ΩΡΑ...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Αντόν Τσέχωφ - Η δασκάλα






Ο Anton Pavlovich Chekhov γεννήθηκε το 1860 στην κωμόπολη Taganrog της νότιας Ρωσίας. Εργάστηκε ως ιατρός ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς διηγημάτων στην ιστορία της λογοτεχνίας καθώς και κορυφαίος δραματουργός.
Μέλος οικογενείας με καταγωγή από παππού δουλοπάροικο, ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον. Ο πατέρας του δούλευε ως λογιστής ενώ διατηρούσε και τυροκομείο. Ο αυταρχικός χαρακτήρας του πατέρα του και η οικονομική ανέχεια διέλυσαν την οικογένεια και τους οδήγησαν, σταδιακά κι από διαφορετικές αιτίες, στη Μόσχα.
Το 1884 ο Τσέχωφ αποφοίτησε απ’ την Ιατρική του Πανεπιστημίου της Μόσχας και ξεκίνησε την καριέρα του ως γιατρός. Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία όμως είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου και με την αποφοίτησή του κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων «Τα παραμύθια της Μελπομένης» και ένα χρόνο μετά οι «Φανταχτερές Ιστορίες». Παράλληλα συνεργαζόταν με τα περιοδικά «Ξυπνητήρι», «Θεατής», «Μόσχα», «Φως και σκιά», «Θραύσματα» κ.ά., με το ψευδώνυμο Αντόσια Τσεχοντέ.
Το 1886 γράφει το πρώτο του θεατρικό μονόπρακτο με τίτλο «Κύκνειο άσμα». Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν. Το 1891 ταξιδεύει για πρώτη φορά εκτός Ρωσίας. Ως ιατρός προσπαθεί απ’ το Melikov να καταπολεμήσει τη χολέρα. Παράλληλα γράφει πυρετωδώς. Το 1896 ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, το έργο του «Ο Γλάρος». Τη χρονιά εκείνη αντιμετωπίζει την πρώτη σοβαρή εκδήλωση της φυματίωσης. Επίσης, το 1896, με χρήματα που συγκεντρώνει από εράνους, φιλανθρωπίες και παραστάσεις, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ. Νέα κρίση της αρρώστιας του 1897, τον αναγκάζει να πάει στη Ριβιέρα της Νότιας Γαλλίας, ενώ ανεβαίνει στην ρωσική επαρχία ο «Θείος Βάνιας».
Το 1898 και 1899 παρουσιάζονται στη Μόσχα με πολύ μεγάλη επιτυχία τα έργα του «Ο Γλάρος» και «Ο θείος Βάνιας». Η συνεργασία του Τσέχοφ με το Θέατρο Τέχνης και τον Στανισλάφσκι στάθηκε καθοριστική στη διαμόρφωση της δραματουργίας του. Την εποχή αυτή εγκαθίσταται μόνιμα στη Γιάλτα της Κριμαίας, λόγω της υγείας του. Το 1900 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας και το 1901 παντρεύεται την ηθοποιό Όλγα Κνίππερ. Την ίδια χρονιά ανεβαίνουν στη Μόσχα «Οι τρεις αδερφές». Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την μη αποδοχή ως μέλους της, του Γκόρκι. Το 1904, λίγο πριν το θάνατο του, το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει το έργο του «Ο βυσσινόκηπος».
Σημαντικά του έργα, πλην των προαναφερομένων, οι συλλογές διηγημάτων «Η αρραβωνιαστικιά», «Για την αγάπη», «Η ευτυχία», «Θάλαμος Νο 6», «Ο θάνατος ενός υπαλλήλου», «Καημός», «Η κυρία με το σκυλάκι», «Η μονομαχία», «Νύχτα Χριστουγέννων», «Η Παπριγκούνια», «Το σπίτι με το μεσόστεγο», «Ο φοιτητής», «Η ψυχούλα» , «Η Προίκα» κ.ά. Επίσης σημαντικά είναι τα μονόπρακτα θεατρικά του έργα «Αρκούδα», «Πρόταση γάμου», «Μια αθέλητη τραγωδία».
Θεωρείται από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.
Ο Τσέχωφ πέθανε το 1904 στη γερμανική πόλη Badenweiler και τάφηκε στη Μόσχα. Το όνομά του δόθηκε ακόμη και σε έναν αστεροειδή, τον «2369 Chekhov».
 

Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
«Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό», της είπα. «Θα ‘χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου... Λοιπόν... Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια το μήνα...»
«Για σαράντα».
«Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες... Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ...»
«Δύο μήνες και πέντε μέρες...»
«Δύο μήνες ακριβώς... Το ‘χω σημειώσει... Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε εννιά Κυριακές... δε δουλεύετε τις Κυριακές. Πηγαίνετε περίπατο με τα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές...»
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
«Τρεις γιορτές... μας κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα... Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες και δεν του έκανες μάθημα... Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες... Τρεις μέρες είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το φαγητό... Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν... Χμ! σαράντα ένα ρούβλια... Σωστά;»
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε κατακόκκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
«Την παραμονή της πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του ... Βγάζουμε δύο ρούβλια ... Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει ... Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε! Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε το σακάκι του... Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια... Άλλη μια μέρα που δεν πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα, γι' αυτό σε πληρώνουμε... Λοιπόν, βγάζουμε άλλα πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια...»
«Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα» μουρμούρισε η Ιουλία.
«Το ‘χω σημειώσει!»
«Καλά...»
«Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα».
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
«Μα εγώ μια φορά μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία», μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε... «Αυτά είναι όλα όλα που δανείστηκα».
«Μπα; Και ‘γώ δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου! Τρία... τρία, τρία... ένα και ένα... Πάρ’ τα...» Και της έδωσα έντεκα ρούβλια.
Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
«Ευχαριστώ», ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
«Και γιατί με ευχαριστείς;»
«Για τα χρήματα».
«Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;»
«Οι άλλοι δε μου ‘διναν τίποτα!»
«Δε σου ‘διναν τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ’ αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου; Γιατί είσαι άβουλη;»
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.
Αντόν Τσέχωφ - Διηγήματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου