Ο Ηλίας Βενέζης (πραγματικό όνομα Ηλίας Μέλλος) υπήρξε ένας πολυγραφότατος και με πολλές διακρίσεις συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904, όπου και μεγάλωσε. Στη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, αιχμαλωτίστηκε και στάλθηκε στα Τάγματα εργασίας (Amele Taburları) για 14 μήνες. Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Ο Στράτης Μυριβήλης τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι «του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Καρπός της επιμονής του Μυριβήλη ήταν το βιβλίο «Το Νούμερο 31328», το οποίο τον καθιέρωσε στα γράμματα.
Το 1932 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις
πολιτικές του ιδέες από τη δικτατορία του Μεταξά, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής
συνελήφθη, φυλακίστηκε στο «Μπλοκ C» των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του
απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.
Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της
χώρας ως Διευθύνων σύμβουλος του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της
Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Σημαντικά έργα του είναι τα
«Το Νούμερο 31328», «Γαλήνη», «Μικρασία Χαίρε» «Αιολική Γη», «Έξοδος»
«Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, «Μπλοκ C» «Ώρα Πολέμου», «Αρχιπέλαγος».
Πέθανε τον Αύγουστο του 1973 στην Αθήνα. Το μνήμα του βρίσκεται στη
Μόλυβο της Λέσβου.
Είχε πέσει κείνα τα χρόνια συμφορά
μεγάλη στη χώρα των Ελλήνων. Ζούσαν ήσυχα και ειρηνικά οι άνθρωποι τη δύσκολη
ζωή των βουνών και των θαλασσών τους, τίποτα δε γυρεύανε απ’ τους άλλους, όταν ο
κακός γείτονας τους κήρυξε τον πόλεμο κι έστειλε τα φουσάτα του να ρημάξουν τη
χώρα. Τότε ο λαός που είδε το άδικο ξεσηκώθηκε, παλικάρια, γυναίκες και
γερόντοι άφησαν τη γη και τη θάλασσα και τράβηξαν στα βουνά να μποδίσουν το
κούρσεμα της πατρίδας. Πολεμούσανε μήνες και μήνες. Ήταν βαροχειμωνιά, και στα
φαράγγια της Πίνδου οι άνεμοι βουίζανε, το χιόνι στοιβαζόταν, και οι άνθρωποι
ξεπαγιάζανε. Απ’ το πολύ το κρύο πληγιάσανε τα κορμιά των παλικαριών, άλλους
τους κόψανε το χέρι, άλλους τους κόψανε το ποδάρι. Όμως να το βάλουνε κάτω δε
λέγανε. Έτσι ντροπιάστηκε τότε απ’ το λαό των Ελλήνων ο κακός γείτονας, και θα
τον ρίχνανε οι Έλληνες στη θάλασσα, αν άλλος οχτρός πιο φοβερός και πιο
αντίχριστος δε ριχνότανε άναντρα πάνω στους φουκαράδες που πολεμούσανε για την
πατρίδα. Και οι Έλληνες πια δε βάσταξαν και λύγισαν. Τα φουσάτα των οχτρών
μπήκαν στη χώρα, υποτάχτηκε ό λαός των Ελλήνων, και στον Ιερό Βράχο των
προγόνων του βάλανε σημαία μισητή.
Τότε ήρθε ή μεγάλη πείνα. Οι οχτροί
πήρανε ό,τι έδινε και δεν έδινε η γη, ρημάξανε τον τόπο. Γυμνοί και σκελετωμένοι
οι Έλληνες, τα παιδιά και οι γερόντοι και οι γυναίκες, γύριζαν γυρεύοντας να
βρούνε σκουπίδια του δρόμου να τα φάνε. Μαλώνανε ποιος να πρωταρπάξει την άθλια
τούτη θροφή, πέφτανε τσακισμένοι μες στο δρόμο και πεθαίνανε. Τόπο δεν είχε να
τους θάψουνε, γιατί τα κοιμητήρια γεμίσανε, τους θάβανε πολλούς μαζί σε
μεγάλους λάκκους. Στα λιμάνια οι ψαράδες μπαίνανε μες στις βάρκες τους,
τυλίγονταν στις κάπες τους και πεθαίναν. Πάνω τους, στον ουρανό, πετούσαν οι
άσπροι γλάροι. Απ’ τα νησιά του Αιγαίου οι δεσποτάδες στέλνανε μηνύματα στην
πρωτεύουσα, στον Αρχιερέα: «Στείλε μας ψωμί και νεκροσέντουκα. Τι θ’ απογίνει
το ποίμνιό μας, Πρωθιεράρχη;»
Έτσι πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η
άνοιξη, το έτος 1942. Την άνοιξη, ημέρα του Ευαγγελισμού, οι Έλληνες τιμούνε την
ελευθερία. Στα καλά χρόνια σιέρνανε τις σημαίες στα σπίτια τους, βάζανε τα
καλά τους ρούχα, οι καμπάνες των εκκλησιών σημαίνανε, και στη Μητρόπολη έκανε
δοξολογία ο Αρχιεπίσκοπος φορώντας τα χρυσά του άμφια, τριγυρισμένος από
Δεσποτάδες και προεστούς.
Σαν ξημέρωσε η 25 Μαρτίου 1942, οι οχτροί
που δυνάστευαν και ξεκλήριζαν τη χώρα των Ελλήνων είπαν με το νου τους πως έτσι
πεινασμένος ο λαός θα καθίσει φρόνιμα, επειδή θα ‘χει ξεχάσει σίγουρα, είπαν,
πατρίδα και λευτεριά.
Όμως δεν ξέρανε καλά τους σκλάβους
τους, γιατί δεν ξέρανε από πόσο παλιά χρόνια ζει μέσα τους το πάθος για την
ξερή τους γη, για τα γυμνά νησιά τους, για τη δόξα των πατεράδων και των
παππούδων τους.
Έτσι έγινε στις 25 Μαρτίου του 1942:
Ο πεινασμένος λαός των σκλάβων βγήκε στους δρόμους της πρωτεύουσας και
τράβηξε σιωπηλά στη Μητρόπολη. Στα πρόσωπα δεν έλαμπε, όπως στους καλούς
χρόνους, η χαρά. Λύπη και συντριβή είχαν τα πρόσωπα. Όμως στα μάτια άστραφτε η
πίστη, η αδάμαστη θέληση. Ήταν γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, μητέρες του
πένθους, χήρες και ορφανά, ήταν γερόντοι. Ήταν, ατέλειωτη θεωρία, και oι λαβωμένοι
πολεμιστές. Άλλοι έχοντας κομμένα τα πόδια περπατούσαν στα δεκανίκια, άλλους
τους σέρνανε μες στα καροτσάκια Ελληνίδες, κορίτσια με άσπρες μπλούζες και με
κόκκινο σταυρό στο κεφάλι. Όλο τούτο το πλήθος μπήκε στην εκκλησιά, δόξασε το
Θεό και τον παρακάλεσε να σκύψει να δει τα βάσανα που πέσανε στη χώρα των
Ελλήνων, να τους λυπηθεί και να γίνει ίλεως. Ύστερα ψάλανε τροπάρια νεκρώσιμα,
κάμανε μνημόσυνο για τις ψυχές των αποθαμένων, των παλικαριών που σκοτώθηκαν στα
χιονισμένα βουνά της Πίνδου και των άλλων που τους πήρε η πείνα το χειμώνα του
1941.
Κι αφού όλα αυτά γινήκανε, ο λαός
βγήκε έξω να πάει λουλούδια στον Τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη. Κάτω απ’ το παλιό
Βασιλικό Παλάτι, εκεί είναι ο Τάφος. Εκεί έχουν αποθέσει τα κόκκαλα ενός
παλικαριού που σκοτώθηκε στον πόλεμο, και που τ’ όνομά του χάθηκε και δεν το ‘μαθε
κανένας. Είναι ο τόπος περισσά ωραίος, από πάνω είναι ο ουρανός γαλάζιος, έχουν
βάλει και μια πλάκα στον Τάφο σκαλισμένην με παράστασες αρχαίες.
Ο λαός άρχισε να πορεύεται προς τον
Τάφο. Πήγαιναν πρώτα οι λαβωμένοι πολεμιστές πάνω στα καροτσάκια τους, ύστερα
οι μαυροφορεμένες γυναίκες, ύστερα το άλλο πλήθος. Οι καταχτητές αυτά
βλέποντας, φοβήθηκαν και είπαν: «Τούτοι θα κάμουνε κίνημα», και πρόσταξαν να σκορπίσει
το πλήθος. Στήσανε κανόνια και άρματα και καβαλαρέους και πεζούρα πολλή, και
είπαν:
«Μην κάνετε πως περνάτε γιατί θα
χτυπήσουμε!»
Μια στιγμή έγινε μες στο λαό ένα
σούσουρο, μα μονομιάς πέρασε ο φόβος. Σ’ όλα τα μάτια η απόφαση άστραψε:
«Όχι! Είναι ο τάφος του σκοτωμένου
μας παλικαριού, είναι ο Τάφος των παιδιών μας! Θα πάμε στον Τάφο για να
τιμήσουμε τα παλικάρια μας που σκοτώθηκαν για την Ελλάδα!»
Kι άρχισαν να βαδίζουν.
«Μην κάνετε άλλο! Θα ρίξουμε!»
Μα ο λαός ολοένα πορευόταν. Αργά. Οι
οχτροί ετοίμασαν τ’ άρματα. Τα στήσαν καταπάνω στο λαό. Ο λαός ολοένα
πορευόταν. Ώσπου φτάσανε κοντά ο ένας με τον άλλο. Ήταν πια φανερό πως ή ώρα
ήρθε.
Τότε έγινε σιωπή θανάτου. Φύλλο να ‘πεφτε
δε θ’ ακουγόταν. Όταν, ακούστηκε η πρώτη μπαταριά. Οι Γερμανοί στρατιώτες
ρίχνανε στο πλήθος.
Έγινε κακό μεγάλο. Οι γυναίκες και
οι γερόντοι άρχισαν να φωνάζουν απελπισμένα:
«Όχου, που μας σκοτώνουν
ανυπεράσπιστους! Όχου, που μας σκοτώνουνε γυναίκες ανήμπορες κι έρημες!»
Οι στρατιώτες ολοένα ρίχνανε, και η
σαστιμάρα που έπεσε στο λαό ήταν μεγάλη. Όμως τότε, στη δύσκολη ώρα, πετιέται
μια Ελληνίδα με μαύρα μαλλιά και με μαύρα μάτια. Ήταν κόρη της Αττικής.
«Αδέρφια, μη δειλιάζετε! φώναξε. Ελάτε
μαζί μου».
Όλοι τότε είδαν:
Η κόρη άρχισε νά βαδίζει. Πλάι της
ήταν ένας τραυματίας του πολέμου. Η κόρη τον έσερνε απ’ το χέρι, κι αυτός την
ακολουθούσε κοιτάζοντας πάντα ψηλά στον ουρανό. Ήταν ένα χλωμό παλικάρι,
προχωρούσανε κι οι δυο τους περήφανα, κι ήταν σα να περπατούσε η μοίρα της
Ελλάδας.
Άξαφνα ακούστηκε η φωνή του
παλικαριού. Μιλούσε στους οχτρούς, τους έλεγε:
«Είμαι τυφλός! Είμαι τυφλός!»
Κι ολοένα πήγαινε μπροστά ο τυφλός
τραυματίας, από πάνω του το γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού της Ελλάδας τον τύλιγε,
τύλιγε και τα μαύρα μαλλιά της κόρης της Αττικής.
Έγινε τότε το θάμα:
Μπροστά στο τυφλό παλικάρι που
πήγαινε προς το θάνατο, μπροστά στο νέο κορίτσι που το οδηγούσε, μπροστά στη
μοίρα του περήφανου τόπου, το αφρισμένο θεριό που ξερνούσε φωτιά και σίδερο
δείλιασε. Οι πρώτοι στρατιώτες αποτραβήχτηκαν σα να βλέπανε φάντασμα, οι άλλοι
οι στρατιώτες όλοι τρέμοντας κάμανε πίσω. Κι απ’ το δρόμο που άνοιξαν, ο λαός
χύθηκε σηκώνοντας στους ώμους τους σκοτωμένους, κραυγάζοντας και ολολύζοντας. Έτσι
φτάσανε ίσαμε τη μεγάλη πλατέα που ‘ναι κάτω απ’ το παλιό Βασιλικό Παλάτι,
εκεί που ο τόπος είναι περισσά ωραίος. Μπροστά στον Τάφο του Νεκρού Στρατιώτη, ο
λαός απόθεσε τους νέους νεκρούς κι ύστερα γονάτισε. Έτσι γονατιστοί,
γερόντοι, γυναίκες, νέοι και παιδιά τραγουδήσανε τον Ύμνο στην Ελευθερία. Είναι
ένα παλιό τραγούδι που λέει πως όλα γύρω ήταν σιωπηλά γιατί τα ‘σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Έκλαψε ό λαός, θυμήθηκε τους προγόνους του, έβαλε
λουλούδια πάνω στον μαρμαρένιο Τάφο, κι ύστερα σηκώνοντας στον ώμο τους σκοτωμένους
πήγε να τους θάψει.
Όμως πολύ αίμα είχε τρέξει απ’ τις
λαβωματιές τους, έσταξε πάνω στις πέτρες της πλατέας, και για πολύν καιρό δεν
έβγαινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου