ΩΡΑ...

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Αίσωπος - Ο Γεωργός και τα παιδιά του


 
Κάποτε ένας γεωργός αρρώστησε βαριά. Κάθε μέρα που περνούσε όλο και χειροτέρευε. Τότε κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του και κάλεσε κοντά του τους τρεις γιους του, που ήταν δυνατά και γεροδεμένα παλικάρια, αλλά είχαν ένα μεγάλο ελάττωμα: την τεμπελιά. Έτσι με αδύνατη και κουρασμένη φωνή τους είπε:

«Παιδιά μου εγώ τώρα φεύγω απ’ αυτόν τον κόσμο και αφήνω στα χέρια σας ότι έχω. Εγώ δούλεψα όσο μπορούσα. Τώρα είναι η σειρά σας να δουλέψετε για να μη χαθούν όλα αυτά που θα σας αφήσω. Μέσα στο αμπέλι λοιπόν σας έχω αφήσει όλη μου την περιουσία. Τον θησαυρό τον έχω κρύψει πολύ καλά, αλλά αξίζει τον κόπο που θα κάνετε για να τον βρείτε γιατί θα σας κάνει πλούσιους. Προσέξτε όμως καλά. Θα είναι δικός σας μόνο αν τον βρείτε χωρίς να χαλάσετε τα κλήματα από το αμπέλι. Και κάτι ακόμα: να τον μοιράσετε δίκαια...»
Και μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε τα παιδιά του.

Τα παιδιά πέρασαν μέρες λύπης. Τα τελευταία λόγια του πατέρα τους ερχόταν συνέχεια στο μυαλό τους. Έτσι ένα ωραίο πρωινό στις αρχές της άνοιξης πήραν από ένα τσαπί κι από ένα κλαδευτήρι και τράβηξαν κατά το αμπέλι.

Όταν έφτασαν λοιπόν στο αμπέλι κοίταξαν ολόγυρα πολλή ώρα. Κανένα όμως σημάδι δεν έδειχνε πως εκεί μπορούσε να είναι ο θησαυρός.
«Νομίζω ότι πρέπει να σκάψουμε βαθιά όλο το αμπέλι» είπε ο μεγαλύτερος κοιτάζοντας στοχαστικά το αμπέλι.

«Συμφωνώ μαζί σου» είπε ο δεύτερος. «Αν σκάψουμε παντού όπου και να βρίσκεται ο θησαυρός θα τον βρούμε» είπε ο δεύτερος.

«Να μη χάνουμε λοιπόν καιρό», είπε ο τρίτος, ο οποίος ήταν ο πιο πρακτικός απ’ τους τρεις.

Με τις τσάπες τους έσκαβαν βαθιά στο χώμα και το αναποδογύριζαν. Είχε μεσημεριάσει πια και δεν είχαν τελειώσει.

«Δεν προχωράμε όπως πρέπει» είπε ο μεγάλος. «Αν ήξερα ότι είναι τόσο δύσκολο…» άφησε μισοτελειωμένη τη φράση του.

«Τον θησαυρό όμως τον θέλεις, έτσι δεν είναι;» είπε κοροιδευτικά ο δεύτερος. «Μετά, κοίτα! Έχουμε σκάψει το μεγαλύτερο μέρος του αμπελιού. Δεν μπορεί… Όπου να ‘ναι θα φανερωθεί ο θησαυρός. Και τότε…» είπε ονειροπολώντας και ρίχτηκε πάλι στη δουλειά.

«Τα κλαδιά… Τα κλαδιά μας εμποδίζουν», είπε ο τρίτος. Κι απ’ όπου περάσαμε δεν τα κόψαμε και δεν μπορούμε να δούμε κοντά στη ρίζα», είπε ο τρίτος. «Πρέπει να τα κόψουμε».

«Ας τα κλαδέψουμε λοιπόν» συγκατάνευσε ο μεγάλος και οι τρεις με νέα ορμή χύθηκαν στη δουλειά.

 
Συνεχίζοντας έτσι έφτασαν στο τέλος. Έσκαψαν και την τελευταία πιθαμή αλλά ο θησαυρός πουθενά! Απογοητευμένοι γύρισαν στο σπίτι τους...

Πέρασε καιρός ήρθε το καλοκαίρι και μετά το φθινόπωρο. Ήταν η εποχή να τρυγήσουν και τα δύο αδέλφια ξεκίνησαν πάλι για τ’ αμπέλι. Μα εκεί, με μεγάλη έκπληξη είδαν τις βέργες με τόσα πολλά σταφύλια που ακουμπούσαν τη γη! Άρχισαν με χαρά να κόβουν τα σταφύλια, να γεμίζουν τα κοφίνια και να τα σωριάζουν στα πατητήρια.

Η σοδιά του αυτό το χρόνο ήταν... θησαυρός! Πουλούσαν τα σταφύλια και άλλα τα έκαναν κρασί και το πουλούσαν κι αυτό. Κι έπαιρναν χρήματα, τα σώριαζαν πάνω στο τραπέζι και τα μοίραζαν δίκαια, όπως τους είχε πει ο πατέρας τους.
Έτσι θησαυρό μπορεί να μη βρήκαν, όμως οι κόποι τους ξεπληρώθηκαν με το παραπάνω! Έτσι κατάλαβαν πως ο πραγματικός θησαυρός για τη ζωή του ανθρώπου δεν είναι άλλος απ’ αυτόν που κερδίζει με το μόχθο του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου