ΩΡΑ...

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Μια βόμβα στη Βουλή των Ελλήνων - Αθήνα 1907


Αθήνα 1907. Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα βρίσκει τη χώρα μας να έχει 2.631.952 κατοίκους και η έκτασή της να φτάνει μόλις τα 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Πολλές περιοχές της πατρίδας μας ακόμη στενάζουν από το βάρος της τουρκικής σκλαβιάς. Οι λιγοστές ελεύθερες περιοχές ανακάμπτουν σταδιακά από την πτώχευση του 1893 και προσπαθούν να ξαναβρούν τη χαμένη υπερηφάνεια τους που γνώρισε βαρύ πλήγμα από την οδυνηρή ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την επιβολή διεθνούς οικονομικού ελέγχου από τους Γάλλους και τους Βρετανούς τραπεζίτες το 1898. Οι Έλληνες, εργαζόμενοι σκληρά, καταφέρνουν να έχουν πλεονασματικό προϋπολογισμό το 1907 (παρά τις τεκμηριωμένες προβλέψεις ξένων χρηματιστηριακών κύκλων περί του αντιθέτου). Αυτό ανάγκασε τον τότε πρόξενο των Η.Π.Α. George Horton, να ομολογήσει σε επίσημη ομιλία του ότι:
«Η φυλή είναι μικρή, αλλά τα επιτεύγματά της πολύ μεγάλα και οι Έλληνες είναι μετρημένοι, εργατικοί και οικονόμοι».


Και ενώ όλη η Ελλάδα έγλυφε τις πληγές της ο θάνατος του παλικαριού, του μακεδονομάχου Σαραντέλου ή Σαράντου Αγαπηνού (Τέλλος Άγρας) από το Βούλγαρο Βοεβόδα Ζλατάν στις 05.06.1907, γεννά κύμα οργής και αγανάκτησης για το δόλιο εχθρό, και συνάμα πεποίθησης πως δεν είναι μακριά η ώρα που πρέπει το έθνος σύσσωμο να αντιμετωπίσει τους φονιάδες.  Σ’ αυτό το πνεύμα η Πηνελόπη Δέλτα γράφει το γνωστό μυθιστόρημά της «Στα μυστικά του βάλτου» που αποτυπώνει λογοτεχνικά τα έργα και τις ημέρες των μακεδονομάχων και του τιτάνιου αγώνα τους.
Μέσα στο κλίμα αυτό, της εθνικής ανάτασης, την οργή του κόσμου επιτείνει το πρώτο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Αθήνα των επτά συνολικά οχημάτων που κυκλοφορούν στους δρόμους της Αθήνας. Θύμα είναι η Ευφροσύνη Βαμβακά, ετών 25, μητέρα τριών ανηλίκων παιδιών και δράστης ο πρίγκιπας Ανδρέας. Οι εφημερίδες της εποχής γράφουν χαρακτηριστικά:


«Με επτά αυτοκίνητα θρηνούμε θύματα, φανταστείτε να γίνουν 70…», αλλά δεν παραλείπουν και να βεβαιώσουν το αναγνωστικό τους κοινό, ότι «η ευθύνη ήταν της άτυχης Ευφροσύνης, που δεν σταμάτησε, αλλά άρχισε να τρέχει πανικόβλητη». Επιπροσθέτως, σημείωναν πως «ίσως ο πρίγκιπας και η σύζυγός του να ταράχθηκαν από την απαιδευσία του φτωχού λαού»!
Τον ίδιο καιρό οι «πατέρες του έθνους» στη Βουλή των Ελλήνων, συνεδρίαζαν διαρκώς με αντικείμενο εργασίας την εξεύρεση τρόπων αφαίμαξης χρημάτων απ’ το λαό ώστε να πληρωθούν οι ξένοι δανειστές.
Οι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού, συνεδρίαζαν στο κτήριο της παλαιάς Βουλής και παρακολουθούσαν την εισήγηση του «Υπουργού περί των οικονομικών» Ανάργυρου Σιμόπουλου, ο οποίος, και παρά τον πλεονασματικό αποτέλεσμα του προηγουμένου κρατικού προϋπολογισμού, απαριθμούσε με βαριεστημένο ύφος νέες περικοπές και επώδυνα νέα μέτρα φορολόγησης του λαού. Κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι περισσότεροι βουλευτές έπιναν καφέ στο καφενείο της Βουλής, κάποιοι κοιμούνταν και οι υπόλοιποι χασμουριόταν.


Ξαφνικά, τη γαλήνια αυτή εικόνα διέκοψε ο ήχος της πτήσης φυσιγγίου δυναμίτιδας τυλιγμένου με χαρτί εφημερίδας και ο γδούπος της προσγείωσής του στο πάτωμα της Βουλής, ανάμεσα στις θέσεις των βουλευτών του Εθνικού Κόμματος. Συνάμα, η αίθουσα γέμισε καπνό και τη χαρακτηριστική έντονη μυρουδιά από την καύση της θρυαλλίδας της αυτοσχέδιας χειροβομβίδας. Οι περισσότεροι από τους εθνοπατέρες, δεν αντιλήφθηκαν - άμεσα - το τι είχε συμβεί, διότι τελούσαν σε κατάσταση ύπνωσης στα έδρανα της Βουλής. Κάποια στιγμή, ένας απ’ αυτούς, ο Λεόπουλος, ξύπνησε από τον ύπνο του δικαίου και, έντρομος, φώναξε: «Μπόμπα! Προς Θεού! Μπόμπα!».
Το τι έγινε τότε, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι βουλευτές, μισοκοιμισμένοι, μισοξύπνιοι, προσπάθησαν να βγουν από την αίθουσα ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να φρακάρουν οι πόρτες της εξόδου απ’ τους όγκους των καλοθρεμμένων ηγητόρων. Ο πρόεδρος της Βουλής, σε έξαλλη κατάσταση, φώναζε:
«Ο φρούραρχος να κλείσει τις πόρτες εξόδου των λαϊκών θεωρείων. Να συλληφθεί αμέσως ο δράστης!».
Όμως, ο φρούραρχος, λοχαγός του πυροβολικού Ταρσούλης απουσίαζε και έτσι τα θεωρεία «εν ριπή οφθαλμού» εκκενώθηκαν, από τους έτσι κι αλλιώς, ελάχιστους θαμώνες, οι οποίοι δεν ήταν άλλο από μισθοδοτούμενους χειροκροτητές. Μέσα στην αναστάτωση που δημιουργήθηκε, μόνο ένας η δύο, από τους βουλευτές αντιλήφθηκαν, καθυστερημένα έστω, ότι το φιτίλι είχε αποκοπεί από το φυσίγγιο της δυναμίτιδας από την πρόσκρουσή της στο έδαφος και έτσι δεν υπήρχε, κανένας απολύτως κίνδυνος έκρηξης. Εάν η συνδεσμολογία της αυτοσχέδιας χειροβομβίδας ήταν προσεκτικότερη, πιθανά οι παραβρισκόμενοι εθνοσωτήρες δε θα είχαν διασωθεί.
Εν τω μεταξύ, ένας από τους βουλευτές, ο Καβαλλιεράτος, μετέφερε τα κομμάτια του εκρηκτικού μηχανισμού στο γραφείο του διευθυντή της Βουλής, Κουντάκου, και συνεπικουρούμενος από τον βουλευτή Στάη, εξαναγκάζει έναν δυστυχή αστυνόμο Α΄ να δοκιμάσει «διά της γεύσεως» τη σύσταση της περιεχόμενης εκρηκτικής ύλης. Αυτός, αφού υπακούει, φεύγει ταπεινωμένος και έντρομος, αφήνοντας χώρο για την είσοδο του ασθμαίνοντος γενικού εισαγγελέα Λυκουρέζου, ο οποίος είχε δώσει εντολή στους εξωτερικούς φύλακες της Βουλής, να απαγορεύσουν την έξοδο απ’ αυτήν σε οποιονδήποτε.
Εν τω μεταξύ, απόντος του φρουράρχου, αλλά και της φρουράς, με νέο θάρρος που τους προσέδωσε η διαπίστωση ότι δεν κινδύνευε η σωματική τους ακεραιότητα από μια πιθανή έκρηξη, οι Λαζάνης και Στάης εφόρμησαν προς τα λαϊκά θεωρεία του 3ου ορόφου, όπου πιθανολογούσαν ότι από εκεί ρίχτηκε η δυναμίτιδα. Όταν κατάφεραν να υπερσκελίσουν το εμπόδιο της ανηφορικής διαδρομής το οποίο είχε σύμμαχο το μεγάλο τους σωματικό βάρος και έφθασαν εκεί, τα βρήκαν άδεια, εκτός από ένα φτωχικά ντυμένο άτομο, το οποίο στεκόταν πίσω από ένα παράθυρο του θεωρείου, με μια διπλωμένη εφημερίδα στα πόδια του. Αμέσως τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο γραφείο του διευθυντή της Βουλής, όπου ξεδιπλώνοντας την εφημερίδα, ανακάλυψαν 4 - 5 ακόμη φιτίλια κατάλληλα για την ανάφλεξη μασουριών δυναμίτιδας και ένα ακόμη μασούρι.


Τότε, ο υπουργός των Εσωτερικών, Καλογερόπουλος, συνεπικουρούμενος από τον γενικό εισαγγελέα Λυκουρέζο, άρχισαν να τον ανακρίνουν και ανακάλυψαν την ταυτότητά του. Ονομαζόταν Ανδρέας Παπαμικρόπουλος, με καταγωγή από την Πάτρα, και ήταν δάσκαλος του πτωχοκομείου. Ήταν στην ηλικία των σαράντα ετών και ήταν άγαμος. Στις επίμονες όμως ερωτήσεις των ανακριτών, αυτός δεν παραδέχονταν την ενοχή του, παρά την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των υπαρχόντων μαρτύρων, οι οποίοι βεβαίωναν ότι μόνο αυτός στεκόταν στο σημείο από το οποίο εκτοξεύτηκε η εκρηκτική ύλη.
Μέσα στην απελπισία του για την άκαρπη τροπή της ανάκρισης, ο γενικός εισαγγελέας, του οποίου η εντολή της κυβέρνησης ήταν να αποσπάσει γρήγορη και σαφή ομολογία απ’ τον ύποπτο για τη βομβιστική ενέργεια, χρησιμοποίησε τα μεγάλα μέσα. Είχε προηγουμένως μάθει ότι, ο Παπαμικρόπουλος λόγω της οικτρής του οικονομικής του κατάστασης, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μικρό δωμάτιο, το οποίο μοιραζόταν με τρεις ακόμη συγκατοίκους, στο ξενοδοχείο 5ης κατηγορίας «Ακρόπολις» και να ικετεύσει, πρώτα την οικογένεια Διαμαντοπούλου και κατόπιν την οικογένεια Αντωνοπούλου, στις κυρίες των οποίων είχε διδάξει γράμματα στο παρελθόν, για τροφή και στέγη, με αντάλλαγμα τη διδασκαλία των παιδιών τους, τη συνοδεία τους σε περιπάτους και την συμμετοχή του σε όποια, οικοκυρικής φύσης, εργασία προέκυπτε στην καθημερινότητά τους.
Έτσι, ο πονηρός εισαγγελέας, διέταξε να προσαγάγει η αστυνομία τους παραπάνω και να τους οδηγήσει σ’ αυτόν για ανάκριση με βίαιο τρόπο, παρουσία του Παπαμικρόπουλου. Την ίδια χρονική στιγμή κατά την οποία τον ανέκρινε, οι αστυνομικοί προσήγαγαν τους Αντωνόπουλους με σκαιό τρόπο. Ο Παπαμικρόπουλος, βλέποντας τα υποφέρουν οι ευεργέτες του από τη βιαιότητα των οργάνων, αλλά και φοβούμενος ότι θα τους χαρακτήριζαν συνεργούς του, είπε:
«Αφήστε τους ανθρώπους αυτούς. Θα σας ομολογήσω τα πάντα».
Και ομολόγησε:
«Εγώ αγόρασα τα δύο μασούρια δυναμίτιδας και τα απαραίτητα φιτίλια, προ δεκαπενθημέρου. Το ένα το εκτόξευσα στους βουλευτές και το δεύτερο το ετοίμαζα για να αυτοκτονήσω αμέσως μετά την πράξη μου. Έγραψα δε, και σχετική του τέλους μου επιστολή, προς την μητέρα μου. Επίσης, πολλές ημέρες πριν την πράξη μου, απέστειλα προειδοποιητική επιστολή προς την Βουλή, στην οποία τους ανακοίνωνα την πρόθεσή μου αυτή. Δεν ήθελα να τους σκοτώσω όλους, αλλιώς, θα χρησιμοποιούσα περισσότερα φυσίγγια. Να τους φοβίσω και να τους αφυπνίσω ήθελα, διότι εκτός της προσωπικής μου οικτρής οικονομικής καταστάσεως, στην οποία με έχουν οδηγήσει οι πράξεις και οι παραλήψεις τους· δεύτερο πουκάμισο δεν έχω να βάλω και ικετεύω καθημερινά τους ανθρώπους για τα απολύτως απαραίτητα. Η δική μου όμως δυστυχία ήταν η μικροτέρα, έναντι των δεινών της πολιτείας μας, για τα οποία σας θεωρώ απολύτως υπευθύνους. Η εκμηδένιση της αξιοπρέπειας της χώρας, η υπερχρέωσή της, η κατάπτωση του ηθικού της γοήτρου, ο συνεχής και παράνομος πλουτισμός των ηγητόρων της, η πλήρης αναισθησία των υπουργών και των βουλευτών στις συνεχείς εκκλήσεις των πολιτών για διαφάνεια στην διαχείριση των οικονομικών της, η κακοδιαχείριση των πόρων της και άλλα τινά, οδήγησαν την ψυχική μου εξέγερση. Και όχι. Συνεργούς, δεν έχω. Μόνος μου εσκέφθην, εζύγισα τα πράγματα και απεφάσισα τον εξαναγκασμό σε μεταμέλεια όλων αυτών, με την χρήση βίας».
Ο εισαγγελέας, οι γραφιάδες και οι παρατρεχάμενοι, έμειναν άφωνοι. Ο κοντός μυστακοφόρος, βρόμικος και πάμπτωχος δάσκαλος, έμοιαζε γίγαντας μπροστά τους. Αμέσως ο Λυκουρέζος, ο οποίος δεν ήθελε να ακούσει και άλλα, διέταξε να μεταφερθεί στα κρατητήρια ο δράστης και πολύ προβληματισμένος κίνησε για το γραφείο του πρωθυπουργού Θεοτόκη. Στην συνάντηση η οποία αμέσως πραγματοποιήθηκε, συμμετείχαν οι Θεοτόκης, Λυκουρέζος, Καλογερόπουλος και Καπερδάνος και αναλύθηκαν οι εξελίξεις της υπόθεσης και αναζητήθηκε η κατάλληλη λύση.

Πάνω στο τραπέζι συσκέψεων, δέσποζαν οι εφημερίδες της εποχής, με πρώτον πρώτον τον «Ρωμιό» του Σουρή, οποίος διασκέδαζε την κατάσταση γράφοντας :
«Αυτά του κόντε λέγονταν εν λιγυρά φωνή,
στο παρλαμέντο βρόντισε μια μπόμπα αληθινή.
Κι αμέσως τα ‘χασαν αυτοί και τα ‘χασαν κι εκείνοι,
κι ακαματόπους έτρεχε καθένας αστυνόμος,
και της Βουλής τας πτέρυγας συνείχε κρύος τρόμος.
Νίπτω κι εγώ τας χείρας μου και δεν ανακατεύομαι,
και αφού οι μπόμπες άρχισαν, παύω να πολιτεύομαι!».
«Ιδού! Διαβάστε πράγματα! Αυτός είναι επικίνδυνος και θα βρει μιμιτάς», είπε θυμωμένα ο Θεοτόκης.
«Θα τον κάνουμε ήρωα;», αναρωτήθηκε εξοργισμένος ο Καπερδάνος.
«Του χρόνου θα τον έχουμε ανάμεσά μας στην Βουλή», ψιθύρισε έντρομος ο Καλογερόπουλος.
«Να αποδείξουμε ότι είναι βλαμμένος», έκραξε πνιχτά ο Λυκουρέζος.
«Αυτό είναι!», αναφώνησαν εν χορώ άπαντες. «Βλαμμένος! Είναι η σοφότερη λύση. Να κανονιστεί πάραυτα επίσημη γνωμάτευση από τον γιατρό Μιταυτσή. Είναι της απολύτου εμπιστοσύνης μου και γαμπρός της αδελφής μου», διέταξε ο οιονεί άναξ.
Ο γραμματέας άρχισε την ανάγνωση των γραπτών απαντήσεων του ειδικού εντεταλμένου ιατρού φρενολόγου, Μιταυτσή, μετά την εξέταση της διανοητικής κατάστασης του δράστη της βομβιστικής κατά του Κοινοβουλίου ενέργειας, κατ΄ εντολήν του γενικού εισαγγελέα.
«Διάβαζε πιο δυνατά», του είπε ο Λυκουρέζος, ο οποίος δεν μπορούσε να κρύψει το σαρδόνιο χαμόγελό του κάτω από την επαγγελματική του σοβαροφάνεια.
«Κατόπιν εντολής του γενικού εισαγγελέως κυρίου Λυκουρέζου και αδείας του Διευθυντού της αστυνομίας υποστρατήγου Δαμηλάτη, μου επετράπη η άνοδος εις το δωμάτιον ένθα κρατείται ο βομβιστής. Ευθύς μόλις τον είδα, τον αναγνώρισα. Αυτός είναι. Ω, ναι. Αυτός είναι τελείως ανισόρροπος. Τον ενθυμούμαι καλώς ότε ήλθε προ ολίγων ετών και υπεβλήθη εις θεραπείαν».


Ερώτηση εισαγγελέα: «Από τι έπασχε τότε;».
Απάντηση ιατρού: «Φρενοβλάβειαν εκφύλου με ιδέας πολυμόρφους, ιδέας δηλαδή καταδιώξεως, μεγαλείου, αδικιών, ενοχής και ερωτικών επεισοδίων, ιδέας αίτινες δύνανται το άτομον όπερ κατέχεται υπ΄ αυτών, να το ωθήσουν εις τας πλέον επικινδύνους πράξεις».
Ερώτηση εισαγγελέα: «Εθεραπεύθη τότε;».
Απάντηση ιατρού: «Είναι ανίατος η νόσος αυτή. Ο πλήρης μάλιστα ορισμός της είναι ο εξής: Ανισορροπία διανοητική θεωρουμένη πολλάκις εκ των ανιάτων. Βεβαιώ, ότι τούτος έπασχεν εκ τοιούτου νοσήματος. Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι οι κατά πλήθους αποπειρώμενοι, εμπνέονται υπό της ιδέας, ότι τους προξενεί τούτο, κακόν τι ή υπό της ρεκλάμας».
Ερώτηση εισαγγελέα: «Τον θεωρείτε επικίνδυνο προς τον εαυτό του και προς το κοινωνικόν σύνολον;».
Απάντηση ιατρού: «Προς τον εαυτόν του, όχι. Προς το κοινωνικό σύνολον, ναι αναμφαδόν».


«Τελειώσαμε. Θα το υπογράψετε;», ρώτησε ο γραφιάς τον εισαγγελέα.
«Αν θα το υπογράψω; Ανόητε…», τον μάλωσε άγρια ο Λυκουρέζος. Και έβαλε την υπογραφή του.

1 σχόλιο: