Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ήταν ήρωας του 1821,
γνωστότερος με το προσωνύμιο «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος».
Γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Τουρκολέκα
Μεγαλόπολης και ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας
Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σε ηλικία έντεκα ετών
έγινε «κλέφτης» στην ομάδα του πατέρα του και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα
του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη
Αγγελίνα.
Η ανδρεία και τα σωματικά του προσόντα τον
οδήγησαν το 1805 στη ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό στρατό
όπου επέδειξε εξαιρετική ανδρεία. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην
Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και
τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού Ξεσηκωμού και στις 23
Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς.
Απ’ την αρχή ενστερνίσθηκε το στρατηγικό
σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς και πήρε μέρος σε όλες
τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του διοικητικού κέντρο των Οθωμανών στην
Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου (12.05.1821), ενώ αποφασιστική
ήταν η συμβολή του στη Μάχη των Δολιανών (18.05.1821), όπου ανέδειξε στο έπακρο
τις στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής μόλις 600 ανδρών κατανίκησε τον
στρατό του Κεχαγιάμπεη που ανέρχονταν σε 6.000 άνδρες και σχεδόν τον
αποδεκάτισε. Γι’ αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον
ονόμασαν «Τουρκοφάγο».
Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν
στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά
Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και το Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Πήρε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς (23.09.1821) και ήταν απ’ τους λίγους
αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.
Αργότερα διακρίθηκε στη Μάχη του Αγιονορίου
(26 - 28 Ιουλίου 1822), που αποτελείωσε τη στρατιά του Δράμαλη, δύο μέρες μετά
τη μάχη στα Δερβενάκια. Η ανιδιοτέλεια του ανδρός φάνηκε για μία ακόμη φορά,
όταν από το πλήθος των λαφύρων της μάχης πείστηκε να δεχθεί μόνο ένα πανάκριβο
σπαθί, το οποίο αργότερα προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, αλλά
φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση.
Μετά την Απελευθέρωση έγινε ένας από τους
στενότερους συνεργάτες του Καποδίστρια. Πήρε μέρος στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του
Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου.
Στα χρόνια του Όθωνα έπεσε σε δυσμένεια,
επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο ρωσικό κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως
αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του (11.09.1840), αθωώθηκε λόγω έλλειψης
στοιχείων. Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί
ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί. Αποφυλακίστηκε στις 18.09.
1841 και αποτραβήχτηκε πάμφτωχος με την οικογένειά του στον Πειραιά.
Η οικονομική του ανέχεια τον οδήγησε στη
ζητιανιά. Η αρμόδια κρατική αρχή που είχε ως αντικείμενο την τοποθέτηση των
ζητιάνων σε κεντρικά σημεία «αναγνωρίζοντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην
πατρίδα» του… επέτρεψε να ζητιανεύει, μια μόνο ημέρα της εβδομάδας, κάθε
Παρασκευή, σε ένα σημείο κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας.
Όταν το περιστατικό έφτασε στ’ αυτιά του Πρέσβη
της Ρωσίας, αυτός το μετέφερε στην κυβέρνησή του. Η τελευταία τον έστειλε να
διαπιστώσει με τα μάτια του, αν ήταν αληθινό το γεγονός. Ο Πρέσβης πήγε στην
εκκλησία της Ευαγγελίστριας και εκεί κοντά είδε τον ήρωα που ζητιάνευε. Τον
πλησίασε με δισταγμό.
Μόλις ο Νικηταράς κατάλαβε ποιος ήταν ο ξένος μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. Ο Πρέσβης έκανε ότι δεν κατάλαβε.
Μόλις ο Νικηταράς κατάλαβε ποιος ήταν ο ξένος μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. Ο Πρέσβης έκανε ότι δεν κατάλαβε.
«Τι κάνετε στρατηγέ μου;» ρώτησε ο Πρέσβης.
«Απολαμβάνω Πρέσβη μου. Απολαμβάνω ελεύθερη
πατρίδα» απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
«Μα, εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον
δρόμο;» επέμενε ο Πρέσβης.
«Εδώ. Βλέπετε η πατρίδα μού έχει χορηγήσει
σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο
κόσμος» απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο Πρέσβης κατάλαβε, και διακριτικά,
φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον
ήχο, έπιασε το πουγκί και του φώναξε:
«Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρ’ το μην το
βρει κανένας και το χάσεις!»
Στις 25 (ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο
γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος.
Αυτή ήταν η ελληνική υπερηφάνεια που έκανε
την Ελλάδα ελεύθερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου