Γεννήθηκε στη
Θεσσαλονίκη το 1953 και σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε σε εφημερίδες, στο ραδιόφωνο και στην
τηλεόραση, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και το σενάριο για την
ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος» σε συνεργασία με το σκηνοθέτη.
Διεύθυνε την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» και τα περιοδικά «Θ-97» (Βραβείο Ιπεκτσί),
«Τάμαριξ» και «Χίλια Δέντρα». Διετέλεσε διευθυντής του καλλιτεχνικού περιοδικού
«Πανσέληνος» της «Κυριακάτικης Μακεδονίας» που τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό βραβείο
European Newspaperdesign Awards 2000. Η συλλογή διηγημάτων του «Η Στενωπός των
υφασμάτων» τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος το 1993. Συνεργάστηκε επίσης
επί δύο χρόνια με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Το 2010 τιμήθηκε με το
βραβείο του Ιδρύματος Μπότση. Το 2012 έλαβε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών
«Πέτρος Χάρης» για το βιβλίο του «Περιπολών περί πολλών τυρβάζω».
Άλλα σημαντικά του έργα
είναι τα «Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό», «Η ψίχα της μεταλαβιάς», «Γερνάω
επιτυχώς», «Επί ψύλλου κρεμάμενος», «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», «Όλα
βαίνουν καλώς εναντίον μας», «Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος». Πολλά απ’ τα έργα
του έχουν μεταφραστεί στη γερμανική, αγγλική, γαλλική, ολλανδική, τσέχικη
και ιταλική γλώσσα.
Ο Γιώργος
Κλήμεντος, δεκαετίες δύο αμφισβητίας, προδομένος ως είθισται, βγαίνει
καλοντυμένος από την πολυκατοικία του, σήμερα πρωί Μεγάλης Πέμπτης, να πάει
στην εκκλησία να κοινωνήσει.
Δεκαεφτά
χρόνια έχει να πατήσει σ’ εκκλησία. Παρηγοριά όμως πουθενά δεν βρήκε - όλα του
τα στηρίγματα κατέρρευσαν. Μόνος απόμεινε και πικραμένος. Κι είπε φέτος, έστω
χωρίς νηστεία, να πάει στον Άγιο Θεράποντα να μεταλάβει.
Καθώς περνάει
πεζοδρόμια και παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σκίζεται, αίφνης, το εντός του
καταπέτασμα και μέσα από ατμούς εποχών ξεδιακρίνει το Θεόδωρο Κλήμεντο, τον
παππού του.
Σιγά σιγά τον
βλέπει ολοκάθαρα. Δύο μέτρα άντρακλας ο παππούς και στέκεται, πριν από είκοσι
τόσα χρόνια, έξω απ’ το χαγιάτι. Ήπιε τον καφέ του στο κουζινάκι και βγήκε με
το χάραμα να πάει να δει τι γίνονται τα μελίσσια.
Στέκεται για
λίγο στα πέτρινα σκαλιά, κοιτάζει τη σταχτιά καμπούρα του απέναντι βουνού,
τραβάει δυο απανωτές, τελευταίες ρουφηξιές απ’ το σέρτικο «Μετσάγγος» του,
ύστερα φτύνει τη γόπα. Τη σβήνει καλά και τη σφεντονίζει στ’ αγριόχορτα της
αυλής.
Τα τελευταία
πέντε χρόνια του ‘ρχονται όλα στραβά - ίσως γιατί στη μεταλαβιά της Μεγάλης
Πέμπτης δεν του ‘πεφτε καθόλου ψίχα λειτουργίας. Κρασάκι μόνο και κάτι
ψιχουλάκια που η γλώσσα δεν τα πιάνει. Το Αίμα μόνο, όχι το Σώμα. Γι’ αυτό του
έρχονταν όλα ανάποδα: ο αδερφός του έπαθε φύσημα, το σκυλί του, τη Ρόζα, τη φαρμάκωσαν
οι χωροφύλακες, τ’ αμπέλι παραδομένο στις αρρώστιες, τα μελίσσια ξερά. Μόνο τα
καπνά έβγαζαν κάτι, ίσα ίσα για να θρέφει την οικογένεια.
Αλλά φέτος στη
μετάληψη του ‘τυχε ένα μεγάλο κομμάτι ψίχας, σαν μικρή μπουκιά. Κατάπιες το
κρασάκι και την ψίχα την κράτησε κάτω απ’ τη γλώσσα του, όπως κρατούσαν
παλιότερα οι καταδιωγμένοι το τελευταίο τους φλουρί. Βγήκε από την εκκλησία και
τράβηξε έξω από το χωριό, προς την Πάνω Βρύση, εκεί που είχε αραδιασμένα,
φρεσκοβαμμένα γαλάζια, τα μελίσσια του.
Φτάνοντας
διάλεξε την πιο καινούργια κυψέλη, άνοιξε το καπάκι της και κόλλησε στο απόμεσα
μέρος την ψίχα της μεταλαβιάς με λίγο σάλιο, σαν μαστίχα. Ύστερα ξανάβαλε το
καπάκι στη θέση του, κι έφυγε, κατηφόρισε προς το χωριό.
Τραβάει,
λοιπόν, ανεβαίνει σήμερα πρωί πρωί κατά κει, μετά από δύο μήνες, να δει τι
έγινε. Μέσα του νιώθει βέβαιος για την καλή σοδειά, αλλά και μια περίεργα
ταραχή που δεν μπορεί να εξηγήσει.
Καθώς πλησιάζει,
η αγωνία του μεγαλώνει. Ταχαίνει το βήμα του, σχεδόν τρέχει. Φτάνει
λαχανιασμένος στα μελίσσια, στέκεται πάνω απ’ την κυψέλη όπου είχε βάλει την
ψίχα, βαριανασαίνοντας. Οι μέλισσες τζιτζινίζουν γύρω του, αλλά δεν τον
πειράζουν. Σκύβει, σηκώνει το καπάκι και χώνει τις χερούκλες του να τραβήξει
την κερήθρα.
Αυτό όμως που
πιάνει είναι περίεργο και βαρύ, με σχήμα παράξενο. Τα δάκτυλά του κολλούν στο
μέλι, δεν βολεύονται. Βάζει τα χέρια του πιο βαθιά και αδράχνει αυτό το
ανεξήγητο πράμα, το τραβάει μεμιάς προς τα έξω, το βγάζει, το απιθώνει στη
διπλανή κυψέλη και τι να δει;
Μια κορόνα,
μια βασιλική κορόνα από κερήθρα λαμποκοπάει μπροστά του στον πρωινό ήλιο. Μια
αυτοκρατορική, βυζαντινή κορόνα από κερήθρα και μέλι αστραφτοκοπάει περήφανη,
τρομερή, αλλόκοτη, πάνω στην κυψέλη.
Στέκεται
άναυδος. Τα πόδια του, αυτά τα πόδια που δεν τρέμισαν μπροστά σε σφαγές και
φονικά, αρχίζουν να τρέμουν, να λυγίζουν ασυναίσθητα.
Κάθεται αργά
αργά χάμω, μέσα στα χώματα, ανίκανος να πει μια λέξη, κοιτάζοντας έκθαμβος την
κορόνα, το αυτοκρατορικό στέμμα.
Μένει έτσι ώρα
πολλή, κατάχαμα, αποσβολωμένος, θαυμάζοντας.
Ύστερα
σηκώνεται ζαλισμένος, σταυροκοπιέται, πιάνει απαλά την κορόνα από τη βάση της
και αρχίζει να προχωράει αργά, με προσοχή, μήπως σκοντάψει και πέσει.
Κατεβαίνει σιγά
τη ρεματιά, ύστερα κόβει αριστερά, περνάει το γεφυράκι, γυρίζει πίσω απ’ το
σχολείο - ο Γιώργος Κλήμεντος βλέπει τώρα τον παππού του να περπατάει
προσεκτικά ανάμεσα στα δέντρα και να μικραίνει πλησιάζοντας προς την εκκλησία
του χωριού, τον Άγιο Σωτήρα, για να δείξει την κορόνα στον παπα -Γεράσιμο.
Αλλά είναι ο
ίδιος που πλησιάζει στο ναό του Αγίου Θεράποντα με άδεια χέρια, ενώ ο παππούς
του χάνεται μες στους ατμούς της μνήμης, στα αλλόκοτα φυλλώματα των
παραισθήσεων αυτής της Μεγάλης Πέμπτης που ο Γιώργος Κλήμεντος πάει, μετά από
δεκαεφτά χρόνια, να μεταλάβει ζητώντας απεγνωσμένα την παρηγορία.
Μπαίνει στην
εκκλησία, στέκεται στην ουρά, και βλέπει. Ηλεκτρικά καντήλια, μεγάφωνα στους
τοίχους, βιομηχανικοί πολυέλαιοι. Οι αγιογραφίες, οι τοιχογραφίες με χρώματα
χαρωπά - καθόλου ευσέβεια και δέος δεν του εμπνέουν. Περιμένει υπομονετικά και
κάποτε έρχεται η σειρά του. Ο παπάς προτείνει το κουταλάκι με τη μεταλαβιά.
Ο Κλήμεντος
ανοίγει το στόμα του, παίρνει την κοινωνία. Μια γουλιά στυφό κρασί χωρίς
καθόλου ψίχα - μόνο κάτι ελάχιστα ψιχουλάκια που δεν τα πιάνει η γλώσσα του,
που όσο κι αν πασκίζει, όσο κι αν αγωνίζεται, όσο κι αν στριφογυρίζει, δεν τα
πιάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου