Πριν πολλά χρόνια ήταν δύο ποντικοί. Ο ένας
είχε φτιάξει την φωλιά του στον αγρό, ενώ ο άλλος την είχε φτιάξει σε ένα
πλούσιο σπίτι στην πόλη. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, που οι δύο ποντικοί
γνωριστήκαν και έγιναν καλοί φίλοι. Όπως κάνουν συνήθως οι καλοί φίλοι, έτσι
και οι ποντικοί της ιστορίας μας θέλησαν να ανταλλάξουν επισκέψεις στις φωλιές
τους.
Την αρχή έκανε ο ποντικός της πόλης, όταν
ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό, φόρεσε τα καλά του ρούχα και ξεκίνησε για να
επισκεφθεί τον φίλο του στον αγρό.
Μόλις έφτασε, κοίταξε γύρω του και
μονολόγησε:
«Θεέ μου! Τι απαίσιο μέρος είναι αυτό; Μα
εδώ δεν υπάρχουν ούτε άμαξες ούτε καταστήματα! Μόνο χωράφια και βρόμικες,
φτωχικές καλύβες!»
Ο ποντικός του αγρού τον καλοδέχτηκε στη
φωλιά του. Μπαίνοντας ο ποντικός της πόλης κοίταξε γύρω του και μονολόγησε:
«Τι βρόμικο σπίτι είναι αυτό; Μα καλά… Έτσι είναι όλα τα σπίτια του
αγρού;»
Ο ποντικός του αγρού θέλοντας να
ευχαριστήσει τον φίλο του, έβγαλε να τον κεράσει ό,τι πιο εκλεκτό είχε, όπως
φρέσκιες ρίζες, χορταράκια και σιτάρι. Ο καλομαθημένος ποντικός του σπιτιού,
βλέποντας αυτά που του πρόσφερε ο φίλος του, του είπε:
«Καλέ μου φίλε, ωραία είσαι εδώ στην εξοχή,
αλλά το φαγητό σου ταιριάζει περισσότερο σε μυρμήγκια παρά σε ποντικούς. Πώς
μπορείς να ζεις τόσο φτωχικά; Έλα μια μέρα στο σπίτι μου να σου κάνω το τραπέζι με φαγητά που τρώνε
μόνο βασιλιάδες».
Το επόμενο κιόλας πρωινό, το ποντίκι της
πόλης πήρε το δρόμο της επιστροφής.
«Δεν έπρεπε να τον καλέσω! Η ζωή μου είναι
τόσο φτωχική εδώ στην εξοχή» μονολόγησε λυπημένα το ποντικάκι του αγρού
βλέποντας το φίλο του να φεύγει.
Μετά από μερικές μέρες το ποντίκι του αγρού ξεκίνησε για να επισκεφτεί
το φίλο του στην πόλη, για να ανταποδώσει την επίσκεψη.
Μόλις όμως πάτησε το πόδι του στην πόλη,
ανακάλυψε με τρόμο πως οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κινδύνους. Μια τεράστια άμαξα όρμησε
καταπάνω του με ανατριχιαστικό θόρυβο. Το ποντικάκι του αγρού έτρεξε τρομοκρατημένο
να γλιτώσει. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα τεράστιο ανθρώπινο πόδι έτοιμο
να το λιώσει με την τεράστια σόλα του! Το φοβισμένο ποντικάκι έβαλε τις φωνές
και με ένα σάλτο χώθηκε σ’ έναν υπόνομο για να σωθεί. Έπειτα από πολλές ώρες
περιπλάνησης στους επικίνδυνους δρόμους της πόλης, έφτασε στο σπίτι του φίλου
του. Είχε πια βραδιάσει.
«Καλωσόρισες! Καλωσόρισες!» τον υποδέχτηκε το
ποντίκι της πόλης. «Κόπιασε! Ήρθες πάνω στην ώρα για το δείπνο!»
Πριν καθίσουν να φάνε, ο ποντικός του
σπιτιού επέμενε να κάνει μια ξενάγηση στο φίλο του, στο κελάρι του πλούσιου σπιτιού
που είχε τη φωλιά του. Ο καλοταϊσμένος ποντικός του έδειξε τις στάμνες με το
λάδι και το κρασί, τα τσουβάλια με το αλεύρι και τα όσπρια, τα πανέρια με τα
ξερά σύκα και άλλα πολλά καλούδια, και κατέληξε στα τυριά, αφήνοντας άφωνο τον
ποντικό του αγρού από τον πλούτο που αντίκριζε.
Τέλος το ποντίκι της πόλης οδήγησε τον
πεινασμένο και κουρασμένο καλεσμένο του σε μια υπέροχη κατάφωτη τραπεζαρία. Το
ποντίκι της πόλης σκαρφάλωσε ψηλά στο στρωμένο τραπέζι και προσκάλεσε και το φίλο
του να τον ακολουθήσει.
Το ποντίκι του αγρού είχε μείνει με το
στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσα πολλά και λαχταριστά φαγητά!
«Ποπό! Τι υπέροχο τραπέζι» αναφώνησε το
πεινασμένο ποντικάκι.
Άπλωσε το χέρι του, πήρε ένα κομμάτι τυρί
και το έφερε στο στόμα του. Την ώρα εκείνη όμως, ένας υπηρέτης του σπιτιού άνοιξε
την πόρτα ξαφνικά με θόρυβο και μπήκε μέσα στο κελάρι με γρήγορα βήματα, για να
πάρει κάτι που είχε λησμονήσει. Το ποντίκι του σπιτιού, τρομαγμένο, άφησε το
φαγητό και έτρεξε να κρυφτεί στην φωλιά που είχε σκάψει σε έναν τοίχο. Το
ποντίκι όμως του αγρού, μαθημένο στην ηρεμία της φύσης, τα έχασε, δεν ήξερε τι
να κάνει και πάγωσε από τον φόβο του εκεί που καθόταν. Βλέποντάς το ο υπηρέτης αγρίεψε,
άρπαξε μία σκούπα και κουνώντας την απειλητικά φώναξε:
«Θα σας λιώσω, βρομερά ποντίκια, που τολμάτε
και κλέβετε το φαγητό μας!»
Το καημένο το ποντίκι του αγρού τρομαγμένο,
πήδηξε απ’ το τραπέζι κι άρχισε να τρέχει για να σωθεί. Την τελευταία στιγμή κι
ενώ νόμιζε πως όλα πια είχαν τελειώσει είδε έναμικρό άνοιγμα στο παράθυρο του
κελαριού. Χώθηκε λοιπόν γρήγορα εκεί καθώς η σκούπα προσγειωνόταν πίσω του και
βρέθηκε στο δρόμο λαχανιασμένο.
Ο υπηρέτης έφυγε θυμωμένος κλείνοντας πίσω
του την πόρτα. Ο ποντικός του σπιτιού βγήκε προσεχτικά απ’ τη φωλιά του και
πήγε κοντά στον φίλο του που έτρεμε ακόμη.
«Ποπό! Τι τρομάρα ήταν αυτή που πήραμε! Μη
στενοχωριέσαι όμως, φίλε μου, αυτό ήταν, πέρασε πια ο κίνδυνος. Πάμε πάλι κάτω
να συνεχίσουμε το φαγητό μας».
Τότε ο ποντικός του αγρού, με σοφία,
απάντησε:
«Φίλε μου, σ’ ευχαριστώ, αλλά χάρισμα σου
τα πλούσια φαγητά. Να μου λείπουν τέτοια πλούτη! Δε θέλω άλλα καρδιοχτύπια! Δεν
ξανακλέβω το φαγητό των άλλων, όσο νόστιμο κι αν είναι! Στον αγρό βρίσκω όσο
φαγητό θέλω! Προτιμώ να τρώω φτωχικά και να είμαι ήσυχος, ασφαλής κι
ευτυχισμένος, παρά να τρώω πλουσιοπάροχα και να μην μπορώ να ησυχάσω ούτε
στιγμή. Εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου» απάντησε
το ποντίκι του αγρού. Και ξεκίνησε αμέσως για το φτωχικό αλλά ήρεμο σπιτάκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου