Τα «Χριστούγεννα των
Κλεφτών» είναι ένα από τα πιο σπουδαία αφηγήματα του μεγάλου
Ηπειρώτη, από το Σουλόπουλο Ιωαννίνων, δημοσιογράφου, λογοτέχνη και πολιτικού
Χρήστου Χριστοβασίλη, που ξεχώρισε για το γλαφυρό του ύφος. Η ιστορία
εκτυλίσσεται χρονικά γύρω στα 1879-80, όταν ο συγγραφέας σε ηλικία μόλις
17-18 ετών εντάσσεται στους Κλέφτες και Αρματωλούς, για την εκδίωξη των
Τούρκων.
«Ήταν η δεύτερη χρονιά, που έτρωγα
ψωμί με τους Κλέφτες, δέκα εφτά, ως δεκοχτώ χρονών παλικάρι, με σιδερένια
καρδιά και φτερωμένα ποδάρια. Καπετάνος μου τότε ήταν ο Αητόγιαννος,
ξακουσμένος γεροκλέφτης, πούχε περάσει όλα τα νιάτα του κι' όσα γεράματα είχε
στες πλάτες του, απάνω στο ντουφέκι και στους πολέμους με τους Τούρκους.
Παλικάρια είμαστε είκοσι τέσσερα κι ο Καπετάνος μας ο Αητόγιαννος είκοσι πέντε.
Στες είκοσι τ' Αλωναριού εκείνης της χρονιάς
ξημερωθήκαμε στο Μαναστήρι του Άι-Λια, απάνω στην «Όμορφη Ράχη» του Πίντου, για
να γιορτάσομε κι εμείς μαζί με το Μαναστήρι, που γιόρταζε εκείνη την ημέρα την
μνήμη του Προφήτ-Ηλία του, και να προσκηνύσωμε τη χάρη μιας παλιάς Παναγιάς,
σκεπασμένης μ' ασήμια και με χρυσάφια, και στολισμένης με διάφορα ασημένια και
χρυσαφένια κρεμαστάρια, ταξίματα γιατρεμένων ανθρώπων, που κρέμονταν από την
εικόνα.
Αλλ’ ήταν κι' άλλος ένας λόγος, ακόμα, που
βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα στο Μαναστήρι του Άι-Λια: Μήπως εξαιτίας του
πανηγυριού βρούμε και κανένα απόσπασμα τουρκικού στρατού, τριάντα-σαράντα
αντρών, και το ματώσομε, γιατί είχαμε έναν ακέριον μήνα να πιαστούμε από
ντουφέκι.
Όταν μας είδε ο Γούμενος του Μαναστηριού
χάρηκε, και μας δέχτηκε μ' ανοιχτή αγκαλιά, λέγοντας μας:
— Στες είκοσι τ' Αλωναριού όλοι μ' αγαπούν κι'
επισκέφτονται το Μαναστήρι μου, γιατ’ είναι καλοκαίρι, γιατ’ έχω κρύα νερά,
παλιά κρασιά και παχιά αρνιά και κριάρια και γιατί δεν έχω χιόνια, αλλά τα
Χριστούγεννα, που γιορτάζει η εικόνα της θαυματουργής Παναγίας μου,
-προσκυνούμε τη χάρη της—, δεν πατάει κανένας εδώ ψηλά, γιατ' έχει τότε
τρεις-τέσσερες πήχες χιόνι το Μαναστήρι μου, και το κρέας και τα λοιπά
χρειαζούμενα τα φέρνω άλλα από τα Γιάννινα κι άλλα από τα Τρίκαλα, κι' αν
μπορέσω ακόμα να το κατορθώσω να τα φέρω. Τότε γιορτάζω μόνος μου με τα
καλογεράκια μου, και δεν με κάνει κανένας σας για γενιά.
Ήταν πολύς κόσμος από τα πλουσιοχώρια:
Καστανιά, Βεντίστα, Γκουντουβάσντα, Μέτσοβο και λοιπά, και πολλοί τσελιγκάδες
και πιστικοί, που είχαν τες στάνες ψηλά στες πλαγιές και στες ράχες του Πίντου,
κι' όλοι είχαν φέρει κάτι, κατά τη δύναμη του ο καθένας, για συντρομή του
Μοναστηριού: κάθε τσέλεγκας από τρεις-τέσσερις προβατίνες ή γίδες, οι απλοί
πιστικοί από κανένα αρνί ή κατσίκι ο καθένας, οι πλησιοχωρίτες διάφορα τάματα:
λάδι, κηρί, στάρι, πρόσφορα, χρήματα, κι' όσοι είχαν πάθος αρρώστιας διάφορα
ασημένια ομοιώματα: χέρι, ποδάρι, μάτι.
Μπήκαμε στην λειτουργία κι' εκεί που ακούγαμε
το Βαγγέλιο της ημέρας, έρχεται με τρόπο ο σκοπός μας και μας λέει κρυφά ότι
Τούρκοι στρατιώτες μελίσσι, ένα τάγμα, ανέβαιναν στην «Όμορφη Ράχη».
Ο Γούμενος καταταράχτηκε και καταστενοχωρήθηκε
και μας είπε να προσπαθήσομε να γλυτώσομε εμείς τα κεφάλια μας όπως όπως, κι'
όσο γι' αυτόν, αυτός ξέρει και τους γελάει τους Τούρκους.
Βγήκαμε έξω από την Εκκλησιά, πήραμε τ' άρματα
μας, που τα είχαμε αφημένα στον νάρθηκα, και πεταχτήκαμε στην άκρη της ράχης να
ιδούμε πόσοι Τούρκοι ήταν και πώς έρχονταν κι' αναλόγως να συνταχτούμε. Τι
να ιδούμε; Χίλιοι στρατιώτες και παραπάνω είχαν ζώσει την ράχη του Μοναστηριού
από κάτω κι' ανέβαιναν παγανιστά, κι' όσο ανέβαιναν αυτοί, τόσο ο κύκλος στένευε,
κι' η γραμμή τους πύκνονε. Μόνον από ένα μέρος της ράχης του Μαναστηριού ήταν
ένας απότομος γκρεμός, κατάφυτος από πεύκα, που μπορούσε κανείς μόνον να τον
κατέβη γλιστρώντας, κι' αδύνατον να τον ανέβη, κι αν έπιαναν οι Τούρκοι κι'
αυτό το μέρος από τα κάτω είμαστε αναγκασμένοι ν' ανοίξομε ντουφέκια, να
σκοτώσομε καμιά εκατοστή διακοστή Τούρκους και να σκοτωθούμε κι' εμείς ως το
ένα. Δεν σύμφερε όμως αυτό, επειδή θα χαλούσαν ύστερα το Μαναστήρι οι Τούρκοι
δίχως άλλο. Πήγαμε, λοιπόν όλοι, στην άκρη του γκρεμού, οπού μας έκρυφταν
τα δέντρα και περιμέναμε να ιδούμε τι θάκαναν οι Τούρκοι. Περιμέναμε την ζωή ή
τον θάνατο. Δέκα πέντε-είκοσι δρασκελιές τόπος χώριζε τον άλυσσο, π' ανέβαινε
από το βάθος του γκρεμού.
Τότε ο Καπετάν Αητόγγιανος φώναξε προς την
εικόνα της Παλιάς Παναγιάς του Μαναστηριού, που ήταν φορτωμένη στ' ασήμια και
στα χρυσαφικά.
— Άκουσε, ωρή Κυρά Παναγιά! Σε προσκυνώ και σε
δοξάζω μ' όλη μου την καρδιά... Εδώ σε θέλω: αν θελήσης να φωτίσης τώρα τους
Τούρκους ν' αφήσουν άπιαστον αυτόν τον γκρεμό και γλυτώσομε, σου υπόσκομαι τα
ερχόμενα Χριστούγεννα ναρθώ μ' όλα μου τα παλικάρια να σε προσκυνήσομε και να
σε δοξάσομε και να σου κρεμάσω στην εικόνα σου μια σακούλα, μ' εκατό λίρες, για
τα έξοδα του Μαναστηριού σου... Αν όμως τους αφήσεις να πιάσουν το γκρεμό, τότε
ούτε κι εμείς ζωή, ούτε κι' εσύ την συντρομή μας, ούτε κι Χριστιανωσύνη κι' η
Ελευτερία προκοπή!
— Άσκημα μίλησες της Παναγιάς, Καπετάνε,
και θα μας οργιστή!
Είπε του Καπετάνου, ο Γεράκης, το
πρωτοπαλίκαρο του.
— Είσαι παιδί εσύ (του απάντησε ο Καπετάνος)
και δεν ξέρεις. Θέλουν κι' οι άγιοι φοβέρες και συμφωνίες.
Οι Τούρκοι ζύγωσαν, έφτασαν, πάτησαν στην άκρη
του γκρεμού... Τους βλέπαμε ανάμεσα από τα δέντρα, χωρίς να μας βλέπουν εκείνοι
καθόλου. Στάθηκαν.
— Αχ! Τους Αντίχριστους! (είπε ο Καπετάνος).
Μας την έφκιασαν! Κι' εμείς θα πάμε χαμένοι, αλλά κι' αυτούς θα τους πάρει ο
Διάβολος! Κρίμα όμως το καημένο το Μαναστήρι, που δεν θα μείνει πέτρα απανωτή!
Τι νάχη πάθει η Παναγιά και δεν τους μποδίζει.
Άξαφνα βάρεσε μια σάλπιγγα κι ο άλυσσος, που
ήταν κάτω στην άκρη του γκρεμού, ξεκόπηκε, ο μισός έκανε δεξιά, κι' ο άλλος
μισός ζερβιά, κι' ενώ οι Τούρκοι ανέβαιναν, εμείς γλιστρούσαμε σαν χέλια τον
κατήφορο του γκρεμού, φεύγαμε και βγαίναμε έξω από την ζώνη της πολιορκίας!
Όταν ξεμακρυνθήκαμε πολύ, κι' είμαστε πλειά
στην ασφάλεια, στήσαμε τα ντουφέκια μας πυραμίδες και δοξάσαμε την Παλιά την
Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που στράβωσε τους Τούρκους και μας
άφησαν ανοιχτόν τον γκρεμό να γλυτώσομε, και γλυτώσαμε μια χαρά.
Χαίρονταν όλοι και τραγουδούσαν και μονάχα εγώ
λυπιόμουν, που γυρίσαμε τες πλάτες στους Τούρκους. Ήθελα ν' ανάβαμε το ντουφέκι
κι' ας μην γλυτώναμε ούτε ένας! Έφτανε που θα σκοτώναμε πολλούς εχτρούς.
Πέρασε ο Αλωνάρης, ο Αύγουστος, κι' όλος ο
Τρυγητής από τότε, και στες αρχές του Αϊ-Δημητριου με τες πρώτες πάχνες και τα
πρώτα κρύα των βουνών κατεβήκαμε στα ξενειμαδιά, κάτω στα ριζοβούνια του
Πίντου, αντίκρυ από τα Γιάννινα, κι' εκεί λημεριάζαμε πότε στη μια μεριά και
πότε στην άλλη και καμιά φορά, τραβούσαμε ως το Πωγώνι από την μια μεριά κι' ως
την Λάμαρη από την άλλη και κάναμε κάνα μικρό πατατράκ με κανένα τούρκικο
στρατιωτικό απόσπασμα, και γυρίζαμε πάλι στα λημέρια μας με μεγάλη προσοχή κι'
ησυχάζαμε σαν να ήμασταν πεθαμένοι.
Έτσι κυλήσαμε ως τες είκοσι τ' Αντριώς.
Το βράδυ διαταγή του Καπετάνου να συνταχτούμε
όλοι στην Δρακοσπηλιά, εκεί ακριβώς, που σμίγουν τα δυο ποτάμια, το Μετσοβίτικο
κι' ο Μπαλντούμας και κάνουν το Διπόταμο, το λεγόμενο παρακάτω Αρτηνό, δηλαδή
τον Άραχτο.
Όταν συνταχτήκαμε όλοι εκεί, εξόν τρεις, που
τους είχε φάγει το τούρκικο το βόλι -Θεός σχωρέσ' τους- τον Δρακογιώργο, τον
Λαφοπόδη και τον Κρυφοπάτη, που τους τραγουδούσαμε κάθε μέρα τα ονόματα τους,
μας είπε ο Καπετάνος:
— Έ παιδιά! Θυμάστε να 'χωμε κάνα χρέος, κάνα
τάξιμο πουθενά αυτές τες ημέρες;
Όλοι κοιταχτήκαμε ο ένας με τον άλλο, χωρίς να
θυμούμαστε τίποτε.
— Ωρέ παλιόπαιδα! (Μας είπε τότε με πατρικό
ύφος), δεν θυμάστε ότι έχομε τάμα να πάμε τα Χριστούγεννα στον Άι-Λιά της
«Όμορφης Ράχης», απάνω στα κορφοβούνια τ' Ασπροποτάμου να ευχαριστήσομε την
Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και με τα χρυσάφια, που μας γλύτωσε από του
Χάρου το στόμα στες είκοσι τ' Αλωναριού και να της δώσομε το χρέος, που της
υποσκεθήκαμε, την σακούλα με τες εκατό λίρες;
— Αλήθεια! Αλήθεια! (Φωνάξαμε όλοι). Αλλ' αν
δεν μπορέσομε να σπάσωμε από τα χιόνια;
— Αυτό (είπε ο Καπετάνος) είναι λογαριασμός
της Παναγιάς! Εμείς πρέπει να κάνομε το χρέος μας, να κινήσωμε τον ανήφορο, κι'
όπως ορίζει αυτή ύστερα ας γένη! Τώρα, παιδιά μου να μάσωμε τες εκατό λίρες...
Εμπρός! Εγώ, ως καπετάνος, βάνω το κατά δύναμη μου είκοσι πέντε λίρες. Γράψε
(μου είπε εμένα) Αητόγιαννος καπετάνος, λίρες είκοσι πέντε.
Έβγαλα χαρτί και σημείωσα τες είκοσι πέντε
λίρες του Καπετάνου, κι' ύστερα είπα:
— Σημειώνω κι' εγώ τ' όνομα μου με δέκα πέντε
λίρες.
— Για την ηλικία σου (μου είπε ο Καπετάνος)
είναι πολλές οι δεκαπέντε λίρες, αλλά συ είσαι αρχοντόπουλο και δεν έχεις
ανάγκη να κάνης οικονομίες σαν εμάς. Ας είναι καλά ο πατέρας σου...
Είχαν μείνει ακόμα εξήντα λίρες να μαζευτούν
για την Παναγιά, κι' επειδή οι αποδέλοιποι σύντροφοι μας ήταν είκοσι, τώβραν
εύλογο να προσφέρουν από τρεις λίρες ο καθένας κι' έκλεισε ο λογαριασμός του
χρέους μας προς την παλιά την Παναγιά: είκοσι πέντε και δέκα πέντε σαράντα ο
Καπετάνος κι' εγώ. Κι εξήντα οι άλλοι σωστές εκατό λίρες.
Ύστερα από λίγο, φάγαμε ψωμί κι ελιές, γιατ'
ήταν σαρακοστή του Σαρανταήμερου, κι' αφού μοιράσαμε την υπηρεσία της
νυχτοφυλακής, γήραμε να κοιμηθούμε, έχοντας ο καθένας την μισή την κάπα στρώμα,
την άλλη την μισή σκέπασμα κι' ένα κοτρώνι για προσκέφαλο.
Εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνη την βραδιά. Ο
νους μου είχε γίνει πέλαγο από τουρκοφάγα σχέδια. Διψούσα για δόξα, να φκιάσω
το τραγούδι μου, να το τραγουδούν όλες οι όμορφες Ηπειρώτισσες, και να τ' ακούν
στον τάφο τους τα κόκαλα μου κι' η ψυχή μου στον Παράδεισο και να χαίρονται.
Κατά τ' άκριτα μεσάνυχτα μ' έκλεψε ο ύπνος,
και μ' όλη μου την ξαγρύπνια ξύπνησα την άλλη μέρα στην συνηθισμένη ώρα μαζί με
τους άλλους, «την ώρα των Κλεφτών». Εκείνο το πρωί είχε πέσει πολλή αντάρα
κι' είμαστε σε μεγάλη ασφάλεια. Γι' αυτό κι' ο Καπετάνος όρισε να λημεριάσομε
και την βραδιά εκείνης της ημέρας στο ίδιο μέρος, στην Δρακοσπηλιά. Πριν
να διαλυθεί η αντάρα, είχαμε σκορπίσει όλοι και μόνον ένας έμενε να προσέχη την
σπηλιά από μακριά για κάθε ενδεχόμενο.
Εγώ τράβηξα μονάχος και βγήκα στην ράχη κι'
αγνάντευα τα Γιάννινα, που τα είχα ως δύο ώρες μακριά, και το πλιότερο διάστημα
το σκέπαζε η καθαρογάλαζια Λίμνη.
Είδα την πανώρια κι' ιστορική πολιτεία, που
ήταν στα χρόνια του Αλή-Πασια πρωτεύουσα όλης της καθαυτό Ελλάδας, και συνάμα ο
Γολγοθάς της. Φαίνονταν, σαν δικέφαλος αητός, πεσμένος μ' ανοιγμένα τα φτερά
στην άκρα της χιλιοξακουσμένης Λίμνης, όπου έπνιξε ο Αλή-Πασιας την υπέρκαλλη
Κυρά Φροσύνη με τες δέκα εφτά πανέμορφες Γιαννιώτισσες αρχοντονύφες. Το Κάστρο,
το περίφημο, είναι τα δυο κεφάλια του αητού που το ένα κοιτάει κατά την Ανατολή
και τ' άλλο κατά την Δύση. Οι πισινές συνοικίες Καραβατιά, Ντεντερούτσι,
Σιεμσιτνιά, είναι η πλατεία ουρά του αητού, κι' οι δυο μπροστινές ο Πλάτωνας
και τα Γάλατα από τη μια μεριά κι' η Καλούτσιανη από την άλλη είναι οι δυο
μακριές φτερούγες του. Έβγαλα το τηλεσκόπιο και κοίταζα:
— Να το Σεράγι, που κάθεται ο Πασιάς με την
Διοίκηση. Είναι υπερύψηλο μεγάλο χτίριο, που δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο στην
Ήπειρο.
— Να κι' η Μητρόπολη, που κάθεται ο Δεσπότης.
Είναι δίπλα στα φημισμένα Λιθαρίτσια.
— Να κι' η συνοικία του Πλάτωνα. Ονομάστηκε
από τ' ομώνυμο δέντρο, που άξησε και τράνεψε, πίνοντας τ' άγρια και τιμημένα
αίματα των προδρόμων της ελληνικής Ελευθερίας: Κατσαντώνη, Χασιώτη, Μπλαχάβα
και τόσων και τόσων αντρείων ηρώων, πώγειναν τα ονόματα τους πανελλήνια
τραγούδια. Ο Πλάτωνας δεν φαίνεται πλειά. Στέγνωσε από τον καιρό, που έπαψε να
πίνει χριστιανικό ελληνικό αίμα...
Έβλεπα-έβλεπα την περίκαλλη ελληνική πολιτεία
και μώρχονταν να γένω λαύρα, φωτιά, αστροπέλεκας, «οργισμένος βοριάς,
τρομαχτικό τρικυμειό και να χυθώ απάνω της, να κάψω, να ξεριζώσω, να πνίξω, να
καταστρέψω ότι αντιπροσωπεύει την τυραννία και να στήσω στους αιώνες των αιώνων
τη σημαία του Σταυρού, την ελληνική Σημαία απάνω στο Κάστρο, τόσο ψηλή και τόσο
μεγάλη, που να φαντάζει απ' όλα τα κορφοβούνια του Πίντου, του Τόμαρου κι' όλων
των άλλων Ηπειρωτικών βουνών. Αλλά δεν μπορούσα να γένω τίποτε απ' όλα αυτά.
Πέρασα την ημέρα εκεί πέρα, κλαίοντας τα σκλαβωμένα Γιάννινα, ψωμίστηκα στο
Μαναστήρι της Τσούκας και το βράδυ με το μούχρωμα, βρέθηκα στην Δρακοσπηλιά,
και τ' άλλο το πρωί ξεκινήσαμε για το Μαναστήρι του Άι-Λια της «Όμορφης Ράχης»
να προσφέρομε τα σώστρα μας στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και τα
χρυσάφια. Πρωί-πρωί ξεκινήσαμε τον ανήφορο, πηγαίνοντας από γνωστά
μονοπάτια και το βράδυ περάσαμε το Συρράκο και κοιμηθήκαμε σ' ένα εξωκλήσι των
Καλαρρύτων.
Την άλλη μέρα, βαδίζοντας όλο και τον ανήφορο,
τρομάξαμε να περάσομε την ράχη των Κριθαρακιών και να σκαπετήσωμε στο Χαλίκι,
ένα πιντοχώρι, που φεύγουν όλοι οι κάτοικοι του τον χειμώνα και κατεβαίνουν στα
Τρίκαλα να ξεχειμωνιάσουν και μένει έρημο με δυο-τρεις φυλάκους, να το
φυλάγουν. Εκεί ανοίξαμε το ιστορικό αρχοντόσπιτο του Δημάκη, παμπάλαιο σπίτι,
μεγάλο και με τραγούδι, που φιλοξένησε στην εποχή του τον Αλή-Πασια, ανάψαμε σε
δυο τρία δωμάτια φωτιά και περάσαμε λαμπρά.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε πάλε πρωί με την ιδέα
ότι θα φτάναμε το βράδυ στο Μαναστήρι, αλλά δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε παρά
ως κοντά στην Γκουντουβάσντα, όπου αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στα χιόνια.
Τ' αγριοκαίρι είχε ρίξει μερικά πεύκα την
περασμένη χρονιά κι' ήταν ξαπλωμένα καταγής, σαν νικημένοι γίγαντες. Ανάψαμε
δυο απ' αυτά, που ήταν δέκα δρασκελιές το ένα μακριά από τ' άλλο παράλληλα,
στρώσαμε το μέρος που ήταν ανάμεσα στες δυο φωτιές και ξαπλωθήκαμε, έχοντας από
μπρος κι' από πίσω φωτιά και ζεστασιά. Κι έτσι περάσαμε καλά.
Την άλλη πάλε την ημέρα, ξημερόντας τα
Χριστούγεννα, ξεκινήσαμε, ελπίζοντας να προφτάσωμε την λειτουργία του
Μαναστηριού και να μεταλάβομε, αλλά την ώρα, που γυρίζαμε την ράχη της
Γκουντουβάσντας, την λεγομένη «Χέλι» κι' είχαμε το Μαναστήρι ως μισή ώρα μακριά
κι' ακούγαμε με χαρά την καμπάνα να χτυπάει γλυκά-γλυκά, μας έπιασε η άγρια
χιονοθύελλα, αγριότερη απ' ό,τι επεθύμησα να γένω εγώ την ημέρα, που αγνάντευα
τα Γιάννενα, πριν ξεκινήσομε.
Ήταν, «γλυτωσέ μας Θεέ μου!» Αρπαχτήκαμε στην
στιγμή ο ένας από τον άλλον και κάναμε την λεγόμενη «αλυσίδα», γιατί αλλιώτικα
ήταν ικανός ο αγέρας, ο τρομερός Βορειάς, να μας πετάξει έναν-έναν σαν πούπουλα
κάτω στην Άρτα.
Ο Πίντος, ασπροφορεμένος πατόκορφα κουνιόνταν
ολόβολος. Η θύελλα, οπλισμένη με δύναμη μυριάδων θεών, μας απειλούσε να μας
αφανίσει. Για μια στιγμή ένα τρομερό ανεμόχιονο μας σαβάνωσε. Ένας μεγάλος
σύννεφας μας περικύκλωσε και χάσαμε αμέσως από μπροστά μας το Μαναστήρι, και
δεν βλέπαμε πλιότερο από δέκα δρασκελιές τόπο γύρα-γύρα. Πάγωνε η αναπνοή μας
κι έφευγε από το στόμα μας σ' εκατομμύρια μικροσκοπικά κρουσταλλένια
μαργαριτάρια. Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά, κι' ακούστηκε μια υπερκόσμια ταραχή
κι' ένα ανήκουστο βουητό, σα να ξεριζώνονταν ο Πίντος για ν' αναποδογυριστεί,
σα να χαλούσε ακέριος ο Κόσμος, σα νάσπαζαν τα ουράνια κι έπεφταν κομμάτια, σαν
ν' αποδογυρίζονταν η γη! Πέρασε ο μεγάλος σύννεφας, που μας περικύκλωνε,
σέρνοντας την σκοτεινιά από γύρα μας, και χίλιοι χιονόκτιστοι στύλοι, ψηλοί ως
τα ουράνια, σηκώθηκαν από καταγής και προχωρούσαν χορεύοντας και πηδώντας και
ξεριζώνοντας τα πεύκα και τα έλατα και τες οξιές, πώβρισκαν στο διάβα τους, κι'
ενώ έφευγαν κάτω προς την Άρτα και την θάλασσα, άλλοι ξεφύτρωναν στην θέση
τους, λεγεώνες αναρίθμητοι χιονοπλασμένων στοιχειών, που γύρευαν να κάνουν
κάμπο το μέγα βουνό. Η φυσική ένστικτη άμυνα της ζωής μας, μας οδήγησε να
γονατίσομε μέσα στο χιόνι κι' έτσι γονατισμένοι και σφιχτοπιασμένοι ο ένας με
τον άλλον, να μπορέσομε ν' αντισταθούμε στον τρομερόν Βορειά.
— Ε! κακοκαιρία του Διαόλου! (Ξεφώνησε μ'
αγανάκτηση ο Καπετάνιος). Έχω εξήντα χρόνια Κλέφτης και δεν αντροπιάστηκα ποτέ
σαν σήμερα! Και δέκα Πασιάδες αν με πολεμούσαν, πάλι θα μπορούσα να σηκώσω το
κεφάλι μου και να τους τουφεκίσω! Αλλά δεν θα σ' άφήκω κι' εσένα
αντουφέκιστη. Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έβγαλε το ντουφέκι του κάτω από
την κάπα του και ντουφέκισε, νομίζοντας ότι πολεμούσε την χιονοθύελλα!
- Βόηθα, καημένη Παλιά Παναγιά, πωρχόμεστε να
σ΄ ευχαριστήσομε και να σε προσκυνήσομε! Είπε ένας σύντροφος κι' ένας άλλος του
απάντησε ειρωνικά:
— Φαίνεται πως μετάνιωσε η Παναγιά, που μας
γλύτωσε τότε και τώρα θέλει να μας αφανίσει!
— Λες κι' άκουσε η Παναγιά την επίκληση του
συντρόφου μας κι' άρχισε λίγο-λίγο η χιονοθύελλα να ξεθυμαίνει. Σηκωθήκαμε
σιγά-σιγά, και περπατώντας σκυφτά-σκυφτά, βρεθήκαμε σε λίγο στην εξώθυρα του
Μαναστηριού. Χτυπούμε δυνατά τον σιδερένιον κρούστη της εξώθυρας κι' ένα
καλογεράκι μας άνοιξε σε λίγο, κι' ενώ αυτό έκανε τον σταυρό του, πώβλεπε
νάρχωνται στο Μαναστήρι τέτοιον καιρό, και με τέτοιο τρικυμειό, εμείς τραβήξαμε
ίσια στην εκκλησιά που λειτουργούσε. Εκείνη τη στιγμή ψάλλονταν το χαρμόσυνο:
«Χριστός γεννάται». Ιδόντας ο Γούμενος από τ' άγιο βήμα έκανε το σταυρό του,
απορώντας πως μπορέσαμε να βγούμε με τέτοιον καιρόν.
Τελειώνοντας η λειτουργία μεταλάβαμε όλοι κι'
ύστερα, παίρνοντας τ' αντίδωρο, πήγαμε στην Παλιά την Παναγιά με τ' ασήμια και
με τα χρυσάφια, την προσκυνήσαμε και την ευχαριστήσαμε και της κρεμάσαμε την
σακούλα με τες εκατό λίρες.
Βλέποντας ο Γούμενος αυτήν την δωρεά την
αναπάντεχη, πέταξε από τη χαρά του και μας έμπασε όλους στο δοξάτο, όπου
βασίλευε χοντροκούτσουρη και χοντροκάρβουνη φωτιά κι' έκανε το δοξάτο το
καρδιοχείμωνο στην κορφή του Πίντου, απολαυστικό λουτρό.
— Να, το λοιπόν, Άγιε Γούμενε (του είπε ο
Καπετάνος, μ' ευχαρίστηση και με περηφάνια) που δεν ερχόμαστε στες είκοσι του
Αλωναριού μοναχά, αλλά και στες είκοσι πέντε τ' Αντριώς, τα Χριστούγεννα!
— Δεν ξέρετε, παιδιά μου, (είπε ο Γούμενος) τι
στενοχώρια είχα τότε, ως που να βεβαιωθώ ότι γλυτώσατε! Θαύμα, παιδιά μου,
θαύμα της Μεγαλόχαρης — προσκυνούμε τ' όνομα της! Αυτή τους τύφλωσε τους
αναθεματισμένους κι' άφηκαν ανοιχτόν τον γκρεμό! Αυτή, αυτή — προσκυνούμε και
διπλοτριπλοσκυνούμε την άγια και μεγάλη χάρη της. Και λέγοντας αυτά,
σταυροκοπήθηκε μ' ευλάβεια.
Σε λίγο ο Γούμενος διάταξε να στρωθεί τραπέζι.
Έφεραν ένα κριάρι ως είκοσι οκάδες, ψημένο
στην σούβλα, κουκουρέτσι, αυγά, τυριά, παλιό μαύρο κρασί καστανιώτικο, μήλα και
κάστανα ψημένα.
Βλόγησε ο Γούμενος κι' αρχίσαμε να τρώμε, σαν
λιμασμένοι, ύστερα από τες απαραίτητες ευκές: «Καλώς ορίσατε, καλώς σας
βρήκαμε, χρόνια πολλά, καλό βόλι και στην Πόλη του χρόνου».
— Ό,τι έλαχε παιδιά μου (είπε ο Γούμενος). Αν
ήξερα ότι θάρχοσταν, θάφερνα από την Καλαμπάκα κι άλλο κρέας κι' άλλα
πράγματα... Αυτό το κριάρι το είχα μανάρι και το σφαξα χτες το βραδινό για το
επίσημο της ημέρας. Μαναστήρι, χωρίς σφαχτάρι τέτοια μέρα, δεν είναι σωστό...
Δεν μου μηνύσατε, βλογημένοι, να το ξέρω και νάχω ετοιμασία;
— Δεν πειράζει, άγιε Γούμενε! (απάντησε ο
Καπετάνος). Εμείς δεν ήρθαμε για το φαγί από τρεις μέρες δρόμο μέσα στα χιόνια
και στ' αγριοκαίρια, αλλά για να προσφέρωμε το χρέος μας στη Μεγαλόχαρη —
προσκυνούμε τ' όνομα της!
Είχαμε αποφάγει και πίναμε το κρασί με μήλα
και με κάστανα, όταν μπαίνει στο δοξάτο ένας φύλακας από την Καστανιά, σαν
αστροπέλεκας και μας λέγει:
— Σε μια ώρα το πολύ φτάνει εδώ ο φρούραρχος
του Μετσόβου με χίλιους στρατιώτες να πατήσει άπαχτα το Μαναστήρι, σήμερα τα
Χριστούγεννα με την ιδέα ότι ξεχειμωνιάζει ο καπετάν Λεωνίδας, που δεν
ακούγεται καθόλου από τον χινόπωρο, και μ' έστειλε ο Κυρ-Νάσιος να σας το
πω!...
Τάχασε ο Γούμενος από τον φόβο του, αλλ' ο
Αητόγιαννος του είπε:
— Άγιε Γούμενε! Μια φορά τους φύγαμε, σαν
λαγοί και τώχω μάρα στην καρδιά μου, αλλά τώρα θα τους βαρέσω τους γουρνομύτες!
Ας έρθουν όσοι θέλουν!
Στην στιγμή καταστρώσαμε το σχέδιο της μάχης.
Αποφασίσαμε να χαρακωθούμε μπροστά στο
Μαναστήρι και να χτυπήσομε τους Τούρκους από μπροστά, αφού δεν θα μπορούσαν να
μας κλείσουν απ' όλες τες μεριές, εξαιτίας των χιονιών και θ' ανέβαιναν από
έναν δρόμο μοναχά.
Πραγματικώς, ύστερα από μια -μιάμιση ώρα οι
Τούρκοι ανέβαιναν τον ανήφορο σ' έναν στίχο, ερχόμενοι ολωσδιόλου ανύποπτοι,
γιατί τους είχαν βεβαιώσει στην Καστανιά, ότι το Μαναστήρι ήταν καθαρό από
Κλέφτες. Αλλά μόλις ζύγωσαν σ' απόσταση είκοσι πέντε μέτρων τους αρχίσαμε στο
ντουφεκίδι κι' όλο στο ψαχνό.
Οι Τούρκοι ανταριάστηκαν, άφηκαν καμιά
εκατοστή σκοτωμένους στον τόπο, και γύρισαν ντροπιασμένοι, μη μπορώντας
εξαιτίας των χιονιών να μας κλείσουν και να κοιμηθούν στο ύπαιθρο.
Ενώ, λοιπόν, οι Τούρκοι τσάκισαν να φύγουν ο
Αητόγιαννος, μεθυσμένος από την νίκη, όρμησε μόνος του από πίσω τους, χωρίς να
φωνάξει κανένα μας να τον ακολουθήσει. Τρέχαμε από κοντά του, του φωνάζαμε να
σταθή αλλά πού να σταθή αυτός! Έτρεχε σαν το κυνηγημένο τ' αλάφι από κοντά
τους, βρίζοντας τους. Θέλοντας και μη, τον ακολουθήσαμε κι' εμείς και φτάσαμε
τους Τούρκους, κάτω στην λακκιά. Εκεί είχαν καλό μέρος αυτοί κι' αντιστάθηκαν.
Αρχίσαμε καινούργια μάχη, μάχη σαν λυσσιάρηδες. Έπεφταν οι Τούρκοι σωρό, αλλ'
έπεσαν σκοτωμένοι και τρεις δικοί μας: ο Σκοτίδας, ο Γιωργάνεμος κι ο Αστρίτης,
παλικάρια ένα κι ένα, αθέρας της παλικαριάς! Και τέλος, έπεσε λαβωμένος κι' ο
αντρειωμένος μας Καπετάνος, ο Αητόγιαννος!
Επειδή η ημέρα ήταν λιγοστή, οι Τούρκοι
βιάζονταν ν' αποχωρήσουν για την Καστανιά, ως που είχαν καιρό. Τσάκισαν ακόμα
μια φορά τον κατήφορο, κι' εμείς μην μπορώντας πλειο να τους κυνηγήσομε,
εξαιτίας του λαβωμού του αρχηγού μας, φορτωθήκαμε τους τρεις σκοτωμένους μας
και τον βαρηοπληγωμένον Καπετάνο μας, και βγήκαμε στο Μαναστήρι.
Ο Αητόγιαννος, ο τιμημένος μας αρχηγός, πούχε
εξήντα χρόνια Κλέφτης και δώδεκα παλιές πληγές στο κορμί του, νοιώθοντας να του
φεύγει η ζωή, μας φίλησε όλους, έναν κι' έναν, μας κέρασε το «ψυχικό» από δυο
τρία φλωριά τον καθένα, ζήτησε να τον πάμε να φιλήσει και τους σκοτωμένους
συντρόφους μας, που τους είχαμε βάλει μέσα στην εκκλησιά, κι' ύστερα μας έκανε
νόημα να του δώσουμε τον ταμπουρά του κ' άρχισε να τον βαρή λυπητερά και ν'
ακολουθάη και το λάλημα του με το υστερνό του τραγούδι. Σε λίγο έκοψε το
τραγούδι και το λάλημα και μας είπε χαρούμενος, σα να μην έπασχε καθόλου:
— Ευχαριστώ την Παναγία, που καταδέχτηκε να με
κρατήση για πάντα στο σπίτι της (εννοώντας ότι θα θάφτονταν στον περίβολο του
Μαναστηριού). Πεθαίνω, παιδιά μου, ευχαριστημένος. Εξήντα χρόνια πολέμησα
αδιάκοπα τους Τούρκους, κι' ήταν δίκιο να πεθάνω από τούρκικο βόλι. Καλύτερον
θάνατον απ' αυτόν δεν περίμενα... Ότι έχω να μείνουν στο Μαναστήρι.
Το λιοντάρι είχε λάβει την μορφή του αρνιού!
— Φέρτε μου το ντουφέκι μου! Διάταξε.
Ένα παλικάρι του το πήγε αμέσως, δακρύζοντας.
Παίρνοντας το, ο Καπετάνος μας στο χέρι του, το φίλησε σταυρωτά κι υστέρα του
τόδωκε, λέγοντας του:
- Πάρ' το κι' έβγα έξω στην κρεβάτα κι' ως που
ακούς τον ταμπουρά μου και το τραγούδι μου, στέκα κι' ακούρμαινέ με και την
στιγμή, που πάψουν και τα δυο, βρόντα το να συντροφέψει την ψυχή μου ο βρόντος
του, και φώναξε μ' όλην την δύναμη σου ν' ακούσει ο Πίντος κι' όλα τα βουνά:
- Απέθανε ο Αητόγιαννος!
Όλοι κλαίγαμε και μόνον αυτός κράταγε την
καρδιά του την σιδερένια ασυγκίνητος.
- Έχω κι' άλλο ένα να σας πω και να σας
παρακαλέσω. (Μας είπε). Να βοηθάτε τα καημένα τα μανναστήρια όσο μπορείτε!
Χωρίς αυτά τα μαναστήρια δεν θα μπορούσε να ζήση η Κλεφτουριά που λευτέρωσε την
Ελλάδα! Να κόβετε από τη χαψιά σας και να δίνετε στα μαναστήρια. Δεν έχω άλλο
τίποτε να σας πω. Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας!
Ύστερα πήρε τον ταμπουρά κι' άρχισε το
επιθανάτιο τραγούδι κι' ενώ έπαιζε τον ταμπουρά και τραγουδούσε, άξαφνα τώπεσε
ο ταμπουράς από τα χέρια και του κόπηκε το τραγούδι.
Το παλικάρι, που περίμενε στην κρεβάτα του
Μανασταριού με το ντουφέκι του Καπετάνου μας, πυροβόλησε και φώναξε μ' όλη τη
δύναμη του προς τον Πίντο και τ' άλλα τα βουνά:
— Κλάψτε, καημένα βουνά! Απέθανε ο
Αητόγιαννος!»