Ο Charles Dickens γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου
του 1812 στο Portsmouth της Αγγλίας. Υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους
μυθιστοριογράφους και θεωρείται απ’ τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής
Εποχής (19ος αι.).
Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος με μικρό
μισθό, που ποτέ δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στα έξοδά του. Όταν οι δανειστές
του τον οδήγησαν στη φυλακή για τα χρέη του, ο νεαρός Charles πληγώθηκε τόσο
βαθιά, που πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να γλυτώσει από τη φτώχεια και τα
χρέη. Έτσι σε ηλικία 15 ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί
σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του. Απ’ την
περιπέτεια αυτή άντλησε πολύτιμες εμπειρίες για το κατοπινό του έργο.
Μια απροσδόκητη κληρονομιά ήρθε να βγάλει τον
πατέρα του απ’ τη φυλακή και να απαλλάξει τον ίδιο απ’ τη δουλειά που τόσο
μισούσε. Αφού πήγε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, έπιασε δουλειά στο γραφείο ενός
δικηγόρου. Κι αυτή η δουλειά δεν του άρεσε, γι’ αυτό έμαθε στενογραφία και
έγινε ανταποκριτής εφημερίδος. Κανείς άλλος ανταποκριτής στο Λονδίνο δεν
μπορούσε να συγκριθεί με τον Charles Dickens στην ακρίβεια και στην ταχύτητα
των ειδήσεων.
Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα,
βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο
και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του. Το πρώτο του έργο,
με τίτλο ‘’Sketches by Boz’’, τυπώθηκε το 1836. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς,
δημοσιεύτηκε το διήγημά του ‘’The Posthumous Papers of the Pickwick Club’’, που
έγινε ανάρπαστο απ’ το αναγνωστικό κοινό και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας
του. Μετά εκδόθηκε ο ‘’Όλιβερ Τουίστ’’, εμπνευσμένος από όσα είχε δει και
γνωρίσει ο Dickens στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδας.
Πολλά από τα μυθιστορήματά του, με το έντονο
ενδιαφέρον που παρουσίαζαν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, εμφανίστηκαν αρχικά
στα περιοδικά σε συνέχειες, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν πολύ διαδεδομένο. Σε
αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ολοκλήρωναν τα μυθιστορήματά τους πριν
τα εκδώσουν σε συνέχειες, ο Dickens έγραφε το μυθιστόρημά του και το εξέδιδε
συγχρόνως σε συνέχειες. Η πρακτική αυτή προσέδωσε στις ιστορίες του ένα
συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το
κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Η συνεχής
δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε
σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών
του, παντρεύτηκε την Catherine Hogarth και απέκτησε μαζί της εννέα παιδιά. Τα
οικονομικά του βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από
το άλλο.
Ο Dickens έγινε γνωστός στην Αμερική, τόσο όσο γνωστός
ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον
υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Οι Αμερικανοί όμως του φάνηκαν ακαλλιέργητοι και
θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική
ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και επιστρέφοντας στην
Αγγλία έγραψε τις άσχημες εντυπώσεις του στα ‘’Αμερικάνικα Σημειώματα’’ (1842)
και στο ‘’Μάρτιν Τσάζλγουϊτ’’ (1843-1844). Το 1843 εξέδωσε την
‘’Χριστουγεννιάτικη Ιστορία’’ του, που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ
αργότερα ακολούθησε ο ‘’Δαβίδ Κόπερφιλντ’’ (1849-1850), το οποίο είναι σχεδόν
αυτοβιογραφικό έργο. Στον ‘’Δαβίδ Κόπερφιλντ’’ ο Ντίκενς απαθανατίζει τον πατέρα του στο
πρόσωπο του κ. Wilkins Micawber,
και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις
‘’Μεγάλες Προσδοκίες’’.
Το 1867 δέχτηκε μια πολύ δελεαστική προσφορά
από την Αμερική. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ’ έναν ενθουσιασμό άνευ
προηγουμένου, ξεχνώντας όσα είχε γράψει κάποτε γι’ αυτούς. Κι 0 ίδιος όμως αναίρεσε
εκείνα τα λόγια του. Σ’ ένα συμπόσιο προς τιμήν του, στη Νέα Υόρκη, έκανε μια
πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.
Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο
χρόνια αργότερα, στις 9 Ιουνίου του 1870, πέθανε στο Rochester. Η σορός του
τάφηκε στο Αββαείο του Westminster.
Η δουλειά του έχει επαινεθεί για την
καλλιέργεια της πεζογραφίας και τις μοναδικές μορφές που δημιούργησε από
συγγραφείς όπως ο George Robert Gissing, ο Leo Tolstoy και ο Gilbert Keith
Chesterton, George Orwell, ενώ άλλοι, όπως ο Henry James και Virginia Woolf,
την επέκριναν για τη συναισθηματικότητα και την αληθοφάνειά της.
Πιο γνωστά του έργα είναι «Οι περιπέτειες του
Όλιβερ Τουίστ» (1837-1839), «Το παλαιοπωλείο» (1840-1841), «Χριστουγεννιάτικη
ιστορία» (1843), «Ντόμπυ & Υιός» (1846-1848), «Ντέιβιντ Κόπερφηλντ» (1849-1850),
«Ο Ζοφερός Οίκος» (1852-1853), «Δύσκολα χρόνια» (1854), «Ιστορία δύο πόλεων» (1859),
«Μεγάλες προσδοκίες» (1860-1861), «Το μυστήριο του Έντουϊν Ντρουντ» (1870).
Το φάντασμα του Μάρλεϊ
Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ’ το γραφείο
του, ο Εμπενίζερ Σκρουτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί
τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι ότι έλειπαν του Σκρουτζ
τα χρήματα για ν’ αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Απλά ο Εμπενίζερ Σκρουτζ ήταν
ένας φοβερός τσιγκούνης! Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπομπ
Κράτσιτ, ο κλητήρας και βοηθός του, που έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά, χωρίς
ωστόσο να τολμά να ζητήσει χρήματα απ’ τον Σκρουτζ για να αγοράσει κάρβουνα.
Άλλωστε την τελευταία φορά που το είχε κάνει, ο Σκρουτζ του απάντησε πως έχουμε
τα ρούχα γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: για να ζεσταινόμαστε. Και έκοψε κάθε
σχετική συζήτηση με αγανάχτηση λέγοντας στον φτωχό Μπομπ πως, αν δεν του άρεσε
το δικό του γραφείο, θα μπορούσε να ψάξει για μια άλλη δουλειά.
Ο Σκρουτζ ήξερε βέβαια πως οι δουλειές σπάνιζαν και
πλήθος ανέργων περιφέρονταν στους δρόμους του Λονδίνου ψάχνοντας τρόπο να
επιζήσουν. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Μπομπ να αφήσει την εργασία του στου Σκρουτζ,
έστω κι αν αυτή ήταν τόσο κακοπληρωμένη. Η πολυμελής οικογένειά του και κυρίως
ο μικρούλης του, ο Τιμ, θα βρισκόταν στο δρόμο σε μια στιγμή.
Όχι, δεν μπορούσε να φύγει. Ήξερε άλλωστε το αφεντικό
του: Ένας σκληρός και άπονος άνθρωπος με παγωμένη καρδιά που δεν ζέσταινε ούτε
τις ημέρες των γιορτών.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός νέος άντρας
μπήκε στο γραφείο. Χαιρέτησε θερμά τον Μπομπ, το γραφείο του οποίου προηγούνταν
καθώς έμπαινες στο γραφείο του Σκρουτζ και τον ρώτησε τι κάνει η οικογένειά
του. Ο Μπομπ αποκρίθηκε όλος χαρά πως είναι όλοι τους καλά. Τον συμπαθούσε τον
νεαρό άντρα. Ήταν ο μοναδικός ανιψιός του αφεντικού του, αλλά - Θεέ μου - ήταν
τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Απ’ τη μια ο γλυκύτατος Φρεντ κι απ’ την άλλη ο
κατσούφης Σκρουτζ.
Εντωμεταξύ ο νεαρός προχώρησε στο γραφείο και βλέποντας
τον θείο του, φώναξε γεμάτος χαρά, παρότι είδε αμέσως τα ξινισμένα μούτρα του
γέρου:
«Καλημέρα, θείε μου. Καλά Χριστούγεννα!»
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρουτζ.
«Θείε μου, μη μουτρώνεις» προσπάθησε να γελάσει ο
νεαρός. «Ήρθα να σε καλέσω να έρθεις να φάμε όλοι μαζί αύριο το μεσημέρι», είπε
ο Φρεντ, ο ανιψιός του.
Ο Σκρουτζ σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε.
«Όλοι; Ποιοι όλοι; Εννοείς… εκείνη τη γυναίκα… που
παντρεύτηκες;»
«Μα και βέβαια, θείε μου. Φυσικά. Σε περιμένουμε και
οι δυο με χαρά».
Ο Σκρουτζ έκανε μια κίνηση αποστροφής.
«Άσε, να λείπει καλύτερα… Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να
καταλάβω πως σε τύλιξε η απένταρη…» είπε μέσα απ’ τα δόντια του.
«Μα αύριο είναι Χριστούγεννα, θείε» ξανάπε ο Φρεντ προσπαθώντας
να αγνοήσει τα λόγια του θείου του.
«Και λοιπόν;» αγρίεψε ο Σκρουτζ. «Εγώ δεν πιστεύω στα
Χριστούγεννα. Τι είναι τα Χριστούγεννα. Μια γιορτή που επινόησαν οι έξυπνοι για
να παίρνουν άκοπα τα χρήματα των ανθρώπων. Μια απατεωνιά είναι τα Χριστούγεννα.
Όχι, όχι. Εμένα δεν θα με πιάσουν κορόιδο. Εγώ είμαι ο Εμπενίζερ Σκρουτζ και
δεν μπορεί να με κοροϊδέψει κανείς. Άντε στο καλό ανιψιέ. Τρέξε στο σπιτάκι σου
να γιορτάσεις τα Χριστούγεννα… με την παρέα σου. Κι αν θέλεις, πίστευε στα
Χριστούγεννα. Εγώ πάντως δεν θα το κάνω ποτέ μου».
Ο καημένος ο Φρεντ έμεινε άφωνος για μια ακόμη χρονιά
απ’ την επίθεση του θείου του. Ήξερε πως ο γέρος ήταν δύστροπος, μα αυτό πια
ξεπερνούσε κάθε όριο. Παρόλα αυτά στράφηκε μειλίχια στο θείο του.
«Όπως θέλεις, θείε μου. Αλλά, αν το μετανιώσεις, το
σπίτι μου ξέρεις που είναι. Η γυναίκα μου κι εγώ θα χαρούμε να είσαι μαζί μας
τα Χριστούγεννα» είπε και έκανε μεταβολή πριν ξεσπάσει εκ νέου ο θείος του.
Ευχήθηκε «καλά Χριστούγεννα» στον Μπομπ Κράτσιτ και έφυγε χαρούμενος και
γελαστός.
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν ξανά την πόρτα. Ο Μπομπ έτρεξε
ν’ ανοίξει. Παρουσιάστηκαν τρεις καλοντυμένοι κύριοι, οι οποίοι μπήκαν εξεταστικά
στο χώρο.
«Εδώ είναι η έδρα της εταιρείας Σκρουτζ και Μάρλεϊ;»
ρώτησε ο πρώτος.
«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από
εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρουτζ, χωρίς να μετακινηθεί απ’ τη θέση
του.
«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος. «Να υποθέσω
ότι είστε ο κύριος Σκρουτζ;»
Ο Σκρουτζ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
«Εκπροσωπούμε την ‘’Επιτροπή βοήθειας των ασθενέστερων οικονομικά συμπολιτών μας’’, κύριε Σκρουτζ. Με ευκαιρία τα Χριστούγεννα κάνουμε χρηματικό έρανο για τους πιο φτωχούς απ’ τους συμπολίτες μας. Αύριο, που ξημερώνει μέρα χαράς για όλον τον κόσμο, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι που υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Κι οι άνθρωποι αυτοί είναι δίπλα μας. Τους βλέπουμε καθημερινά. Δεν θα ήταν, πιστεύουμε, σωστό να τους αγνοήσουμε, να κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε. Για το λόγο αυτό απευθυνόμαστε στους πιο εύπορους ανθρώπους της πόλης μας. Κάπως έτσι φτάσαμε και σε σας. Θα θέλατε να μας ανακοινώσετε το ποσό της συνδρομής σας, αγαπητέ κύριε;» ρώτησε ο τρίτος.
Ο γέρο - σπαγκοραμμένος όμως δεν είχε σκοπό να ξοδέψει
ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και δεν έδινε δεκάρα για το
ότι ήταν Χριστούγεννα. Επίσης πίστευε πως όλοι αυτοί που ήταν πάμφτωχοι
βρισκόταν σ’ αυτή την μοίρα εξαιτίας της τεμπελιάς τους και της ανικανότητάς
τους. Απάντησε λοιπόν αρνητικά στους επισκέπτες του και ήταν τόσο σκαιός
που οι τρεις κύριοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο ή να
προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν.
Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρουτζ
φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη
σειρά του, ο Μπομπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.
«Υποθέτω ότι δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο», του είπε
ο Σκρουτζ με φανερή δυσφορία.
Ο Μπομπ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Α-α-αν δεν σας πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκρουτζ»,
τραύλιζε ο καημένος ο Μπομπ.
«Το ξέρεις καλά ότι δεν μου αρέσει να πληρώνω εργασία
που δεν μου παρέχεται», τον διέκοψε οργισμένος ο Σκρουτζ. «Δεν μπορώ να
καταλάβω τι τρέλα σας έχει πιάσει όλους με τα Χριστούγεννα. Μα δεν το βλέπετε
ότι είναι μια καθαρά εμπορική γιορτή; Ότι είναι μια εφεύρεση για να σας
παίρνουν τα χρήματα απ’ το πορτοφόλι σας; Τόσο τυφλοί είστε πια;»
«Μια μέρα το χρόνο είναι μόνο, κύριε Σκρουτζ» ψέλλισε
ο Μπομπ.
«Μια μέρα… Βέβαια… Σιγά το πράγμα δηλαδή… Σαν να λέμε
τίποτε… Ας μη σε πληρώσω όμως κι εγώ μια μέρα και τότε θα ιδείς την αξία της…»
φώναξε οργισμένος ο Σκρουτζ.
Βλέποντας όμως τον Μπομπ να είναι έτοιμος να
σωριαστεί, πήρε να γαληνεύει. Τράβηξε κατά την πόρτα.
«Πάντως, μεθαύριο θα πιάσεις από νωρίς δουλειά! Και
κοίτα να κλείσεις καλά απόψε» είπε και βγήκε στο χιονισμένο δρόμο.
«Μα-μα-μάλιστα, κύριε Σκρουτζ. Μάλιστα. Μείνετε
ήσυχος. Μεθαύριο, θα είμαι στην ώρα μου» φώναξε καταχαρούμενος ξωπίσω του ο
Μπομπ και πήρε να ετοιμάζεται για το σπίτι του.
Βγαίνοντας ευχαριστημένος απ’ το γραφείο του είδε στη
γωνιά του δρόμου τον μικρούλη γιο του, τον Τιμ, να τον περιμένει ακουμπισμένος
στην πατερίτσα του. Το καημένο το παιδί ήταν τόσο μικροκαμωμένο και η όψη του
δεν ήταν όψη ενός υγιούς παιδιού. Τα λεπτά του ποδαράκια κατέληγαν σε κάτι
παλιά παπούτσια, σίγουρα κληρονομιά απ’ τα μεγαλύτερα αδέρφια του, ενώ το
παντελόνι και το σακάκι του ήταν γεμάτα μπαλώματα. Ο Μπομπ έτρεξε πάνω του, τον
αγκάλισε και τον φίλησε, μαλώνοντάς τον που είχε πάει μια τέτοια νύχτα με τόσο
χιόνι να τον περιμένει. Ήξερε όμως πως δεν μπορούσε να του χαλάσει και χατίρι.
Τον φορτώθηκε λοιπόν στην πλάτη και μαζί ξεκίνησαν για την πλατεία, προκειμένου
να χαζέψουν για λίγη ώρα, πριν γυρίσουν στο σπίτι τους, τα παιδάκια που
διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στην παγωμένη πλατεία.
Ο Σκρουτζ πάλι, αδιαφορώντας για τη γιορταστική
ατμόσφαιρα, έφαγε, όπως συνήθως, μόνος του σε μια γειτονική ταβέρνα.
Έπειτα, τράβηξε για το σπίτι του. Το κτίριο όπου έμενε
βρισκόταν στην άκρη ενός στενού και σκοτεινού δρόμου. Το παλιό και φθαρμένο
διαμέρισμα ανήκε κάποτε στο συνέταιρό του, τον Τζακ Μάρλεϊ.
Ο Σκρουτζ έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει την
εξώπορτα. Το ρόπτρο της πόρτας, αν και μεγάλο, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερα
όμορφο πάνω του. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά έμοιαζε λουσμένο σ’ ένα απόκοσμο φως.
Ο Σκρουτζ, παραξενεμένος, έσκυψε να το εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε πάνω
του το πρόσωπο του νεκρού συνεταίρου του, του Μάρλεϊ, να τον κοιτάζει! Την
επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ο Σκρουτζ μπήκε
στο διαμέρισμα, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και προχώρησε στη σάλα.
Στη συνέχεια, έβγαλε το παλτό του, φόρεσε τις
παντόφλες του και κάθισε μπροστά στο τζάκι.
Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ’ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Τα βαριά βήματα πλησίαζαν. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά και, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρουτζ, που είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ’ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Τα βαριά βήματα πλησίαζαν. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά και, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρουτζ, που είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
«Ποι-Ποιος είσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιος ήμουν να ρωτάς!» τον διόρθωσε το φάντασμα
μιλώντας με απόκοσμη φωνή. «Δεν με γνώρισες λοιπόν, Εμπενίζερ; Κάποτε ήμουν ο Τζακ
Μάρλεϊ, ο συνέταιρός σου. Δε με θυμάσαι; Με ξέχασες Εμπενίζερ;».
Το φάντασμα του Μάρλεϊ προχώρησε και κάθισε στην
αγαπημένη του πολυθρόνα, απέναντι ακριβώς απ’ τον παλιό του συνέταιρο. Ο Σκρουτζ,
που κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά:
«Και-και τι θέλεις εδώ, Τζακ; Πες μου».
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω, Σκρουτζ. Να σε προειδοποιήσω
δυστυχισμένε…»
«Να με προειδοποιήσεις; Για ποιο πράγμα; Μίλα καθαρά»
είπε με νέο θάρρος ο Σκρουτζ.
«Ναι, δυστυχισμένε. Να σε προειδοποιήσω. Βλέπεις αυτές
τις αλυσίδες;» τον ρώτησε το φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους αντιπροσωπεύει και μία
άσχημη κουβέντα της ζωής μου. Και τούτα τα βαριά χρηματοκιβώτια που σέρνω μαζί
μου, αιώνια καταδίκη μου, δεν είναι άλλα απ’ τα πλούτη που συγκέντρωσα σ’ όλη
μου τη ζωή και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Όλα αυτά θέλω να τα σκεφτείς σοβαρά
και να δεις και τη δική σου ζωή αλλιώς, Σκρουτζ!».
Το φάντασμα σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε:
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω, Εμπενίζερ. Έχεις ακόμη μια
ευκαιρία να γλιτώσεις απ’ τη δική μου μοίρα. Μα πρέπει ν’ αλλάξεις. Ν’ αλλάξεις
εντελώς».
«Σε ήξερα για πιο γνωστικό, Τζακ, όσο ζούσες. Τι είναι
αυτά που λες;» ρώτησε καχύποπτα ο Σκρουτζ.
«Η αλήθεια, δυστυχισμένε. Η αλήθεια» είπε το φάντασμα
αγριεύοντας. Άκου! Θα σε επισκεφτούν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί
απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Το δεύτερο αύριο, την ίδια ώρα. Και το τρίτο,
το πιο απρόβλεπτο, μεθαύριο, ίσως μόλις χτυπήσει το ρολόι δώδεκα, ίσως άλλη
ώρα. Όποτε το αποφασίσει αυτό. Πρέπει να τα ακούσεις Εμπενίζερ. Πρέπει ν’
αλλάξεις! Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα. Αν δεν τ’ ακούσεις, οι δικές σου
αλυσίδες δεν θα σηκώνονται, Σκρουτζ! Και τώρα αντίο για πάντα».
Και με τα λόγια αυτά ο Μάρλεϊ έφυγε για να συναντήσει τα άλλα φαντάσματα πού περιπλανιούνται ασταμάτητα στις ομίχλες της αιωνιότητας. Εξαντλημένος και τρομοκρατημένος ο Σκρουτζ, έπεσε χωρίς να γδυθεί στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε αμέσως.
Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος
Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρουτζ. Νόμισε πως
το ρολόι είχε σταματήσει, καθώς θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δύο. Τότε
το μεγάλο ρολόι του πύργου στην πλατεία χτύπησε μία ακριβώς.
Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα.
Ο Σκρουτζ ανασηκώθηκε έντρομος και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία.
Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της
ήταν ολόλευκα, όπως ενός γέρου. Απ’ τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό
της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.
«Μη φοβάσαι, Σκρουτζ», του είπε η οπτασία. «Είμαι το
Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».
Ο Σκρουτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον
ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Και πράγματι πέταξαν.
Πέταξαν ψηλά, με ταχύτητα κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη,
η οποία ήταν σκεπασμένη με άφθονο χιόνι.
«Μα, εδώ είναι η πόλη που πέρασα τα παιδικά μου
χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρουτζ.
«Ε, τότε, μήπως ξέρεις και το δρόμο για να έρθεις εδώ;»
τον ρώτησε το Πνεύμα.
«Είμαι σίγουρος πως θα μπορούσα να τον βρω ακόμα και με
κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.
«Κι όμως, Σκρουτζ, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη
και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.
Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας
φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ’ αλογάκια τους. Ο Σκρουτζ
τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του
απάντησε, ούτε φάνηκε να τον προσέχει!
«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δεν μπορούν
να μας δουν».
Ακόμα και έτσι ο Σκρουτζ χάρηκε πολύ πού ξαναείδε
φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι’
αυτόν. Σε λίγο, οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν σ’ ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ’ ένα
μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές από θρανία.
Ήταν ένα σχολείο με οικότροφους μαθητές, πού σπούδαζαν μακριά από τις
οικογένειές τους.
Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και
διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου που διάβαζε το παιδί πρόβαλαν
εμπρός στο παιδί. Ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών
Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί. Στην αρχή ο Σκρουτζ
ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως,
κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, που καθόταν εκεί μόνο του, με μοναδική παρέα τα
βιβλία, ήταν ο ίδιος ο Σκρουτζ. Μια αστραπή φώτισε το μυαλό του και
ενθυμούμενος τη νιότη του κι εκείνα τα δύσκολα γι’ αυτόν χρόνια κάθισε σ’ ένα
θρανίο και έκλαψε πικρά.
«Ήταν Χριστούγεννα» είπε μέσα σε λυγμούς και ήμουν
μόνος μου.
«Πού ήταν οι άλλοι μαθητές;» ρώτησε το Πνεύμα. «Γιατί
δεν μπορεί να ήσουν ο μοναδικός μαθητής στο σχολείο» συμπλήρωσε.
Ο Σκρουτζ σήκωσε κουρασμένα το κεφάλι.
«Πράγματι, δεν ήμουν ο μοναδικός μαθητής. Μα ήμουν ο
μοναδικός που δεν έφευγε τα Χριστούγεννα, όταν οι άλλοι πήγαιναν στα σπίτια
τους, γιατί δεν είχα πού να πάω. Κι έτσι έμενα με συντροφιά μου τους ήρωες των
βιβλίων μου… Τον Αλή Μπαμπά και τον Ροβινσώνα με τον παπαγάλο του» ξανάπε
σκεφτικός.
«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα»,
του πρότεινε το Πνεύμα.
Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι
έγινε έφηβος. Ο Σκρουτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι
μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.
Ξαφνικά, η πόρτα του σχολείου άνοιξε. Μια νέα και
όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Όρμησε πάνω στον Σκρουτζ και τον
αγκάλιασε.
«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε
στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».
«Στο σπίτι, Φαντ;» ρώτησε δύσπιστα ο νεαρός Σκρουτζ.
«Ναι, Εμπενίζερ, στο σπίτι. Ζήτησα από τον πατέρα να σ’
αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι μας και συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς
εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Αυτή ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος», σχολίασε το
Πνεύμα. «Γλυκιά, με χρυσή καρδιά. Και σ’ αγαπούσε αληθινά!»
«Η καλή μου, η Φαντ», είπε ο Σκρουτζ και τα μάτια του
ήταν έτοιμα να δακρύσουν. «Πράγματι, μ’ αγαπούσε πολύ».
«Μα, νομίζω, ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!» ξανάπε
το Πνεύμα.
«Ήταν πολύ άτυχη» σχολίασε ο Σκρουτζ. «Κι εγώ μαζί
της» μονολόγησε.
«Άφησε όμως ένα γιο, αν δεν κάνω λάθος» είπε πάλι το
Πνεύμα. «Της μοιάζει πολύ και είναι καλός άνθρωπος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε το
Πνεύμα.
«Ναι…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρουτζ. «Ναι…»
Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους
δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το
Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ’ ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρουτζ αν το
αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε:
«Εδώ πρωτοεργάστηκα ως μαθητευόμενος!»
Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο
γραφείο.
«Διάβολε! Αυτός είναι ο γέρο - Φέζιβικ! Ο γέρο - Φέζιβικ
αναστημένος!» φώναξε μ’ ενθουσιασμό ο Σκρουτζ.
Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρουτζ κι ένας άλλος
μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.
«Αρκετά, νεαροί μου… Αρκετά» φώναξε ο Φέζιβικ. «Είναι
παραμονή Χριστουγέννων. Μαζέψτε τα όλα για να ετοιμάσουμε τη γιορτή!».
Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη
φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρουτζ ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά
και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε
οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.
Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα
καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πια αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν
οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους
ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών
μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος. Ο
γέρο-Σκρουτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε
τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή.
Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρουτζ άκουσαν τους
μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο -
Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή που τους ετοίμασε.
«Και του κόστισε μόνο τρεις ή τέσσερις λίρες»,
σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο πού άξιζε τον κόπο!»
«Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρουτζ.
«Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν
καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!»
Ξαφνικά ο Σκρουτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.
«Τι σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε
κάτι που σε τάραξε;».
«Όχι, τίποτα… Να, θα ήθελα μόνο να έχω πει κάτι στον
κλητήρα μου, τον Μπομπ Κράτσιτ».
Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρουτζ ήταν πλέον ώριμος
άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι τους. Η καημένη, έκλαιγε βουβά.
Γύρισε και είπε στον Σκρουτζ:
«Εμπενίζερ, άλλαξες πολύ. Κάποτε ήμασταν φτωχοί, αλλά τόσο
ευτυχισμένοι! Τώρα πια σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!»
«Μα, καλή μου, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε»,
διαμαρτυρήθηκε ο Σκρουτζ.
«Δε άλλαξε; Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες,
Εμπενίζερ. Δεν μπορώ πια να σε παντρευτώ. Είσαι ένας άλλος άνθρωπος. Σου
εύχομαι όμως κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία που διάλεξες».
Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο Σκρουτζ
δεν προσπάθησε να τη σταματήσει.
«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρουτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις.
Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν αντέχω άλλο τις δυσάρεστες αναμνήσεις».
Μα το πνεύμα δεν μίλησε. Και μέσα σε μία στιγμή
πέρασαν χρόνια. Είδαν ξανά τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη έχοντας
αγκαλιά την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε αυτή η μικρή να
είναι το παιδί του Σκρουτζ. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας νέος άντρας μπήκε
στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός
στο αναμμένο τζάκι.
«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γέρο-Σκρουτζ με φωνή
σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, που μέσα στην ολοφώτεινη
ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία
του Πνεύματος άρχισε ν’ απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι πού
εξαφανίστηκε τελείως.
Ο Σκρουτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του
βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις που πρόλαβε να ξαπλώσει στο
κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.
Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος
Όταν ξύπνησε ο Σκρουτζ, το ρολόι του πύργου χτυπούσε μία.
Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ’ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και
πήγε να δει τι συμβαίνει. Η σάλα του σπιτιού είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα
ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μία
ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά: γαλοπούλες,
χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια, ενώ πάνω στην κορυφή τους καθόταν χαμογελαστός
ένας γίγαντας μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.
«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του
φώναξε φιλικά. «Έλα!» Ο Σκρουτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ’ ένα μακρύ
λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από
λιόπρινο.
«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρουτζ. «Πήρα
ήδη μερικά μαθήματα απ’ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα
δικά σου».
«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου»,
απάντησε ο γίγαντας.
Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα
εξαφανίστηκαν. Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπομπ Κράτσιτ
και κοίταξαν από το παράθυρο. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν
παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και
κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.
«Μυρίσαμε χήνα ψητή! Τι ωραία! Μοσχοβολά απ’ το
δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό.
Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του
κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τιμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. Το
παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.
Κάθισαν όλοι μαζί χαρούμενοι στο γιορτινό τραπέζι. Η χήνα
όμως ήταν τόσο μικρή! Ο Σκρουτζ στράφηκε στο Πνεύμα.
«Η χήνα είναι πολύ μικρή για να φτάσει για τόσα άτομα.
Πώς θα τους φτάσει; Γιατί δεν αγόραζαν μια μεγαλύτερη;» ρώτησε όλο απορία.
«Ο μισθός που δίνεις στον Μπομπ Κράτσιτ δεν είναι αρκετός για μεγαλύτερη χήνα» είπε αυστηρά το Πνεύμα. «Γιατί δεν βλέπεις τα ρούχα τους; Γιατί δεν βλέπεις τα παπούτσια τους; Γιατί δεν βλέπεις τον μικρό Τιμ;» είπε πιο αγριεμένα τώρα το Πνεύμα.
Ο Σκρουτζ κοίταξε με ενδιαφέρον όλα όσα του είπε το
Πνεύμα. Πράγματι, τα ρούχα και τα παπούτσια της οικογένειας ήταν πολύ φτωχικά,
μπαλωμένα σε πολλές μεριές, αλλά πεντακάθαρα. Πάντως η όλη σκηνή ήταν πολύ χαρούμενη.
Η χήνα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά, ώστε να φτάσει για όλους. Οι δυο γονείς
πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τιμ κι ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό προσωπάκι
του μικρού.
«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρουτζ, «ο
μικρός Τιμ θα… ζήσει ακόμη για πολύ;».
«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις
μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τι σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο
σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;»
Ο Σκρουτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει
πολλές φορές αυτή τη φράση και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.
«Ο θείος Σκρουτζ μάς θεωρεί τρελούς που γιορτάζουμε τα
Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», έλεγε ο Φρεντ.
«Τι απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του
υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια, μιας και συμφωνούσαν απόλυτα
μαζί της. Κανένας δεν συμπαθούσε τον γέρο-τσιγγούνη και ήταν έτοιμοι να χύσουν
χολή εναντίον του. Αλλά ο Φρεντ πρόσθεσε πικραμένος:
«Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά που ο θείος έχασε μια
ευκαιρία να χαρεί κι αυτός. Και τώρα, παρ’ όλο που δε βρίσκεται μαζί μας, θα
ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου».
Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του
θείου του.
Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρουτζ.
Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρουτζ, που τόσο του
άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε
να τον δει ή να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το
γλεντάει μαζί του. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν.
«Ας βιαστούμε. Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη
ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.
Και οδήγησε τον Σκρουτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν
μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι
ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρουτζ είδε
δυστυχισμένους ανθρώπους που, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον,
προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια πού ζητιάνευαν
φαγητό απ’ τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
«Τι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» είπε γεμάτος
περιέργεια ο Σκρουτζ. «Τι κάνουν εδώ; Και τα παιδιά;»
«Αναρωτιέσαι γιατί δεν είναι σε κάποιο ίδρυμα ή γιατί
δεν υπάρχει κρατική μέριμνα, ε;» ρώτησε αυστηρά το Πνεύμα. «Άλλωστε εσύ
πληρώνεις τακτικά τους φόρους σου» είπε σαρκαστικά κοιτάζοντας τον Σκρουτζ, ο
οποίος ενθυμούμενος ότι αυτό ήταν ένα από τα πλέον ισχυρά επιχειρήματά του
κατέβασε το κεφάλι του.
Ο Σκρουτζ παρακολούθησε ώρα το άσχημο θέαμα και στο
τέλος, τρομοκρατημένος απ’ την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα.
Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί κι ο ίδιος είχε απομείνει στη γειτονιά των
ζητιάνων, μέσα στο κρύο και το χιόνι.
Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος
Είχε αρχίσει να τουρτουρίζει και να φοβάται για τη ζωή
του, όταν ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς το
μέρος του. Ο Σκρουτζ παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη
κάπα και μία κουκούλα που του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ο Σκρουτζ παραλίγο να
λιποθυμήσει από τον τρόμο του.
«Θα πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του
Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τι μου επιφυλάσσει άραγε το μέλλον; Ξέρεις… ίσως ν’
αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω».
Παρά τα γενναία του λόγια, ο Σκρουτζ φοβόταν τόσο πολύ
αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει
βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά τον Σκρουτζ μέχρι να
συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και ο Σκρουτζ το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε
η κάπα του Πνεύματος, που τον παρέσυρε στο άγνωστο.
Υπήρχε κοσμοσυρροή και οχλαγωγία στο χρηματιστήριο. Το
Πνεύμα με τον Σκρουτζ βρέθηκαν ανάμεσα στους χρηματιστές και στους εμπόρους.
«Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος.
«Χθες βράδυ, νομίζω», απάντησε ένας άλλος.
«Δεν πιστεύω να πάτησε κανείς στην κηδεία του»,
σχολίασε ένας τρίτος.
«Επιτέλους ξεκουμπίστηκε… Τον σιχαίνονταν όλοι!» είπε
με φανερή την αποστροφή του ένας τέταρτος.
Ο Σκρουτζ ένιωσε οίκτο γι’ αυτόν που μιλούσαν. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο να τον έφερε το Πνεύμα σε τούτο το μέρος. Έπειτα αναγνώρισε κάποιον άλλο χρηματιστή στη συνηθισμένη του θέση. Μάταια όμως έψαξε να βρει και τον εαυτό του.
«Ίσως», σκέφτηκε, «ο Σκρουτζ του μέλλοντος θα
παρατήσει τις συναλλαγές και θα στραφεί προς άλλες δραστηριότητες…».
Γύρισε να ρωτήσει το Πνεύμα. Αλλά εκείνο εξακολουθούσε
να σωπαίνει. Σήκωσε μόνο το χέρι και έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς κάποια
κατεύθυνση. Ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο γέροντας ένιωσε να
διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του κρύος ιδρώτας.
Έφτασαν σε μία κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο Σκρουτζ
δεν είχε ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του εκεί. Στην άκρη ενός βρώμικου στενού
βρισκόταν ένα άθλιο καταγώγιο, μια φωλιά λωποδυτών!
«Καλά πού κάναμε και τα αρπάξαμε», κακάρισε η μία
γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τα πράγματά
του», πρόσθεσε ο άντρας.
«Α, το γέρο - τσιγκούνη», έβρισε η άλλη γυναίκα. «Αν
ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν δίπλα του την ώρα που πέθαινε».
«Τώρα όμως πέθανε ολομόναχος, όπως του άξιζε» είπε ο
άντρας. «Καλύτερα έτσι, γιατί καταφέραμε κι εμείς να έχουμε το κατιτί μας».
«Κοιτάξτε εδώ» είπε πάλι η πρώτη γυναίκα. «Τούτα εδώ
τα ασημένια κουταλοπίρουνα δεν χρειάζονται πια στο γέρο μασκαρά. Εμάς όμως θα
μας βολέψουν μια χαρά. Πόσο λέτε να πιάνουν;»
Ο άντρας σφύριξε θαυμάζοντας.
«Μα είναι ατόφιο ασήμι. Θαρρώ κάναμε την καλή μας. Τι
άλλο έχουμε;»
Ο Σκρουτζ παρακολουθούσε αηδιασμένος την κουβέντα
τους.
«Τα κουταλοπίρουνα είναι ίδια με τα δικά μου. Κι εγώ
τα είχα πληρώσει μια περιουσία. Ήθελα να ‘ξερα ποιος φουκαράς τα κλαίει» είπε
αγανακτισμένος. «Πνεύμα», φώναξε αμέσως μετά. «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ,
από αυτό το απαίσιο μέρος».
Αλλά η σιωπή του Πνεύματος του πάγωσε το αίμα.
«Πνεύμα», κλαψούρισε ο Σκρουτζ, «βοήθησέ με να ξεχάσω
τούτη τη θλιβερή σκηνή. Πήγαινέ με σ’ ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μιλούν
ευγενικά για τους νεκρούς… Πήγαινέ με σε ένα μέρος όπου κυριαρχεί η αγάπη κι η
συμπόνια».
Το Πνεύμα τον οδήγησε τότε σε δρόμους γνωστούς, και
τελικά έφτασαν πίσω στο σπίτι του Μπομπ Κράτσιτ. Η γυναίκα και τα παιδιά του
ήσαν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Όμως το φτωχικό δωμάτιο ήταν παράξενα
σιωπηλό.
«Δε θα αργήσει ο πατέρας σας», είπε η κυρία Κράτσιτ, προσπαθώντας
να κρύψει τα δάκρυά της.
«Έχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», είπε κάποιο από
τα παιδιά. «Τούτες τις μέρες μου φαίνεται πως βαδίζει πιο αργά».
«Αχ!» αναστέναξε ένα άλλο. «Όταν κουβαλούσε τον Τιμ στους
ώμους ερχόταν τρεχάτος στο σπίτι. Μα τώρα…».
Εκείνη τη στιγμή ο Μπομπ Κράτσιτ μπήκε στο σπίτι. Είχε τα μάτια κατακόκκινα σαν να είχε κλάψει. Χαιρέτησε όμως τρυφερά ένα - ένα τα παιδιά του.
«Άργησες λίγο» παρατήρησε σκεφτική η γυναίκα του.
«Άργησα» είπε συνεσταλμένα κι ο άντρας. «Μα όχι πολύ.
Ίσα ίσα που πέρασα απ’ το νεκροταφείο ν’ αφήσω ένα λουλουδάκι στον μικρούλη
μας. Παιδιά μου, θέλω μια υπόσχεση από εσάς. Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το
μικρούλη μας τον Τιμ, έτσι; Η ανάμνηση του της υπομονής και της ευγενείας του
θα μας κρατήσει για πάντα ενωμένους!»
«Ναι! Ναι!» φώναξαν τα παιδιά. «Δεν θα τον ξεχάσουμε
ποτέ».
«Ε, τότε, με κάνετε να νιώθω ευτυχισμένος», απάντησε ο
Μπομπ. «Πολύ ευτυχισμένος! Ο μικρός μας ο Τιμ που θα μας βλέπει απ’ τον ουρανό
θα γελάει ευτυχισμένος».
Αγκαλιάστηκαν όλοι. Δάκρυα γέμισαν και τα μάτια του Σκρουτζ.
«Και απ’ τον άλλον έχεις κάποιο νέο;» ρώτησε ξανά η
γυναίκα του. «Πότε θα σου απαντήσει;»
«Δεν ξέρω… Περίεργα πράγματα…» είπε ο Μπομπ. «Η
αστυνομία λέει πως υπήρξε εκτεταμένη κλοπή».
«Τον καημένο» είπε η γυναίκα του. «Μπορεί να ήταν
γέρος και στριμμένος, μα δεν του άξιζε κάτι τέτοιο».
«Η αλήθεια είναι πως ήταν φοβερά τσιγκούνης και πολύ
δύστροπος» είπε πάλι ο Μπομπ. «Δεν σας κρύβω όμως πως εγώ τον συμπαθούσα
αληθινά. Και πάντα πίστευα πως μπορεί ν’ αλλάξει. Κι ο μικρός μας, ο Τιμ, το
ίδιο έλεγε. Και τώρα…»
«Πνεύμα», είπε ο Σκρουτζ, «για ποιον μιλάνε; Σε λίγο
θα χωρίσουμε. Δε θα μου εξηγήσεις το νόημα όλων αυτών; Θα ήθελα να δω και τη
δική μου πορεία στο μέλλον».
Ξαναβγήκαν στο δρόμο και προχωρώντας, βρέθηκαν έξω από
το γραφείο του Σκρουτζ. Το Πνεύμα δεν είχε πρόθεση να σταματήσει. Το μακρύ του
δάχτυλο έδειχνε εμπρός.
«Σε παρακαλώ, άφησε με μία στιγμή να δω πώς θα είμαι
στο μέλλον», ικέτευσε ο Σκρουτζ.
Το Πνεύμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ο Σκρουτζ κοίταξε από
το παράθυρο. Αναγνώρισε το γραφείο του, αλλά η επίπλωση δεν ήταν πλέον η δική
του και ο άνθρωπος πού καθόταν στην πολυθρόνα δεν ήταν ο Σκρουτζ!
Το Πνεύμα, αμίλητο πάντα, προχώρησε. Ο Σκρουτζ ακολούθησε τα βήματά του. Μετά από λίγο έφτασαν σε μία καγκελόπορτα. Ο Σκρουτζ γούρλωσε τα μάτια. Ήταν το νεκροταφείο. Το Πνεύμα πήγε και στάθηκε εμπρός από έναν τάφο. Ο Σκρουτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στη χιονισμένη ταφόπλακα στάθηκε διστακτικός.
«Γιατί μ’ έφερες εδώ, Πνεύμα. Ποιος είναι ο νεκρός;»
είπε κατατρομαγμένος πια ο Σκρουτζ.
Αντί απάντησης το Πνεύμα έδειξε με το μακρύ του
δάχτυλο τη χιονισμένη ταφόπλακα. Ο Σκρουτζ προσπάθησε να την αποφύγει μα η
επιμονή του Πνεύματος τον έκανε να καθαρίσει τελικά το χιόνι στην ταφόπλακα και
να διαβάσει χαραγμένο πάνω της το όνομά του: «ΕΜΠΕΝΙΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μα, τότε… τότε στο χρηματιστήριο θα πρέπει να
μιλούσαν για μένα», κλαψούρισε. «Και οι κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, το δικό
μου σπίτι!».
Συνειδητοποιώντας τη φριχτή πραγματικότητα έπεσε στα
γόνατα και ξέσπασε σε λυγμούς.
«Πνεύμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Βοήθησέ με, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Μπορώ… θέλω να την αλλάξω. Τα μαθήματά σας τα κατάλαβα και δεν θα πάνε χαμένα. Θα αλλάξω… Θα γίνω άλλος άνθρωπος. Θα τιμώ τα Χριστούγεννα… Θα βοηθάω όλους τους συνανθρώπους μου… Σε παρακαλώ… Σε ικετεύω… Μπορείς να αλλάξεις το μέλλον μου;».
Πάνω στην αγωνία του ο Σκρουτζ αγκάλιασε το Πνεύμα από
τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια. Το Πνεύμα έγινε ατμός και ο Σκρουτζ έμεινε να
αγκαλιάζει στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του!
Ναι, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι πίσω στην
κρεβατοκάμαρά του. Σαστισμένος στην αρχή, ανακουφισμένος μετά από την αγωνία,
κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη
συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ’ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία. Όλα
ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν
μόνο οι καμπάνες των εκκλησιών, πού χτυπούσαν χαρούμενες σ’ όλη την πόλη.
Το ευτυχισμένο τέλος
Ο Σκρουτζ έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το πρωινό ευχάριστο.
«Ε, νεαρέ. Τι ημέρα είναι σήμερα;», ρώτησε ένα αγόρι
πού περνούσε απ’ έξω.
«Σήμερα;» σάστισε το παιδί. «Μα σήμερα έχουμε
Χριστούγεννα, κύριε!» είπε το παιδί χαρούμενα.
«Χριστούγεννα! Α, μα τότε, δεν τα έχασα», φώναξε ο Σκρουτζ
χαρούμενος. «Τα πνεύματα έκαναν τη δουλειά τους μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Τι;» ρώτησε το παιδί.
«Τίποτε… Τίποτε…» είπε γελώντας ο Σκρουτζ. «Άκου, να
σου πω, αγόρι μου», ξαναείπε στο παιδί. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να τρέξεις στο
χασάπη και να του πεις να μου φέρει τη μεγαλύτερη χήνα του; Την πιο μεγάλη!
Κοίτα, θα σου χαρίσω ένα σελίνι…, ίσως και τρία…, ίσως και μισή λίρα, αν
επιστρέψεις μέσα σε πέντε λεπτά».
Το παιδί δε δίστασε στιγμή. Έτρεξε γρήγορα και
ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα με τον κρεοπώλη, που κουβαλούσε μία τεράστια χήνα.
«Ελπίζω, για το καλό σου, να είπες την αλήθεια, μικρέ,
είπε αγριεμένα στο νεαρό. Ποιος είναι ο κύριος που θέλει να αγοράσει μια τόσο
μεγάλη χήνα;»
«Εγώ» είπε ο Σκρουτζ και βγήκε μπροστά τους. «Εγώ θέλω
να την αγοράσω».
‘’Θα τη στείλω στον Μπομπ Κράτσιτ’’, κρυφογέλασε ο Σκρουτζ,
‘’χωρίς να μάθει ποιος του τη δώρισε’’.
Το πουλί ήταν τόσο βαρύ, ώστε ο Σκρουτζ αναγκάστηκε να
καλέσει ένα αμάξι για να το μεταφέρει ως το σπίτι του κλητήρα του. Ο Σκρουτζ,
χαμογελώντας, πλήρωσε το αγοράκι, τον χασάπη και τον αμαξά. Ένιωθε υπέροχα.
Αμέσως μετά ανέβηκε στο σπίτι του, έκανε το μπάνιο
του, φόρεσε ένα καθαρό κοστούμι και βγήκε περίπατο. Βάδιζε με τα χέρια
σταυρωμένα στη ράχη, παρατηρώντας τους περαστικούς. Όλοι ήταν χαρούμενοι.
Μερικοί του ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!» κι ο Σκρουτζ ανταπέδωσε τις ευχές ομολογώντας
ότι ποτέ δεν είχε ακούσει πιο ευχάριστα λόγια.
Ξαφνικά είδε στο δρόμο έναν από τους δυο κυρίους πού την προηγούμενη ημέρα τον είχαν επισκεφθεί στο γραφείο του, για να του ζητήσουν τη βοήθειά του για τους φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», του φώναξε «καλημέρα. Καλά Χριστούγεννα!
Πώς είστε;»
Έκπληκτος απ’ την τόση διαχυτικότητα ο άνθρωπος
πλησίασε, με σκοπό να μάθει τι τον ήθελε ο γερο - τσιγκούνης. Όταν όμως ο Σκρουτζ
του ψιθύρισε κάτι στο αυτί τραβήχτηκε πίσω και τον κοίταξε κατάπληκτος.
«Μιλάτε σοβαρά, κύριε Σκρουτζ;» φώναξε. «Είναι
απίστευτο… Μα εσείς χτες…»
«Δεν μπορείτε να καταλάβετε ούτε ένα αστειάκι,
αγαπητέ» ρώτησε χαμογελώντας ο Σκρουτζ.
«Μα, φυσικά… φυσικά… είπε χωρίς να έχει ξεπεράσει την
έκπληξή του ο άνθρωπος. Είστε… είστε πολύ γενναιόδωρος!»
«Σας παρακαλώ», απάντησε ο Σκρουτζ. «Κάντε μόνο τον
κόπο να περάσετε μία από αυτές τις μέρες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από το
γραφείο μου. Θα είναι δική μου ευχαρίστηση!»
«Θα περάσουμε… Θα περάσουμε… Και πάλι ευχαριστούμε»
είπε κατάπληκτος ακόμη ο άλλος.
«Καλά Χριστούγεννα!» του ευχήθηκε ο Σκρουτζ και
προχώρησε στο χιονισμένο δρόμο.
Στο τέλος, ο Σκρουτζ κατέληξε εμπρός στο σπίτι του ανιψιού του. Δίστασε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Αλλά μετά πήρε την απόφαση και χτύπησε το κουδούνι. Η υπηρέτρια του άνοιξε την πόρτα.
«Το αφεντικό σου είναι μέσα;» τη ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περάστε. Κάθεται ήδη με τη σύζυγό του
και τους καλεσμένους στο τραπέζι. Θα σας δείξω…».
«Δε χρειάζεται, καλή μου», της απάντησε ο Σκρουτζ.
«Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το σπιτάκι».
Άνοιξε σιγανά την πόρτα της τραπεζαρίας και έχωσε το
κεφάλι μέσα.
«Φρεντ», ρώτησε, «μπορώ να περάσω;».
«Ποιος είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο ανιψιός του Σκρουτζ
γυρνώντας το κεφάλι του.
«Ο θείος σου ο Σκρουτζ», του απάντησε. «Ήρθα για το
χριστουγεννιάτικο τραπέζι που με κάλεσες!».
Ο Φρεντ και η γυναίκα του χάρηκαν πολύ που τελικά ο Σκρουτζ αποφάσισε να τους κάνει την τιμή να φάνε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα. Και η γιορτή εξελίχτηκε θαυμάσια. Το γεύμα ήταν νοστιμότατο. Ακολούθησαν μουσική και χορός. Έπαιξαν διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια και φυσικά παντομίμα. Αλλά το καλύτερο απ’ όλα ήταν εκείνη η ξέφρενη χαρά που πλημμύριζε τον Σκρουτζ.
«Έκανα τόσα λάθη… Τόσα λάθη…» είπε ο Σκρουτζ στον
Φρεντ και τη γυναίκα του. «Ποτέ όμως δεν είναι αργά για να επανορθώσει κανείς».
Ο Φρεντ του έσφιξε καθησυχαστικά το χέρι.
«Είσαι πολύ καλός άνθρωπος, Φρεντ. Σαν τη μητέρα σου… Κι εσύ καλή μου,» είπε στη γυναίκα του ανιψιού του «πέρα από την εκπληκτική ομορφιά σου διακρίνω και έναν πολύ καλό άνθρωπο. Να είστε ευτυχισμένοι! Κι αν χρειαστείτε κάτι, οτιδήποτε, να ξέρετε ότι θα είμαι πάντα δίπλα σας».
Την επομένη, ο Σκρουτζ πήγε πολύ νωρίς στο γραφείο.
Ήθελε να κάνει έκπληξη στον κλητήρα του, πού ήξερε ότι θα αργούσε να φανεί στη
δουλειά. Και πράγματι, ο Μπομπ Κράτσιτ ήρθε λίγο πριν τις δέκα. Κάθισε αθόρυβα
στη θέση του, με την ελπίδα ότι ο Σκρουτζ δε θα έπαιρνε είδηση την καθυστέρησή
του.
«Ααα!» γκρίνιαξε τότε ο Σκρουτζ προσπαθώντας να
μιμηθεί το γνωστό κακότροπο ύφος του. «Τι σημαίνει πάλι αυτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ο Μπομπ Κράτσιτ, «δεν
πρόκειται να ξαναργήσω».
«Και πώς μπορείς να δίνεις τέτοιες υποσχέσεις;» του
είπε μουτρωμένος ο Σκρουτζ. «Α, όχι, δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο αυτή τη
συμπεριφορά».
«Πάντως, για τούτη τη φορά…» συνέχισε ο Σκρουτζ
«νομίζω ότι πρέπει να σου αυξήσω το μισθό σου! Να τον… διπλασιάσω… ας πούμε. Ή
καλύτερα… να το τριπλασιάσω».
Κατάπληκτος ο Μπομπ σκέφτηκε να τρέξει για βοήθεια.
Νόμισε ότι ο εργοδότης του τρελάθηκε ή ότι τον κορόιδευε και θα του ανακοίνωνε
την απόλυσή του.
«Καλά Χριστούγεννα, αγόρι μου», του είπε τότε ήρεμος
και χαμογελαστός ο Σκρουτζ, με τρόπο τόσο ειλικρινή, ώστε τελικά τον έπεισε ότι
τα είχε τετρακόσια. «Και να ξέρεις… Όχι μόνο θα σου κάνω αύξηση, αλλά θα
βοηθήσω και την οικογένειά σου. Πήγαινε, όμως, πρώτα σε παρακαλώ, να αγοράσεις
κι άλλα κάρβουνα, να ζεσταθούμε καλά κι έπειτα καθισμένοι δίπλα στη φωτιά θα
συζητήσουμε όλες τις λεπτομέρειες».
Ο Σκρουτζ κράτησε το λόγο του. Σύντομα ο μικρός Τιμ ξεπέρασε την αρρώστια του, απέκτησε δυνάμεις κι έγινε ένα γελαστό και όμορφο αγόρι, που ο Σκρουτζ το φρόντισε σαν να ήταν δικό του παιδί. Ο πρώην τσιγκούνης έγινε πολύ γενναιόδωρος κι ήταν πάντα ευγενικός με όλους. Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρουτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά:
«Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!».
Ο Σκρουτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη
την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος στη Γη που να γιορτάζει καλύτερα τα
Χριστούγεννα από τον Εμπενίζερ Σκρουτζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου