Δυο φίλοι, ο Γιάννης και ο Γιώργος, αποφάσισαν
να πάνε για σκι... στη βόρεια Ελλάδα, ένα τριήμερο. Μετά από οδήγηση μερικών
ωρών, έπεσαν σε μια σφοδρή χιονοθύελλα. Έτσι, σταμάτησαν στο πρώτο αγρόκτημα
που συνάντησαν και παρακάλεσαν την ωραιότατη ιδιοκτήτρια που τους άνοιξε την
πόρτα, να μείνουν εκεί το βράδυ.
«Αντιλαμβάνομαι ότι ο καιρός είναι απαίσιος
και εγώ πάλι έχω αυτό το τεράστιο σπίτι ολομόναχη, αλλά χήρεψα μόλις πριν
λίγους μήνες μόνο και πολύ φοβάμαι ότι οι γείτονες θα με κουτσομπολέψουν, αν
σας μπάσω στο σπίτι» τους απάντησε λυπημένη η ιδιοκτήτρια του σπιτιού.
«Μην ανησυχείτε», της είπε ο Γιάννης. «Δεν
θα είχαμε πρόβλημα να μείνουμε στον αχυρώνα. Και αν ο καιρός βελτιωθεί, θα
φύγουμε μόλις χαράξει».
Η κυρία συμφώνησε και τους έδωσε μερικές
κουβέρτες και μια λάμπα. Έτσι οι δύο άντρες πήγαν στον αχυρώνα και βολεύτηκαν
για το βράδυ.
Με το που ξημέρωσε, οι δυο φίλοι είδαν ότι
ο καιρός είχε βελτιωθεί αισθητά, και έφυγαν, όπως είχαν πει. Πήγαν στον
προορισμό τους και ευχαριστήθηκαν ένα ωραίο Σαββατοκύριακο με υπέροχο σκι.
Όμως, εννιά μήνες αργότερα, ο Γιάννης έλαβε
ένα αναπάντεχο γράμμα από ένα δικηγόρο. Του πήρε μερικά λεπτά για να καταλάβει
τι συνέβαινε και στο τέλος συνειδητοποίησε ότι το γράμμα ήταν από τον δικηγόρο
της χήρας που είχαν συναντήσει το Σαββατοκύριακο που είχαν πάει για σκι. Έτσι,
πέρασε από το σπίτι του φίλου του Γιώργου και τον ρώτησε:
«Βρε Γιώργο, θυμάσαι την όμορφη χήρα από τη
φάρμα που μείναμε όταν αποκλειστήκαμε από το χιόνι, όταν πηγαίναμε για σκι,
πριν 9 μήνες;»
«Ναι, τη θυμάμαι», απάντησε διστακτικά ο
Γιώργος.
«Α, τη θυμάσαι. Και δε μου λες ρε φίλε, μήπως
κατά τύχη, στη μέση της νύχτας, πήγες στο δωμάτιο της να της κάνεις καμιά...
επίσκεψη;»
«Για να σου πω την αλήθεια» λέει ο Γιώργος
με έκδηλη αμηχανία, «πρέπει να σου ομολογήσω ότι, ναι, πήγα!»
«Α, πήγες… Και, μήπως... μήπως…, κατά
σύμπτωση λέμε, της έδωσες το δικό μου όνομα, αντί για το δικό σου;»
Ο Γιώργος, με το πρόσωπο κατακόκκινο από
ντροπή, αρχίζει να τραυλίζει.
«Εεεε…, κοίτα τώρα…, να…, λυπάμαι πολύ φίλε
μου, αλλά να, πολύ φοβάμαι ότι αυτό έκανα. Αλλά, εεε, γιατί ρωτάς;» ρωτά γεμάτος
περιέργεια, αλλά και αγωνία τώρα πια, έχοντας συνδέσει τις παράξενες αυτές
ερωτήσεις με τους 9 μήνες που πέρασαν από το περιστατικό!
«Όχι μωρέ, τίποτε… Αλλά, να… Μόλις πέθανε
και μου άφησε τα πάντα!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου