ΩΡΑ...

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Η συκοφαντία του λύκου




Μια φορά κι έναν καιρό, το λιοντάρι - που όπως ξέρουμε είναι ο βασιλιάς των ζώων - αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε το δύστυχο πως θα πεθάνει κι έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζώα του μεγάλου δάσους μπροστά του, για να του πουν τη γνώμη τους, τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί. Όλα τα ζώα είπαν τη γνώμη τους, ώσπου ήρθε και η σειρά του λύκου.
«Βασιλιά μου», είπε με σεβασμό, «δε γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα ούτε και όσα ζώα είναι συγκεντρωμένα εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα και γιατροσόφια είναι η αλεπού! Μα αυτή σε… περιφρόνησε και δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά σου. Άκουσα μάλιστα να λένε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν τη νοιάζει κι αν πεθάνεις».
Ο λύκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια, γιατί δε χώνευε την αλεπού και ήταν σίγουρος ότι το λιοντάρι θα την τιμωρούσε!
«Ώστε έτσι!» φώναξε θυμωμένο το λιοντάρι. «Να τη βρείτε αμέσως και να τη φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω τη γλώσσα!»
Ο λύκος έτριψε τα... χέρια του απ’ τη χαρά του. Είχε έλθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού που μισούσε χρόνια ολόκληρα. Όμως, ένα πουλάκι πέταξε γρήγορα και βρήκε την αλεπού.
«Πρόσεξε, κυρά αλεπού! Αυτό κι αυτό έγινε το πρωί» της είπε. «Ο λύκος σε συκοφάντησε και το λιοντάρι θα σου κόψει τη γλώσσα, για να σε τιμωρήσει.
Η αλεπού ταράχτηκε στην αρχή, αλλά γρήγορα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε η αλεπού στο μικρό πουλάκι. «Μη φοβάσαι, θα βρω τρόπο και θα καταφέρω να γλυτώσω».
Μάζεψε τότε μερικά αγριόχορτα και μια και δυο τράβηξε με θάρρος για τη σπηλιά του λιονταριού. Το λιοντάρι, όταν την είδε άφρισε απ’ το κακό του.
«Σου έφερα αυτά τα βότανα, βασιλιά μου» είπε η πονηρή αλεπού στο άρρωστο λιοντάρι, «για να γίνεις καλά...».
«Για να γίνω καλά, ε;» βρυχήθηκε το λιοντάρι. «Για έλα εδώ!» της φώναξε αγριεμένο. «Πού ήσουν το πρωί; Δεν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζώα να παρουσιαστείτε μπροστά μου;»
«Φυσικά και το άκουσα, βασιλιά μου», του απάντησε με θάρρος η αλεπού. «Έμαθα όμως πως είσαι άρρωστος βαριά, γι’ αυτό κι εγώ, πριν έρθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουν καλά».
Ο θυμός του λιονταριού έπεσε αμέσως.
«Υα με κάνουν καλά είπες;  Ώστε… γι’ αυτό άργησες να έρθεις; Καλά έκανες... Καλά έκανες... Θα... γίνω καλά όταν πάρω αυτά τα βότανα είπες»;
«Μα και βέβαια, βασιλιά μου. Μόνο που να…» έκανε ότι διστάζει η αλεπού.
«Τι είναι; Γιατί διστάζεις;» αγρίεψε ξανά το λιοντάρι.
«Τίποτε δεν είναι βασιλιά μου. Λέω πως χρειάζεται να τ’ ανακατέψεις με κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο κι αναρωτιόμουν πώς να το ‘βρεις. Μα πάλι, αν δεν το βρεις εσύ που είσαι βασιλιάς ποιος θα το ‘βρει;»
«Με τι πρέπει να τ’ ανακατέψω;» ρώτησε το λιοντάρι. «Λέγε λοιπόν».
«Πρέπει βασιλιά μου να τα βράσεις μαζί με μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια... εσύ ξέρεις πού θα τη βρεις».
«Και βέβαια ξέρω!» φώναξε το λιοντάρι. «Θα κόψω τη γλώσσα αυτού του λύκου!»
Το είπε και το έκανε αμέσως. Έτσι η πονηρή η αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου