Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς,μηδέ λεβέντες η Όσσα ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι. Κωστής Παλαμάς
ΩΡΑ...
Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013
Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013
Asist ανθρωπιάς
Αυτή είναι η ιστορία τριών υπέροχων
ανθρώπων: του Mitchel, ενός παιδιού με ειδικές ανάγκες, του προπονητή του Peter
Morales και του μαθητή Jonathan Montanias. Ας δούμε όμως την ιστορία απ’ την
αρχή.
Ο Peter Morales είναι προπονητής της ομάδας
μπάσκετ ενός σχολείου στο El Paso του Texas.
Μέλος της ομάδας, είναι και ο Mitchel.
Είναι πάντα κοντά στην ομάδα, έχοντας ένα ρόλο σαν μάνατζερ της ομάδας, αγαπάει
το μπάσκετ από μικρό παιδί και πάντα φροντίζει να φωνάζει για να εμψυχώνει τους
συμπαίκτες του στον αγώνα.
Στο τελευταίο παιχνίδι της κανονικής
περιόδου, ο κόουτς Peter Morales αποφάσισε να του κάνει ένα δώρο: να του δώσει
χρόνο συμμετοχής στο ματς.
Πράγματι ο Mitchel φόρεσε τη φανέλα του και
ενώ απέμενε 1:30’’ για το τέλος, μπήκε στο γήπεδο. Εκείνη την ώρα, η ομάδα του
προηγούνταν με 10 πόντους. Αλλά κανείς δε νοιαζόταν αν το παιχνίδι θα χανόταν.
Όλο το γήπεδο φώναζε ρυθμικά το όνομά του.
Εκείνος, ίσως και λίγο σοκαρισμένος, έμεινε
κάτω από το καλάθι όπου έκανε επίθεση η ομάδα του και οι συμπαίκτες του τον
«τροφοδοτούσαν» συνεχώς προκειμένου να σκοράρει. Αλλά δεν τα κατάφερνε.
Το ματς έφτανε στο τέλος. Έμεναν λίγα
δευτερόλεπτα και η ομάδα του Mitchel προηγούνταν με δεκαπέντε πόντους. Η μπάλα
ήταν στα χέρια αντιπάλου για την επαναφορά. Όλα είχαν κριθεί. Και τότε, ένας
από τους παίκτες του Franklin, ο Jonathan Montanias, ο παίχτης που θα έκανε την
επαναφορά της μπάλας, φώναξε: «Mitchel!». Ο Mitchel γύρισε σαστισμένος. Ο Jonathan
του πέταξε τη μπάλα και ο Mitchel έβαλε το καλάθι. Οι στιγμές που ακολούθησαν,
απλά δεν περιγράφονται!
Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Ένας Οθωμανός
στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει.
Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα
να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη
μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας
βρήκε την ευκαιρία ο δεύτερος και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα
φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο
γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο
του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ότι
έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο έγινε,
όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από
πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον
κάνει καλά. Τα άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο
Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.
Αλλά ο πρώτος
Οθωμανός, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε που πήρε
την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να
ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα.
Όταν κάποιος
άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί
είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό,
βγαίνει ασπροπρόσωπος».
Αυτή είναι
μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε η φράση «βγήκε
ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια
δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. Λέμε επίσης και «τον έβγαλε
ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’
αυτόν.
Μια δεύτερη εκδοχή είναι η εξής:
Στο Βυζάντιο πολλές φορές, αντί να αλείψουν
το πρόσωπο του διαπομπευμένου με κάρβουνο, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος
κόκκινης μπογιάς. Όταν κατά την ανάκριση αποδεικνυόταν πώς κάποιος ήταν αθώος,
τότε παρουσιαζόταν στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος ήταν
μουτζουρωμένος (μαυροπρόσωπος). Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος»
και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη
συμπεριφορά σου.
Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013
Παροιμίες (Βοηθάω - Βοήθεια)
Βόηθα
κόκκινη της μαύρης.
Βόηθα
με να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε στο βουνό.
Βόηθα
με φτωχέ μη γίνω σαν και σένα.
Όσο με βόηθησε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθησε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
Όσο με βόηθησε η νύχτα και η αυγή, δε με βόηθησε μήτε μάνα μήτε αδερφή.
Βόηθα
με, Θεέ μου. - Κουνήσου, φτωχέ μου.
Βόηθα
με, φτωχέ, να μη σου μοιάσω.
Βοήθα,
στραβέ, τον βλεπάμενο.
Βοηθάτε στραβοί τον ανοιχτομάτη.
Βοηθάτε στραβοί τον ανοιχτομάτη.
Βόηθα,
Παναγιά. - Ταράξου να σε βοηθήσω.
Βοηθάει
η νύχτα κι η αυγή, σα να είχα μάνα κι αδελφή.
Η
μικρή βοήθεια είναι καλύτερη από τη μεγάλη συμπόνια.
Η
τύχη βοηθάει τον τολμηρό.
Ο
Θεός βοηθάει αυτόν που βοηθάει τον εαυτό του.
Όποιος
βοήθησε, αυτός θα βοηθηθεί.
Πρώτη
βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Σε
βοηθάνε, λυγερή, και φαίνεσαι αντρειωμένη.
Τον
άγιο που δε σε βοηθάει, να μην τον προσκυνήσεις.
Χωρίς
κουπιά και άρμενα, Αϊ-Νικόλα βόηθα.
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)