η μισή δουλειά έχει γίνει».
Ως απόδειξη του ισχυρισμού του αφηγούνταν ότι το 1924 πήγε στο San Francisco με περίπου 500.000 δολάρια σε μετρητά και μία φήμη ως του μεγαλύτερου παίκτη πόκερ στην Αμερική. Οι τοπικοί τζογαδόροι το είδαν ως μια πρόκληση στην οποία έπρεπε να απαντήσουν. Έτσι ένας περίοπτος κακοποιός της πόλης τον επισκέφτηκε μεθυσμένος στο ξενοδοχείο που διέμενε και του ζήτησε να παίξουν. Ο Nick γνώριζε ότι ο κακοποιός γινόταν επικίνδυνος όταν έπινε και για το λόγο αυτό προετοιμάστηκε να χάσει. Δεν τα κατάφερε όμως καθώς κέρδιζε διαρκώς. Καθώς ο κακοποιός έχανε όλο και περισσότερα τόσο πιο πολύ έπινε και τόσο πιο συχνά έριχνε το βλέμμα του στο όπλο του, που το είχε δίπλα του. Μετά από δεκαοχτώ ώρες παιχνιδιού, ο Nick κέρδιζε 190.000 δολάρια και μπροστά σε ένα πιθανό ρίσκο για τη ζωή του, εμπνεύστηκε ένα σχέδιο.
Έδωσε στον κακοποιό μία ευκαιρία να τον κλέψει, παίρνοντας τα χρήματά του πίσω, χωρίς ταυτόχρονα να δείξει ο Nick ότι αντιλήφθηκε την κλοπή. Έτσι του ανακοίνωσε ότι νύσταξε και έπρεπε να κοιμηθεί, αλλά τον προέτρεψε να μην σταματήσει, αλλά να παίξει ρίχνοντας και για τους δυο τα ζάρια και ποντάροντας ό,τι ποσό επιθυμούσε.
«Δεν υπολόγισα όμως στην διεστραμμένη αντίληψη τιμής του ανθρώπου αυτού. Μετά από περίπου μία ώρα με ταρακούνησε λέγοντάς μου ‘’Nick, το παιχνίδι αυτό παραείναι μεγάλο για μένα. Πρέπει να με αφήσεις να φύγω. Έχασα και άλλες 20.000 δολάρια“», έλεγε γελώντας ο Nick, επιβεβαιώνοντας έτσι τον ισχυρισμό του για τη βασική πρόθεση του παίχτη.
Μετά το παιχνίδι αυτό ο Nick πήγε για πρώτη φορά διακοπές σε μία απόμερη λίμνη στα βουνά Adirondacks.
Οι γνώσεις του Nick για όλους τους λαβυρινθώδεις δρόμους του τζόγου του είχε αποδώσει τη φήμη της παγκόσμιας αυθεντίας στο αντικείμενο αυτό. Τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα, καλούνταν στις διαφωνίες μεταξύ παικτών όπου και αν βρισκόταν, προκειμένου να διασαφηνίσει μία ανεπαίσθητη λεπτομέρεια από την οποία κρεμόταν ένα ποντάρισμα ή ένα στοίχημα. Οι αποφάσεις του σε τέτοιες κλήσεις ήταν πάντα τελεσίδικες. Εάν υπήρχε κάποια ένσταση, ο Nick ήταν πρόθυμος να στοιχηματίσει με τον διαφωνούντα το διπλό από το ποσό που παιζόταν, ότι η κρίση του ήταν σωστή. Πάντως, ποτέ δεν αποδέχτηκε κάποιος το στοίχημα αυτό!
Κοντά στα τέλη της ζωής του, για άλλη μια φορά στην ψάθα, ο Nick the Greek εντοπίστηκε να παίζει πόκερ με μικροποσά στην Καλιφόρνια. Όταν μάλιστα τον ανακάλυψε εκεί ένας πρωταθλητής του πόκερ, αλλοτινός του φίλος, τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια πώς μπορούσε να παίζει τώρα για ψίχουλα αυτός που κάποτε έπαιζε εκατομμύρια. Ο Δάνδολος του αντιγύρισε απλά:
«Παραμένει πόκερ, έτσι δεν είναι;»
Αυτή ήταν η φιλοσοφία του έλληνα τζογαδόρου. Δεν είχε καμία σημασία αν θα κέρδιζες ή θα έχανες, σημασία είχε μόνο το ταξίδι. Το απέδειξε άλλωστε περίτρανα με τον τρόπο ζωής του. Υπήρξε ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, εάν ληφθούν υπόψη η διάρκεια, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες μαζί. Ο «τζέντλεμαν της τσόχας», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν ο πρώτος παίκτης που περιλήφθηκε στο ‘’Poker Hall of Fame’’ το 1979 (παρέα με τον Johnny Moss).
Το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του έκλεισε τα Χριστούγεννα του 1966 σε νοσοκομείο του Los Angeles, με τον ίδιο ξοφλημένο πια και αδέκαρο.
Κι όμως, ο «βασιλιάς των τζογαδόρων», όπως τον αποκάλεσε ο εκδότης του «Las Vegas Sun Newspaper», Hank Greenspun, την ώρα που ο Δάνδολος κειτόταν στο νεκροκρέβατο του νοσοκομείου, είδε να περνούν από τα χέρια του περίπου 500.000.000 δολάρια, τα οποία αγγίζουν σε σημερινές τιμές τα 87.000.000.000 δολάρια! Το ποσό αυτό, εάν βέβαια είχε κρατήσει τα πλούτη του, θα καθιστούσε τον ‘’Nick The Greek’’ μακράν τον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου, γεγονός ωστόσο που δεν τον απασχόλησε ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου