Το χειρόγραφο
Voynich είναι ένα μυστηριώδες εικονογραφημένο βιβλίο, διαστάσεων 23,5 x 16,2
εκατοστών, με ακατανόητο περιεχόμενο. Θεωρείται ότι γράφτηκε περίπου
το 1400 – 1500 μ. Χ. από κάποιον άγνωστο συγγραφέα, που χρησιμοποίησε ένα
άγνωστο σύστημα γραφής και ακατανόητη γλώσσα.
Κατά τη
διάρκεια της γνωστής ιστορίας του το χειρόγραφο αποτέλεσε αντικείμενο εντατικής
μελέτης από πολλούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες αναλυτές, μεταξύ των οποίων
μερικοί από τους κορυφαίους Αμερικανούς και Βρετανούς αποκωδικοποιητές του Β΄ Παγκόσμιου
Πόλεμου, κανείς τους όμως δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει έστω και μια λέξη.
Αυτές οι επανειλημμένες αποτυχίες έχουν κάνει το χειρόγραφο Voynich ξακουστό, έδωσαν
όμως βάση και στην άποψη ότι το βιβλίο δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια
περίτεχνη απάτη, μια δίχως νόημα εναλλαγή τυχαίων χαρακτήρων.
Το βιβλίο είναι
γνωστό με το όνομα του Πολωνοαμερικανού παλαιοπώλη βιβλίων Wilfrid Voynich, που
το αγόρασε το 1912.
Σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Yale, καταλογογραφημένο
ως αντικείμενο MS408 της Βιβλιοθήκης Σπανίων και Χειρογράφων «Beinecke».
Σύμφωνα με τις
μέχρι τώρα εκτιμήσεις, το βιβλίο αποτελούνταν αρχικά από 272 σελίδες περγαμηνής
δεμένες σε δεκαεπτά δεκαεξασέλιδα. Σήμερα σώζονται γύρω στις 240 σελίδες, και
ορισμένα κενά στην αρίθμησή τους (που έγινε μεταγενέστερα από τη συγγραφή του)
δείχνουν ότι αρκετές σελίδες ήδη έλειπαν, όταν το απόκτησε ο Voynich. Υπάρχουν
επίσης ισχυρές ενδείξεις ότι σε κάποια στιγμή οι σελίδες του χειρογράφου
αναδιευθετήθηκαν. Για τη δημιουργία του κειμένου και των εικόνων
χρησιμοποιήθηκε πένα από φτερό και οι εικόνες χρωματίστηκαν με μπογιά (με κάπως
άτεχνο τρόπο), πιθανώς αργότερα από τη δημιουργία τους.
Οι εικόνες του
βιβλίου δε βοηθούν ιδιαίτερα στην κατανόηση του περιεχομένου, δείχνουν όμως ότι
αποτελείται από έξι «ενότητες» με διαφορετικό αντικείμενο και στυλ. Εκτός από
την τελευταία ενότητα, που αποτελείται μόνο από κείμενο, σχεδόν κάθε σελίδα του
βιβλίου περιέχει τουλάχιστον μια εικονογράφηση. Οι ενότητες, και τα ονόματα που
τους έχουν αποδοθεί, είναι:
α. Η Βοτανική:
κάθε σελίδα απεικονίζει ένα φυτό (δύο σε μερικές περιπτώσεις), μαζί με λίγες
παραγράφους κειμένου, όπως γινόταν στα ευρωπαϊκά βοτανολόγια της εποχής. Κάποια
μέρη των εικόνων της ενότητας είναι μεγαλύτερα και πιο ευκρινή αντίγραφα
σχεδίων που υπάρχουν στη «φαρμακευτική» ενότητα. Συνολικά υπάρχουν 113 εικόνες
φυτών.
β. Η Αστρονομική:
περιέχει κυκλικά διαγράμματα, μερικά από τα οποία απεικονίζουν ήλιους, φεγγάρια
και αστέρια, που παραπέμπουν στην αστρονομία ή την αστρολογία. Ένα σετ 12
συμβόλων βασίζεται στα γνωστά ζωδιακά σύμβολα για τους αστερισμούς (δυο ψάρια
για τους Ιχθείς, ένας στρατιώτης με τόξο για τον Τοξότη κλπ). Κάθε σύμβολο
περιστοιχίζεται από ακριβώς τριάντα μικροσκοπικές γυναικείες φιγούρες, οι
περισσότερες από τις οποίες γυμνές, που καθεμιά τους κρατάει ένα αστέρι. Οι δυο
τελευταίες σελίδες της ενότητας (Υδροχόος και Αιγόκερως) έχουν χαθεί, ενώ ο Κριός
και ο Ταύρος αποτελούνται από τέσσερα διαγράμματα με 15 αστέρια το καθένα.
Μερικά απ’ αυτά τα διαγράμματα ξετυλίγονται προς τα έξω.
γ. Η Βιολογική:
πυκνό συνεχές κείμενο περιστοιχιζόμενο από μορφές, που κυρίως απεικονίζουν
μικροσκοπικές γυμνές γυναίκες οι οποίες τσαλαβουτούν σε λίμνες ή μπανιέρες. Οι
λίμνες συνδέονται μεταξύ τους με ένα περίπλοκο δίκτυο σωλήνων, που θυμίζουν
όργανα του σώματος. Μερικές από τις γυναίκες φορούν κορώνες.
δ. Η Κοσμολογική:
άλλα κυκλικά διαγράμματα, άγνωστης όμως φύσης. Κι αυτή η ενότητα περιλαμβάνει
σελίδες που ξετυλίγονται: μια από αυτές έχει μήκος έξι σελίδων και περιέχει
κάποιο είδος χάρτη ή διαγράμματος, με εννιά «νησιά» που συνδέονται με γέφυρες, κάστρα
και πιθανόν ένα ηφαίστειο.
ε. Η Φαρμακευτική:
πολλές εικόνες μεμονωμένων μερών φυτών (ρίζες, φύλλα κ.λπ.) με λεζάντες, καθώς
και αντικειμένων που θυμίζουν αποθηκευτικά βάζα, και μερικές παράγραφοι
κειμένου.
στ. Συνταγές:
πολλές σύντομοι παράγραφοι, που κάθε μια σημαδεύεται από μια κουκκίδα σε σχήμα
άνθους ή άστρου.
Το κείμενο έχει
προφανώς γραφτεί από τα αριστερά προς τα δεξιά, με ένα κάπως ατημέλητο δεξί
περιθώριο. Οι μεγάλες ενότητες χωρίζονται σε παραγράφους, που μερικές φορές
σημαδεύονται από κουκκίδα στο αριστερό περιθώριο. Δεν υπάρχει εμφανής στίξη. Η
σύνθεση του κειμένου ρέει στρωτά, όπως συμβαίνει όταν ένας συγγραφέας
καταλαβαίνει τι γράφει· το χειρόγραφο δίνει την εντύπωση ότι κάθε χαρακτήρας
αποτυπώθηκε με τρόπο φυσικό, χωρίς προηγούμενη σκέψη. Οι λέξεις μοιάζουν να
ακολουθούν κάποιους φωνητικούς και ορθογραφικούς κανόνες. Για παράδειγμα,
κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν σε όλες τις λέξεις (όπως τα φωνήεντα στα ελληνικά),
κάποιοι χαρακτήρες ποτέ δεν γράφονται μετά από κάποιους άλλους, μερικοί μπορεί
να είναι διπλοί ενώ άλλοι όχι.
Η στατιστική ανάλυση
των λέξεων του κειμένου έδειξε ότι ακολουθούν την κατανομή μιας φυσικής
γλώσσας. Μερικές λέξεις απαντώνται μόνο σε συγκεκριμένες ενότητες, ενώ άλλες σε
ολόκληρο το χειρόγραφο. Υπάρχουν ελάχιστες επαναλήψεις στις «λεζάντες» που συνοδεύουν
τις εικόνες. Στη «βοτανική» ενότητα, η πρώτη λέξη κάθε σελίδας συναντάται μόνο
στη συγκεκριμένη σελίδα και μπορεί να είναι το όνομα του φυτού.
Από την άλλη, η
«γλώσσα» του χειρόγραφου έχει αρκετές διαφορές με τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Για
παράδειγμα, δεν υπάρχουν λέξεις με περισσότερα από δέκα «γράμματα», ενώ
υπάρχουν λίγες λέξεις με ένα ή δυο γράμματα. Η κατανομή των γραμμάτων μέσα στις
λέξεις είναι επίσης κάπως περίεργη: κάποιοι χαρακτήρες υπάρχουν μόνο στην αρχή
των λέξεων, κάποιοι μόνο στο τέλος, και άλλοι μόνο στη μέση-μια κατανομή που
απαντάται στα αραβικά, αλλά όχι στο Ρωμαϊκό, Ελληνικό ή Κυριλλικό αλφάβητο
(πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το (τελικό) σίγμα γράφεται στα ελληνικά με
διαφορετική μορφή όταν είναι στο τέλος μιας λέξης. Όμοια, ακόμα και στα αγγλικά
τα κεφαλαία γράμματα, που συνήθως βρίσκονται μόνο στην αρχή των λέξεων, μπορεί
να διαφέρουν δραματικά από τα αντίστοιχα μικρά).
Οι επαναλήψεις
των λέξεων φαίνονται πιο συχνές απ’ ό,τι στις ευρωπαϊκές γλώσσες: υπάρχουν
περιπτώσεις όπου μια λέξη εμφανίζεται μέχρι και τρεις φορές στη σειρά. Λέξεις
που διαφέρουν μόνο κατά ένα γράμμα, επίσης, επαναλαμβάνονται με ασυνήθιστη
συχνότητα.
Υπάρχουν μόνο
λίγες λέξεις στο χειρόγραφο γραμμένες σε κάτι που μοιάζει με Λατινική γραφή.
Στην τελευταία σελίδα υπάρχουν τέσσερις γραμμές κειμένου, γραμμένες με (κάπως
παραμορφωμένα) λατινικά γράμματα, εκτός από δυο λέξεις που είναι στην γραφή του
υπόλοιπου κειμένου. Το κείμενο των γραμμών αυτών μοιάζει με τα Ευρωπαϊκά
αλφάβητα του 15ου αιώνα, αλλά οι λέξεις δε βγάζουν νόημα σε καμία γλώσσα.
Επίσης, σε μια σειρά διαγραμμάτων στην «αστρονομική» ενότητα τα ονόματα δέκα
μηνών (Μάρτη έως Δεκέμβρη) είναι γραμμένα στο Λατινικό σύστημα, με ορθογραφία
που παραπέμπει στις μεσαιωνικές γλώσσες της Γαλλίας ή της Ιβηρικής χερσονήσου. Όμως
δεν είναι γνωστό αν αυτά τα ψήγματα λατινικής γραφής ήταν μέρος του αρχικού
κειμένου ή προστέθηκαν αργότερα.
Η ιστορία του
χειρόγραφου είναι ακόμα γεμάτη κενά, ειδικά σε ό,τι αφορά στις απαρχές της. Από
τη στιγμή που το αλφάβητο δεν ανήκει σε καμιά γνωστή γλώσσα και το κείμενο δεν
έχει αποκρυπτογραφηθεί, η μόνη χρήσιμη πληροφορία για την προέλευση και την
ηλικία του βιβλίου είναι οι εικόνες - ειδικά τα ρούχα και οι κομμώσεις των
ανθρώπων που εικονίζονται, και ένα-δυο κάστρα που περιλαμβάνονται στα
διαγράμματα. Όλα αυτά είναι Ευρωπαϊκά και βασισμένοι σε αυτές τις ενδείξεις, οι
περισσότεροι ειδικοί χρονολογούν το χειρόγραφο μεταξύ του 1450 και του 1520. Η
εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται από άλλες, δευτερεύουσες ενδείξεις.
Ως πιθανότερος
συγγραφέας του χειρόγραφου φέρεται ο Φραγκισκανός μοναχός Roger Bacon (1214
- 1294). Πρώτος γνωστός ιδιοκτήτης του χειρόγραφου ήταν ο Georg
Baresch, ένας αλχημιστής που έζησε στην Πράγα στις αρχές του 17ου αιώνα
και για τον οποίο λίγα πράγματα είναι γνωστά. Ο Baresch κατά πάσα πιθανότητα
ήταν το ίδιο μπερδεμένος όσο και εμείς για τη φύση του βιβλίου. Όταν έμαθε ότι
ο Athanasius Kircher, ένας Γερμανός Ιησουίτης ιερέας - λόγιος, είχε εκδώσει ένα
λεξικό της γλώσσας των Κοπτών (Αιθιοπικά) και είχε «αποκρυπτογραφήσει» τα
Αιγυπτιακά ιερογλυφικά, του έστειλε δυο φορές, ένα μικρό αντιγραμμένο τμήμα του
χειρόγραφου, ρωτώντας τον τη γνώμη του. Το γράμμα του 1639 προς τον Kircher,
που εντοπίστηκε πρόσφατα, είναι η πιο παλιά αναφορά στο χειρόγραφο που έχει
βρεθεί μέχρι σήμερα. Δεν είναι γνωστό αν ο Kircher απάντησε στο ερώτημα του Baresch,
αλλά κατά τα φαινόμενα ενδιαφέρθηκε αρκετά, ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει το
βιβλίο, το οποίο ο Baresch αρνήθηκε να του δώσει. Όταν ο Baresch πέθανε, το
χειρόγραφο πέρασε στην κατοχή του φίλου του Jan Marek Marci, τότε πρύτανη του πανεπιστημίου
του Καρόλου στην Πράγα. Αυτός με τη σειρά του έστειλε το βιβλίο στον Kircher,
με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη φιλική σχέση και αλληλογραφία. Το γράμμα του
Marci που συνόδευε το χειρόγραφο αποτελεί ακόμα και τώρα μέρος του βιβλίου.
Τα ίχνη του
βιβλίου χάνονται για τα επόμενα 200 χρόνια, αλλά κατά πάσα πιθανότητα
διατηρήθηκε, μαζί με την αλληλογραφία του Kircher, στη βιβλιοθήκη του Collegio
Romano, στη Ρώμη. Μάλλον έμεινε εκεί έως ότου τα στρατεύματα του Vittorio
Emanuele II κυρίευσαν τη Ρώμη το 1870 και την προσάρτησαν στο ιταλικό βασίλειο.
Η νέα ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να δημεύσει αρκετά περιουσιακά στοιχεία της
εκκλησίας, ανάμεσα στα οποία και τη βιβλιοθήκη του Collegio Romano. Σύμφωνα με έρευνες, λίγο πριν συμβεί αυτό πολλά βιβλία
από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου μεταφέρθηκαν στις προσωπικές βιβλιοθήκες
των ακαδημαϊκών, που εξαιρούνταν από τη δήμευση. Η αλληλογραφία του Kircher
ήταν ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία και προφανώς και το χειρόγραφο Voynich, καθώς
ακόμα φέρει τον αριθμό καταλόγου της βιβλιοθήκης του Pieter Beckx, επικεφαλής
των Ιησουιτών και πρύτανη του Πανεπιστήμιου εκείνη την εποχή.
Γύρω στα 1912
το Collegio Romano είχε οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να πουλήσει (κάτω
από άκρα μυστικότητα) μερικά από τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Wilfrid Voynich
αγόρασε 30 χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και εκείνο που σήμερα είναι γνωστό με
το όνομά του. Το 1930, μετά τον θάνατό του, το χειρόγραφο κληρονόμησε η χήρα
του, συγγραφέας Ethel Lilian Voynich. Εκείνη πέθανε το 1960, αφήνοντας το
χειρόγραφο στη φίλη της Anne Nill. Το 1961 η Anne Nill πούλησε το βιβλίο στον
παλαιοπώλη βιβλίων Hans P. Kraus, ο οποίος, μη μπορώντας να βρει αγοραστή,
δώρισε το χειρόγραφο στο Πανεπιστήμιο του Yale το 1969.
Ο William
Friedman, ένας από τους μεγαλύτερους κρυπτογράφους του 20ού αιώνα, δεν κατάφερε να «σπάσει» τον κώδικα του
βιβλίου, καταλήγοντας ότι το χειρόγραφο Voynich είναι γραμμένο σε μια
κατασκευασμένη και τεχνητή γλώσσα. Πολυάριθμες απόπειρες να διαβαστεί το
χειρόγραφο έχουν πέσει στο κενό, ενώ η πρόοδος που έχει σημειωθεί στην
κατεύθυνση αποκωδικοποίησής του παραμένει μέχρι και σήμερα φειδωλή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου