Η
Κορμίστα (παλιότερη γραφή Κρομμύστα), βρίσκεται στις βορειοδυτικές υπώρειες του
Παγγαίου όρους, κάτω από το μοναστήρι της Παναγιάς της Εικοσιφοίνισσας, σε
υψόμετρο 299 μέτρων και διοικητικά υπάγεται στην Επαρχία Φυλλίδας (πρωτεύουσα η
Νέα Ζίχνη) του Νομού Σερρών και πιο συγκεκριμένα στο δήμο Αμφίπολης. Σύμφωνα με
την απογραφή του 2011 έχει 555 κατοίκους.
Στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κορμίστα ένας σημαντικός
μουσουλμανικός πληθυσμός αποτελούμενος από περίπου 50 οικογένειες. Εξ αιτίας
της εγκατάστασης αυτής οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού προτίμησαν να χτίσουν νέα
σπίτια προς το βουνό, στη θέση «Ραγιά», συνοικία που πήρε το όνομα της από το γεγονός
ότι την κατοικούσαν αποκλειστικά «ραγιάδες», δηλαδή υπόδουλοι χριστιανοί.
Στις
23 Αυγούστου 1507 οι Τούρκοι της Κορμίστας και των άλλων χωριών του βόρειου
Παγγαίου, με τη συνδρομή βασιβουζούκων της Δράμας, επιτέθηκαν στην Εικοσιφοίνισσα
και έσφαξαν τους 172 συνολικά μοναχούς της Μονής, επειδή απέτρεπαν τον
εξισλαμισμό των ραγιάδων.
Με
την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα το χωριό μετατράπηκε σε φυτώριο εκκολαπτόμενων
ανταρτών και κέντρο συγκέντρωσης οπλισμού.
Αν
και στα χωριά του Παγγαίου δεν υπήρχε σλαβόφωνος πληθυσμός, οι κομιτατζήδες
επιχείρησαν να εγκατασταθούν στην περιοχή για να αποσπάσουν από τους
ελληνόφωνους κατοίκους, με τη μέθοδο της τρομοκρατίας, δηλώσεις προσχώρησης στη
Βουλγαρική Εξαρχία. Όμως οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής αντέδρασαν,
καθοδηγούμενοι από τον Δεσπότη της Δράμας.
Μετά
τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, με την οποία τα σύνορα της
Ελλάδας έφτασαν μέχρι το Νέστο, η Κορμίστα επίσημα αποτέλεσε τμήμα της
ελληνικής επικρατείας.
Όταν
όμως στις 26 Μαΐου 1916, ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης
παρέδωσε αμαχητί και «προσωρινά» το Ρούπελ στους Γερμανοβούλγαρους, άρχισε ο
νέος Γολγοθάς της Ανατολικής Μακεδονίας που διήρκεσε μέχρι τον Σεπτέμβριο του
1918.
Οι
Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ως κυρίαρχοι και το πρώτο μέλημα τους
ήταν η καταδίωξη όλων των μακεδονομάχων. Συνέλαβαν τον Ιωάννη Πατέλη και τον
πατέρα του από την Κορμίστα και τους εκτέλεσαν. Παράλληλα επιδόθηκαν και σε ένα
όργιο κλοπής περιουσιών και πολιτιστικών θησαυρών. Αποκορύφωμα υπήρξε η
επιδρομή του κομιτατζή Πανίτσα στην Εικοσιφοίνισσα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα του
1917. Στις 27 Μαρτίου 1917, ο Βούλγαρος κομιτατζής συνοδευόμενος από τον Αυστριακό
αρχαιολόγο Βλαδίμηρο Σις, συνέλαβε και κακοποίησε τους μοναχούς της Εικοσιφοίνισσας,
έκαψε όλα τα ιερά βιβλία της Μονής και τα άμφια των μοναχών και έκλεψε πολύτιμα
αντικείμενα μεγάλης αξίας, από τα οποία ξεχώριζαν δυο εικόνες της Παναγίας, η
μια μαργαριτοποίκιλτη, διακοσμημένη με 35 πολύτιμους λίθους και η άλλη ολόχρυση,
δυο επιτάφιοι και κυρίως το «εκ μεμβράνης επίχρυσον Ευαγγέλιον μετ’ εικόνων
έσωθεν και έξωθεν Ιωάννου του Κατακουζηνού του έτους 1354, βάρους 9 οκάδων»,
καθώς και ένα Ευαγγέλιο αρχαίων χαρακτήρων, το οποίο ήταν παμπάλαιο. Τα
κλοπιμαία τα φόρτωσε σε 18 μουλάρια και τα μετέφερε στη Δράμα και από εκεί στη
Βουλγαρία.
Μετά
την ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, με τα άρθρα 125 και 126 της συνθήκης του
Νειγύ, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να επιστρέψει όλα ανεξαιρέτως τα κλοπιμαία της
Εικοσιφοίνισσας, όπως και τα κλοπιμαία από άλλες Ιερές Μονές της περιοχής, που
ανέρχονταν συνολικά σε 430. Οι Βούλγαροι όμως επέστρεψαν μόνο τα 259 απ’ αυτά, κατακρατώντας
τα υπόλοιπα, που ήταν και τα πολυτιμότερα. Μεταξύ αυτών και το Ευαγγέλιο του
Κατακουζηνού.
Αλλά
και στη σχέση τους με τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής οι Βούλγαροι φέρθηκαν
πολύ βίαια και κατά παράβαση του ισχύοντος διεθνές δικαίου. Στην περιοχή απαγορεύτηκε
ο ελληνικός τύπος, ακόμη και η ακρόαση ξένων ραδιοφωνικών σταθμών, οι ελληνικές
επιγραφές αντικαταστάθηκαν από βουλγάρικες, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία,
επιβλήθηκε ως νόμισμα της περιοχής το βουλγάρικο λέβα και έγινε προσπάθεια να
ενταχθεί η οικονομία της περιοχής στη βουλγαρική εθνική οικονομία. Τέλος η εκκλησία
εντάχθηκε κι αυτή στα πλαίσια της βουλγάρικης εκκλησιαστικής οργάνωσης.
|
Από το μουσειακό χώρο που είναι αφιερωμένο
στο Ολοκαύτωμα
|
Παράλληλα
οι Βούλγαροι επιστράτευσαν όλον τον ενεργό ανδρικό πληθυσμό της περιοχής και
τον κατέταξαν σε «τάγματα εργασίας» που έδρευαν στη Βουλγαρία. Στην περιοχή του
Παγγαίου τα τάγματα αυτά ονομάστηκαν «ντουρντουβάκια», κατά ελληνοποιημένη
παραφθορά της βουλγαρικής λέξης «τρούντοβ βοϊνίκ», που σημαίνει στρατιώτης
αγγαρείας.
Μαζί
με τους νέους από τα γειτονικά χωριά της περιοχής επιστρατεύτηκαν και οι νέοι
άντρες της Κορμίστας και στάλθηκαν στα έλη της Δοβρουτσάς, όπου η
καταναγκαστική εργασία, το υγρό κλίμα, ο συστηματικός υποσιτισμός (100 δράμια
ψωμί ημερησίως κατ’ άτομο), η βρωμιά, οι ψείρες, η επιδημία εξανθηματικού τύφου
και οι ελώδεις πυρετοί τους αποδεκάτισαν. Σχεδόν τα 2/3 των «ντουρντουβακιών»
άφησαν τα κόκαλα τους εκεί, ενώ όσοι επέστρεψαν είχαν μόνιμα προβλήματα υγείας
μέχρι το θάνατο τους.
Όλος
ο εναπομείνας πληθυσμός επιστρατεύτηκε για να στρώσει με χαλίκι το χωματόδρομο
«Τσάγεζι – Κούροβο». Παράλληλα οι βουλγαρικές αρχές επιδόθηκαν σε ολοσχερείς
κατασχέσεις της παραγωγής δημητριακών με αποτέλεσμα την πρόκληση λιμού στον
πληθυσμό. Τότε πέθαναν από ασιτία πολλοί, ηλικιωμένοι κυρίως, κάτοικοι της
Κορμίστας, οι οποίοι αναγκάστηκαν να τρώνε χελώνες και «ψωμί» από σπόρο
φουρκαλιάς, που τους προκαλούσε γαστρορραγίες.
Μετά
την ήττα και τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1918, τα
στρατεύματά της εγκατέλειψαν την Ανατολική Μακεδονία, η οποία απελευθερώθηκε
από το Α’ Σώμα Στρατού.
Μετά
την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Κορμίστα προσφυγικός πληθυσμός
(περίπου 30 οικογένειες τουρκόφωνων μικρασιατών από τη Βιθυνία και άλλες τόσες
οικογένειες ελληνοφώνων προσφύγων από τη Στράντζα της Ανατολικής Θράκης).
|
Από το μουσειακό χώρο που είναι αφιερωμένο
στο Ολοκαύτωμα
|
Στον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την ήττα της Ελλάδας από τους Γερμανούς και τη
συνθηκολόγηση, η περιοχή παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς στους Βούλγαρους, ως «δώρο»
του Χίτλερ στον Βούλγαρο τσάρο Bόρις, για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει ο
τελευταίος στην κατάληψη από τις στρατιές του Γ’ Ράιχ, της Ελλάδας και της
Γιουγκοσλαβίας.
Κατά
τη βουλγαρική κατοχή και μετά την εκδήλωση του, λεγομένου «κινήματος της
Δράμας», η Κορμίστα
χαρακτηρίσθηκε ως «χωριό επαναστατικό», γιατί βρέθηκε στο δρόμο των ανταρτών,
που προσπαθούσαν να καταφύγουν στην Εικοσιφοίνισσα, καταδιωκόμενοι από τα
βουλγαρικά στρατεύματα.
Καθοδηγητικό
ρόλο στην εξέγερση έπαιξε το Μακεδονικό Γραφείο που για ένα διάστημα είχε έδρα
στις Σέρρες. Τα στελέχη του, ο Παρασκευάς Δράκος (Μπάρμπας), ο Απόστολος Tζανής
(Κωστάκης), ο Μωυσής Πασχαλίδης (Γρηγόρης), οι Λάμπρος και Αραμπατζής Μαζαράκης
και ο υπεύθυνος ο Παντελής Χαμαλίδης θυσίασαν τη ζωή τους, καθώς επίσης και
ορισμένοι από τους οργανωτές της εξέγερσης, όπως ο Μιχάλης Γεωργιάδης
(γέρο-Σπάρτακος), Χρήστος Καλαϊτζίδης ή Καγιάς, Ηλίας Καραγιαννίδης, Αργύρης
Κρόκος, Θόδωρος Μαυρομάτης (Δράκος), Χαράλαμπος Νικολαΐδης, οι Πέτρος και
Γιάννης Παστουρματζής, Βαγγέλης Παπαχρήστου και άλλοι πολλοί.
Το
πρωί της 1ης Οκτωβρίου 1941, βουλγαρικό απόσπασμα προερχόμενο από τη Δράμα,
αφού συγκέντρωσε με δόλο κατοίκους του χωριού, διαχώρισε τους άνδρες από τα
γυναικόπαιδα και, κρατώντας τα τελευταία σε κατάσταση ομηρίας (για να
εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των ανδρών), οδήγησε 125 περίπου άνδρες στο
υπόγειο του Κοινοτικού Καταστήματος, όπου επιχείρησε με πολυβολισμούς και
χειροβομβίδες να τους εκτελέσει. Οι άνδρες αντιστάθηκαν, έριξαν χειροβομβίδα σε
ένα πολυβόλο και από τη σύγχυση που προκλήθηκε, μερικοί κατόρθωσαν να
διαφύγουν. Δυστυχώς οι άνδρες αυτοί ήταν λίγοι, καθώς οι Βούλγαροι συνήλθαν
γρήγορα από τον αρχικό αιφνιδιασμό και αποτελείωσαν το έργο τους, δολοφονώντας
91 άτομα από ηλικίας 16 έως 70 ετών. Ο μέσος όρος ηλικίας των εκτελεσθέντων
είναι 36 ετών.
|
Από το μουσειακό χώρο που είναι αφιερωμένο
στο Ολοκαύτωμα
|
Τις
επόμενες δυο ημέρες, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έκανε στο Παγγαίο
δύναμη δυο ταγμάτων και μιας πυροβολαρχίας υπό τον Αντισυνταγματάρχη της
φρουράς Δράμας, Ηλία Μπεκιάρωφ. εκτελέσθηκαν άλλοι δυο κάτοικοι της Κορμίστας.
Κατά τους επόμενους μήνες βρήκαν το θάνατο άλλοι τέσσερις κάτοικοι της
Κορμίστας, που είχαν συμμετοχή στο «κίνημα της Δράμας». Το 1944 οι Βούλγαροι
έκαψαν την εκκλησία του χωριού και εκτέλεσαν ακόμη τρεις κατοίκους.
Μετά
τον πόλεμο η Κορμίστα, όπως άλλωστε όλη η Ελλάδα, μπήκε στη δίνη του εμφυλίου
με θύματα και από τις δυο πλευρές, ενώ μετά τη λήξη του εμφυλίου, λίγοι
κάτοικοι του χωριού διέφυγαν στις Ανατολικές χώρες, απ’ όπου ελάχιστοι
επέστρεψαν.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 εκδηλώθηκαν συντονισμένες ένοπλες επιθέσεις
στα κοινοτικά γραφεία και στους αστυνομικούς σταθμούς 16 δήμων και κοινοτήτων
στην περιοχή της Δράμας. Η βουλγαρική εξουσία καταλύθηκε και οι κάτοικοι
κλήθηκαν να ακολουθήσουν τους ενόπλους στο βουνό. Ιδιαίτερα, στο Δοξάτο
όπου η εξέγερση εκδηλώθηκε λίγες ώρες νωρίτερα, έγινε συμπλοκή κατά την
οποία τραυματίστηκε ο Βούλγαρος νομάρχης, ο οποίος βρισκόταν εκεί τυχαία.
Η εξέγερση, όμως, απέτυχε στην πόλη της Δράμας, γιατί οι αρχές πήραν εγκαίρως
μέτρα και την έπνιξαν στο αίμα.
Χιλιάδες κάτοικοι εκτελέστηκαν στη Δράμα και
στο Δοξάτο. Χιλιάδες ήταν και οι συλλήψεις.
Η βουλγαρική εξουσία είχε αποκατασταθεί πλήρως ως τις 2 Οκτωβρίου. Όμως η άγρια
καταστολή και οι διώξεις πολιτών συνεχίστηκαν ως τις 6 Νοεμβρίου με πρόσχημα
την αναζήτηση ενόπλων και αμάχων που είχαν καταφύγει στα βουνά.