Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1868 στο
Συρράκο της Ηπείρου, όπου και έζησε μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Ήταν γιος του
εύπορου εμπόρου Δημητρίου Κρυστάλλη και της συζύγου του Γιαννούλας, το γένος
Ψαλίδα, και είχε άλλα 4 αδέλφια, ενώ ο ίδιος ήταν πρωτότοκος. Τα στοιχειώδη
γράμματα τα έμαθε στο μεικτό δημοτικό σχολείο του χωριού του. Το 1880 γράφτηκε
στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα
του. Ο Κρυστάλλης φοίτησε στις 4 τάξεις του Ελληνικού Σχολείου της
Ζωσιμαίας και στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, οπότε και
έμεινε επανεξεταστέος, στα 1885. Τότε διέκοψε τις σπουδές του γεγονός που
σχετίζεται μάλλον με την ασθενική του υγεία. Κατ’ άλλους βιογράφους του, ο
πατέρας του τον χρησιμοποίησε ως υπάλληλο στο μαγαζί του.
Μαθητής ακόμα της Ζωσιμαίας Σχολής εξέδωσε το
φλογερό πατριωτικό ποίημα «Αι σκιαί του Άδου» (1887), στο οποίο εξυμνούσε με
πάθος τους εθνικούς αγώνες και τους ήρωες του 1821. Η Ήπειρος, όμως, ήταν τότε
σκλαβωμένη και οι Τούρκοι καταζητούσαν το νεαρό ποιητή. Για ν’ αποφύγει τη
σύλληψη αναγκάστηκε να φύγει στην Αθήνα (Ιανουάριος 1889), ενώ τα τουρκικά
δικαστήρια τον καταδίκασαν ερήμην σε 25 έτη εξορίας στη Βαγδάτη.
Στην Αθήνα εργάστηκε αρχικά ως στοιχειοθέτης
στο τυπογραφείο των εκδόσεων «Φέξη» και παράλληλα δημοσίευε ποιήματα. Το 1891
προσλήφθηκε ως συντάκτης στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη, αλλά η
συνεργασία του έληξε τον ίδιο χρόνο εξαιτίας διαφωνιών με τη διεύθυνση του
περιοδικού. Μετά προσελήφθη ως λημματογράφος στην εγκυκλοπαίδεια «Μπαρτ και Μπεκ»
και τέλος ως υπάλληλος στα εκδοτήρια των Σιδηροδρόμων Πελοποννήσου. Τα
εισοδήματά του από αυτές τις δουλειές ήταν πενιχρά και μη έχοντας επαρκείς
πόρους ζούσε σε ανήλιαγα υπόγεια, που σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες
ζωής του έφθειραν την υγεία. Προσβλήθηκε από φυματίωση, αρρώστια αγιάτρευτη
στην εποχή του. Η μόνη του χαρά ήταν η μελέτη και η ποίηση και που και που
καμιά εκδρομή στην Πεντέλη, στην Πάρνηθα ή στον Υμηττό, που του θύμιζαν την
«Πίνδο του», τη βουνίσια ζωή, που είχε γίνει o μυστικός καημός του.
Απ’ αυτή την ασίγαστη λαχτάρα, γεννήθηκε η
ειδυλλιακή ποίησή του. Ο Κρυστάλλης έγραψε κι άλλα έργα, όπως τα πεζογραφήματα
για τους «Βλάχους της Πίνδου» και το πατριωτικό του «Ο Καλόγερος της Κλεισούρας
του Μεσολογγιού», μα εκείνα που κάνουν ξεχωριστό ποιητή τον Κρυστάλλη και
προσθέτουν ένα νέο τόνο στη νεοελληνική ποίηση είναι τα «Αγροτικά» (1891) και ο
«Τραγουδιστής του Χωριού και της Στάνης» (1892), που τιμήθηκε με έπαινο στον
Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Σ’ αυτά τα ποιήματα, που έχουν βουκολικό χρώμα και
είναι γεμάτα δροσιά και χάρη, ο ηπειρώτης ποιητής ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση
και το δημοτικό τραγούδι, και τα πλουτίζει με την προσωπική του τέχνη και «την
άφθαστη ομορφιά της ελληνικής φύσης και των βουνών μας την περηφάνεια». Στα
τέλη του 1893 κέρδισε 2.500 δραχμές από λαχείο κι έτσι μπόρεσε στις αρχές του
επομένου έτους να δημοσιεύσει τα «Πεζογραφήματά» του.
Λίγο αργότερα, όμως, η αρρώστια του
επιδεινώθηκε ραγδαία και ο ξενιτεμένος ποιητής δεν άντεχε πλέον. Μετακόμισε
στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως δεν
εμφάνισε βελτίωση. Τελικά στις 22 Απριλίου 1894 πέθανε στο σπίτι της
αδελφής του στην Άρτα, σε ηλικία μόλις 26 χρονών. Ο κάμπος τον είχε φάει, όπως
προφήτεψε θλιβερά στο «Σταυραητό» του.
Παρακαλώ σε Σταυραητέ,
για χαμηλώσου λίγο
και δος μου τις
φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου·
Πάρε με πάνω στα βουνά,
τι θα με φάει ο κάμπος.
Στην Πεντέλη υπάρχει από χρόνια η προτομή του.
Την έχουν στήσει οι φυσιολάτρες, που τον αισθάνονται ιδιαίτερα σαν δικό τους
ποιητή. Να, τι γράφει γι’ αυτό το βουνό ο Κρυστάλλης:
Νάξερες, όμορφο βουνό,
τι μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ’ άλλα.
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ’ άλλα.
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του Κρυστάλλη
εντάσσονται στο ρομαντισμό της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και είναι γραμμένες σε
καθαρεύουσα, αποτέλεσμα των επιρροών που δέχτηκε ο ποιητής από την επαφή του με
το πνεύμα του αθηναϊκού ρομαντισμού. Με τα «Αγροτικά» πέρασε στον κύκλο της
Νέας Αθηναϊκής Σχολής, στρεφόμενος προς τη δημοτική γλώσσα, και το δημοτικό
τραγούδι. Στην πεζογραφία οι επιρροές του εντοπίζονται στο χώρο των λαϊκών
παραδόσεων. Και στα πεζά του χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, στράφηκε
ωστόσο σύντομα προς τη δημοτική, στη χρήση της οποίας συγκαταλέγεται στους
πρωτοπόρους.
Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του,
ο Ξενόπουλος είχε ήδη διαγνώσει και επισημάνει τη μεγάλη σημασία του
πεζογραφικού έργου του «ποιητή του βουνού και της στάνης». Ο Κρυστάλλης δεν
είναι μόνον ο πρώτος που έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι
αλληθώριζαν προς την καθαρεύουσα, παραπαίοντας ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μέσα
στα ελάχιστα χρόνια που έζησε, πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που
φανερώνουν τον γεννημένο πεζογράφο. Στα διηγήματα του ο Κρυστάλλης είναι
πληθωρικός, βιάζεται να τα πει όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι’
αυτόν πίστωση χρόνου - η τόσο απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η
ζωντάνια του στις περιγραφές της φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουν την
απλότητα και τη σοφία του λαϊκού λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα
παιδί!
Οι επιδράσεις που έχει δεχθεί είναι από
το Δημοτικό τραγούδι, έργα κλασικών ποιητών (Όμηρος, Κορνάρος), έργα
συγχρόνων του (Βαλαωρίτης, Ζαλοκώστας, Βηλαράς, ρομαντικοί της Αθηναϊκής Σχολής
, όπως ο Αχιλλέας «Παράσχος).
Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και
λαογραφικού υλικού: ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις. Τα
λαογραφικά στοιχεία του είναι πολλά και στα αφηγηματικά πεζογραφήματα και
διηγήματά του , όπως «Ο Γάμος της στάνης» όπου περιγράφει τα γαμήλια
έθιμα στα τσελιγκάτα της Ηπείρου με παράθεση σχετικών τραγουδιών, «Το πανηγύρι
της Καστρίτσας», το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή
στις πιο ειδικές εργασίες του, όπως, «Οι Βλάχοι της
Πίνδου», «Γραμμενοχώρια», «Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της
Πίνδου».
«Νυχτών’ η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς – θυμάσαι,
τα στενά και τα
σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από δω από την πόλη και από τα χωρία έξω. Η Καλούτσασμη σήμερα, η Λούτσα, οι
Καμάρες, το Κουρμανιό, η Σκάλα, το Σταυροπάζαρο, ο Πλάτανος, τα Γάλατα, όλα
είν’ έρμα κι άλαλα σήμερα. Τα γυναικόπαιδα μοναχά της φτωχολογιάς σωριασμένα
στριμώνονται στα παραπόρτια των Ελεών. Καρτερούν το μικρό το χριστουγεννιάτικο
μοίρασμα. Κι η βροχή που απ’ την αυγή ασταμάτητη πέφτει με το δρυμόνι, δέρνει
τα ασκέπαστα τα κεφάλια τους, κι από τα τρυπημένα τους ρούχα χώνεται ως μέσα
στα ζάρκα κορμιά τους και τα καταπογτιάζει. Τα δύστυχα!…
Αραδαργιά στο παζάρι οι αργαστηριαρέοι κάθονται με σταυρωμένα
τα χέρια, χωρίς δουλειά, κι άλλοι με σκεφτά τα κεφάλια, λες κι ακαρτερούν
βοήθεια από τον ουρανό. Μα ο ουρανός ρίχνει τη συγκρατούμενη βροχή του
σκεπασμένος πέρα ως πέρ’ από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν
οι τοίχοι κι οι σκεπές των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράγματα μας. Και μια
μεγάλη υγρασία, που περνάει τη σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα
βουνά πέρα είναι τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ’ εδώ και χιονίζει
εκεί.
Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Οι εκκλησιές είναι κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι οι παπάδες. Οι αυλές και τα κατώφλια εχορτάργιασαν. Οι ανάχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια. Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κι οι κηροστάτες, μουχλιάζουν σε εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κι οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβηστά ασημοκάνδηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.
Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Οι εκκλησιές είναι κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι οι παπάδες. Οι αυλές και τα κατώφλια εχορτάργιασαν. Οι ανάχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια. Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κι οι κηροστάτες, μουχλιάζουν σε εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κι οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβηστά ασημοκάνδηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.
Ξέρεις το μοιρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος. Σ’
άκουσα πολλές φορές να το λες όξω πού βγαίναμε τις ηλιοφανιές κι έβλεπα να
νοτίζουν από δάκρυα τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό
το πικρό γύρισμα του: «Κλάψτε μωρέ, καημένοι χριστιανοί». Ήρθε καιρός τώρα οπού
το μοιρολόι και τ’ απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί
όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.
Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός
είναι πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι αυτός τα μαυρισμένα μας
Χριστούγεννα.
Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πούτακεν ώρα όπου τα Γιάννενα όμιαζαν κοιμητήρι, κι ας ήμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι ας ήμασταν ξύπνιγοι όλοι. Νεκρίλα μωρέ αδελφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη. Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου οι σταλαματιές κ’ οι κάναλες των κεραμιδιών, και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπατη και του καρακολιού.
Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πούτακεν ώρα όπου τα Γιάννενα όμιαζαν κοιμητήρι, κι ας ήμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι ας ήμασταν ξύπνιγοι όλοι. Νεκρίλα μωρέ αδελφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη. Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου οι σταλαματιές κ’ οι κάναλες των κεραμιδιών, και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπατη και του καρακολιού.
Είχαν σκολάσ’ οι νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ’ ασπρίσματα
των σπιτιών τους κι έλαμπαν τούτ’ από την παστράδα και το νοικοκυργιό. Εφώτιζε
την ανατολική γωνιά της σπιτομάνας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων. Έκαιγε
στην εστία η φωτιά η Χριστουγεννιάτικη, καμωμένη από τετραπάνωτα σύδαυλα κι
εζέστανε το σπίτι όλο. Είχαμεν γευτεί τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και
συμμαζωγμένοι γύρα της όλοι, άπω τα παιδιά ως τους γέρους, εκατερούσαμεν τα Χριστούγεννα.
Του κάκου αγρυπνούταμαν. Χριστός δεν εγεννιόνταν για εμάς την νύκτα τούτη. Κι
αν γεννιόνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν
θα νάτουν βουλετό να δούμε ποτέ τ’ αστέρι που τόδειξε μια φορά στους Μάγους.
Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν κι οι κράχτες δεν θα
μας το φώναζαν. Οι εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα εικονίσματα των σπιτιών
μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας.
«Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!»
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στων πόλη μας. Η
ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πώς
κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα
παιδιά ξεδειλιασμέν’ από τη φωτιά κι αποσταμέν’ από τα παιγνίδια, αποκοιμιόνταν
ένα - ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς.
Ήρθεν η ώρα του όρθρου. Εβουβαθήκαμαν μονοκοπανιάς όλοι.
Λόγος δεν έσκαε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι κι ακαρτερούσαμε μήπως
ακούσωμε σήμαντρο πουθενά ή κράχτην. Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό
γήτεμα είναι τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόση νυκτιά ν’ ακούσεις νάρχεται ο
κράχτης στη γειτονιά σου, χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο
μπαμ-μπαμ-μπαμ! με το ξύλινο το τσοκάνι του. Πετιέσαι τότες όξω στην κρεβάτα
σου ή στο παραθύρι κι ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι
γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημαντριού, ποιοί μακρινοί και ποιοί κοντινοί.
Και βλέπεις τότε ν’ ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον, όπου
πηγαίνουν ν’ ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.
Συνηθισμένοι απ’ αυτά, σαν εκαρτέρεσα βουβός τόσην ώρα και δεν ακουρμάστηκα πουθενά κράχτην απετάχτηκα στην κρεβάτα. Πίσσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στυλώνω τ’ αυτί κι ακαρτερώ κι εκεί ολόρθος ωσάν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος. Ως που μ’ ανάγκασαν οι φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.
Συνηθισμένοι απ’ αυτά, σαν εκαρτέρεσα βουβός τόσην ώρα και δεν ακουρμάστηκα πουθενά κράχτην απετάχτηκα στην κρεβάτα. Πίσσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στυλώνω τ’ αυτί κι ακαρτερώ κι εκεί ολόρθος ωσάν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος. Ως που μ’ ανάγκασαν οι φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.
«Έμπα μέσα», μου λέει, «παιδί μου, να μην παγώσεις αυτού, και
Χριστούγεννα δεν έρχονται για μας φέτο».
Κι εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά:
«Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!»
Κι ένιωσα να νοτίζει δάκρυ τα ματόφυλλά μου.
Εξημέρωσεν. Η δέηση έγινε μπροστά στα κονίσματα των σπιτιών
μας. Εγώ έψαλα το «η Γέννησης σου Χριστέ».
Κι ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια να μάθουμε κάνα
καινούργιο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων οι όψες οι ξαγρυπνισμένες
και κατσουφιασμένες από την θλίψη έμοιαζαν το μισοσυγνεφιασμένον κι αγέλαστον
ουρανό μας.
Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι εκεί τίποτε δεν ηξέρουν. Ο
Δεσπότης ορμηνεύ’ ησυχία κι υπομονή. Η υπομονή ήταν μεγάλη μέσ’ στην καρδιά
μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θειο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας
στήθια, άρχισε να τραβιέται απάνου και ν’ αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης
μας την πρωινή, κι ο βοριάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν’ αναταράζει τα
βαθητά μας.
«Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες»
Λυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι αυτός ο λόγος άναφτε
μέσα στα σπλάχνα μας. Οι Τούρκοι είχαν γίν’ άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν
από ταραχές. Γιατί κι όλοι μας δεν εκαρτερούσαμεν, παρά ταραχές.
«Τα χωριά δε θα λα το νταγιαντίσουν» έλεγαν άλλοι.
«Εκκλησιά πουθενά δε θα λ’ ανοίξει με το στανιό, αν είμεστε
Χριστιανοί κι αν έχουμε Πατριάρχην».
«Τα χωριά αρματωμένα θαρθούν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίζουν».
«Από την Πόλη θα λ’ αρχινίσει ο χαλασμός, αν θα λ’ αρχινίσει».
Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ώσπου σίμωσε το γιόμα. Κι όλοι
μας δεν καρτερούσαμε πλιά τώρα παρά χαλασμό. Επεινάσαμαν κι αλειτούργητοι οι
μαύροι εστρώσαμαν το γιόμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι εμείς νύχτα,
σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωί. Φέτο, όπου δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε
για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας τη νύχτ’ απ’ ώρα σ’ ώρα, τον σήμαντρο
και τον κράχτη. Κι από την αγρύπνια αυτή μας εγένονταν αγλέουρας το φαΐ μέσα
και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας.
Έξαφνα, μέσ’ στο φαΐ απάνου, εν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
Έξαφνα, μέσ’ στο φαΐ απάνου, εν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
«Κάτι κακό θάρχεψε», λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη
χαψιά στο στόμα του.
«Χριστός και Παναγιά!» Σταυροκοπιέται η μάνα.
«Χριστός και Παναγιά!» Σταυροκοπιέται η μάνα.
Εμείς και τα παιδιά επανιάσαμαν.
Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους.
Πετιούμαστε με τον πατέρα στο δρόμο να μάθουμε.
Όλ’ έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε
τους ρωτάμε τι γίνεται.
«Ανοίγουν οι εκκλησιές», μας λέγουν.
«Ανοίγουν οι εκκλησιές», μας λέγουν.
«Και πώς ανοίγουν; Με το στανιό;»
«Μωρ’ τι με το στανιό, που νικήσαμαν! Πήραμαν τα προνόμια».
«Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα
προνόμια!…»
Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι όλοι ετρέχαμαν
κατά τη Μητρόπολη! Εκεί ηύραμαν ολάνοιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι αναμμένα
τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομίσει κόσμον η
εκκλησιά και μέσα και στην αυλή ακόμα. Οι εικόνες δεν επρόφταιναν να πάρουν
ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζει απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και οι όψες
των χριστιανών, οπ’ έλαμπαν τώρα χαρούμενες κι αυλακωμένες κάπου κάπου από
δάκρυα. Και μέσ’ από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική
δέηση τούτη:
«Θέ μου, δώσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνει από
ολούθε νικήτρια, δώσε κι εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε
της, σκλαβιάς τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμιά
μέρα οι αμαρτίες μας κι ως που να δούμε άστρο ελεθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ’
άστρο».
Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντας σας σήμερα ελεύθερα
βουλήθηκα να σάς γυρίσω μ’ αυτήν δυο χρόνια πίσω, να σας γυρίσω με τον νου στα
Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.
Δάκρυσ’ αλήθεια διαβάζοντας τότες του φίλου μου τη γραφή και
γέρνοντας κι εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια: Δώσε, θεέ, δύναμη
της εκκλησιάς μας να βγαίνει απ’ ολούθε νικήτρα’ όμως δώσε και κάθε τόσο
τέτοιες στον τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα
και για να ξεσκουριάζει η πατσαβουργιασμένη μας η καρδιά· μπέλκιμ και βγούνε
καμιά βολά για καλύτερο.
(1892)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου