Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς,μηδέ λεβέντες η Όσσα ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι. Κωστής Παλαμάς
ΩΡΑ...
Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013
Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013
Το γνωρίζετε; (Αψού - Γείτσες)
Όταν κάποιος φταρνίζεται οι υπόλοιποι άνθρωποι που
βρίσκονται κοντά του συνηθίζουν να του λένε «γείτσες», δηλαδή του εύχονται «υγιείτσες»,
δηλαδή να είναι καλά στην υγεία του. Ο λόγος της ευχής είναι πως όταν κάποιος
φταρνίζεται, η καρδιά του σταματάει για χρονικό διάστημα ενός millisecond, κάτι
που όμως ο πολύς κόσμος αγνοεί.
Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013
Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013
Όμορφη πόλη (Θα γίνεις δικιά μου) - Μίκης Θεοδωράκης, Μπάμπης Στόκας
Όμορφη πόλη (Θα
γίνεις δικιά μου)
Στίχοι:
Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης
Εκτέλεση:
Μίκης Θεοδωράκης, Κώστας Χατζής, Μαρινέλλα, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Γιάννης
Πουλόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Μάριος Φραγκούλης, Σωκράτης Μάλαμας, Βασίλης
Παπακωνσταντίνου, Κώστας Θωμαΐδης, Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου, Βίκυ
Λέανδρος, Χριστόφορος Σταμπόγλης, Μαρία Φαραντούρη, Μπάμπης Στόκας, Κίτρινα
Ποδήλατα, Βασίλης Λέκκας
Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα.
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου.
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου.
Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν.
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα.
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου.
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου.
Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν.
Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013
Παροιμίες (Γαμπρός)
Γαμπρός
Αγαπά ο κάπελας το μεθυσμένο, μα γαμπρό δεν τον κάν’.
Ανασκουμπώνεται ο γαμπρός κι η νύφη καμαρώνει.
Ανοικοκύρευτος γαμπρός πάει στους πέντε ανέμους.
Από γενιά να ‘ναι ο γαμπρός και να ‘ναι φημισμένος.
Από γενιά να ‘ναι ο γαμπρός και να ‘ναι φημισμένος.
Αύριο λούζουν το γαμπρό και τραγουδούν τη νύφη.
Αυτός που απέκτησε καλό γαμπρό βρήκε γιο, αυτός που απέτυχε
έχασε και την κόρη του.
Αφού παντρεύεται η κόρη μας, γαμπροί μας παρουσιάζονται.
-Γαμπρέ, μυξιάρης είσαι. -Χειμώνας είναι. -Μπρε σε ξέρω κι απ’ το
καλοκαίρι.
Γαμπρό και νύφη έχασα, τα δυο παιδιά μου τα ‘χω.
Γαμπρό και νύφη χάσαμε, σηκώτε να χορέψουμε.
Γαμπρό σε κάνω, πολυζώη δε σε κάνω.
Γαμπρός και νύφη θέλουν στην πομπή των συμπεθέρων.
Γαμπρός υιός δε γίνεται και νύφη θυγατέρα.
Για το γαμπρό γεννά κι ο κόκορας, για το παιδί ούτε η κότα.
Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας της πεθεράς αυγό.
Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας, για το γιο η κότα.
Του παιδιού σου τάξε ψέματα, και του γαμπρού σου αλήθεια.
Του παιδιού σου τάξε ψέματα, και του γαμπρού σου αλήθεια.
Για χαρτί και για μελάνη, τον καλό γαμπρό μην χάνεις.
Κακά μαντάτα του γαμπρού κι η νύφη κασιδιάρα.
Κάλλιο στο παλούκι, παρά σώγαμπρος.
Κατά τη νύφη κι ο γαμπρός.
Ο γαμπρός γιος δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Ο γαμπρός είναι λαβρός κι η νύφη ανεμοζάλη.
Ο γαμπρός και το πεπόνι κι η κοιλιά πολλούς λαθώνει.
Ο γαμπρός κούκλα η πεθερά πανούκλα.
Όλ’ η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης.
Όσο να μπει και να βγει η νύφη, στραβώθηκε ο γαμπρός.
Όταν πάει ο γαμπρός στην πεθερά, γεννάει κι ο κόκορας.
Πριν να δούμε το γαμπρό, στολίσαμε τη νύφη.
Προσκύνα, γαμπρέ, δόξα σοι ο Θεός.
-Ρε, γαμπρέ, η μύτη σου. -Είν' από το χειμώνα.
Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο κόσμος όλος.
Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός.
Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
Σώγαμπρος; Αλεπού γδαρμένη.
Το γαμπρό και το πεπόνι όποιος τα διαλέει λαθώνει.
Το χαρτί και το μελάνι τον καλό γαμπρό τον κάνει.
Τον χουβαρντά αγαπά ο καφετζής μα γαμπρό δεν τονε θέλει.
Χωρίς νύφη (ή γαμπρό) γάμος δε γίνεται.
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013
Αίσωπος - Ο σκύλος και ο λύκος
Στο μεγάλο
δάσος είχε πέσει μεγάλη πείνα. Τα άγρια ζώα, οι αρκούδες, οι λύκοι και οι
αλεπούδες, δεν έβρισκαν τίποτα να βάλουν στο στόμα τους.
Ένας λύκος,
αφού γύρισε όλο το δάσος χωρίς να βρει ούτε ένα ποντικό για να ξεγελάσει το
στομάχι του, που τον πονούσε από την πείνα, αποφάσισε να βγει στον κάμπο, μήπως
σταθεί τυχερός και βρει κανένα μικρό ζώο. Όμως παρά τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να
βρει φαγητό, γιατί τα σκυλιά της περιοχής φύλαγαν τόσο καλά τα κοπάδια με τα
πρόβατα και τις γίδες, ώστε δε μπορούσε να αρπάξει κανένα.
Έτσι ο
κακόμοιρος είχε γίνει πετσί και κόκαλο από την πείνα. Τριγυρνούσε λοιπόν
απελπισμένος από ‘δω κι από ‘κει, όταν ξαφνικά, αντίκρισε μπροστά του ένα
σκύλο, που έτρεχε πότε δεξιά και πότε αριστερά, σαν να ‘χε χάσει το δρόμο του.
Όταν τον είδε ο λύκος, σκέφτηκε αμέσως πως θα μπορούσε να χορτάσει μ’ αυτόν την
πείνα του. Αλλά δεν τόλμησε να του ριχτεί, γιατί ο σκύλος φαινόταν πολύ
δυνατός. Πήγε λοιπόν κοντά του κι άρχισε να τον παινεύει.
«Γεια σου
ξάδερφε!» του είπε ο λύκος μιας και οι σκύλοι με τους λύκους μοιάζουν σαν να
είναι πρώτα ξαδέρφια. «Είσαι πολύ όμορφος και πολύ καλοθρεμμένος. Θα ‘θελα να γίνουμε
φίλοι. Αλλά εγώ βλέπεις είμαι τόσο αδύνατος, που δε θα με καταδέχεσαι. Αλήθεια,
τι κάνεις εδώ πέρα;»
Ο σκύλος τον
κοίταξε παραξενεμένος.
«Κάνω μια
βολτίτσα εδώ. Δεν είναι αλήθεια όμως πως δεν σε καταδέχομαι. Αν θέλεις έλα
παρέα».
«Και γιατί
κάνεις βόλτα, αν μου επιτρέπεις να ρωτήσω;»
«Μα και βέβαια,
φίλε μου» απάντησε ο σκύλος. «Κάνω βόλτες για να χωνέψω μετά το φαγητό».
Ο λύκος
γούρλωσε τα μάτια του από θαυμασμό και ζήλια.
« Ώστε… τρως
πολύ, ε;» ξαναρώτησε.
«Η αλήθεια
είναι πως ναι, τρώω όσο θέλω. Το αφεντικό μου με ταΐζει καλά, γιατί
του φυλάω το σπίτι» απάντησε ο σκύλος.
Ο λύκος άρχισε
να ξερογλείφεται και ρώτησε:
«Και τι τρως,
αν επιτρέπεται;»
«Μωρέ, ό, τι
επιθυμήσει η ψυχή μου το φέρνει το αφεντικό μου. Κρέας, κόκαλα, ψωμί,
περισσεύματα από φαγητά…»
«Και δεν μου
λες…» έκανε ξέπνοα πια ο λύκος «κάθε πότε τρως;»
Ο σκύλος τον
κοίταξε παραξενεμένος.
«Τι ερώτηση
είναι αυτή; Τρώω τρεις φορές την ημέρα. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ».
Ο λύκος
ενθουσιάστηκε και ρώτησε:
«Και δεν μου
λες ρε ξάδερφε… Μήπως περισσεύει και για μένα κανένα φαγητό για να φυλάω κι εγώ
το σπίτι;»
«Μετά χαράς!»
αποκρίθηκε ο σκύλος. «Το αφεντικό θα χαρεί πολύ να έχει δυο φύλακες! Από φαγητό
μη σε νοιάζει. Θα τρως με την ψυχή σου».
Ξεκίνησαν
χαρούμενοι κι οι δυο για το πλουσιόσπιτο όταν ο λύκος πρόσεξε πως ο λαιμός του
σκύλου ήταν μαδημένος.
«Γιατί είναι
μαδημένος ο λαιμός σου;» ρώτησε γεμάτος απορία.
«Αυτό; Δεν είναι
τίποτα. Μαδήθηκε λίγο το τρίχωμα απ’ την αλυσίδα».
«Την αλυσίδα; Ποια
αλυσίδα;» ρώτησε ο λύκος ξαφνιασμένος.
«Τι ποια
αλυσίδα; Μα την αλυσίδα που με δένουν φυσικά» είπε ο σκύλος σαν να ‘λεγε το
φυσικότερο πράγμα του κόσμου.
Ο λύκος
κοντοστάθηκε.
«Ώστε δεν είσαι
ελεύθερος να τριγυρνάς όπου θέλεις;»
«Όχι πάντοτε. Τις
περισσότερες ώρες της ημέρας με έχουν δεμένο και τη νύχτα με λύνουν».
«Α ξάδερφε!
Αυτά τα πράγματα δε μου αρέσουν εμένα. Αν είναι έτσι, δε μου αρέσει καθόλου να
είμαι σκύλος. Προτιμώ να γυρίζω νηστικός στο δάσος και να έχω την ελευθερία
μου, παρά να είμαι χορτάτος και δεμένος με μια αλυσίδα. Για αυτό θα φύγω. Τρέχω
στο όμορφο μου δάσος! Δεν μπορώ εγώ να υποφέρω τη σκλαβιά!»
Κα το έβαλε στα
πόδια για να ξαναγυρίσει στο δάσος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)